Ενώ γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί και το θέμα των καθυστερήσεων στις συναλλαγές στα κτηματολογικά γραφεία που μετριούνται πλέον σε μήνες.
Παράταση επτά μηνών αναμένεται να δώσει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την επιβολή προστίμου εκπρόθεσμης δήλωσης.
Με βάση τα όσα ισχύουν αυτή τη στιγμή, από τον Ιανουάριο του 2023 για όσα ακίνητα δεν έχουν δηλωθεί εμπρόθεσμα στη διαδικασία κτηματογράφησης κάθε περιοχής θα βεβαιώνεται πρόστιμο με βάση το είδος του δικαιώματος, τις αντικειμενικές αξίες, καθώς και τον χρόνο καθυστέρησης της υποβολής της δήλωσης.
Το περιθώριο αυτό πλέον αλλάζει: Με διάταξη που θα έρθει στη Βουλή θα παραταθεί κατά επτά μήνες, δηλαδή έως την 31η Ιουλίου 2023, η δυνατότητα δήλωσης εγγραπτέων δικαιωμάτων στο Κτηματολόγιο χωρίς επιβολή προστίμου σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων που καθυστέρησαν την υποβολή δηλώσεων για τα εμπράγματα δικαιώματά τους κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης ανά περιοχή της χώρας.
Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η προαναφερόμενη διάταξη επιδιώκει να απαλλάξει τους ιδιοκτήτες ακινήτων από την οικονομική επιβάρυνση του προστίμου της μη εμπρόθεσμης δήλωσης των ακινήτων τους και να κατοχυρώσουν έστω και εκπρόθεσμα, χωρίς κόστος τις ιδιοκτησίες τους. Κατά τις ίδιες πηγές, η αιτιολογία για την απόφαση αυτή ήταν τόσο οι χρονικοί όσο και οι οικονομικοί περιορισμοί που επέβαλε η πανδημία τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Παράταση προθεσμίας
Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί και το θέμα των καθυστερήσεων στις συναλλαγές στα κτηματολογικά γραφεία που μετριούνται πλέον σε μήνες – ιδίως όταν αφορά σε στεγαστικά δάνεια, με συνέπεια συνακόλουθες καθυστερήσεις στην κτηματαγορά.
Για τον λόγο αυτό, με διάταξη θα παραταθεί για ένα χρόνο η προθεσμία ολοκλήρωσης της μετάβασης στη νέα οργανωτική δομή του Κτηματολογίου, από την 17η Ιανουαρίου 2023 στην 17η Ιανουαρίου 2024, καθώς, όπως λένε, από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η κατάργηση των 392 υποθηκοφυλακείων και η σύσταση των 92 κτηματολογικών γραφείων και υποκαταστημάτων εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη, έχοντας ξεκινήσει ουσιαστικά τα τελευταία 3 έτη.
Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η αρχικά προβλεπόμενη ημερομηνία (του σχετικού νόμου 4512/2018) ήταν η 17η Ιανουαρίου 2020, η οποία είχε ήδη παραταθεί μέχρι την 17η Ιανουαρίου 2023.
Ωστόσο, όπως λένε από το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, από την ψήφιση του προαναφερόμενου νόμου, με τον οποίο θεσπίστηκε η μετάβαση στη νέα δομή, και μάλιστα ενώ η κτηματογράφηση της χώρας βρισκόταν – και εξακολουθεί να βρίσκεται – σε εξέλιξη, έως τον Αύγουστο του 2019, σε διάστημα δυο ετών, είχαν καταργηθεί μόλις δύο από τα 392 υποθηκοφυλακεία και είχαν συστηθεί δύο από τα 92 κτηματολογικά γραφεία και υποκαταστήματα.
Κατά τις ίδιες πηγές, από τον Αύγουστο του 2019 έως σήμερα, σε διάστημα 3 χρόνων, έχουν συσταθεί συνολικά 60 γραφεία και υποκαταστήματα, δηλαδή τα 2/3. «Συνεπώς, η παράταση για ένα επιπλέον έτος κρίνεται αφενός αναγκαία, αφετέρου ικανή συνθήκη για την ολοκλήρωση της μετάβασης», συμπληρώνουν.
Η μετατροπή τους
Οπως επισημαίνουν πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, η σταδιακή μετατροπή των υποθηκοφυλακείων σε κτηματολογικά γραφεία είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική υποστελέχωση πολλών εξ’ αυτών.
Κι αυτό, όπως λένε, συνέβη επειδή οι περισσότεροι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων επέλεξαν είτε να αποχωρήσουν, είτε να μετακινηθούν σε άλλες δικαστικές υπηρεσίες. Στο μεταξύ, στα νέα κτηματολογικά γραφεία παρατηρούνται αρρυθμίες, αφού σε πολλές περιπτώσεις συγχωνεύτηκαν σε ένα γραφείο υποθηκοφυλακείου από τρεις διαφορετικές περιοχές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις καθυστερήσεις που σημειώνονται στην κτηματαγορά.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Κτηματολογικού Γραφείου Ζωγράφου. Οπως υποστηρίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Ενωσης Συμβολαιογράφων Ελλάδας Γιώργος Ρούσκας, ο αριθμός των εγγραφών, κατά μέσο όρο, δεν υπερβαίνει τις 15 ημερησίως (!), με συνέπεια πολύμηνη αναμονή για κάθε μεταγραφή.
«Καθημερινά παρατηρούνται ουρές άνω των 40 ατόμων έξω από κτηματολογικό γραφείο. Οι άνθρωποι φτιάχνουν μόνοι τους από τα χαράματα λίστα με αριθμό προτεραιότητας εξαιτίας της υποστελέχωσης που επικρατεί», συμπληρώνει.