Με τις τράπεζες να αποδέχονται να αναλάβουν αποκλειστικά το κόστος ενίσχυσης δανειοληπτών αλλά σε… πολύ στενό κύκλο, φαίνεται πως έκλεισε αυτός ο γύρος συζητήσεων ανάμεσα στο Υπουργείο Οικονομικών και τους εκπροσώπους των χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων. Για ακόμη μία φορά, οι συνεπείς -παρά τις υποσχέσεις- μοιάζει πως μένουν εκτός ενισχύσεων και η όποια επιδότηση θα χορηγηθεί σε όσους «λυγίζουν» περνούν στα «κόκκινα» και ανήκουν στα ευάλωτα νοικοκυριά.
Γράφει ο Βαγγέλης Δουράκης
Το σχέδιο των τραπεζών όπως αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια των συζητήσεων με το Υπουργείο Οικονομικών θα αφορά σε περίπου 20.000 έως 30.000 δάνεια και θα χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από τα ίδια τα τραπεζικά Ιδρύματα.
Τι προβλέπει το σχέδιο των τραπεζών
Η διάρκεια της επιδότησης που καθορίζεται από τις τράπεζες διαμορφώνεται στους 12 μήνες και με τα ποσά τα οποία θα χορηγεί το κάθε ίδρυμα θα καλύπτει μέρος της αύξησης στην μηνιαία δόση του εκάστοτε δανείου, όπως αυτή προέκυψε μετά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η συζήτηση των εκπροσώπων των τραπεζών με τον Υπουργό Οικονομικών συνεχίζεται και μία ακόμη συνάντηση θα επαναληφθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ο υπουργός αναμένει την τελική μορφή του σχεδίου των τραπεζών, αλλά όπως και να έχει τον τελευταίο λόγο θα τον έχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Έτσι, όταν υπάρξει κατάληξη στις συζητήσεις το ελληνικό σχέδιο αναμένεται να σταλεί στη Φρανκφούρτη για να πάρει το «πράσινο φως», αν και εφόσον η υλοποίησή του δεν προσκρούει στους εποπτικούς κανόνες και δεν δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που πρέπει να λύσει, δηλαδή, την αποτροπή ενός νέου κύματος «κόκκινων» δανείων, το οποίο στην παρούσα φάση –κατά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα- δε διαφαίνεται.
Τι ισχυρίζονται οι τράπεζες
Άλλωστε, παρά τις ανησυχίες που εκφράζει ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας για το ενδεχόμενο να υπάρξει μια νέα «φουρνιά» από «κόκκινα δάνεια», απόψεις που συμμερίζεται και η Κυβέρνηση, οι ίδιες οι τράπεζες δεν δείχνουν να είναι το ίδιο «τσιτωμένες».
Καθόρισαν μάλιστα και τα περιθώρια παρεμβάσεων που έχουν σε κάθε τομέα και συγκεκριμένα:
Επιμήκυνση δανείου: Αποτελεί το πεδίο όπου οι τράπεζες έχουν τα περισσότερα περιθώρια να δράσουν χωρίς οι αναδιαρθρώσεις δανείων να “χτυπήσουν” στα κεφάλαιά τους. Μια επιμήκυνση επτά ετών – όπως εξετάζεται στην Ισπανία – είναι ένα μέτρο που μπορούν να υποστηρίξουν χωρίς να χρειαστεί να λάβουν πρόσθετες προβλέψεις, δίνοντας στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να καταβάλλει μικρότερη μηνιαία δόση.
Όπως εξηγούν αρμόδια στελέχη, η αύξηση της διάρκειας του δανείου από τα 20 στα 30 έτη, για παράδειγμα, μεταβάλλει την κατηγοριοποίηση του δανείου από “performing” σε “forborne performing”, χωρίς να απαιτούνται αυξημένες προβλέψεις. Αυτό, ωστόσο, ισχύει για τα ενήμερα δάνεια τα οποία δεν έχουν ρυθμιστεί στο παρελθόν.
Για όσα έχουν ήδη ρυθμιστεί, η νέα επιμήκυνση μπορεί να συνεπάγεται αλλαγή κατηγορίας σε “forborne non performing”, το οποίο συνεπάγεται ότι οι τράπεζες θα πρέπει να “κάψουν” κεφάλαια. Το πνεύμα του εποπτικού πλαισίου, εξηγούν οι ίδιες πηγές, είναι να αποτυπώνεται ανά πάσα στιγμή στα “βιβλία” των τραπεζών η επιδείνωση στην ικανότητα του οφειλέτη να αποπληρώσει το δάνειό του.
Απορρόφηση ή μείωση spread: Οι τράπεζες απορρίπτουν κατηγορηματικά την προοπτική αυτή, εξηγώντας ότι σε αυτή την περίπτωση ο Επόπτης “διαβάζει” τη μείωση του επιτοκίου που επιβαρύνει τον οφειλέτη ως αδυναμία του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τους, επισύροντας ενισχυμένες προβλέψεις.
Το επιτόκιο που πληρώνει κάθε οφειλέτης είναι συνάρτηση του Euribor και του spread, το οποίο διαμορφώνεται με βάση το πιστωτικό του προφίλ και το ρίσκο της χώρας.
Εάν μειωθεί το επιτόκιο ενός πελάτη από Euribor + 2,5% σε Euribor (δηλαδή 2%), τότε το εποπτικό πλαίσιο «διαβάζει» τη μείωση αυτή ως αναγνώριση αδυναμίας του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στο δάνειό του”, εξηγεί αρμόδιο στέλεχος συστημικής τράπεζας.
Μείωση χρεώσεων: Ούτε στο σημείο αυτό αναμένονται γενναίες παρεμβάσεις των τραπεζών. Οι ίδιες υποστηρίζουν ότι οι προμήθειες που χρεώνουν κυμαίνονται στα μέσα επίπεδα του ευρωπαϊκού κλάδου.
Ειδικά για τις προμήθειες των POS οι τράπεζες εξηγούν ότι έχουν πουλήσει τις δραστηριότητες του acquiring σε ιδιωτικούς ομίλους αλλά, ούτως ή άλλως, εκτιμούν ότι οι χρεώσεις των εμπόρων κυμαίνονται χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό.
Ρύθμιση οφειλών: Και εδώ οι τράπεζες εκτιμούν ότι πράττουν τα δέοντα, προχωρώντας σε ρυθμίσεις χρεών για τους ευάλωτους οφειλέτες που ζητούν αναδιάρθρωση του δανείου κυρίως με επιμήκυνση της οφειλής. Τονίζουν, πάντως, ότι προς το παρόν δεν διαφαίνεται επιδείνωση στην ικανότητα αποπληρωμής των ενήμερων οφειλετών και, ως εκ τούτου, δεν εκτιμούν ότι υφίσταται ανάγκη επιπλέον ρυθμίσεων στα “πράσινα” δάνεια.
Επιτόκια καταθέσεων: Ο ανταγωνισμός είναι αυτός που υπαγορεύει τα επιτόκια των καταθέσεων και, προς το παρόν, ανταγωνισμός δεν υφίσταται λόγω πλεονάζουσας ρευστότητας, επιμένουν οι τράπεζες. Κάποιες τράπεζες ωστόσο φαίνεται να προγραμματίσουν ενίσχυση των καταθετικών επιτοκίων κατά κάποιες δεκάδες μονάδες βάσης.