Αριθμός απόφασης 8040/2018
Γ.Α.Κ../2011
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 5ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Οκτωβρίου 2017, με δικαστή τη Χριστίνα Χατζηπαύλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Αφεντούλα Παπανδρεάδη, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία κατάθεσης 12.10.2011,
τ η ς ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «Credicom Consumer Finance AE», που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη Αττικής (Λεωφ. Συγγρού αρ. 187), η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου της Βασίλειου Σάλιαρη,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Θεώνης Χουντάλα.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το σειράς Α΄, υπ αρ. 1193514 ειδικό έντυπο παραβόλου Δημοσίου, ποσού εκατό ευρώ), η προσφεύγουσα εταιρεία ζητεί, παραδεκτώς, την ακύρωση, άλλως τη μεταρρύθμιση, της υπ αρ. Ζ2-13764 οικ./26.8.2011 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, με την οποία της επιβλήθηκε, κατ επίκληση του άρθρου 13α παρ. 2 του ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, πρόστιμο ύψους 18.000 ευρώ λόγω αποδιδόμενης σ αυτήν παράβασης των διατάξεων του ίδιου ως άνω νόμου σχετικά με την απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.
2. Επειδή, ο ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών» (Α΄191), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με τον ν. 3587/2007 (Α΄ 152), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149), ορίζει στο άρθρο 9α ότι: «Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος Μέρους νοούνται: α) γ) προϊόν, κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, και των συναφών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δ) εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ενός προμηθευτή, που συνδέεται άμεσα με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές, ε) ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών, η χρήση εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, στ) » και στο άρθρο 9γ ότι: «1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν. 2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών. 3. Εμπορικές πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο προμηθευτής να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, στην κυριολεξία τους. 4. Εμπορικές πρακτικές είναι αθέμιτες, ιδίως όταν είναι παραπλανητικές ή επιθετικές, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 9δ, 9ε, 9στ και στα άρθρα 9ζ και 9η, αντίστοιχα.». Ακόμη, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 9δ ότι: «1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, συνεπώς, αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασης της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε. Τα στοιχεία αυτά είναι:
α) η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος, β) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων του προϊόντος, γ) η έκταση των δεσμεύσεων του προμηθευτή, τα κίνητρα για την εμπορική πρακτική και η φύση της διαδικασίας πωλήσεων, κάθε δήλωση ή σύμβολο που αφορά άμεση ή έμμεση χορηγία ή έγκριση του προμηθευτή ή του προϊόντος, δ) η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής συμφέρουσας τιμής, ε) η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής, στ) η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του προμηθευτή ή του αντιπροσώπου του, όπως είναι η ταυτότητα και τα περιουσιακά στοιχεία του, τα προσόντα του, η ιδιότητα, η έγκριση, η εταιρική σχέση, η σύνδεση και η κυριότητα δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του, ζ) τα δικαιώματα του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αντικατάστασης ή επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 5. » και στο άρθρο 9ε ότι: «1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. 2. Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει. 3. ». Τέλος, στο άρθρο 13α του ανωτέρω νόμου προβλέπεται ότι: «1. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Αγορανομικού Κώδικα και διατάξεων άλλων ειδικών νομοθετημάτων, σε βάρος των προμηθευτών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. . 3. 6. Αν οι παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος διαπράττονται από: α) πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις και οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή β) . , οι κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλονται μετά από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος . Η γνώμη αυτή παρέχεται μετά από σχετική αίτηση του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, οι διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται χωρίς την ανωτέρω γνώμη. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα θέματα εφαρμογής της παρούσας παραγράφου και κάθε σχετική λεπτομέρεια.».
3. Επειδή, η Οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 3587/2007, έχει ως σκοπό να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών (βλ. άρθρο 1 αυτής). Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, η Οδηγία επιβάλλει γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών, επιμέρους, δε, κατηγορία των πρακτικών αυτών αποτελούν οι παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές (βλ. άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας και αντίστοιχου περιεχομένου άρθρα 9γ και 9δ του ν. 2251/1994, καθώς και απόφαση Δ.Ε.Ε. της 19ης.12.2013 επί της C-281/12, Trento Sviluppo srl και Centrale Adriatica Soc. coop. arl κατά Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato, σκ. 27- 32). Ειδικότερα, μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι επομένως αναληθής ή όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας, όπως τη μετά την πώληση υποστήριξη, την τιμή ή τον τρόπο υπολογισμού της τιμής, καθώς και τα δικαιώματα του καταναλωτή, και οδηγεί τον καταναλωτή ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. Προκειμένου, ωστόσο, να χαρακτηρισθεί μια εμπορική πρακτική ως παραπλανητική, αρκεί να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 της Οδηγίας και αντίστοιχα, του άρθρου 9δ του ν. 2251/1994, ενώ δεν απαιτείται επιπλέον να διακριβωθεί και ότι η πρακτική αυτή είναι αντίθετη στις απαιτήσεις τις επαγγελματικής ευσυνειδησίας κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παρ. 2 στοιχείο α΄ της Οδηγίας και αντίστοιχα, στο άρθρο 9γ παρ. 2 του ν. 2251/1994 (βλ. Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 16ης.4.2015 επί της C-388/13, Νezmeti Fogyasztovedelmi Hatosag, σκ. 39 και της 19ης.9.2013 επί της C-435/11, CHS Tour Services GmbH κατά Team4 Travel GmbH, σκ.45). Εξάλλου, η Οδηγία θέτει ως σημείο αναφοράς τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων, ενώ περιλαμβάνει και ειδικές διατάξεις για την πρόληψη της εκμετάλλευσης καταναλωτών, τα χαρακτηριστικά των οποίων (π.χ. η ηλικία, η σωματική ή πνευματική αναπηρία) τους καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (βλ. 18η και 19η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας και ενδεικτικά Δ.Ε.Ε. απόφαση της 7ης.9.2016 επί της C-310/15, Vincent V. Deroo-Blanquart, σκ. 32). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί, προκειμένου να θεωρηθεί μια εμπορική πρακτική παραπλανητική κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, αρκεί η παροχή από τον εμπορευόμενο αντικειμενικώς εσφαλμένων πληροφοριών ικανών να ασκήσουν αρνητική επιρροή στην απόφαση συναλλαγής του καταναλωτή, δίχως να απαιτείται επιπροσθέτως η απόδειξη δόλου ή ακόμη και αμέλειας εκ μέρους του εμπορευόμενου, η απόδειξη πραγματικής ζημίας του καταναλωτή ή η ενδεχόμενη δυνατότητα του τελευταίου να λάβει τις ορθές πληροφορίες. ’λλωστε, η παρεχόμενη από τις διατάξεις αυτές προστασία του καταναλωτή έχει προληπτικό χαρακτήρα, ενόψει και της διαπίστωσης ότι ο καταναλωτής, ως κατά τεκμήριο οικονομικά ασθενέστερος και με μικρότερη πείρα, από νομική άποψη, σε σύγκριση με τον εμπορευόμενο, βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο πληροφόρησης, σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό του. Ακόμη, για τον χαρακτηρισμό μιας εμπορικής πρακτικής ως παραπλανητικής δεν ασκεί επιρροή ούτε το ότι η συμπεριφορά του εμπορευόμενου ενδεχομένως εκδηλώθηκε μόνο μία φορά ή επηρέασε μόνο έναν καταναλωτή, καθόσον καμία διάταξη της Οδηγίας (και αντίστοιχα του ν. 2251/1994) δεν θέτει κάποιο όριο, είτε από άποψη συχνότητας είτε από άποψη αριθμού των ενδιαφερόμενων καταναλωτών, πέραν του οποίου μια πράξη ή παράλειψη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ενώ, εξάλλου, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο καταναλωτής θα βαρυνόταν με την εξαιρετικά δυσχερή στην πράξη απόδειξη του γεγονότος ότι και άλλοι καταναλωτές έχουν θιγεί από την ίδια πρακτική (βλ. Δ.Ε.Ε. προαναφερθείσα απόφαση της 16ης.4.2015 επί της C-388/13, Nezmeti, σκ. 41-54). Τέλος, όπως έχει κριθεί, η εν λόγω Οδηγία αφήνει στα κράτη – μέλη ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των εθνικών μέτρων που έχουν ως σκοπό την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για μέτρα κατάλληλα και λειτουργικά και ότι οι προβλεπόμενες με αυτά κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Συνεπώς, απόκειται στα κράτη – μέλη να προβλέψουν κατάλληλο πλαίσιο κυρώσεων σε βάρος των εμπορευόμενων που προσφεύγουν σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, μεριμνώντας ώστε οι κυρώσεις αυτές να ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της αναλογικότητας. Μόνο εντός του πλαισίου αυτού θα είναι δυνατόν να λαμβάνονται δεόντως υπόψη παράγοντες όπως η συχνότητα με την οποία απαντάται η αποδιδόμενη πρακτική, ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας της και η σοβαρότητα της ζημίας που προκλήθηκε στον καταναλωτή (βλ. Δ.Ε.Ε. προαναφερθείσα απόφαση της 16ης.4.2015 επί της C-388/13, Nezmeti, σκ.57-58).
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις 27.8.2010 υποβλήθηκε στην αρμόδια Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή η υπ αρ. πρωτ. ../2010 έγγραφη καταγγελία της καταναλώτριας . εναντίον της προσφεύγουσας τραπεζικής εταιρείας σχετικά με την πιστωτική κάρτα «One Credit Visa». Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο συνημμένο στην καταγγελία απόσπασμα από τον ιστότοπο της προσφεύγουσας εταιρείας σχετικά με τα προνόμια που παρείχε η εν λόγω πιστωτική κάρτα στους κατόχους της, με τη χρήση της κάρτας αυτής κατά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών οι κάτοχοί της κέρδιζαν πόντους (bonus points / 1 bonus point ανά ένα ευρώ αγορών), τους οποίους μπορούσαν ακολούθως να εξαργυρώνουν κατά την τακτική συντήρηση του αυτοκινήτου τους, με τη μορφή δωρεάν λιπαντικών, δωρεάν ανταλλακτικών ή και δωρεάν πλήρους service. Με την ανωτέρω καταγγελία, η καταναλώτρια ισχυρίστηκε ότι συναίνεσε στην έκδοση της εν λόγω πιστωτικής κάρτας και ακολούθως, πραγματοποίησε με τη χρήση της αγορές μέχρι του ύψους των 4.400 ευρώ, προκειμένου να τύχει του σχετικού προνομίου που η προσφεύγουσα υποσχόταν με τη συγκέντρωση 4.400 πόντων, το οποίο διατυπωνόταν επί λέξει ως εξής: «Συγκεντρώστε 4.400 bonus points και ξενοιάστε μια για πάντα από τα έξοδα του ετήσιου service για το αυτοκίνητό σας. Με 2.400 bonus points τα ανταλλακτικά της ετήσιας συντήρησης σας παρέχονται δωρεάν, ενώ με 600 bonus points σας παρέχονται δωρεάν τα λιπαντικά του αυτοκινήτου σας» (βλ. το προωθητικό μήνυμα της προσφεύγουσας στον υπ αρ. ./15.8.2010 λογαριασμό πιστωτικής κάρτας της καταγγέλλουσας). Όταν, δε, η καταγγέλλουσα καταναλώτρια επιχείρησε να κάνει χρήση του ανωτέρω προνομίου, οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας τραπεζικής εταιρείας την ενημέρωσαν ότι το προνόμιο αυτό ισχύει μόνο για ένα ετήσιο service και όχι για πάντα, όπως ξεκάθαρα – κατά τα καταγγελλόμενα – διατυπωνόταν στα οικεία προωθητικά μηνύματα, και ως εκ τούτου, η καταγγέλλουσα υποστήριξε ότι είχε καταφανώς παραπλανηθεί κατά την έκδοση της πιστωτικής κάρτας. Ακολούθως, η ανωτέρω Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή διαβίβασε, με το υπ αρ. ./3.9.2010 έγγραφό της, την καταγγελία στην προσφεύγουσα εταιρεία και ζήτησε τη διευθέτηση της ανακύψασας καταναλωτικής διαφοράς, καθώς και την έκθεση των απόψεων της ως άνω εταιρείας επ αυτής. Σχετικώς, η προσφεύγουσα υπέβαλε προς την ίδια Διεύθυνση το υπ αρ. ./8.10.2010, κοινοποιηθέν και στην καταγγέλλουσα έγγραφο με τις απόψεις της, ισχυριζόμενη ότι: α) η συγκεκριμένη διαφημιστική καμπάνια βρισκόταν σε ισχύ ήδη από τις αρχές του έτους 2008 και ήταν η πρώτη φορά που εκφράστηκε παράπονο επ αυτής, ενώ δεκάδες πελάτες, κάτοχοι της συγκεκριμένης πιστωτικής κάρτας, απολάμβαναν τα προνόμια που αυτή προσέφερε, η πλειονότητα, δε, εξ αυτών είχε κάνει χρήση της επίμαχης προσφοράς και είχε μείνει ιδιαίτερα ικανοποιημένη, β) η αναγραφόμενη στο σχετικό μήνυμα έκφραση «μια για πάντα» αποτελούσε προδήλως πομπώδη υπερβολή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να εκληφθεί ως σοβαρή από το καταναλωτικό κοινό, δεδομένης και της μακράς διάρκειας ενός αυτοκινήτου και γ) σε κάθε περίπτωση, ενόψει των αντιρρήσεων έστω και ενός πελάτη – κατόχου της κάρτας, η ίδια έθεσε ήδη σε διαθεσιμότητα την επίμαχη προωθητική ενέργεια, η οποία επρόκειτο να τροποποιηθεί εντός των επόμενων ημερών. Στις 13.10.2010, η ανωτέρω καταναλώτρια επανήλθε με την υποβολή στη Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή νέου εγγράφου (υπ αρ. πρωτ. ./2010), με το οποίο εξέφρασε την επιμονή της στα καταγγελλόμενα και τη μη ικανοποίησή της από τις παρασχεθείσες από την προσφεύγουσα εταιρεία εξηγήσεις. Η ίδια Διεύθυνση διαβίβασε, ομοίως, το παραπάνω έγγραφο προς την προσφεύγουσα και ζήτησε την εκ νέου έκθεση των απόψεών της, η δε προσφεύγουσα ενέμεινε, τελικώς, στις ήδη διατυπωθείσες με το προηγούμενο έγγραφό της απόψεις της επί της καταγγελίας (βλ. το υπ αρ. ./22.11.2010 έγγραφο της εν λόγω Διεύθυνσης προς την προσφεύγουσα εταιρεία, καθώς και το υπ αρ. ./10.3.2011 έγγραφο της ως άνω εταιρείας με τις απόψεις της). Ενόψει τούτων, ο Διευθυντής της προαναφερόμενης Διεύθυνσης, με το υπ αρ. ./23.3.2011 έγγραφό του, απέδωσε στην προσφεύγουσα εταιρεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 9γ, 9δ και 9ε του ν. 2251/1994 λόγω παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού κατά τον τρόπο παρουσίασης της ανωτέρω πιστωτικής κάρτας και την κάλεσε να υποβάλει σχετικώς υπόμνημα με τις απόψεις της. Με το από 9.5.2011 υπόμνημά της, η προσφεύγουσα αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού, ισχυριζόμενη τα ακόλουθα: Α) Η κρίση περί του παραπλανητικού ή μη χαρακτήρα μιας διαφήμισης πρέπει να εκφέρεται κατόπιν αξιολόγησης της συνολικής (γενικής) εντύπωσης που αυτή προξενεί στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και όχι κατόπιν αυτοτελούς αξιολόγησης μεμονωμένων, αποσπασμένων από το φραστικό τους περιβάλλον εκφράσεών της. Στη συγκεκριμένη, δε, περίπτωση, η φράση «μια για πάντα» αντιστοιχούσε στο ετήσιο service -και όχι στα ετήσια services – του αυτοκινήτου του κατόχου της πιστωτικής κάρτας, με αποτέλεσμα να μην καταλείπεται αμφιβολία στον μέσο επιμελή συναλλασσόμενο καταναλωτή ότι η επίμαχη υπηρεσία παρεχόταν δωρεάν μόνο άπαξ. Προς τούτο συνηγορούσε και η διατύπωση της αμέσως επόμενης προσφοράς του ίδιου προωθητικού μηνύματος, η οποία διατυπωνόταν ως εξής: «με 2.400 bonus points τα ανταλλακτικά της ετήσιας συντήρησης σας παρέχονται δωρεάν». Εκ των ανωτέρω καθίστατο σαφές – κατά την προσφεύγουσα – ότι όλες οι πρόσθετες παροχές της πιστωτικής κάρτας αφορούσαν στις υπηρεσίες μόνο ενός έτους, ενώ η χρήση της φράσης «μια για πάντα» δεν είχε ως στόχο την παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού, αλλά απλώς την απόδοση έμφασης στις διευκολύνσεις που παρέχονταν με τη χρήση της πιστωτικής κάρτας. Β) Σε κάθε περίπτωση, η χρήση της φράσης «μια για πάντα» συνιστούσε – όπως ήδη είχε υποστηριχθεί από την προσφεύγουσα με τις απόψεις της ενώπιον της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή – πομπώδη υπερβολή, η οποία δεν μπορούσε να εκληφθεί ως σοβαρή από το ευρύ καταναλωτικό κοινό, λαμβανομένης υπόψη τόσο της διάρκειας ζωής ενός αυτοκινήτου όσο και του κόστους λειτουργίας του ως μέσου μετακίνησης. Εξάλλου, από ένα σύνολο έξι χιλιάδων περίπου συνδρομητών της εν λόγω πιστωτικής κάρτας μόνο η καταγγέλλουσα υπέλαβε ότι η ως άνω πομπώδης υπερβολή («μια για πάντα») αφορά συλλήβδην όλα τα ετήσια services ενός αυτοκινήτου, ενώ το αρμόδιο τμήμα της τράπεζας ουδέποτε είχε δεχθεί σχετικό παράπονο για την επίμαχη, εφαρμοζόμενη από το έτος 2008 προωθητική ενέργεια. Τέλος, με το υπόμνημά της η προσφεύγουσα εταιρεία επεσήμανε και ότι ενόψει της έλλειψης οποιασδήποτε πρόθεσής της για παραπλάνηση του καταναλωτικού κοινού, η ίδια είχε ήδη προβεί, στο πλαίσιο της καλής πίστης, στην άμεση τροποποίηση του επίμαχου διαφημιστικού μηνύματος, το οποίο διατυπωνόταν πλέον ως εξής: «Συγκεντρώστε 4.400 bonus points και ξεγνοιάστε εξαργυρώνοντας τα στα έξοδα του ετήσιου service σας. ». Κατόπιν των ανωτέρω, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή, αφού έλαβε υπόψη το ιστορικό της υπόθεσης και τους προβληθέντες με το ως άνω υπόμνημα ισχυρισμούς, θεώρησε ότι η προσφεύγουσα εταιρεία υπέπεσε πράγματι στην παράβαση της χρήσης αθέμιτης (παραπλανητικής) εμπορικής πρακτικής κατά την προώθηση της πιστωτικής της κάρτας, καθόσον η χρησιμοποιηθείσα στο επίμαχο προωθητικό μήνυμα φράση «μια για πάντα» ήταν ανακριβής και δημιουργούσε εύλογα στον μέσο καταναλωτή την εντύπωση ότι με τη χρήση της κάρτας σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους θα εξασφάλιζε τη δωρεάν ετήσια συντήρηση του οχήματός του για πάντα, οδηγώντας τον με τον τρόπο αυτό να προβεί σε συναλλαγή στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαινε. ’λλωστε, η ως άνω εντύπωση δεν αναιρούνταν – κατά τον ανωτέρω Διευθυντή – από τη συνολική διατύπωση του διαφημιστικού μηνύματος ή, έστω, από κάποια διευκρινιστική παραπομπή σε άλλο σημείο του, ενώ οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί χρήσης της επίμαχης έκφρασης ως πομπώδους υπερβολής και με σκοπό, απλώς, την απόδοση έμφασης στην παρεχόμενη διευκόλυνση δεν ευσταθούσαν. Για τους λόγους αυτούς και κατόπιν λήψης, περαιτέρω, υπόψη του είδους και της βαρύτητας της διαπιστωθείσας παράβασης, των επιπτώσεών της στο καταναλωτικό κοινό καθώς και της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας εταιρείας, ο ανωτέρω Διευθυντής εισηγήθηκε, με την υπ αρ. Ζ2-./22.8.2011 εισήγησή του προς τον αρμόδιο Υπουργό, την επιβολή σε βάρος της εταιρείας αυτής, βάσει του άρθρου 13α παρ. 2 του ν. 2251/1994 (όπως ίσχυε), προστίμου ύψους 18.000 ευρώ, λόγω παράβασης των άρθρων 9γ, 9δ και 9ε του ν. 2251/1994 (όπως ίσχυαν). Κατόπιν όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι ο αρμόδιος Διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε ταχθεί, κατόπιν σχετικού ερωτήματος του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 6 του ν. 2251/1994 (όπως ίσχυε), υπέρ της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας για την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της (βλ. το υπ αρ. ./26.7.2011 έγγραφο του Διευθυντή της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος), εκδόθηκε η υπ αρ. Ζ2-13764οικ./26.8.2011 (προσβαλλόμενη) απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Με την απόφαση αυτή επιβλήθηκε στην ως άνω εταιρεία, κατ αποδοχή της προρρηθείσας εισήγησης και για την αναφερόμενη σ αυτή παράβαση των διατάξεων του ν. 2251/1994, το επίδικο πρόστιμο, ύψους 18.000 ευρώ.
5. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η προσφεύγουσα εταιρεία ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ως παράνομης, επαναφέρει, δε, ως λόγους προσφυγής, τους προβληθέντες με το υπόμνημά της ενώπιον της Διοίκησης ισχυρισμούς της που παρατέθηκαν (υπό στοιχεία Α΄ και Β΄) στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας. Επικουρικώς, ζητεί, ενόψει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, τη μεταρρύθμιση της απόφασης αυτής, με την επιβολή, σε βάρος της, του ελάχιστου προβλεπόμενου από το άρθρο 13α του ν. 2251/1994 προστίμου. Ακόμη, με το από 6.3.2017, νομίμως κατατεθέν προς ανάπτυξη των ισχυρισμών της υπόμνημα, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι εσφαλμένως εφαρμόστηκε στην επίδικη περίπτωση το άρθρο 9γ του ν. 2251/1994, διότι προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι ο παραπλανηθείς καταναλωτής να ανήκει σε συγκεκριμένη, ιδιαιτέρως ευάλωτη ομάδα λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας (ευπιστίας σύμφωνα με την ορθή – κατά την προσφεύγουσα – απόδοση του νοήματος της αντίστοιχης λέξης της Οδηγίας), γεγονός που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το ως άνω υπόμνημά της, ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ούτε το άρθρο 9δ του ίδιου νόμου, δεδομένου ότι δεν υπήρξε παραπλάνηση του μέσου καταναλωτή σχετικά με τα αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη στοιχεία, ήτοι σχετικά με τα κύρια χαρακτηριστικά και την τιμή του προϊόντος, την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του προμηθευτή ή τα δικαιώματα του καταναλωτή. Τέλος, με το εν λόγω υπόμνημα η προσφεύγουσα επισημαίνει και ότι βάση αναφοράς για την αξιολόγηση μιας εμπορικής πρακτικής ως παραπλανητικής αποτελεί, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/29 και τη σχετική νομολογία του (ήδη) Δ.Ε.Ε., ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων και, ενόψει τούτου, το καθήκον προστασίας του καταναλωτή που βαρύνει τα δικαστήρια κατά την εφαρμογή των οικείων διατάξεων δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι την κηδεμόνευση και πατρωνεία του εμπορευόμενου, ούτε να έχει ως αντικείμενο την απόκρουση της επικείμενης ζημίας του καταναλωτή με κάθε τίμημα και πέραν της θέλησης του τελευταίου. Από την πλευρά του, το καθ ου Ελληνικό Δημόσιο, ζητεί, με την υπ αρ. ./4.4.2017 έκθεση απόψεών του προς το Δικαστήριο, την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής ως νόμω και ουσία αβάσιμης, εμμένοντας στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
6. Επειδή, υπό τα ανωτέρω πραγματικά δεδομένα και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν και ερμηνεύτηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνει ειδικότερα υπόψη, ως προς τη στοιχειοθέτηση της επίδικης παράβασης, ότι: α) η έκφραση «ξενοιάστε μια για πάντα από τα έξοδα του ετήσιου service για το αυτοκίνητό σας» σε περίπτωση συγκέντρωσης 4.400 πόντων, την οποία χρησιμοποίησε η προσφεύγουσα εταιρεία κατά την προώθηση της πιστωτικής της κάρτας «One Credit Visa», έχει την έννοια ότι οι κάτοχοι της πιστωτικής κάρτας απολαμβάνουν, με τη συγκέντρωση των ανωτέρω πόντων με αγορές αγαθών και υπηρεσιών μέσω της κάρτας αυτής, του οφέλους του δωρεάν περιοδικού κατ έτος service του αυτοκινήτου τους καθ όλη τη διάρκεια ζωής του, δίχως η έννοια αυτή να αναιρείται από τη συνολική διατύπωση του οικείου μηνύματος, ούτε από κάποια διευκρινιστική παραπομπή σε άλλο σημείο του, β) είναι ευλόγως αναμενόμενο ότι η επίμαχη έκφραση, έχουσα την ανωτέρω συγκεκριμένη, κυριολεκτική σημασία, εκλαμβάνεται σοβαρά από τον μέσο καταναλωτή, ήτοι από τον ευλόγως προσεκτικό και ενημερωμένο καταναλωτή με συνήθη πληροφόρηση, γ) η ανωτέρω παρασχεθείσα από την προσφεύγουσα πληροφορία, η οποία αφορούσε σε όφελος του καταναλωτή από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας – ήτοι σε στοιχείο που ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9δ του ν. 2251/1994 -, αποδείχθηκε αντικειμενικά ανακριβής, καθόσον με τη συγκέντρωση 4.400 πόντων με αγορές μέσω της κάρτας ο κάτοχός της τελικώς απολάμβανε δωρεάν μόνο ένα ετήσιο service του αυτοκινήτου του, γεγονός που επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από την προσφεύγουσα και δ) η πληροφορία, δε, αυτή ήταν ικανή και πρόσφορη να επηρεάσει τη συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή και να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής, την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία υπέπεσε στην ένδικη παράβαση των άρθρων 9γ και 9δ του ν. 2251/1994 λόγω της χρήσης παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής κατά την προώθηση της πιστωτικής της κάρτας, η οποία ορθά και νόμιμα της αποδόθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, δίχως σε κάθε περίπτωση, η επιπρόσθετη επίκληση από τη Διοίκηση (βλ. την οικεία εισήγηση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή, που συμπληρώνει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης) της μη εφαρμοστέας εν προκειμένω διάταξης του άρθρου 9ε του ανωτέρω νόμου να ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της πράξης αυτής (πρβλ. Σ.τ.Ε. 689/2009 7μ., 2674/2007). Είναι, δε, απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα εταιρεία, ενώ ο ειδικότερος ισχυρισμός της εταιρείας αυτής ότι μόνο μία καταναλώτρια από το σύνολο των χιλιάδων πελατών της που απολάμβαναν επί σειρά ετών τα προνόμια της συγκεκριμένης πιστωτικής κάρτας παραπονέθηκε για παραπλάνησή της από την επίμαχη πληροφορία είναι απορριπτέος ως νομικώς αδιάφορος, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ν. 2251/1994 δεν θέτουν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην τρίτη σκέψη της παρούσας, κάποιο όριο, ως προς τον αριθμό των θιγόμενων καταναλωτών, προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια εμπορική πρακτική ως παραπλανητική. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας εταιρείας περί μη συνδρομής, στην προκείμενη περίπτωση, της εκ του νόμου απαιτούμενης για τη στοιχειοθέτηση της επίδικης παράβασης προϋπόθεσης της ένταξης του παραπλανηθέντος καταναλωτή σε κάποια ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα παρίστανται – ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής τους το πρώτον με το υπόμνημα- απορριπτέοι, σε κάθε περίπτωση, ως αλυσιτελείς. Και τούτο, διότι η αποδοθείσα στην εν λόγω εταιρεία παράβαση δεν συνίσταται στην παραπλάνηση κάποιας ομάδας καταναλωτών που απολαμβάνει βάσει του νόμου (άρθρο 9γ παρ. 3 του ν. 2251/1994) ειδικής προστασίας λόγω ιδιαίτερης ευαλωτότητάς της, αλλά στην παραπλάνηση του καταναλωτικού εν γένει κοινού, σημείο αναφοράς του οποίου αποτελεί ο μέσος καταναλωτής. Ενόψει τούτων, με την προσβαλλόμενη πράξη ορθώς επιβλήθηκε για την προπεριγραφόμενη παράβαση η προβλεπόμενη από το άρθρο 13α παρ. 2 του ν. 2251/1994 διοικητική κύρωση του προστίμου σε βάρος της προσφεύγουσας. Τέλος, αναφορικά με το ύψος του επιβληθέντος προστίμου (18.000 ευρώ), το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τις επιπτώσεις της διαπραχθείσας παράβασης στο καταναλωτικό κοινό, σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα εκ του νόμου όρια διακύμανσης του προστίμου (1.500 ευρώ – 1.000.000 ευρώ), κρίνει ότι τούτο τελεί σε αναλογία με τη φύση και τη βαρύτητα της επίμαχης παράβασης, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων από την προσφεύγουσα.
7. Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, το καταβληθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – ν. 2717/1999, Α΄ 97) και τέλος, να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 64 ευρώ (άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και Παράρτημα 1 του ν. 4194/2013 – Α΄ 208, όπως ισχύει).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού εκατό ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Επιβάλλει σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου, ύψους εξήντα τεσσάρων ευρώ.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 15ης Μαΐου 2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ