ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 395/2021
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κυριάκο Φώσκολο, Πρόεδρο Εφετών, Αντιγόνη Κόστιζα, Εφέτη, Χαρίκλεια Τσαγγαρού, Εφέτη Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 17 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…. ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ….), την οποία εκπροσώπησε με δήλωση, κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η πληρεξούσια δικηγόρος Κανέλλα Λιακοπούλου (AM ΔΣΠ ….).
Της εφεσίβλητης ενάγουσας : …., την οποία εκπροσώπησε με δήλωση, κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Βαγενά (AM ΔΣΑ ….).
Η εφεσίβλητη ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15-11-2016 και με αριθ. καταθ. …/…/2016 αγωγή, στρεφόμενη κατά της εκκαλούσας εναγόμενης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής, η οποία δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 51Ε/2Ο18 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα εναγόμενη άσκησε προς το Δικαστήριο τούτο την από 24-5-2018 και με αριθ. καταθ. … 2018 ενώπιον του εκδόντος Δικαστηρίου και …/…/2018 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έφεση της και ζήτησε να γίνει δεκτή
για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή.
Η έφεση αυτή προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 23-5-2019, οπότε ματαιώθηκε και επαναφέρθηκε για συζήτηση με την από 18- 7-2019 {αριθ. καταθ. …/…/2019) κλήση της εκκαλούσας, με την οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 21-5-2020 και μετ’ αναβολήν στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
…Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με μονομερείς δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που παρέδωσαν εμπρόθεσμα στην αρμόδια Γραμματέα της έδρας και προκατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις τους.
Η υπό κρίση από 24-5-2018 {αριθ. καταθ. …. ενώπιον του εκδόντος Δικαστηρίου και …/…3018 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου} έφεση της εκκαλούσας κατά της 516/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δικάζοντος αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’ και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ], δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έγινε στις 2-5- 2018 {σχετ. η επισημείωση του δικαστικού επιμελητή … στο αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα) και η κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγινε στις 25-5-2018, δηλαδή κατατέθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, αφού κατατεθεί και το νόμιμο παράβολο των εκατόν πενήντα {150} ευρώ, έχει κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως βεβαιώνεται από τη Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην οποία κατατέθηκε η έφεση, για την οποία παρέλαβε το με αριθ. κωδ. …./2018 e Παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράλειψη της κοινωνικώς επιβεβλημένης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκόψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1022/2015, ΑΠ 1738/2013).
II. Εξάλλου, κατά το άρθρο 847 ΑΚ, «με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής και των άρθρων 361 και 851 ΑΚ, συνάγεται ότι με την παρεπόμενη και ετεροβαρή σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή και αντισυμβαλλόμενό του την ευθύνη ότι η οφειλόμενη από τον πρωτοφειλέτη παροχή θα καταβληθεί σε εκείνον από τον πρωτοφειλέτη ή από τον ίδιο. Η κύρια παροχή μπορεί να είναι χρηματική ή και οποιοσδήποτε άλλου είδους, καθώς επίσης και να αφορά μελλοντική απαίτηση ή απαίτηση υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η εγγύηση θα λειτουργήσει με την πλήρωση της αίρεσης. Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη. Η απαίτηση του δανειστή εις βάρος του εγγυητή από τη μεταξύ τους σύμβαση εγγυήσεως καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη από την υπερημερία του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 84Ξ/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
III. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1526 ΑΚ, οι γονείς δεν μπορούν χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου να επιχειρήσουν στο όνομα του τέκνου τις πράξεις που απαγορεύονται και στον επίτροπο ανηλίκου χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Η διάταξη αναφέρεται σε πράξεις τις οποίες επιχειρούν οι γονείς ως νόμιμοι αντιπρόσωποι του τέκνου, όχι υπό άλλη ιδιότητα ή στο δικό τους όνομα. Οι πράξεις αυτές περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 1624 και 1625 ΑΚ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1624 αρ. 8 και 11 ΑΚ, απαιτείται άδεια του Δικαστηρίου όταν, για λογαριασμό του ανηλίκου, οι γονείς του δανείζουν ή δανείζονται, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1623, που ορίζει ότι μπορεί να τους δοθεί γενική άδεια να δανείζονται στο όνομα του ανηλίκου, να αναδέχονται ξένο χρέος και να παρέχουν εγγύηση για χάρη της εκμετάλλευσης επιχείρησης του ανηλίκου. Άδεια απαιτείται επίσης και όταν αυτοί εγγυώνται ή αναδέχονται από επαχθή αιτία ξένο χρέος. Η επιχείρηση των πράξεων αυτών χωρίς την ανωτέρω διατύπωση που τάσσει ο νόμος, επάγεται κατά το άρθρο 1528 του ίδιου Κώδικα σχετική ακυρότητα, την οποία εκτός των άλλων μπορεί να προτείνει ο ανήλικος (ΑΠ 1283/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην από 15-11-2016 {αριθ. καταθ. …/…/2016} αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορεί ότι ενώ ήταν ανήλικη, οι γονείς της με την ιδιότητα τους ως ασκούντων από κοινού τη γονική της μέριμνα, υπέγραψαν στο όνομα της ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης εγγυήτριας δύο συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων, στις 1-10-2004 την πρώτη και στις 25-1-2008 τη δεύτερη, με πιστώτρια την εναγόμενη τράπεζα και δανειολήπτρια τη μητέρα της. ‘Οτι οι γονείς της δεν είχαν εφοδιαστεί με σχετική άδεια του Δικαστηρίου για να εγγυηθούν επ’ ονόματι της την αποπληρωμή των δανείων, αλλά μόνο άδεια εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, με αποτέλεσμα οι συμβάσεις εγγύησης να είναι άκυρες αναφορικά με την ενάγουσα. Ότι κατά την υπογραφή των άνω συμβάσεων εγγυήσεως, οι γονείς της είχαν την πεποίθηση ότι υπέγραφαν για να εξασφαλίσουν με εμπράγματη ασφάλεια (προσημείωση υποθήκης) επ’ ονόματι της κόρης τους την αποπληρωμή των δανείων, όχι όμως και για να εγγυηθεί η ενάγουσα με προσωπική εγγύηση την εξυπηρέτηση τους, γεγονός το οποίο η Τράπεζα παρέλειψε δολίως να τους επισημάνει, επιβαρύνοντας την ενάγουσα παρανόμως με αυτά. Ότι περαιτέρω, εξαιτίας της κατά τα προαναφερόμενα παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, η ενάγουσα φέρεται να οφείλει τα υπόλοιπα των επίδικων δανείων, τα οποία η μητέρα της, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, δεν μπόρεσε να αποπληρώσει, χωρίς όμως να έχει αναλάβει έγκυρα την εγγυητική ευθύνη, γεγονός που της προκάλεσε ηθική βλάβη, καθώς ξεκίνησε την ενήλικη ζωή της υπό το βάρος του χρέους των άνω δανείων και αδυνατεί να σχεδιάσει απρόσκοπτα το μέλλον της. Με βάση τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, όπως αναπτύσσονται εκτενέστερα στην αγωγή, ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα των επίμαχων συμβάσεων εγγυήσεως και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει, ως χρηματική της ικανοποίηση, το ποσόν των 30.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288, 914, 922, 932, 1526, 1528, 1624 παρ. 1, περ. 11 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, ερεύνησε αυτή κατ΄ ουσία και τη δέχθηκε εν μέρει αναγνωρίζοντας την ακυρότητα των επίμαχων συμβάσεων εγγυήσεως έναντι της ενάγουσας και επιδικάζοντας υπέρ αυτής, ως χρηματική της ικανοποίηση, το ποσό των 3.000 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής.
Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται με την κρινόμενη έφεση της η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία και ήδη εκκαλούσα, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και συνοψίζονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, μόνον κατά το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που εκκαλείται, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή ολοσχερώς ως προς το κεφάλαιο αυτό.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που επικαλέστηκαν οι διάδικοι στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τα προσκομίζουν πάλι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά για την υπόθεση αυτή : Δυνάμει του με αριθ. …/2003 συμβολαίου δωρεάς του Συμβολαιογράφου Αθηνών, …, νόμιμα μεταγραμμένου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, … …, (οριζόντιας ιδιοκτησίας) του απέκτησε από τη δικαιοπάροχο γιαγιά της, την ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος ισογείου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού … , στην Αργυρούπολη Αττικής, το οποίον έχει εμβαδόν 56,70 τμ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικοπεδικό τμήμα ευρύτερου οικοπέδου στο οποίο κείται η οικοδομή 395 ο/οο εξ αδιαιρέτου. Με το ίδιο συμβόλαιο μεταβιβάστηκε λόγω δωρεάς το δικαίωμα ισόβιας επικαρπίας του ίδιου ακινήτου στη μητέρα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, …. Στη συνέχεια, η μητέρα της ενάγουσας εφεσίβλητης, …. αιτήθηκε από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα Τράπεζα τη χορήγηση επισκευαστικού δανείου, καθώς το δωρηθέν διαμέρισμα χρησιμοποιείτο ως οικογενειακή της στέγη και έχρηζε εκτεταμένων επισκευών. Έτσι, η … … αρχικά συνήψε με την προρρηθείσα Τράπεζα την …/1-10-2004 δανειακή σύμβαση, με την οποία της χορηγήθηκε τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 34.600 ευρώ, εξοφλητέο σε 180 μηνιαίες δόσεις και ακολούθως, επειδή το ίδιο ακίνητο έχρηζε περαιτέρω επισκευών, συνήψε την …/25-1-2008 δανειακή σύμβαση, με την οποία της χορηγήθηκε επίσης τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 34.600 ευρώ, εξοφλητέο σε 180 μηνιαίες δόσεις. Σε αμφότερες τις δανειακές συμβάσεις συμβλήθηκε ως δανειολήπτρια η μητέρα της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Κατά το χρόνο συνάψεως των επίμαχων δανειακών συμβάσεων, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ήταν ανήλικη, ηλικίας 6 ετών και 10 ετών, αντίστοιχα, καθώς είχε γεννηθεί στις 25-9-1998. Για την εξασφάλιση της αποπληρωμής των χορηγηθέντων δανείων ζητήθηκε από την Τράπεζα εμπράγματη ασφάλεια και δη η εγγραφή υπέρ αυτής προσημειώσεων υποθήκης Α’ και Β’ τάξεως στο προαναφερόμενο ακίνητο της ενάγουσας εφεσίβλητης και της μητέρας της. Οι γονείς της ενάγουσας δέχθηκαν να συναινέσουν στην εγγραφή των προσημειώσεων αυτών και συγκεκριμένα, να συναινέσει η μητέρα της ατομικά ως επικαρπώτρια του ακινήτου και αμφότεροι οι γονείς της, ως νόμιμοι αντιπρόσωποι της ενάγουσας εφεσίβλητης και για λογαριασμό της, ως ψιλής κυρίας του ακινήτου, καθώς η ίδια ούσα ανήλικη, ήταν ανίκανη για δικαιοπραξία. Για το σκοπό αυτό, αιτήθηκαν αρμοδίως και για τα δύο δάνεια και εκδόθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι 391β/2004 και 7012/2007 αποφάσεις του, αντίστοιχα, με τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια στους γονείς της ενάγουσας να συναινέσουν μόνο για την εγγραφή των άνω προσημειώσεων υποθήκης και ουδέν έτερον. Πράγματι, μετά από αντίστοιχες αιτήσεις της εναγόμενης εκκαλούσας Τράπεζας, εκδόθηκαν οι 37899 Σ/2004 και 6466 Σ/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες χορηγήθηκε συναινετικά στην αιτούσα Τράπεζα το δικαίωμα εγγραφής προσημειώσεων υποθήκης επί του ανωτέρω ακινήτου και δυνάμει αυτών, ενεγράφησαν οι σχετικές προσημειώσεις στο Υποθηκοφυλακείο Ηλιούπολης, μέχρι του ποσού των 44.980 ευρώ για κάθε δάνειο, προς ασφάλεια των απαιτήσεων της δανείστριας που απέρρεαν από αυτά. Κατά την υπογραφή, περαιτέρω των άνω δανειακών συμβάσεων, κλήθηκαν οι γονείς της ενάγουσας εφεσίβλητης και τις υπέγραψαν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι με την Τράπεζα, εγγυητές των χορηγηθέντων δανείων, που ενεργούσαν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι της ενάγουσας εφεσίβλητης και για λογαριασμό της αναλαμβάνοντας επ’ ονόματι της ανήλικης τότε κόρης τους προσωπική εγγυητική ευθύνη, με βάση τις προαναφερόμενες 3916/2004 και 7012/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη φερόταν ότι στο πλαίσιο δανειοδότησης της μητέρας της για την επισκευή της οικογενειακής τους στέγης, είχε εγγυηθεί προσωπικά την αποπληρωμή των δανείων που τους χορήγησε η εναγόμενη εκκαλούσα. Ενώ, λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της μητέρας της ενάγουσας εφεσίβλητης, αυτή δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει κανονικά τις δανειακές συμβάσεις και μετά τη θέσπιση του νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης που είχε ενσκύψει στη Χώρα από το έτος 2009, η μητέρα της ενάγουσας, … …, αιτήθηκε αρμοδίως με την από 22-10-2012 (αριθ. καταθ…. /2012) αίτηση της προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών και εντάχθηκε στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Κατά τη διαδικασία ένταξης της διαπιστώθηκε ότι εκτός της ιδίας, φερόταν να οφείλει τα υπόλοιπα ποσά των επίμαχων δανείων, δηλαδή ποσό 21.720,87 ευρώ για το πρώτο δάνειο και ποσό 28.211,85 ευρώ για το δεύτερο δάνειο και η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της εγγυήτριας και μάλιστα, ότι τις συμβάσεις εγγυήσεως είχαν υπογράψει κατά την ανηλικότητα της οι γονείς της, ως νόμιμοι αντιπρόσωποι της. Έτσι, η ενάγουσα εφεσίβλητη ζήτησε από την εναγόμενη εκκαλούσα Τράπεζα να της χορηγήσει έγγραφο από το οποίο να προκύπτουν οι οφειλές της από τα άνω δάνεια και παράλληλα, καθώς δεν είχε οικονομικούς πόρους, αιτήθηκε αρμοδίως, όπως και η μητέρα της με την από 28-2-2013 (αριθ. καταθ. …/2013) αίτηση της προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών, την ένταξη της στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Σημειωτέον ότι, μέχρι εκείνου του χρονικού σημείου, αλλά και μετέπειτα, μέχρι και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, η Τράπεζα ουδέποτε όχλησε την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη προκειμένου να εξοφλήσει η ίδια ως εγγυήτρια τα δάνεια, ούτε της απέστειλε σχετικό ενημερωτικό έγγραφο για το ύψος των οφειλών της.
Στις επίδικες συμβάσεις εγγύησης οι γονείς της ενάγουσας εφεσίβλητης είχαν υπογράψει ως νόμιμοι αντιπρόσωποι της χωρίς να έχουν εφοδιαστεί προηγουμένως με ειδική προς τούτο άδεια του Δικαστηρίου, συμφώνως προς τα άρθρα 1526, 1528 και 1624 περ. 11 του ΑΚ, ενώ σε αυτές αναγράφηκε ότι δήθεν τους είχε χορηγηθεί σχετική άδεια με τις 3916/2004 και 7012/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, αφορούσαν μόνο στις προσημειώσεις υποθήκης και όχι σε προσωπική εγγύηση της ενάγουσας εφεσίβλητης. Κατά τη δανειοδότηση της μητέρας της, οι γονείς της ενάγουσας εφεσίβλητης δεν αντιλήφθηκαν το σφάλμα και είχαν την πεποίθηση ότι υπέγραφαν για λογαριασμό της, ώστε να εξασφαλίσουν με εμπράγματη ασφάλεια (προσημειώσεις υποθήκης) την αποπληρωμή των δανείων, όχι όμως και για να αναλάβει η ενάγουσα με προσωπική εγγύηση αυτά. Πίστευαν, δηλαδή, ότι υπέγραφαν για λογαριασμό της ενάγουσας ως ενυπόθηκης οφειλέτριας και όχι ως εγγυήτριας η οποία εγγυάτο προσωπικά την αποπληρωμή των δανείων, γεγονός το οποίο οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόμενης Τράπεζας και προστηθέντες αυτής, παρέλειψαν από αβλεψία να τους επισημάνουν, χωρίς να επιδιώκουν δολίως να επιβαρύνουν την ενάγουσα με εγγύηση στο όνομα της.
Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από το γεγονός ότι, ενώ τα δάνεια δεν εξυπηρετήθηκαν κανονικά και εξακολουθούν να οφείλονται τα υπόλοιπα αυτών, ανερχόμενα ήδη στις 14-2-2017 στο ποσό των 25.585,16 ευρώ για το πρώτο δάνειο και στο ποσό των 30.195,09 ευρώ για το δεύτερο δάνειο, η Τράπεζα ποτέ δεν επιδίωξε να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά από την ενάγουσα εφεσίβλητη, ούτε την όχλησε σχετικά. Ενώ, επιχείρησε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της μητέρας της … η οποία όμως ανεστάλη λόγω της υπαγωγής της στις ευεργετικές διατάξεις του Ν.3869/10. Επίσης, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης η εναγόμενη – εκκαλούσα δέχθηκε ότι όντως οι συμβάσεις εγγυήσεως αναφορικά με την ενάγουσα είναι άκυρες, γι’αυτό και δεν προσέβαλε την εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό. Ισχυρίστηκε βέβαια η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, στον πρώτο βαθμό και με σχετικό λόγο εφέσεως, ότι η θέση υπογραφής ως εγγυήτριας στις επίμαχες συμβάσεις από τους γονείς της ενάγουσας, πρέπει κατ’ όρθή ερμηνεία να εννοηθεί ότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη υπέγραψε τις συμβάσεις αυτές ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη προσημειούχος οφειλέτιδα και όχι ως εγγυήτρια των δανείων. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, ελέγχεται αβάσιμος, αφενός διότι στις τραπεζικές συναλλαγές δεν είθισται ο προσημειούχος οφειλέτης να συνυπογράψει τις δανειακές συμβάσεις, παρά μόνο εάν είναι ο ίδιος και ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής των δανείων και αφετέρου διότι από το περιεχόμενο των ……… και ……… συμβάσεων και ιδίως από το άρθρο 13 αυτών, προκύπτει ανενδοίαστα ότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη εγγυήτρια (όπως εκπροσωπείτο) δήλωσε ρητά και ανεπιφύλακτα ότι εγγυάται προς την Τράπεζα την πιστή, εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική, κατά το ανεξόφλητο κεφάλαιο, τους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και τα έξοδα, εξόφληση κάθε απαίτησής της από τις συμβάσεις δανείων και εν γένει την εκπλήρωση από την οφειλέτρια όλων ανεξαιρέτως των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονταν με τις ένδικες συμβάσεις και ότι ενέχεται εις ολόκληρον με αυτή, ως αυτοφειλέτρια. Σύμφωνα με το ίδιο ως άνω άρθρο, δήλωσε επίσης ότι έλαβε πλήρη γνώση όλων των όρων εκάστης σύμβασης δανείου, τους οποίους κατανόησε πλήρως, καθώς και ότι παραιτείται από την ένσταση διζήσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 855 ΑΚ και των λοιπών ενστάσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 862 863, 866 868 του ΑΚ. Εξαιτίας της κατά τα προαναφερόμενα αβλεψίας των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης εκκαλούσας Τράπεζας, η ενάγουσα εφεσίβλητη φερόταν να οφείλει ως εγγυήτρια τα προαναφερόμενα υπόλοιπα των επίδικων δανείων, χωρίς όμως να έχει αναλάβει έγκυρα την εγγυητική ευθύνη, γεγονός που αναγνωρίστηκε δικαστικώς με την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκαν οι ένδικες συμβάσεις εγγυήσεως. Περαιτέρω, όμως, από τα εισφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν προέκυψε ότι η εναγόμενη εκκαλούσα Τράπεζα συνήψε δολίως τις ένδικες εγγυητικές συμβάσεις, ούτε ότι συνεπεία των άκυρων εγγυητικών συμβάσεων και των φερόμενων οφειλών της ενάγουσας προς την αντίδικο της Τράπεζα υπέστη αυτή ηθική βλάβη, όπως ισχυρίστηκε στην αγωγή, καθώς όπως αναφέρθηκε ήδη, η φερόμενη εγγύηση των δανείων από την ενάγουσα εφεσίβλητη έγινε από αβλεψία των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης εκκαλούσας και η Τράπεζα ουδέποτε επιδίωξε από αυτή, ως εγγυήτριας, την είσπραξη των απαιτήσεων που απέρρεαν από τα δάνεια, ενώ η τελευταία δεν απέδειξε καμία ζημία από τη φερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης εκκαλούσας, ούτε προσκόμισε στοιχεία προς ενίσχυση του αγωγικού ισχυρισμού περί ηθικής βλάβης, όπως το έγγραφο που αιτήθηκε να της χορηγήσει η εναγόμενη εκκαλούσα για τα ποσά που φέρεται να οφείλει ή την απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου επί της αιτήσεως της για την υπαγωγή της στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε τα αντίθετα, δηλαδή ότι στοιχειοθετείται σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας Τράπεζας αδικοπραξία και ότι συνεπεία αυτής η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και της επιδίκασε ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση το ποσόν των 3.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της εφέσεως, ως ουσιαστικά βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοστών λόγων αυτής, που αναφέρονται στην εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του δικογράφου της αγωγής ως προς τη νομική της βάση, τη σχέση της πρόστησης των υπαλλήλων της εναγόμενης, την απόρριψη ως μη νόμιμης της ενστάσεως καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), την ελλιπή αιτιολογία της εκκαλουμένης και τη λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο γεγονότων που δεν εισφέρθηκαν με την αγωγή.
Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει η έφεση δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το εκκληθέν μέρος, να κρατηθεί και να δικασθεί η αγωγή ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και να απορριφθεί ως προς αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της στη δίκη (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της εφέσεως στην καταθέσασα εκκαλούσα, κατ’ άρθρον 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 24-5-2018 {αριθ. καταθ. …/2018 ενώπιον του εκδόντος Δικαστηρίου και …./2018 ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου} έφεση αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 516/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το εκκληθέν μέρος.
Κρατεί και δικάζει την από 15-11-2016 (αριθ. καταθ. … / … / 2016) αγωγή, ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιο.
Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύφος των οποίων ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου της εφέσεως στην καταθέσασα εκκαλούσα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19-11-2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21-1-2021, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ