Εξαιρετικά δύσκολη φαίνεται η κατάσταση για τις ευρωπαϊκές χώρες που χειμάζονται από την ενεργειακή κρίση και οι κυβερνήσεις καλούνται να στηρίξουν τις κοινωνίες τους και τις επιχειρήσεις τους, αλλά εν τω μέσω της στροφής σε περιοριστική νομισματική πολιτική.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Barclays, οι ευρωπαϊκές χώρες θα χρειαστεί να εκδώσουν ιστορικό ρεκόρ νέου χρέους, ύψους σχεδόν 500 δισ. ευρώ, μέσα στο επόμενο έτος. Και όλα αυτά ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν ήδη πάρει την ανιούσα εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων.
Ηδη έχουν λάβει σειρά μέτρων, όπως η Γαλλία η οποία έχει επιβάλει ανώτατο όριο στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, οι εκπτώσεις στην τιμή της βενζίνης που έχει αποφασίσει η Ιταλία και οι επιδοτήσεις στους λογαριασμούς της θέρμανσης στη Γερμανία. Τα μέτρα αυτά κοστίζουν πολλά χρήματα και εκ των πραγμάτων αυξάνουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ευρωζώνης σε επίπεδα που για τέταρτο συναπτό μήνα υπερβαίνουν τα συνήθη όρια.
Σε αντίθεση, όμως, με τα προηγούμενα οκτώ χρόνια, όταν η ΕΚΤ τύπωνε ευχαρίστως χρήμα και αγόραζε όσα ομόλογα κι αν χρειαζόταν, οι κυβερνήσεις πρέπει τώρα να βρουν άλλους χρηματοδότες. Και στο μεταξύ, οι επενδυτές που συνήθως τοποθετούνται σε ομόλογα τώρα αποθαρρύνονται από αυτόν τον επιθετικό πληθωρισμό, τον οποίο προσπαθεί να ανακόψει η ΕΚΤ, και δεν είναι διατεθειμένοι να ανεχθούν τη δημοσιονομική χαλάρωση.
Ετσι, οι αναλυτές της αγοράς προεξοφλούν πως ούτε οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, θα γλιτώσουν την εκτόξευση του κόστους του δανεισμού τους.
Η εκτίμηση της Barclays πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα χρειαστεί να εκδώσουν νέο χρέος ύψους σχεδόν 500 δισ. ευρώ μέσα στο 2023 υποδηλώνει πως θα χρειαστεί και περαιτέρω χρηματοδότηση, εάν η ύφεση αποδειχθεί βαθύτερη. Συνυπολογίζει, άλλωστε, και άλλες πηγές χρηματοδότησης πέραν των αγορών ομολόγων. Ετσι, το ποσό αυτό ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 100 δισ. ευρώ εάν η ΕΚΤ προχωρήσει στη λεγόμενη ποσοτική σύσφιγξη, δηλαδή πάψει να επανεπενδύει τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν.
Στη Γερμανία, που είναι το επίκεντρο της ενεργειακής κρίσης, τα μέτρα της κυβέρνησης περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων επιδοτήσεις στους λογαριασμούς της θέρμανσης, εγγυήσεις και όριο στις τιμές του φυσικού αερίου. Η Γαλλία έχει επιβάλει όριο στις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά προσφάτως η S&P Global Ratings υποβάθμισε την προοπτική της από σταθερή σε αρνητική επικαλούμενη την «υπερβολικά αναπτυξιακή» δημοσιονομική της πολιτική. Οι δανειακές ανάγκες της Ιταλίας αναμένεται να αυξηθούν κατά 48 δισ. ευρώ, που ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι οι μεγαλύτερες μετά εκείνες της Πορτογαλίας.
Στο μεταξύ, η ΕΚΤ δεν είναι η μόνη που γυρίζει σελίδα και εγκαταλείπει την αναπτυξιακή νομισματική πολιτική. Πριν από περίπου έξι μήνες άρχισε η Fed να μειώνει το χαρτοφυλάκιό της και το έχει μειώσει περίπου κατά 330 δισ. δολ. μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας πουλάει δεκαετή ομόλογα της Βρετανίας στην αγορά. Το ερώτημα τώρα είναι πόσο ψηλά πρέπει να φτάσουν οι αποδόσεις των ομολόγων για να νιώσουν ικανοποιημένοι οι επενδυτές.
Ηδη η φημολογία πως η ΕΚΤ θα επιβραδύνει τη στροφή της σε περιοριστική νομισματική πολιτική έχει οδηγήσει σε άνοδο τα ομόλογα. Παράλληλα, η ύφεση θα στρέψει τους επενδυτές μακριά από τις επισφαλείς επενδύσεις και θα τους οδηγήσει στο συγκριτικά ασφαλές καταφύγιο του κρατικού χρέους. Η αφθονία ομολόγων θα περιορίσει, άλλωστε, τη μακροχρόνια ανεπάρκεια τίτλων υψηλής διαβάθμισης που δημιούργησε η ΕΚΤ αγοράζοντας επί χρόνια ομόλογα για να κρατήσει υπό έλεγχον το κόστος του δανεισμού, καθώς η Ευρωζώνη πήγαινε από τη μία κρίση στην άλλη.