Η γέννησις του Ιησού πρέπει να ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία για την Θεοτόκο. Όπως η σύλληψις και η εννεάμηνη κυοφορία, έτσι και η «υπερφυής» (= υπερφυσική) γέννησίς του πρέπει να δημιούργησε ανεπανάληπτες εντυπώσεις στην Παρθενομήτορα. Και μόνο το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού θα ήταν αρκετό για να γεμίση τη ζωή της με ανεξάντλητο περιεχόμενο. […]
Η γέννησις του Ιησού πρέπει να ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία για την Θεοτόκο. Όπως η σύλληψις και η εννεάμηνη κυοφορία, έτσι και η «υπερφυής» (= υπερφυσική) γέννησίς του πρέπει να δημιούργησε ανεπανάληπτες εντυπώσεις στην Παρθενομήτορα. Και μόνο το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού θα ήταν αρκετό για να γεμίση τη ζωή της με ανεξάντλητο περιεχόμενο.
Ήταν το γεγονός της ζωής της, πάντοτε ζωντανό στην μνήμη της, στη συνείδησί της. Η γέννησις του Ιησού πρέπει να σφράγισε οριστικά και μόνιμα τη ζωή και την ύπαρξι της Θεοτόκου. Κανένα άλλο γεγονός δεν χωρούσε πια μέσα της. Η γέννησις του θεανθρώπου εκάλυψε όλο το είναι της Παρθένου. Ταυτίσθηκε με την ύπαρξί της.
Και η «αειπαρθενία» της Θεοτόκου ήταν ακριβώς η ταύτισις αυτή της υπάρξεώς της με το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού. Η ζωή της, μετά την Ενσάρκωσι, ήταν πια μια συνεχής («αεί») επαναπραγματοποίησις της γεννήσεως· μια επανακαθιέρωσίς της στον Γεννηθέντα· μια επαναβίωσις του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως. Γι’ αυτό και η καθιερωμένη Εικόνα της Θεοτόκου είναι η εικόνα της Βρεφοκρατούσης, που είναι και η απεικόνισις της Ενσαρκώσεως του Θεού. Η Ενσάρκωσις και η Θεοτόκος ταυτίζονται πια σε μία εικόνα.
Την εσκοτισμένην ψυχήν μου, ηδονών αμαυρώσει, φωταγώγησον, Αγνή.
118. «Ιδού η Παρθένος… τέξεται υιόν» (Ματθ. α΄ 23, Ης. ζ΄ 14)
Τα μεγάλα γεγονότα της θείας παρουσίας στην ιστορία ξεπερνούν όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τον χρόνο. Το γεγονός της Ενσαρκώσεως του Θεού το διεκήρυξε ο προφήτης Ησαΐας, 800 χρόνια προηγουμένως, πράγμα στο όποιο οφείλει τον χαρακτηρισμό του σαν «πέμπτου ευαγγελιστού».
Μια Θεοφανία στην Ιστορία καταργεί τον χρόνο: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Ενσάρκωσις είναι γνωστή στον Ησαΐα και στον Αβραάμ (2000 π.Χ.): «Ο Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είθε και εχάρη», βεβαίωσε ο Κύριος (Ιώ. η’ 56). Την ιστορία ολόκληρη, τη συντέλεια του κόσμου, την Ανάστασι και την «καινή γη», καθώς και την Αιώνια ζωή είδε και περιέγραψε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (90 μ.Χ.) στην Αποκάλυψί του!
Οι Προφήται που έζησαν αιώνες πριν, περιγράφουν τα γεγονότα της Ενσαρκώσεως με κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήσαν παρόντες! Και οι Χριστιανοί του 2000 μ.Χ. ζούν τα γεγονότα του Γολγοθά, σαν να ήσαν παρόντες: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»!
Ο Θεός, με τα έργα του στην ιστορία, αφίνει ανεξίτηλα ίχνη επάνω στο χρόνο. Είναι τα ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία. Αν ο άνθρωπος αφίνη ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία, πολύ περισσότερο ο Θεός. Και τα ίχνη αυτά του Θεού δεν χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, σφραγίζουν την ιστορία και νικούν τον χρόνο, σ’ όλες τις διαστάσεις του. Ο χρόνος περνάει και τα ίχνη του Θεού στην ιστορία μένουν.
Ο άνθρωπος που θα δεχθή την παρουσία του Θεού στην προσωπική του ζωή και ιστορία, θα νικήσει τον χρόνο. Εκείνος που θα δεχθή τη σφραγίδα του Θεού στο «μέτωπό» του (Αποκ. θ’ 4), θα περάση στην αιωνιότητα: «Ο ποιων το θέλημα (του Θεού) μένει εις τον αιώνα» (Αποκ. β’ 17) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 146-147)
117. «Έτεκε τον υιόν αυτής» (Λουκ. β’ 7). Η γέννησις του Ιησού πρέπει να ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία για την Θεοτόκο. Όπως η σύλληψις και η εννεάμηνη κυοφορία, έτσι και η «υπερφυής» (= υπερφυσική) γέννησίς του πρέπει να δημιούργησε ανεπανάληπτες εντυπώσεις στην Παρθενομήτορα. Και μόνο το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού θα ήταν αρκετό για να γεμίση τη ζωή της με ανεξάντλητο περιεχόμενο. Ήταν το γεγονός της ζωής της, πάντοτε ζωντανό στην μνήμη της, στη συνείδησί της. Η γέννησις του Ιησού πρέπει να σφράγισε οριστικά και μόνιμα τη ζωή και την ύπαρξι της Θεοτόκου.
Κανένα άλλο γεγονός δεν χωρούσε πια μέσα της. Η γέννησις του θεανθρώπου εκάλυψε όλο το είναι της Παρθένου. Ταυτίσθηκε με την ύπαρξί της. Και η «αειπαρθενία» της Θεοτόκου ήταν ακριβώς η ταύτισις αυτή της υπάρξεώς της με το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού. Η ζωή της, μετά την Ενσάρκωσι, ήταν πια μια συνεχής («αεί») επαναπραγματοποίησις της γεννήσεως μια επανακαθιέρωσίς της στον Γεννηθέντα μια επαναβίωσις του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως. Γι’ αυτό και η καθιερωμένη Εικόνα της Θεοτόκου είναι η εικόνα της Βρεφοκρατούσης, που είναι και η απεικόνισις της Ενσαρκώσεως του Θεού.
Η Ενσάρκωσις και η Θεοτόκος ταυτίζονται πια σε μία εικόνα.Την εσκοτισμένην ψυχήν μου, ηδονών αμαυρώσει, φωταγώγησον, Αγνή. 118. «Ιδού η Παρθένος… τέξεται υιόν» (Ματθ. α΄ 23, Ης. ζ΄ 14) Τα μεγάλα γεγονότα της θείας παρουσίας στην ιστορία ξεπερνούν όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τον χρόνο. Το γεγονός της Ενσαρκώσεως του Θεού το διεκήρυξε ο προφήτης Ησαΐας, 800 χρόνια προηγουμένως, πράγμα στο όποιο οφείλει τον χαρακτηρισμό του σαν «πέμπτου ευαγγελιστού».Μια Θεοφανία στην Ιστορία καταργεί τον χρόνο: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Ενσάρκωσις είναι γνωστή στον Ησαΐα και στον Αβραάμ (2000 π.Χ.): «Ο Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είθε και εχάρη», βεβαίωσε ο Κύριος (Ιώ. η’ 56). Την ιστορία ολόκληρη, τη συντέλεια του κόσμου, την Ανάστασι και την «καινή γη», καθώς και την Αιώνια ζωή είδε και περιέγραψε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (90 μ.Χ.) στην Αποκάλυψί του!
Οι Προφήται που έζησαν αιώνες πριν, περιγράφουν τα γεγονότα της Ενσαρκώσεως με κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήσαν παρόντες! Και οι Χριστιανοί του 2000 μ.Χ. ζούν τα γεγονότα του Γολγοθά, σαν να ήσαν παρόντες: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»!Ο Θεός, με τα έργα του στην ιστορία, αφίνει ανεξίτηλα ίχνη επάνω στο χρόνο. Είναι τα ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία. Αν ο άνθρωπος αφίνη ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία, πολύ περισσότερο ο Θεός. Και τα ίχνη αυτά του Θεού δεν χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, σφραγίζουν την ιστορία και νικούν τον χρόνο, σ’ όλες τις διαστάσεις του. Ο χρόνος περνάει και τα ίχνη του Θεού στην ιστορία μένουν.Ο άνθρωπος που θα δεχθή την παρουσία του Θεού στην προσωπική του ζωή και ιστορία, θα νικήσει τον χρόνο. Εκείνος που θα δεχθή τη σφραγίδα του Θεού στο «μέτωπό» του (Αποκ. θ’ 4), θα περάση στην αιωνιότητα: «Ο ποιων το θέλημα (του Θεού) μένει εις τον αιώνα» (Αποκ. β’ 17) .