Εναγόμενοι η οικοπεδούχος-πωλήτρια, η κοινοπραξία εργολήπτρια εταιρεία και τα μέλη της κοινοπραξίας, ευθυνόμενοι άπαντες οι εναγόμενοι εις ολόκληρον. Η κοινοπραξία νομίμως ενάγεται, καθώς λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, αφού δεν έχει υποβληθεί σε διατυπώσεις δημοσιότητας, τα μέλη της οποίας (ομόρρυθμης εταιρίας) υπέχουν σε ολόκληρο ευθύνη.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΙΛΙΟΥ
ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 25/2018
Το Ειρηνοδικείο Ιλίου
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Ουρανία Τριβυζά και τη Γραμματέα Ειρήνη Σιγάλα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Δεκεμβρίου 2017 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: …… του ……, κατοίκου … Αττικής επί της οδού …… αριθμ. …… και … (πρώην ……) αριθμ. ……, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ……, η οποία εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Πολύζου (AM ΔΣΑ 34498).
Των εναγόμενων: 1) …… … του ……, κατοίκου … Αττικής επί της οδού …… αριθμ. … και … (πρώην ……) αριθμ. ……, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ……, η οποία εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Γεωργόπουλο (AM ΔΣΑ 08981), 2) Κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ……» που εδρεύει στους …… Αττικής επί της οδού … … αριθμ. ……, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 3) …… … του ……, κατοίκου … Αττικής επί της οδού …… αριθ. ……, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ …… ατομικά και ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ….» και 4) …… … του ……, κατοίκου Αττικής επί της οδού …… αριθ. ……, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ …… ατομικά και ως εκπροσώπου της κοινοπραξίας με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ……», οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν άπαντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κοντογιάννη (AM ΔΣΑ 09287).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-04-2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/25-04-2017 και γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/25-04-2017 που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 19ης-09-2017 και κατόπιν αναβολής, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 515 εδ. α’, 516, 518, 535, 543, 550 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 337, 362, 382 ΑΚ, συνάγεται, ότι, με τη σύμβαση πωλήσεως ακινήτου, ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος (ακινήτου) χωρίς νομικά ελαττώματα και έχοντος τις συμφωνημένες ιδιότητες. Ως νομικό ελάττωμα του πράγματος νοείται κάθε επ’ αυτού δικαίωμα τρίτου, εμπράγματο ή ενοχικό, που εμποδίζει την ελεύθερη μεταβίβαση της κυριότητας ή την άσκηση εξουσιών που πηγάζουν από αυτό (βλ. Εφ Θεσ/νίκης 2395/1991 Αρμ. 1991, 851). Αν το πράγμα έχει νομικό ελάττωμα, κατά την προαναφερόμενη έννοια ή έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, ο αγοραστής δικαιούται, εκτός των άλλων, κατ’ επιλογή, να ζητήσει αποζημίωση από τον πωλητή για ολική ή μερική μη εκπλήρωση της συμβάσεως. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, κάθε ζημία (θετική ή αποθετική) που υπέστη ο αγοραστής εξαιτίας της αθετήσεως της προαναφερόμενης υποχρεώσεως του πωλητή, συνίσταται δε η θετική ζημία του αγοραστή στη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης του, όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί, αν ο πωλητής είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει σ’ αυτόν το πράγμα χωρίς το νομικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας και εκείνης που υπάρχει εξ αιτίας της μη εκπλήρωσης, εν όλω ή εν μέρει της, της υποχρεώσεως του πωλητή, κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής και, επομένως, περιλαμβάνει την αξία της μη εκπληρωθείσας παροχής (οφειλή αξίας), που μπορεί να είναι ανώτερη του καταβληθέντος τιμήματος, καθώς και τις τυχόν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αγοραστής. Η ευθύνη του πωλητή για το νομικό ελάττωμα είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τη γνώση ή την έστω ανυπαίτια άγνοια αυτού περί της υπάρξεώς του. Μόνο η θετική γνώση του αγοραστή για το νομικό ελάττωμα, κατά τον χρόνο της συνάψεως της πωλήσεως, επιφέρει, κατά το άρθρο 515 εδ. α΄ ΑΚ, απαλλαγή του πωλητή από την εν λόγω ευθύνη του, ενώ δεν αρκεί ούτε η έστω και υπαίτια άγνοια του αγοραστή (ΑΠ 1100/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι, όμως, δυνατό μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν παράνομη ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο αυτός όφειλε να το σεβαστεί (βλ. ΕφΛαρ 614/2004 Δικογραφία 2005, 90). Έτσι, είναι δυνατόν να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (άρθρο 914 του ΑΚ) αν η πώληση πράγματος συνιστά παράνομη και υπαίτια πράξη του πωλητή (βλ. ΕφΑΘ 522/2002 ΕλλΔνη 43, 1718), όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο πωλητής με την ευκαιρία της σύμβασης αυτής, ενώ γνωρίζει την ύπαρξη νομικού ελαττώματος αποκρύπτει δολίως την ύπαρξή του από τον αγοραστή και με την δόλια αυτή απόκρυψη (απάτη) οδηγεί τον τελευταίο σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη. Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή και εφόσον αποδεχθεί την δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει την θετική και αποθετική ζημία στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση για τη ζημία που προήλθε από παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπόχρεου προς αποζημίωση, είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του επιζήμιου αποτελέσματος. Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση Σε μία τέτοια περίπτωση ο αγοραστής είτε στην αδικοπραξία, είτε και στις δύο, διότι η άσκηση της μίας από αυτές δεν αποκλείει την άλλη, αλλά μόνο η ικανοποίηση της μίας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, οπότε σώζεται μόνο ως προς αυτό. Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας, όταν, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται ρητά στην απόφαση είτε να προκύπτει έμμεσα από αυτή, γεγονός που συμβαίνει όταν, αν και δεν γίνεται ρητή αναφορά για διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας ή ακόμη περιέχεται ρητή αναφορά ότι δεν υπάρχει κενό ή αμφιβολία το δικαστήριο προχωρεί σε ερμηνεία της σύμβασης, από την οποία ερμηνεία αποκαλύπτεται ότι αυτό αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλόμενων, που το υποχρέωσαν να προβεί στην ερμηνευτική αναζήτησή της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις παραβιάζονται όταν το δικαστήριο, παρά την άμεση ή έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας ως προς την έννοια δικαιοπρακτικής δήλωσης, δεν προσφεύγει σ’ αυτούς για να αναζητήσει και διαπιστώσει την αληθινή έννοιά της ή για να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο μέσω της ερμηνείας κατέληξε, δεν συμφωνεί με τα κριτήρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΟλΑΠ 26/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 480 του ΑΚ “αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος”, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 481 του ίδιου κώδικα “η οφειλή εις ολόκληρο υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας της παροχής καθένας απ’ αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ενοχής εις ολόκληρο πρέπει η απαίτηση εκάστου των πλειόνων συνδανειστών ή η υποχρέωση εκάστου των πλειόνων συνοφειλετών να αφορά την αυτή παροχή, προσθέτως δε οι πλείονες ενοχές (απαιτήσεις ή υποχρεώσεις) που αφορούν τους συνδανειστές ή συνοφειλέτες να έχουν μεταξύ τους κάποια καθολική συνδετική σχέση, να συνδέονται δηλαδή με τον αυτό κοινό σκοπό και τον αυτό γενεσιουργό λόγο. Με τις πιο πάνω ρυθμίσεις ο νομοθέτης καθιερώνει ως κανόνα στις πολυπρόσωπες ενοχές, που αφορούν διαιρετές παροχές, την κατ’ ισομοιρία ευθύνη και δικαίωμα αντίστοιχα, ενώ την εις ολόκληρον ενοχή και ειδικότερα την παθητική εις ολόκληρον ενοχή αναγνωρίζει μόνο όταν αυτή συνιστάται με αναμφίβολη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων ή καθιερώνεται ευθέως από το νόμο.
Τέλος, στην πολιτική δίκη νομιμοποιείται ενεργητικώς εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος και παθητικώς εκείνος που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Συνεπώς, για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και εάν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη για την ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (βλ. ΑΠ 871/2003 ΕλΔνη 2003. 1623, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427).
Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι δυνάμει του με αριθμό …/14-09-2011 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νομίμως μεταγεγραμμένου, η πρώτη εναγόμενη σε εκτέλεση εργολαβικού συμβολαίου που είχε συνάψει με τη δεύτερη εναγόμενη δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη ανέθεσε στη δεύτερη εναγόμενη την ανέγερση οικοδομής με επιμέλεια και δαπάνες της δεύτερης εναγόμενης εργολήπτριας με το σύστημα της αντιπαροχής, της μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τις περιγραφόμενες στην αγωγή της οριζόντιες ιδιοκτησίες, κατόπιν υπόδειξης της δεύτερης εναγόμενης. Ότι ενάμισι έτος μετά την πώληση των οριζόντιων ιδιοκτησιών σε εκείνη, εστάλη ειδοποιητήριο από την ΕΥΔΑΠ προς τη διαχείριση της πολυκατοικίας προς πληρωμή οφειλής ποσού 5.166 € από δικαίωμα σύνδεσης της οικοδομής με το δίκτυο ακαθάρτων στην οποία βρίσκονται οι οριζόντιες ιδιοκτησίες της ενάγουσας. Ότι η σύνδεση με το δίκτυο ακαθάρτων έγινε πριν τη μεταβίβαση σε αυτήν των οριζοντίων ιδιοκτησιών. Ότι κανείς από τους εναγόμενους δεν κατέβαλε την οφειλή αυτή, όπως όφειλαν, αφού οι εναγόμενοι εγγυήθηκαν κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αγοραπωλησίας να της μεταβιβάσουν τις οριζόντιες ιδιοκτησίες ελεύθερες από κάθε οφειλή και βάρος και ότι της απέκρυψαν την εν λόγω οφειλή την οποία αν γνώριζε δεν θα προέβαινε στην κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Ότι λόγω της μη καταβολής της οφειλής του τέλους σύνδεσης από τους εναγόμενους, η ΕΥΔΑΠ βεβαίωσε την τελευταία σε βάρος της κατά τα χιλιοστά που της αναλογούν επί της πολυκατοικίας. Ότι κατέβαλε την οφειλή προς την ΕΥΔΑΠ με διακανονισμό η οποία ανήλθε στο συνολικό ποσό των 1.664,31 €. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητεί με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί καθένας των εναγόμενων να της καταβάλει σε ολόκληρο α) το συνολικό ποσό των 3.360,31€ το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των 2.360,31 για την περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί η οποία επιμερίζεται στο ποσό των 1.664,31 € για το τέλος σύνδεσης που κατέβαλε και στο ποσό των 696 € για δικαστική δαπάνη και β) το ποσό των 1.000 € ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία των εναγομένων, άλλως και όλως επικουρικά να υποχρεωθεί καθένας των εναγομένων να της καταβάλει σε ολόκληρο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το ποσό των 1.664,31 €, με το νόμιμο τόκο για τους τρεις τελευταίους εναγόμενους από τότε που κατέστησαν υπερήμεροι, δηλαδή από την επομένη της 30ης-10-2009 και για την πρώτη εναγόμενη από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, άλλως για άπαντες τους εναγομένους με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και να καταδικαστούν σε ολόκληρο στη δικαστική της δαπάνη. Η ενάγουσα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της, αλλά και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, έτρεψε το σύνολο του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό καθώς και το επικουρικό αίτημα της για ποσό 1.664,31 € από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό και παραιτήθηκε από το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (14 παρ. 1, 22, 466 παρ.1 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη παρά τον αντίθετο ισχυρισμό των τριών τελευταίων εναγομένων περί αοριστίας λόγω πολλαπλών νομικών βάσεων, διότι πρόκειται για ένα αντικείμενο δίκης που θεμελιώνεται σε περισσότερες νομικές βάσεις και διότι εφόσον τα πραγματικά περιστατικά εκθέτονται κατά ορισμένο τρόπο εναπόκειται στο Δικαστήριο με βάση την αρχή iura novit curia να υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στο νομικό κανόνα, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 514, 516, 481, 487, 488, 147, 149, 914 επ., 345, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά την ένδικη αγωγή της με το να ζητεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης διότι η πρώτη εναγομένη δεν διέπραξε αδικοπραξία σε βάρος της ούτε της προκάλεσε ηθική βλάβη. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν προβάλλει περιστατικά που συγκροτούν κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 966/2004 ΑρχΝ 2004.496, ΑΠ 1129/2002 ΕλλΔνη 2004.424).
Από τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων απόδειξης ……… και ανταπόδειξης ……… και … ……, που περιέχονται στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά, από το σύνολο των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται κατωτέρω ειδική μνεία χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθμό …/14-09-2011 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Ιλίου απέκτησε: 1) το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πάνω από το ισόγειο με το ανήκον σε αυτό δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχεία ΘΣΤ-2 ανοικτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου πυλωτής και 2) την υπ’’ αριθμ. 1 αποθήκη υπογείου πολυκατοικίας που βρίσκεται στο Δήμο Αγίων Αναργύρων στη διασταύρωση των οδών …… αριθμ…. … και …… (πρώην ……) αριθμ. …… Το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα έχει επιφάνεια 67,50 τ.μ., και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 297/1000 εξ αδιαιρέτου, η υπό στοιχεία ΘΣΤ-2 θέση στάθμευσης έχει επιφάνεια 10,12 τ.μ. και η αποθήκη έχει επιφάνεια 7 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 1/1000. Η ανέγερση της πολυκατοικίας που βρίσκονται οι ανωτέρω ιδιοκτησίες πραγματοποιήθηκε από την δεύτερη εναγόμενη κοινοπραξία, μέλη της οποίας είναι ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων. Μεταξύ της πρώτης εναγομένης η οποία ήταν οικοπεδούχος στο οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε η οικοδομή στην οποία βρίσκονται οι ανωτέρω ιδιοκτησίες και της δεύτερης εναγομένης κοινοπραξίας, καταρτίστηκε το υπ’ αριθμ. …/7-11-2006 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ιλίου …, δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγόμενη ανέθεσε στη δεύτερη εναγόμενη την ανέγερση της οικοδομής με επιμέλεια και δαπάνες της εργολήπτριας κοινοπραξίας (δεύτερης εναγομένης) με το σύστημα της αντιπαροχής και συμφωνήθηκε ότι η οικοπεδούχος θα παρακρατήσει ποσοστό 333/1000 εξ αδιαίρετου του οικοπέδου και ότι θα μεταβιβάσει τα υπόλοιπα 667/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου προς την εργολήπτρια ή προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θα υποδειχθεί από αυτήν λόγω εργολαβικού ανταλλάγματος και λόγω ανέγερσης της οικοδομής. Μεταξύ των οριζοντίων ιδιοκτησιών που θα περιέρχονταν στην ως άνω εργολήπτρια κοινοπραξία είναι και οι ιδιοκτησίες που αγόρασε η ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/14-09-2011 συμβολαίου αγοραπωλησίας με το οποίο η πρώτη εναγομένη και οικοπεδούχος σε εκτέλεση του εργολαβικού συμβολαίου και σε μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της δεύτερης εναγομένης κοινοπραξίας, πώλησε, παραχώρησε και μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην ενάγουσα τα 298/1000 εξ αδιαιρέτου τα οποία αντιστοιχούν στις παραπάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες (Α-1, ΘΣΤ-2 και Υ-1) στις οποίες αναλογούν τα 297/1000 και 1/1000 εξ αδιαιρέτου, κατόπιν υπόδειξης από τη δεύτερη εναγόμενη. Την 20η-12-2012 στάλθηκε ειδοποιητήριο από την ΕΥΔΑΠ (Διεύθυνση Οικονομικού Προγραμματισμού και Ελέγχου – Υπηρεσία Διαχείρισης και Προγραμματισμού Εσόδων Αποχέτευσης) προς τη διαχείριση της πολυκατοικίας (βλ. το από 20- 12-2012 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ) σύμφωνα με το οποίο επί του ακινήτου στην οδό … αριθμ. .. στους Αγίους Αναργύρους, υπάρχει οφειλή προς την ΕΥΔΑΠ συνολικού ποσού 5.166 € (4.200€ συν ΦΠΑ 23%) από δικαίωμα σύνδεσης. Η ενάγουσα προκειμένου να πληροφορηθεί τη φύση της οφειλής επικοινώνησε γραπτώς με την ΕΥΔΑΠ η οποία την ενημέρωσε ότι βεβαιώθηκαν οφειλές δικαιωμάτων σύνδεσης για κατασκευή και σύνδεση της οικοδομής με το δίκτυο ακαθάρτων οι οποίες αφορούν το ακίνητο και ότι για την οφειλή είχε αποσταλεί ειδοποιητήριο αρχικά προς τον κ…. (τρίτο εναγόμενο) και κατόπιν μη ανταπόκρισης του, η υπόθεση μεταβιβάστηκε στην υπηρεσία αναγκαστικών εισπράξεων για αποστολή εξώδικης πρόσκλησης και ότι στη συνέχεια απεστάλη ειδοποιητήριο στη διαχείριση της πολυκατοικίας προκειμένου να προσκομιστεί κατάσταση με τα χιλιοστά επί του οικοπέδου και τα ΑΦΜ των ιδιοκτητών για να γίνει επιμερισμός της οφειλής στους ιδιοκτήτες του παραπάνω ακινήτου (βλ. τη με αρ. πρωτ. …/13-10-2014 επιστολή ΕΥΔΑΠ). Επίσης στην ανωτέρω επιστολή αναγραφόταν ότι οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι των ακινήτων για τα οποία έχουν βεβαιωθεί οφειλές ευθύνονται σε ολόκληρο με τους δικαιοπαρόχους αυτών για την αποπληρωμή των οφειλών του ακινήτου και ότι η οφειλή εισπράττεται αναγκαστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Τελικά, με το από 5-11-2015 έγγραφο κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα από τη Διεύθυνση Οικονομικού Προγραμματισμού και Ελέγχου – Υπηρεσία Διαχείρισης και Προγραμματισμού Εσόδων Αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ, ειδοποιητήριο πληρωμής από δικαίωμα σύνδεσης για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της συνολικού ποσού 1.539,47 €το οποίο αναλύεται σε 1.251,60 € ως δικαίωμα σύνδεσης και ΦΠΑ 23% με προθεσμία εξόφλησης ενός μήνα (βλ. το από 5-11-2015 ειδοποιητήριο της ΕΥΔΑΠ). Η ενάγουσα προέβη σε διακανονισμό της ανωτέρω οφειλής το Μάρτιο του 2016 η οποία ανήλθε μαζί με τις προσαυξήσεις στο συνολικό ποσό των 1.664,31 € και εξόφλησε το παραπάνω ποσό σε 12 δόσεις με τελευταία δόση αποπληρωμής την 1η-03-2017. Η οφειλή για το δικαίωμα ή τέλος σύνδεσης με το οποίο χρεώθηκε η οικοδομή επί των οδών οδού … αριθμ. … και …… (πρώην ……) αριθμ. ……, προκειμένου να συνδεθεί η τελευταία στο οριστικό δίκτυο ακαθάρτων και στην οποία ευρίσκονται οι οριζόντιες ιδιοκτησίες της ενάγουσας, δημιουργήθηκε πριν μεταβιβασθούν αυτές με αγοραπωλησία στην ενάγουσα, καθόσον το ειδοποιητήριο προς τον τρίτο εναγόμενη στάλθηκε από την ΕΥΔΑΠ πριν το 2009 (βλ. το από 30-09-2009 ειδοποιητήριο) και το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο καταρτίστηκε το 2011 (βλ. υπ’ αριθμ. …/14-09-2011 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο). Η οφειλή, κατά τα αναλογούντα χιλιοστά των οριζόντιων ιδιοκτησιών, βεβαιώθηκε από την ΕΥΔΑΠ στην ενάγουσα λόγω μεταβίβασης σε αυτή των οριζοντίων ιδιοκτησιών επί της οικοδομής σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία για την ΕΥΔΑΠ κατά την οποία οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι ιδιοκτητών ακινήτων, για τα οποία έχουν βεβαιωθεί οφειλές πάσης φύσεως υπέρ ΕΥΔΑΠ ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους δικαιοπαρόχους αυτών για την πλήρη αποπληρωμή των οφειλών του ακινήτου προς την ΕΥΔΑΠ (άρθρο 8 παρ. 5 Ν.3481/2006). Περαιτέρω, στο 10° φύλλο του με αριθμό …/14-09-2011 συμβολαιογραφικού εγγράφου, αναγράφεται ότι «η οικοπεδούχος -πωλήτρια δήλωσε επίσης ότι εγγυάται και υπόσχεται τις παραπάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες …ελεύθερες και απαλλαγμένες κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση και αναγγελλόμενη απαίτηση τρίτου, μεσεγγύηση, κληρονομικά ή από προίκα, δικαιώματα τρίτων, εκνίκηση, διεκδίκηση, δουλείες πραγματικές και προσωπικές, εκτός από αυτές που προέρχονται από το νόμο περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και τον κανονισμό πολυκατοικίας, … οφειλή οποιωνδήποτε φόρων, τελών, και εισφορών, δημόσιων και δημοτικών ή υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, από κάθε δικαίωμα τρίτου και γενικά ελεύθερη από κάθε νομικό ελάττωμα και από κάθε δικαστική ή εξώδικο φιλονικία, διένεξη και αμφισβήτηση». Στον αρ. 4 του 11ου φύλλου του με αριθμό …/14-09-2011 συμβολαιογραφικού εγγράφου αναγράφεται ότι «Η εργολήπτρια είναι υποχρεωμένη να καταβάλει κάθε δαπάνη και κάθε έξοδο γενικότερα … και γενικά με οποιαδήποτε άλλη δαπάνη, μέχρι την αποπεράτωση της άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος). Η παραπάνω απαρίθμηση είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική. Γενικότερα η παραπάνω οριζόντια ιδιοκτησία Α-1 διαμέρισμα, αφού αποπερατωθεί, όπως αναφέρεται παραπάνω, θα είναι ελεύθερη και απαλλαγμένη από κάθε οφειλή που μπορεί να προέρχεται από τις αιτίες αυτές». Στον αρ. 7 του 12ου φύλλου του ίδιου συμβολαίου αναγράφεται ότι «Η αγοράστρια βαρύνεται με την πληρωμή των παροχών ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και ΟΤΕ και τη συμμετοχή της στην αγορά και τοποθέτηση της θυροτηλεόρασης και κεντρικής κεραίας τηλεόρασης». Πλέον των ανωτέρω αναγραφόμενων στο συμβολαιογραφικό έγγραφο, οι τελευταίοι τρεις εναγόμενοι ουδέποτε ενημέρωσαν την ενάγουσα για τη συγκεκριμένη οφειλή (της σύνδεσης με το δίκτυο ακαθάρτων) ακόμη και μετά την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, και η ενάγουσα έλαβε πρώτη φορά γνώση της οφειλής αυτής από το ειδοποιητήριο που απέστειλε η ΕΥΔΑΠ προς τη διαχείριση της πολυκατοικίας. Επιπλέον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η οφειλή του τέλους σύνδεσης αφορούσε ολόκληρη την οικοδομή (βλ. τη με αρ.πρωτ. …/13-10-2014 επιστολή της ΕΥΔΑΠ) και κατόπιν μη καταβολής της και κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας για την ΕΥΔΑΠ, μεταβιβάστηκε κατά τα αναλογούντα χιλιοστά επί της οικοδομής στην ενάγουσα ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος επί της οικοδομής. Από τα παραπάνω, συνάγεται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ότι το δικαίωμα ή τέλος σύνδεσης της ΕΥΔΑΠ για τη σύνδεση με το δίκτυο ακαθάρτων, δεν συμπεριλαμβάνεται στις παροχές που βαρύνεται να πληρώσει η ενάγουσα ως αγοράστρια που προβλέπονται στον αριθμό 7 του 12ου φύλλου του υπ’ αριθμ. …/14-09-2011 συμβολαίου αφού οι αναφερόμενες εκεί οφειλές αφορούν μόνο το διαμέρισμα της ενάγουσας και όχι το σύνολο της οικοδομής. Περαιτέρω, η οφειλή τέλους προς την ΕΥΔΑΠ αποτελεί νομικό ελάττωμα σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς είναι ενοχικό δικαίωμα τρίτου (της ΕΥΔΑΠ) επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών της ενάγουσας που γεννήθηκε πριν από την οριστική κατάρτιση του συμβολαίου αγοραπωλησίας των οριζοντίων ιδιοκτησιών. Η δε ευθύνη για νομικό ελάττωμα είναι αντικειμενική, σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθόσον οι εναγόμενοι συνέπραξαν στην κατάρτιση του συμβολαίου η πρώτη εναγομένη ως οικοπεδούχος – πωλήτρια και ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόμενων ως μέλη της εργολήπτριας δεύτερης εναγομένης και προέβησαν σε δηλώσεις περί μη οφειλής και χρέους των προς αγορά ιδιοκτησιών στο 10° φύλλο και στον αριθμ. 4° του 11ου φύλλου του υπ’ αριθμ. /14-09-2011 συμβολαίου, το περιεχόμενο των οποίων εκτέθηκε παραπάνω. Περαιτέρω, μεταξύ της ενάγουσας και των εναγόμενων υπάρχει παθητική σε ολόκληρο ενοχή η οποία εδράζεται στο άρθρο 8 παρ. 5 Ν 3481/2006 για την καταβολή του τέλους σύνδεσης ΕΥΔΑΠ ποσού 1.664,31 € το οποίο η ενάγουσα κατέβαλε. Η δε οφειλή των εναγομένων σε ολόκληρο εδράζεται και επιπρόσθετα στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο στο οποίο συνέπραξαν από κοινού, η πρώτη εναγομένη ως οικοπεδούχος-πωλήτρια και ο τρίτος και η τέταρτη των εναγομένων ως μέλη της εργολήπτριας κοινοπραξίας δεύτερης εναγομένης. Οι δε τρίτος και τέταρτη των εναγομένων υπέχουν σε ολόκληρο ευθύνη ως μέλη της κοινοπραξίας που έχουν συστήσει καθόσον η τελευταία λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία αφού δεν έχει υποβληθεί σε διατυπώσεις δημοσιότητας, τα μέλη της οποίας (ομόρρυθμης εταιρίας) υπέχουν σε ολόκληρο ευθύνη. Συνεπώς, οι εναγόμενοι λόγω της ενδοσυμβατικής τους ευθύνης, της πρώτης εναγομένης ως πωλήτριας των οριζοντίων ιδιοκτησιών, της δεύτερης εναγομένης ως εργολήπτριας εταιρίας, και του τρίτου και της τέταρτης των εναγομένων ως μελών της κοινοπραξίας της δεύτερης εναγομένης, οφείλουν να αποκαταστήσουν την περιουσιακή ζημία της ενάγουσας η οποία ανέρχεται για το τέλος σύνδεσης στο ποσό των 1,664,31 € και για τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε προκειμένου να ασκήσει τις αξιώσεις της έναντι των εναγομένων ώστε να αποκατασταθεί η περιουσιακή της ζημία στο ποσό των 696 €. Η ενάγουσα δεν ζητεί να της επιδικαστεί το ποσό των 696 € ως δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης με βάση το άρθρο 192 ΚΠολΔ αλλά ως περαιτέρω ζημία στην οποία υποβλήθηκε από την αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης ων εναγομένων η οποία περιλαμβάνει εκτός από το ποσό που καταβλήθηκε και κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει ο ενάγων στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου (ΕφΛαμ 249/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επομένως οι ισχυρισμοί των εναγόμενων ότι απαραδέκτως και αορίστως ζητεί η ενάγουσα το ποσό των 696 €, πρέπει να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη δεν προκύπτει εάν γνώριζε για τη δαπάνη τέλους της ΕΥΔΑΠ επί της ανεγερθείσας οικοδομής πριν την κατάρτιση του συμβολαίου αγοραπωλησίας με την ενάγουσα, καθώς τα ειδοποιητήρια πληρωμής του τέλους της ΕΥΔΑΠ απεστάλησαν στον τρίτο των εναγομένων (βλ. το από 30-10-2009 ειδοποιητήριο και τη με αρ.πρωτ. …/13-10-2014 επιστολής της ΕΥΔΑΠ προς την ενάγουσα) και δεν προέκυψε αν η πρώτη εναγομένη γνώριζε πριν συμπράξει στη μεταβίβαση των ιδιοκτησιών προς την ενάγουσα, εάν η δεύτερη εναγόμενη είχε εξοφλήσει όπως όφειλε κατά τα προβλεπόμενα στη σελ. 29 του υπ’ αριθμ. …/7-11-2006 προσυμφώνου μεταβίβασης 667/000 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό, τις παροχές ΕΥΔΑΠ και αποχέτευσης, ούτε εάν ζήτησε να της προσκομίσει η δεύτερη εναγομένη τις προβλεπόμενες στο ανωτέρω προσύμφωνο εξοφλητικές αποδείξεις ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ. Ως εκ του τούτου, δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη δολίως απέκρυψε την οφειλή τέλους της ΕΥΔΑΠ προς την ενάγουσα και η αξίωση της ενάγουσας κατά το μέρος που στηρίζεται στην αδικοπραξία της πρώτης εναγόμενης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δεύτερη εναγόμενη καθώς και ο τρίτος και η τέταρτη ως μέλη αυτής, γνώριζαν ότι υπήρχε οφειλή του ακινήτου για το τέλος σύνδεσης της ΕΥΔΑΠ όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 30-09-2009 ειδοποιητήριο της ΕΥΔΑΠ προς τον τρίτο εναγόμενο. Για την οφειλή αυτή δεν γίνεται μνεία στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο οριζοντίων ιδιοκτησιών της ενάγουσας, δηλαδή το βάρος αυτό αποσιωπήθηκε από τους τρεις τελευταίους εναγόμενους, η δε ενάγουσα επικαλείται ότι αν γνώριζε την επίδικη οφειλή δε θα είχε προβεί σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Ωστόσο δεν αποδεικνύεται ότι η απόκρυψη του συγκεκριμένου νομικού ελαττώματος, υπήρξε το αποφασιστικό κριτήριο για την κατάρτιση της πώλησης (βλ. και ΑΠ 342/95 Δνη 37.323, Εφ Αθ 2134/2001 Δνη 2002.510) και ότι αν η ενάγουσα γνώριζε αυτό δε θα είχε προβεί σε δήλωση βούλησης για την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου. Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που στηρίζεται σε αδικοπραξία των τριών τελευταίων εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν σε ολόκληρο ο καθένας στην ενάγουσα για την περιουσιακή ζημία που υπέστη από την ενδοσυμβατική ευθύνη των εναγομένων το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρώ και τριάντα ένα λεπτών (2.360, 31 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθόσον η επίδοση της αγωγής αποτελεί την όχληση των εναγομένων για το ποσό οφειλής που αφορά και αναλογεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες της ενάγουσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, λόγω της νίκης της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 176, 191 § 2 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι καθένας από τους εναγόμενους υποχρεούται να καταβάλει σε ολόκληρο στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρώ και τριάντα ένα λεπτών (2.360, 31 €) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ποσό των οποίων ορίζει σε εκατόν είκοσι ευρώ (120 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ίλιον σε έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση στις 21 Μαΐου 2018 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»