ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προστασία καταναλωτή – Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) – Καταχρηστικότητα Γ.Ο.Σ. – Σύμβαση στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο – Βασικό Επιτόκιο Στεγαστικών Δανείων (Β.Ε.Σ.Δ.) – Επιτόκιο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Αδικαιολόγητος πλουτισμός -.
Συμβάσεις στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο. Το ένδικο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της σύμβασης θα έπρεπε να μεταβάλλεται κατά το ύψος και προς την κατεύθυνση μεταβολής του επιτοκίου της ΕΚΤ. Η μείωση του επιτοκίου θα έπρεπε να ισχύει από την ημέρα πληρωμής της επομένης, μετά τη μεταβολή του επιτοκίου της ΕΚΤ, τοκοχρεολυτικής δόσης των δανείων. Ο ΓΟΣ των ενδίκων συμβάσεων για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου, κατά το μέρος που ρυθμίζει την διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι καταχρηστικός, γιατί εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην εναγομένη – προμηθεύτρια τράπεζα, να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως προς την τράπεζα. Η εναγομένη στηριζόμενη στον καταχρηστικό και άκυρο αυτόν ΓΟΣ, μη υπολογίζοντας τις δόσεις με αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπ’ όψη και των συναλλακτικών ηθών) και μη αποδίδοντας στην ενάγουσα τη μείωση που είχε το κόστος του χρήματος για την ίδια, κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της κατά το ποσό της διαφοράς καταβληθέντων τόκων. Προκειμένου να γίνει η μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό, η ενάγουσα προεξόφλησε λογιστικά το ανεξόφλητο κεφάλαιο και των δύο δανείων, καταβάλλοντος λογιστικά (μέσω της αναχρηματοδότησης του δανείου με σταθερό επιτόκιο) σε εξόφληση του άληκτου κεφαλαίου των δανείων ποσό που ζήτησε η εναγομένη, κατά τους υπολογισμούς της που επηρεάζονταν από τον εν λόγω καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο ΓΟΣ. Όμως αν αντί της μονομερώς υπολογιζόμενης τοκοχρεολυτικής δόσης, καταβαλλόταν η ορθώς (ανάλογα με το επιτόκιο της ΕΚΤ) υπολογιζόμενη κάθε φορά τοκοχρεολυτική δόση άλλο ποσό θα έπρεπε να απομένει μετά την αποπληρωμή της δόσης ως ανεξόφλητο κεφάλαιο και επομένως η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της κατά το ποσό της διαφοράς των ποσών αυτών, ομοίως χωρίς νόμιμη αιτία.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1642/2008
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Αθηνών Δημήτριο Ζουρνή, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Καλλιόπη Ρήγα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3-3-2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Μ. Κ. του Η., κατοίκου Περιστερίου (οδός Φ. αριθ. *), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημήτρη Σπυράκου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σ. αρ. **), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Μουσχουντή.
Η ενάγουσα με την από 10-5-2007 αγωγή της τακτικής διαδικασίας, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 3777/2007, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Για τη συζήτηση της αγωγής ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της προκειμένης αποφάσεως και μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, το Δικαστήριο αφού άκουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά
Μελέτησε τη δικογραφία και
Σκέφτηκε κατά το νόμο
Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγών (ΓΟΣ) στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών» που ενσωμάτωσαν την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 5-4-1993 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999 «γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Κατά δε την παρ. 7 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, όπως και αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 24 γ του Ν. 2741/1999, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής είναι οι γενικοί όροι των συναλλαγών που μεταξύ άλλων α)… β)… ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση…στ)… ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή… Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24β του Ν 2741/1999, αρκεί να επέρχεται απλή και όχι «υπέρμετρη» διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση του γενικού όρου (βλ. ΕφΑθ 6291/2000 ΔΕΕ 11, 1122). Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτιολογία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Περαιτέρω, όσον αφορά στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ, που θεωρούνται, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, άνευ ετέρου καταχρηστικοί, ήτοι χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και άρα απαγορευτέοι και άκυροι θα πρέπει να λεχθεί ότι οι όροι αυτοί αποτελούν ενδεικτικές (μεμονωμένες) νομοθετικές εξειδικεύσεις της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2, πρακτικά χρησιμότατες, διότι υπηρετούν αφενός τη νομική σαφήνεια στο βαθμό που παρέχουν ένα ασφαλέστερο προσανατολισμό και αφετέρου τη νομική ασφάλεια στο βαθμό που τα αποτελέσματα του άμεσου ελέγχου ενός ΓΟΣ γίνονται έτσι, διαγνωστά και προβλέψιμα. Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν 2251/1994, ο οποίος περιέχει 31 περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται αυτοδικαίως καταχρηστικοί χωρίς να είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη στάθμιση. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν 2251/1994, χωρίς να αποκλείεται ο αναγκαίος συσχετισμός των ειδικών ρυθμίσεων που περιέχονται στην παρ. 7 με το θεμελιώδες γενικό αξιολογικό κριτήριο της καταχρηστικότητας που είναι η «διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» και αποτελεί τον κατά την παρ. 6 βασικό άξονα της όλης ρύθμισης για την ακυρότητα των καταχρηστικών όρων, εφόσον απαιτείται για την εξειδίκευση αορίστων νομικών εννοιών και αορίστων αξιολογικών κριτηρίων που εμπεριέχονται στο νομοθετικό κείμενο επιμέρους περιπτώσεων του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών όρων της παρ. 7. Επομένως, αφού διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα του συγκεκριμένου ΓΟΣ, έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα. Τέλος οι ΓΟΣ, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο και σαφή. Ειδικότερα δε στις καταναλωτικές συμβάσεις ο Ν 2251/1994 αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο Ν 2251/1994 (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια’) δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 ΕλΔνη 42. 1321, ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 11. 1125, ΑΠ 1219/2001 ΝοΒ 50. 354)
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει τα εξής: Με συμβάσεις στεγαστικού δανείου που συνήφθησαν στην Αθήνα, στις 5-7-2001, έλαβε από την εναγόμενη δάνεια για την αγορά κατοικίας ύψους 102.714,60 και 14.673,51 ευρώ (που εκταμιεύθηκαν στις 18-10-2001), με κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε ισχύον Βασικό Επιτόκιο Στεγαστικών Δανείων της τράπεζας, το οποίο αρχικά ήταν 6% (και με την εισφορά του Ν 128/1975 6,12%), με τη συμφωνία να αποπληρωθούν εντός 25 ετών με ίσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας ένα μήνα μετά την εκταμίευση. Από την αρχή κατέβαλε συνεχώς και εμπροθέσμως το ποσόν της μηνιαίας τοκοχρεολυτικής δόσης ενιαία για τα δύο δάνεια, σαν να επρόκειτο για μία σύμβαση στεγαστικού δανείου συνολικού ποσού 117.388,11 ευρώ. Στις 13-3-2006 με πρόσθετη πράξη τροποποίησης της (ενιαίας πλέον κατά τα ανωτέρω) σύμβασης συμφώνησε με την εναγομένη ότι από τη δόση της 18ης-3-2006 και για τα επόμενα 7 χρόνια το επιτόκιο θα είναι σταθερό και ίσο με 4,92%. Ενώ όμως μέχρι τις 18-3-2006 το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο, η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο σχετικός προδιατυπωμένος όρος (υπ’ αριθ. 7α, β), που περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους (ΓΟΣ) υπό τους οποίους η εναγομένη χορηγούσε τα στεγαστικά δάνεια, «επέτρεπε» σε αυτήν να διαμορφώνει μονομερώς εν τέλει το επιτόκιο, προέβη σε μία μόλις μικρή μείωση του επιτοκίου, παρά το γεγονός ότι ήδη από τους πρώτους μήνες της σύναψης της ένδικης συμβάσεως ακολούθησαν συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εν γένει διατραπεζικών επιτοκίων σε ευρώ. Έτσι, κατά τα αναλυτικότατα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, η εναγομένη στηριζόμενη στον καταχρηστικό και άκυρο αυτό ΓΟΣ, κατά το χρονικό διάστημα από 18-10-2001 μέχρι και 13-03-2006, ζήτησε και έλαβε τμηματικά από την ενάγουσα τόκους συνολικού ποσού 27.453,06 ευρώ, ενώ αν οι δόσεις είχαν υπολογισθεί με αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπ’ όψη και των συναλλακτικών ηθών), το συνολικό ποσό που έπρεπε να είχε εισπράξει από αυτήν (ενάγουσα) για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα θα ήταν 19.627,34 ευρώ. Έτσι η εναγομένη, μη αποδίδοντας της τη μείωση που είχε το κόστος του χρήματος για την ίδια, κατέστη πλουσιότερη εις βάρος της κατά το ποσό της διαφοράς των προαναφερθέντων ποσών, ήτοι κατά 7.807,72 ευρώ (27.435,06-19.627,34), που της κατέβαλε (η ενάγουσα) χωρίς νόμιμη, τελικά, αιτία, δεδομένης της καταχρηστικότητας και ακυρότητας του εν λόγω ΓΟΣ, ο οποίος προσκρούει στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε’ και ια’ του Ν 2251/1994. Εκθέτει επίσης ότι στις 13-3-2006, προκειμένου να γίνει η μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό (που ήδη προαναφέρθηκε) προεξόφλησε λογιστικά το ανεξόφλητο κεφάλαιο και των δύο δανείων, καταβάλλοντος λογιστικά (μέσω της αναχρηματοδότησης του δανείου με σταθερό επιτόκιο) σε εξόφληση του άληκτου κεφαλαίου των δανείων το ποσό των 106.858,73 ευρώ που ζήτησε η εναγομένη, κατά τους υπολογισμούς της που επηρεάζονταν από τον εν λόγω καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο ΓΟΣ. Όμως αν αντί της μονομερώς υπολογιζόμενης τοκοχρεολυτικής δόσης, καταβαλλόταν η ορθώς (ανάλογα με το επιτόκιο της ΕΚΤ) υπολογιζόμενη κάθε φορά τοκοχρεολυτική δόση (σύμφωνα με τους αναλυτικούς πίνακες που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής), θα έπρεπε να απομένει μετά την αποπληρωμή της δόσης της 18ης-2-20Ό6, το ποσό των 104.481,69 ευρώ ως ανεξόφλητο κεφάλαιο και όχι το προαναφερθέν ποσό των 106.858,73 ευρώ. Επομένως η εναγομένη που αξίωσε και έλαβε από αυτήν λογιστικά, κατά την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου της, 106.858,73 ευρώ και όχι 104.481.69 ευρώ, κατέστη πλουσιότερη εις βάρος της κατά το ποσό της διαφοράς των ποσών αυτών, ήτοι κατά 2.377,04 ευρώ (106.858,73-104.481,69), ομοίως χωρίς νόμιμη αιτία, κατά τα ανωτέρω. Με τα περιστατικά αυτά ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 10.184,76 ευρώ (7.807,72+2.377,04), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει τα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρκούντως ορισμένη (απορριπτόμενης της ενστάσεως αοριστίας που υπέβαλε η εναγομένη) αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1α και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6, 7 περ. ε’ και ια’ του Ν 2251/1994, 174, 288, 904, 345, 346 του ΑΚ, ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, 907, 908 και 176 του ΚΠολΔ (απορριπτόμενου του ισχυρισμού της εναγομένης ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός συνιστά πάντα επικουρική βάση της αγωγής και όχι την κύρια βάση -βλ. σχετ. Σταθόπουλο εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, Εισαγ. 904-913 αρ. 28-). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από την ουσιαστική της άποψη, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο με τις ανάλογες υπέρ τρίτων εισφορές (αγωγόσημα με αριθμούς 078491 και 285879).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες τους που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), και γενικά από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται τα εξής: Με δυο συμβάσεις χορήγησης στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκαν στην Αθήνα στις 5-7-2001, με αριθμούς 1662 και 1663/5-7-20012005, μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στην ενάγουσα δύο τοκοχρεολυτικά δάνεια ύψους 102.714,00 και 14.673,51 ευρώ αντιστοίχως, για την αγορά κατοικίας, με τη συμφωνία να αποπληρωθούν εντός 25 ετών με ίσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβλητέας ένα μήνα μετά την εκταμίευση. Το επιτόκιο, βάσει του προδιατυπωμένου άρθρου 7 των ένδικων συμβάσεων (που ήταν ίδιος σε όλες τις αντίστοιχες συμβάσεις της εναγόμενης τράπεζας), συμφωνήθηκε κυμαινόμενο ως εξής: Αρθρο 7 «α) Το επιτόκιο του δανείου θα είναι κυμαινόμενο και ίσο πάντοτε με το εκάστοτε Βασικό Επιτόκιο Στεγαστικών Δανείων (Β.Ε.Σ.Δ.), της Τράπεζας, το οποίο σήμερα είναι εξ τοις εκατό (6%) πλέον περιθωρίου ολογράφως τοις εκατό (000%) και πλέον εισφοράς μηδέν, δώδεκα τοις εκατό (0,12%) του Ν 128/75, ήτοι συνολικό τελικό επιτόκιο εξ, δώδεκα τοις εκατό (6,12%) οι δε τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, β) Σε περίπτωση μεταβολής (αύξησης ή μείωσης) του επιτοκίου κατά τα προαναφερθέντα, το νέο επιτόκιο συμφωνείται ότι θα ισχύει από τη μέρα λήψης της σχετικής απόφασης της Τράπεζας, ο δε οφειλέτης θα λάβει γνώση για τη μεταβολή αυτή από την Τράπεζα, είτε μέσω της γνωστοποίησης σε δύο Αθηναϊκές εφημερίδες, είτε κατά την πληρωμή της δόσης του παρόντος δανείου. Αν ο οφειλέτης διαφωνήσει με το νέο επιτόκιο και δεν επιτευχθεί συμφωνία δύναται η Τράπεζα να απαιτήσει την εξόφληση του υπόλοιπου δανείου».
Ο ως άνω ΓΟΣ για την αναπροσαρμογή του επιτοκίου, όπως διαμορφώνεται από το συνδυασμό των παραγράφων α και β του άρθρου 7 των ένδικων συμβάσεων, κατά το μέρος που ρυθμίζει την κατά τα ανωτέρω διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι καταχρηστικός, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 και 7 περ. ε’ και ια’ του Ν 2251/1994, γιατί εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια τράπεζα, να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως προς την τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001 ο.π. και ΕφΑθ 5253/2003 ΧρΙΔ Δ/2004. 134).
Το επιτόκιο συνεπώς στις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων δανειακές συμβάσεις θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται με βάση εύλογα κριτήρια που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για την Τράπεζα. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (που εκδόθηκε μετά την έκδοση της ΑΠ 1219/2001), η οποία στο Β Κεφάλαιο παρ. 2 περ. IV, ορίζει ότι η ελάχιστη ενημέρωση της Τράπεζας προς τον συναλλασσόμενο-πελάτη «σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο», αφορά, «το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)».
Στην περίπτωση του κυμαινόμενου επιτοκίου, η τράπεζα δεν αναλαμβάνει κανένα κίνδυνο, αφού μπορεί με βάση το επιτόκιο αναφοράς να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο του δανείου και να κρατά σταθερό το κέρδος (περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου αναφοράς), απεναντίας τον φέρει ο δανειολήπτης, ο οποίος αντισταθμίζεται στην επιλογή του από το αντίστοιχο όφελος (μείωση του επιτοκίου) που θα έχει σε περίπτωση μείωσης του κόστους του χρήματος για την τράπεζα (βλ. Ε. Βόγλη Κυμαινόμενο Επιτόκιο εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα 2005, 9 επ., 49 επ. Δ. Σπυράκου Κριτήρια Αναπροσαρμογής του επιτοκίου στις συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, ΔΕΕ 2002. 100 επ. 1109 επ., Ι. Βενιέρη Πρόωρη Εξόφληση Δανείου έκδοση β’ σελ. 66 επ.).
Περαιτέρω κατά το χρόνο συνάψεως των συμβάσεων (5-7-2001), το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο ανερχόταν σε 6% και με την εισφορά του Ν 138/1975 σε 6,12%. Το Επιτόκιο Πράξεων Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (επιτόκιο της ΕΚΤ) ανερχόταν εκείνο το διάστημα, ήτοι τον Ιούλιο του 2001, σε 4,50%. Επομένως, η εναγομένη διαμόρφωνε, λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω κριτήριο, το επιτόκιο με την προσαύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ με ένα περιθώριο 1,50%, ήτοι 4,50% (επιτόκιο ΕΚΤ)+1,50% (περιθώριο)+0,12% (εισφορά Ν 128/1975)= 6,12%. Συνεπώς, το ένδικο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της σύμβασης θα έπρεπε να μεταβάλλεται κατά το ύψος και προς την κατεύθυνση μεταβολής του επιτοκίου της ΕΚΤ. Η μείωση του επιτοκίου θα έπρεπε να ισχύει από την ημέρα πληρωμής της επομένης, μετά τη μεταβολή του επιτοκίου της ΕΚΤ, τοκοχρεολυτικής δόσης των δανείων.
Επομένως, το επιτόκιο των ένδικων δανείων θα έπρεπε να διακυμαίνεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης ως ακολούθως:
α) Το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ κατά το χρόνο που συνήφθησαν οι δύο ένδικες συμβάσεις (5-7-2001) ανερχόταν σε 4,50%. Τον ίδιο χρόνο το επιτόκιο των ένδικων δανείων ανερχόταν σε 6,12%, ήτοι προσαυξανόταν με περιθώριο 1,50% και με την εισφορά του Ν. 128/1975 0,12%. Ωστόσο από την 5η-7-2001, οπότε συμφωνήθηκε το επιτόκιο σε 6,12% μέχρι την 18-10-2001, που εκταμιεύτηκαν και άρχισαν να εκτοκίζονται τα δάνεια, μεσολάβησαν την 31η-8-2001 και την 18η-9-2001 δύο διαδοχικές μειώσεις του επιτοκίου (των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε 4,25% και 3,75% αντίστοιχα. Μεσολάβησε δηλαδή μέχρι την εκταμίευση των δανείων (18-10-2001) μία συνολική μείωση ύψους 0,75%.
Συνακόλουθα η εναγομένη έπρεπε να έχει μειώσει το εφαρμοσθέν επιτόκιο από την πρώτη ημέρα εκτοκισμού των δανείων της ενάγουσας, ήτοι από την 18-7-2001 σε 5,37%, ήτοι 3,75%+1,50+0,12%=5,37%. Ωστόσο η εναγομένη μείωσε μόνο κατά 0,50% το επιτόκιο, το οποίο ανήλθε σε 5,62%.
β) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ στις 9-11-2001 μειώθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώθηκε σε 3,25%, οπότε και το επιτόκιο των ένδικων δανείων έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 18-11-2001 σε 4,87%, ήτοι 3,25%+1,50%+0,12%= 4,87%. Η εναγομένη, ωστόσο, διατήρησε το επιτόκιο σταθερό και ίσο με 5,62%.
γ) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ στις 6-12-2002 μειώθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώθηκε σε 2,75%, οπότε και το επιτόκιο των δανείων έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 18-12-2002 σε 4,37%, ήτοι 2,75%+1,50%+0,12%= 4,37%. Η εναγομένη, ωστόσο, διατήρησε το επιτόκιο σταθερό και ίσο με 5,62%.
δ) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ στις 7-3-2003 μειώθηκε κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας και διαμορφώθηκε σε 2,50%, οπότε και το επιτόκιο των ένδικων δανείων έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 18-3-2003 σε 4,12%, ήτοι 2,50%+1,50%+0,12%= 4,12%. Η εναγομένη, ωστόσο, διατήρησε το επιτόκιο σταθερό και ίσο με 5,62%.
ε) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ στις 6-6-2003 μειώθηκε κατά 0,50 της ποσοστιαίας μονάδας και διαμορφώθηκε σε 2,00%, οπότε και το επιτόκιο των ένδικων δανείων έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 18-6-2003 σε 3,62%, ήτοι 2,00%+1,50%+0,12%= 3,62%. Η εναγομένη, ωστόσο, διατήρησε το επιτόκιο σταθερό και ίσο με 5,62%.
στ) Τέλος, το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ στις 6-12-2005 αυξήθηκε κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας και διαμορφώθηκε σε 2,25%, οπότε και το επιτόκιο των ένδικων δανείων έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 18-12-2005 σε 3,87%, ήτοι 2,25%+1,50%+0,12%= 3,62%. Η εναγομένη, ωστόσο, αύξησε περαιτέρω το επιτόκιο που εφάρμοζε στα ένδικα δάνεια σε 5,73% από 18-11-2005 και εν συνεχεία σε 5,86% από 18-12-2005 διατήρησε το επιτόκιο σταθερό και ίσο με 5,62%.
Η ενάγουσα από την αρχή της ισχύος των δύο δανειοληπτικών συμβάσεων κατέβαλε συνεχώς και εμπροθέσμως το ποσόν της μηνιαίας τοκοχρεολυτικής δόσης ενιαία για τα δύο δάνεια, σαν να επρόκειτο για μία σύμβαση στεγαστικού δανείου συνολικού ποσού 117.388,11 ευρώ. Ειδικότερα, είχε δώσει εντολή στην εναγόμενη να εκταμιεύει την 18η κάθε μηνός, από τον υπ’ αριθ. 0012 0015 82 2016837920 που διατηρούσε σε αυτήν, το ποσό της τοκοχρεολυτικής δόσης των δανείων, ενιαίως. Στις 13-3-2006 με Πρόσθετο Σύμφωνο Μετατροπής Δανείου Κυμαινόμενου Επιτοκίου σε Δάνειο Σταθερού Επιτοκίου συμφώνησε με την εναγομένη για τη μετατροπή των ένδικων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο σε δάνειο με σταθερό επιτόκιο ίσο με 4,92% για τα επόμενα επτά χρόνια. Η συμφωνία αυτή αντιμετωπίστηκε από την εναγομένη λογιστικά ως πρόωρη αποπληρωμή των δύο από 5-7-2001 ένδικων δανείων, που έλαβε χώρα με την αναχρηματοδότηση και υποκατάσταση τους από δάνειο σταθερού επιτοκίου ύψους 106.858,73 ευρώ. Έτσι αποσβέστηκε η οφειλή της από τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο και πλέον οι τοκοχρεολυτικές της δόσεις για το επόμενο χρονικό διάστημα διαμορφώθηκαν για δάνειο ύψους 106.858,73 ευρώ.
Σύμφωνα με τον πίνακα που είναι καταχωρημένος στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως, στον οποίο απεικονίζονται σε χωριστές στήλες ο μήνας και η αντίστοιχη τοκοχρεολυτική δόση που κατέβαλε η ενάγουσα, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, η δόση που κατέβαλε κάθε φορά, το ποσό που από τη δόση που κατέβαλε αντιστοιχούσε στους τόκους, το χρεολύσιο που αντιστοιχεί στη δόση την οποία κατέβαλε και το ύψος στο οποίο ανερχόταν κατά την εναγομένη το ανεξόφλητο κεφάλαιο, αποδεικνύεται ότι το συνολικό ποσό των τόκων που κατέβαλε στην εναγομένη από την αρχή του εκτοκισμού των δανείων μέχρι την 13η-3-20Ό6, οπότε προεξόφλησε ουσιαστικά τα δύο δάνεια, ανέρχεται σε 27.435,06 ευρώ. Το ύψος του ποσού αυτού, η ορθότητα του τρόπου υπολογισμού, καθώς και τα στοιχεία του πίνακα συνομολογούνται εμμέσως πλην σαφώς από την εναγομένη αφού δεν τα αμφισβητεί ειδικά (βλ. άρθρο 261 του ΚΠολΔ). Από τον ίδιο πίνακα, αποδεικνύεται ότι το συνολικό ποσό που θα έπρεπε να έχει καταβάλει στο ίδιο χρονικό διάστημα αν οι δόσεις της είχαν υπολογισθεί με το ορθό επιτόκιο (όπως αυτό αναλυτικά, κατά τις διακυμάνσεις του, αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο της προκειμένης αποφάσεως) ανέρχεται σε 19.627,34 ευρώ. Δηλαδή, οι τόκοι που κατέβαλε η ενάγουσα στην εναγομένη πλέον των οφειλομένων σε αυτήν, εξαιτίας της μη αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου, ανέρχονται σε 7.807,72 ευρώ (27.435,06-19.627,34).
Το ποσό αυτό εισέπραξε η εναγόμενη στηριζόμενη στον, κατά τα ανωτέρω, καταχρηστικό και άρα άκυρο ΓΟΣ (άρθρο 7 των ένδικων δανειακών συμβάσεων) και έτσι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, χωρίς νόμιμη αιτία.
Περαιτέρω από τον ίδιο πίνακα (που είναι καταχωρημένος στην αγωγή) αποδεικνύεται ότι καταβάλλοντος την ορθώς υπολογιζόμενη τοκοχρεολυτική δόση, θα έπρεπε μετά την λογιστική αποπληρωμή των δανείων της στις 18-2-2006, να είχε απομείνει ανεξόφλητο κεφάλαιο 104.481,69 ευρώ. Ενώ με τους υπολογισμούς της εναγομένης, που επηρεάζονται από το μονομερώς επιβαλλόμενο, κατά τα ανωτέρω, επιτόκιο, το λογιστικώς προεξοφληθέν κεφάλαιο υπολογίστηκε ανερχόμενο σε 106.858,73 ευρώ. Επομένως, για τους ίδιους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας και κατά το ποσό των 2.377,04 ευρώ (106.858,73-104.481,69). Η εναγομένη αρνείται να της καταβάλει τα παραπάνω ποσά (7.807,72+2.377,04).
Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας με την κρινόμενη αγωγή υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Π αυτό, η επικουρικώς ασκηθείσα από την εναγομένη ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από την ουσιαστική της άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το άθροισμα των παραπάνω ποσών, ήτοι 10.184,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το αίτημα για κήρυξη της αποφάσεως αυτής ως προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, που να επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα.
Εξ άλλου η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν πρόκειται να προκαλέσει σημαντική ζημιά στην ενάγουσα.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγομένης, η οποία ηττήθηκε στη δίκη (άρθρο 176 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (10.184,76) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλλει στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, που ορίζει στο ποσό των τριακοσίων είκοσι (320) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.