Mιλούν οι ειδικοί Σούζι Ντένισον, διευθύντρια του Προγράμματος Ενέργειας Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), και Μπεν ΜακΟυίλιαμς, σύμβουλος για θέματα ενέργειας και κλιματικής πολιτικής του Bruegel
Γιατί παραμένουν σε υψηλά σημεία οι τιμές ενέργειας στην ΕΕ, παρά τη χαμηλότερη ζήτηση; Ποιος ο ρόλος των ευρωπαϊκών εταιρειών; Ποιοι παράγοντες θα σημάνουν νέα αύξηση των τιμών και γιατί κρίνεται μη εφαρμόσιμη η πρόταση της Κομισιόν για το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου; Ποιες ευρωπαϊκές χώρες «έσπρωξαν» τις τιμές προς τα πάνω;
Σε αυτά και άλλα καίρια για την ενεργειακή κρίση ερωτήματα απαντούν, μιλώντας στα «ΝΕΑ», οι ειδικοί Σούζι Ντένισον, διευθύντρια του Προγράμματος Ενέργειας Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), και Μπεν ΜακΟυίλιαμς, σύμβουλος για θέματα ενέργειας και κλιματικής πολιτικής του Bruegel. Ξεκινώντας τη συζήτηση, ρωτάμε την Ντένισον ποια είναι τα πρώτα συμπεράσματα από το νέο εργαλείο επισκόπησης των συμφωνιών αγοράς ενέργειας του ECFR, του Energy Deals Tracker.
Μνημόνια συνεργασίας
«Πρώτον, οι περισσότερες συμφωνίες αγοράς έχουν γίνει από Γερμανία, Ιταλία και Κομισιόν, η οποία συνάπτει μνημόνια συνεργασίας με σημαντικούς προμηθευτές, αλλά παρατηρούμε επικάλυψη μεταξύ των προμηθευτών. Δεύτερον, αυξάνεται η βαρύτητα χωρών του Κόλπου, των ΗΠΑ και της Αλγερίας ως σημαντικών προμηθευτών για τους αγοραστές αυτούς, κάτι που δείχνει ότι πρέπει να πάρουμε το μάθημα από την εξάρτησή μας από τη Ρωσία και να μην επιτρέπουμε νέες εξαρτήσεις, ειδικά βλέποντας τις εντάσεις που έχουν δημιουργηθεί στη διατλαντική σχέση (σ.σ.: σε σχέση με τις αμερικανικές πράσινες επιχορηγήσεις). Ανάμεσα στις 56 συμφωνίες που καταγράψαμε το 2022, δώδεκα είναι με ΗΠΑ, έξι με Αλγερία και από πέντε με Νορβηγία και Κατάρ.
Οι συμφωνίες αφορούν διαφορετικές μορφές ενέργειας, αλλά η πλειοψηφία αφορά LNG και φυσικό αέριο. Τρίτον, πρόκειται για συμφωνίες βραχυπρόθεσμου ορίζοντα αλλά με μακροχρόνιες επιπτώσεις, καθώς ορισμένες προβλέπουν δεσμευτικούς όρους για την κατασκευή υποδομών. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε σε βραχυπρόθεσμη βάση με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Βλέπουμε ότι ακόμη και από φιλικές στην ΕΕ χώρες, όπως οι Νορβηγία, ΗΠΑ, Καναδάς, οι εταιρείες τους πιέζουν για πιο μακροπρόθεσμα συμβόλαια εξαιτίας της αλλαγής των συνθηκών αγοράς. Τέταρτον, λιγότερες από τις μισές συμφωνίες έχουν κάποια στοιχεία καθαρής ενέργειας. Οπότε η φιλοδοξία του REPowerEU ότι προχωρούμε προς μετάβαση φαίνεται δύσκολη. Οι ευρωπαϊκές χώρες σήμερα αντικαθιστούν τη ρωσική ενέργεια με όμοιες πηγές ενέργειας χωρίς να διασφαλίζουν καθαρή ενέργεια. Η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει περισσότερο σε καθαρές πηγές ενέργειας στην Ευρώπη αλλά και σε χώρες που μπορούν να συνεισφέρουν».
Κατά την κυρία Ντένισον, «οι συμφωνίες που κάνουν οι μεγάλες χώρες γίνονται εις βάρος άλλων χωρών. Επικρατεί η βούλησή τους να γεμίσουν τις αποθήκες φυσικού αερίου σε όποια τιμή και αν ζητήθηκε, υπονομεύοντας πιο ευάλωτες χώρες τόσο όσον αφορά την πρόσβασή τους σε προμήθειες όσο και σπρώχνοντας τις τιμές προς τα πάνω. Η προσέγγιση “η δική μας χώρα πρώτα” έχει ευρύτερες επιπτώσεις», προειδοποιεί, θεωρώντας «σημαντική» την προοπτική τής από κοινού προμήθειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. «Προς το παρόν η Κομισιόν δεν αγοράζει, αλλά χτίζει εταιρικές σχέσεις με σημαντικούς προμηθευτές. Υπογράφει μνημόνια συνεργασίας με Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, ΗΠΑ, Ισραήλ, Ναμίμπια, Αίγυπτο, Νορβηγία. Εχει υπογράψει εννέα συμφωνίες – πλαίσιο», λέει η Ντένισον.
«Μπορούμε να διασφαλίσουμε την ενεργειακή μας ασφάλεια μακροπρόθεσμα μόνο δρώντας ως μία οντότητα. Η από κοινού προμήθεια είναι κλειδί». Για το πλαφόν λέει ότι η πρόταση της Κομισιόν, που θέτει το πλαφόν στο φυσικό αέριο στα 275 ευρώ, «δεν είναι σωστή. Η τιμή είναι πολύ υψηλή για να κάνει πρακτικά διαφορά. Απαντά στις επιφυλάξεις κρατών – μελών που φοβούνται ότι μια κεντρική παρέμβαση μπορεί να διακινδυνεύσει τη δυνατότητά τους να διασφαλίσουν την ενεργειακή τους ασφάλεια».
Τι προβλέπει για τον επόμενο χειμώνα; «Είναι δύσκολο να δει κανείς από τις φετινές συμφωνίες πόσο ασφαλείς είμαστε για του χρόνου. Σε πολλές περιπτώσεις προβλέπεται η κατασκευή υποδομών για να προχωρήσει μια συμφωνία. Φέτος υπάρχει επιφυλακτική αισιοδοξία, αλλά του χρόνου υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό». Παράλληλα, τονίζει ότι πέρα από τη γνωστή στάση της Ουγγαρίας όσον αφορά το ρωσικό αέριο «έχει ξεκινήσει συζήτηση και σε άλλες χώρες για το αν θα απευθυνθούν και πάλι στη Ρωσία για αγορά φυσικού αερίου. Στη Βουλγαρία, όπου η πολιτική αβεβαιότητα σημαίνει ότι μπορεί να συνεχίσει τη σχέση της με τη Ρωσία, ενώ Σλοβακία, Τσεχία, Αυστρία και Γερμανία βρίσκουν ιδιαίτερα δύσκολη τη διαφοροποίηση από το ρωσικό φυσικό αέριο».
Εποχικό εργαλείο
Ρωτάμε τον ΜακΟυίλιαμς, που χρησιμοποιεί βάσεις δεδομένων για τις αναλύσεις του, γιατί παραμένουν σε υψηλά επίπεδα οι τιμές του φυσικού αερίου. «Η αποθήκευση αερίου είναι ένα εποχικό εργαλείο και πριν από τη φετινή σεζόν το κέρδος των εταιρειών ήταν μικρό. Φέτος ένα νέο φαινόμενο αναπτύχθηκε όταν κυβερνήσεις αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αποθήκευση αερίου ως έναν μηχανισμό ασφάλειας προμηθειών. Καθώς στην Ευρώπη δεν εισάγουμε πλέον ρωσικό αέριο, παρά κάποιες ποσότητες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απευθύνονται στις αγορές για LNG. Η ΕΕ είναι εκτεθειμένη σε πιθανές αναταραχές, ενώ οι ΗΠΑ, ένας βασικός προμηθευτής LNG, βρίσκονται ακόμη σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζουν ελλείψεις και πρέπει να παράγουν περισσότερο αέριο». Μάλιστα προβλέπει ότι η Ευρώπη θα παραμείνει εκτεθειμένη στην αγορά spot του LNG.
«Οι αμερικανικές εταιρείες που παράγουν υγροποιημένο αέριο το διαθέτουν στην αγορά spot και η Ευρώπη πληρώνει πολλαπλά. Βλέπουμε την πρόεδρο της Κομισιόν Φον ντερ Λάιεν να συζητά με τον αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν για το πόσο αέριο θα προμηθευτεί η ΕΕ, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι οι αποφάσεις των εταιρειών για τις τιμές και πόσο είναι διατεθειμένοι οι αγοραστές να πληρώσουν για το LNG. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες αγοράζουν LNG από τις ΗΠΑ σε χαμηλές τιμές, σε τιμές Αμερικής, και πουλούν στην ΕΕ σε πολύ υψηλές τιμές. Οι ευρωπαϊκές χώρες είναι διατεθειμένες να πληρώσουν ακριβά. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο η Γερμανία προσπαθούσε να αγοράσει όσο αέριο μπορούσε, ανεβάζοντας τις τιμές». Θα μπορούσαν να μειωθούν οι τιμές του αμερικανικού LNG; «Είναι δύσκολο να μειωθούν οι τιμές του LNG από τις ΗΠΑ. Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνει διαπραγμάτευση για χαμηλότερη τιμή για το νορβηγικό φυσικό αέριο. Ο καλός καιρός το φθινόπωρο μείωσε τις τιμές, καθώς η ζήτηση μειώθηκε 30%».
Προβλέψεις
Ο ΜακΟυίλιαμς προβλέπει ότι «αν συνεχιστεί η χαμηλή ζήτηση, η τιμή θα κινείται μεταξύ 100 και 130 ευρώ. Αλλά αν ΕΕ και ΗΠΑ αντιμετωπίσουν βαρύ χειμώνα, οι τιμές θα αυξηθούν. Το ίδιο θα γίνει αν αυξηθεί η ζήτηση από Κίνα. Μέχρι τώρα η ΕΕ έχει βοηθηθεί από τη χαμηλή ζήτηση για LNG στην Κίνα λόγω της πολιτικής μηδενικού Covid. Αν αυξηθεί, θα δούμε ελλείψεις και πολύ υψηλότερες τιμές. Το φυσικό αέριο έχει γίνει σπάνιο εμπόρευμα».
Για το πλαφόν που προτείνει η Κομισιόν, ο ΜακΟυίλιαμς συμφωνεί με την Ντένισον. «Αν τεθεί πλαφόν κάτω από τις τιμές αγοράς, η ΕΕ μπορεί να καταστεί μη προσελκίσιμος προορισμός LNG και είναι εμφανής ο φόβος αυτός της Κομισιόν στην πρότασή της. Η τιμή του αερίου είναι σήμερα γύρω στα 120 ευρώ. Ακόμη και στην κορύφωση των τιμών τον περασμένο Αύγουστο η πρόταση δεν θα είχε εφαρμογή. Ουσιαστικά δεν αποτελεί πλαφόν». Ο βρετανοολλανδός ειδικός εκφράζει, πάντως, σκεπτικισμό έναντι της ιδέας ενός πλαφόν, καθώς εκτιμά ότι τελικά η διαφορά μεταξύ του πλαφόν και της τιμής αγοράς θα επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ενώ παράλληλα δεν δημιουργεί κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας.
Βλέπει περισσότερο το πλαφόν «ως εφεδρικό μηχανισμό σε περίπτωση που οι τιμές αυξηθούν πολύ λόγω δυσάρεστων εξελίξεων». Διατηρεί επιφυλάξεις και για το αν θα εφαρμοστεί το πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, που επιδιώκει το G7. «Αν το απορρίψει η Ρωσία, όπως έχει δηλώσει, δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Αλλά ακόμη και αν δεν το κάνει, η αγορά πετρελαίου είναι διαβόητη για το ότι καταφέρνει να παρακάμπτει παγίδες και κυρώσεις, οπότε θα υπάρχει μια συμφωνία στα χαρτιά χωρίς εφαρμογή. Το G7 θέλει να παραμείνει η Ρωσία στις αγορές και ενδεχομένως να κάνει τα στραβά μάτια σε περίπτωση που το πλαφόν δεν τηρείται επακριβώς».