Ευθύνη τραπεζών – Εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – Παράβαση κανονισμού δεοντολογίας ΕΠΕΥ – Προστασία καταναλωτή – Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών -.
Ευθύνη ΕΠΕΥ για παράβαση των αρχών που τάσσονται από τον κανονισμό δεοντολογίας ΕΠΕΥ και των διατάξεων του νόμου για την προστασία των καταναλωτών στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Υποχρέωση προμηθευτή, δηλ. και των τραπεζών, για ορθή αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου καταναλωτή, δηλ. και του ιδιώτη επενδυτή. Η παράβαση από τις ΕΠΕΥ των διατάξεων του κανονισμού δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά αδικοπραξία. Υποχρέωση της Τράπεζας για ενημέρωση και παροχή συμβουλών ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Μη ενημέρωση από τράπεζα των ιδιωτών επενδυτών της ότι τα ομόλογα στα οποία τους προτάθηκε να επενδύσουν ήταν υψηλού ρίσκου. Επιδίκαση ποσού αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 3424/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 15°- Ενοχικό
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χρήστο Γ. Παπακώστα, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. …, συζύγου (και ήδη χήρας) … το γένος … κατοίκου (οδός … χωρίς αριθμό), με Α.Φ.Μ. … 2. του … κατοίκου (εν ζωή) … ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. … ο οποίος δεν εμφανίστηκε, αλλά εμφανίστηκαν, δια του κατωτέρου πληρεξουσίου δικηγόρου τους, οι ανωτέρω πρώτη και οι κατωτέρω τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εκκαλούντων και δήλωσαν ότι ο ανωτέρω δεύτερος εκκαλών απεβίωσε μετά την άσκηση της έφεσης (στις 29/5/2018) και τη δίκη συνεχίζουν αυτοί ως μοναδικοί κληρονόμοι αυτού, παριστάμενοι με την ανωτέρω ιδιότητα τους και ατομικώς, 3. … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. … 4. …. του … κατοίκου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. … 5. … του … κατοίκου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. …, 6. … του …, κατοίκου … (οδός … και αρ. …) με Α.Φ.Μ. … και 7. … του …, κατοίκου ομοίως ως άνω, με Α.Φ.Μ. … ατομικώς και ως κληρονόμοι (οι δύο τελευταίες) του θανόντος … στις …. 2017 κατοίκου εν ζωή ομοίως ως άνω, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δομήνικο Αρβανίτη.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός… αρ. …) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «… ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ …», νόμιμα εκπροσωπούμενης με Α.Φ.Μ. … και 2. Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός …. αριθ. … ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», νόμιμα εκπροσωπούμενης, με Α.Φ.Μ. … ως καθολικής διαδόχου δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση της εδρεύουσας στην Αθήνα εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου – με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ- από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κανέλλη.
Οι ενάγοντες με την από 26.3.2014 αγωγή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οποία έχει κατατεθεί με Γ.Α.Κ. ./2014 και Ε.Α.Κ. ./2014, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 393/2018 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 15.3.2018 έφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία έχει κατατεθεί με αριθμό ./15.3.2018 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό 5325/4364/7.6.2018 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στην έφεση και τις προτάσεις που νομίμως κατέθεσε ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων παρέστη στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 15.3.2018 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ./15.3.2018 έφεση, στρεφόμενη κατά της υπ’ αριθ. 393/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και εμπροθέσμως, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στις 15.2.2018 (σχετική η από 15/2/2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών επί του επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι) και η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε κατά τα ανωτέρω στις 15.3.2018 (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η κρινομένη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των επιμέρους λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 (και ήδη 3, όπως ισχύει σήμερα) του ΚΠολΔ παράβολο (με αριθμό 19624961595805140068/2018 ηλεκτρονικό παράβολο), ενώ έχουν προκαταβληθεί και οι κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) εισφορές για την παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Η παρούσα δίκη νομίμως συνεχίζεται μετά το θάνατο (στις 29/5/2018 ήτοι μετά την άσκηση της έφεσης) του αρχικώς ως άνω δευτέρου εκκαλούντος από τους αποκλειστικούς (εξ αδιαθέτου ως προς την ένδικη αξίωση) κληρονόμους και καθολικούς διαδόχους αυτού, πρώτη εκκαλούσα (σύζυγο εν ζωή αυτού) και τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εκκαλούντων (τέκνα αυτού, ακριβές φωτοαντίγραφο της από 6-6-2018 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιαρχείου Δήμου … υπ’ αριθ. ./6-6-2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του ως άνω Δήμου, με αριθμό ./2018 πρακτικό δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου … και τα από 22/3/2019 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης, μη αμφισβήτησης κληρονομικού δικαιώματος και περί μη αποποίησης του Ειρηνοδικείου και του Πρωτοδικείου …), με σχετική δήλωση (περί διακοπής και συνέχισης της δίκης) του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος αναφέρθηκε και στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 286 περ. α’, 287 παρ. 1 και 2 και 290 του ΚΠολΔ που εφαρμόζονται και στη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρον 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα).
Οι (αρχικώς) ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες (ως προς τον αρχικώς δεύτερο ενάγοντα – εκκαλούντα οι ανωτέρω κληρονόμοι του και ως προς τον αρχικώς έκτο ενάγοντα οι ανωτέρω έκτη και έβδομη των εκκαλούντων, οι οποίοι συνέχισαν τη δίκη ως κληρονόμοι αυτού με σχετική δήλωση τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ισχυρίστηκαν με την από 26.3.2014 αγωγή τους, ενώπιον του ως άνω πρωτοβαθμίου απευθυνόμενη, ότι κατά το έτος 2004, η πρώτη εξ αυτών και οι γονείς αυτής και κατά το έτος 2005 ο έκτος εξ αυτών (δικαιοπάροχος της έκτης και έβδομης εξ αυτών ήδη κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τα ανωτέρω), τοποθέτησαν τα χρήματα τους σε ομόλογα που είχαν εκδοθεί από την ASPIS FINANCE PLC με εγγύηση της τράπεζας ASPIS BANK S.A (η πρώτη εξ αυτών αρχικώς τα είχε τοποθετήσει σε ομόλογο εκδόσεως της «ALPHA CRETI GROUP PLC FRN 23.1.2014», το οποίο αντικαταστάθηκε με ομόλογο της ανωτέρω εταιρείας). Ότι οι υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης τους διαβεβαίωσαν πριν την αγορά των ανωτέρω προϊόντων, αλλά και μετά από αυτήν ότι το κεφάλαιο τους ήταν εξασφαλισμένο χωρίς επενδυτικό κίνδυνο και ότι θα λάμβαναν υψηλό ποσοστό αποδόσεως, αφού το προϊόν αυτό προσομοίαζε με προθεσμιακή κατάθεση, όπου μέχρι τότε είχαν τοποθετήσει τα χρήματα που είχαν αποταμιεύσει από την εργασία αυτών. Ότι στις 29/11/2010 οι πέντε πρώτοι εξ αυτών υπέγραψαν νέα σύμβαση, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε ανανέωση της εντολής αγοράς του ανωτέρω ομολόγου από την πρώτη εξ αυτών. Ότι, ωστόσο, όταν επεδίωξαν να αναλάβουν τα χρήματα τους (όπως τους είχαν πείσει ότι θα μπορούσαν να κάνουν οι υπάλληλοι των εναγομένων ακόμα και πριν τη λήξη των ανωτέρω ομολόγων) οι εναγόμενες τους ενημέρωσαν ότι δεν δύνανται να τους καταβάλουν τα χρήματα διότι είχε ανακληθεί ήδη (από τις 17/12/2011) η άδεια της τράπεζας ASPIS BANK S.A. (ήδη μετονομασθείσης σε Τ.α. BANK). Ότι συνεπεία της ανωτέρω αντισυμβατικής, παράνομης και αντίθετης με τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλονται από το νόμο κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, συμπεριφοράς των εναγομένων (δια των προστηθέντων αυτών υπαλλήλων, οι οποίοι ποτέ δεν τους ενημέρωσαν ότι τα ανωτέρω ομόλογα ήταν υψηλού ρίσκου και δεν προστάτευσαν τα συμφέροντα τους) υπέστησαν θετική ζημία, η οποία ανέρχεται, για τους μεν πέντε πρώτους εξ αυτών, στο συνολικό ποσό των 88.233,63 ευρώ από την ολοσχερή απώλεια του κεφαλαίου που επένδυσαν στο επίδικο επενδυτικό προϊόν, η δε έκτη και έβδομη εξ αυτών, το ποσό των 121.585,53 ευρώ από την ολοσχερή απώλεια του κεφαλαίου, που επένδυσε ο πατέρας τους και αρχικώς ενάγων στο επίδικο επενδυτικό προϊόν, καθώς και το ποσό, των 20.000 ευρώ οι πέντε πρώτοι εξ αυτών και το ποσό των 25.000 ευρώ οι έκτη και έβδομη εξ αυτών για τους τόκους, που απώλεσαν (διαφυγόν κέρδος που θα εισέπρατταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων) επί του κεφαλαίου, που επένδυσαν, για το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και συγκεκριμένα για χα έτη από 2011 έως 2015. Ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, τους στενοχώρησε αφού εξαιτίας αυτής έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών τους και δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό τους και για τους οικείους τους. Με βάση αυτά τα περιστατικά, οι ενάγοντες, ζήτησαν, μετά από νομότυπο περιορισμό του αιτήματος τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (αρθρ. 223, 224, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την οποία επανέλαβαν με τις υποβληθείσες προτάσεις τους ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, να: α) αναγνωριστεί η υποχρέωση ίων εναγομένων να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, στους μεν πέντε πρώτους εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 108.233,63 ευρώ και στην έκτη και έβδομη εξ αυτών, το συνολικό ποσό των 146.585,53 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν εις ολόκληρον, στους μεν πέντε πρώτους, το ποσό των 8.823,36 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ για το οποίο επιφυλάσσονται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες στα αρμόδιαν ποινικά δικαστήρια και στην έκτη και έβδομη εξ αυτών το ποσό των 12.158,55 ευρώ, για την ίδια αιτία (χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης), αφαιρουμένου του ποσού των 44 ευρώ, για το οποίο επιφυλάσσονται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγουσες στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 393/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία), με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επιβλήθηκε στους ενάγοντες η δικαστική δαπάνη των εναγομένων. Ήδη με την υπό κρίση έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως για τους λόγους αυτής που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και (κυρίως) πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η ανωτέρω αγωγή τους στο σύνολο της και να καταδικασθούν οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες στην καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του κάθε τι, που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων, αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη, υποχρεούται δε ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική, ζημία του εντολέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 του ΑΚ. Η σύμβαση της εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρά (άρθρα 158 και 713 του ΑΚ), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα, είτε ύστερα από παράκληση του, είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία, εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει (ΑΠ 2212/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 958/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ζημία, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, θετική μεν, είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 47.479). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως, η κατά το άρθρο 714 του ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 637/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1208/2008 ΧρΙΔ 2009.216, ΑΠ 1115/2003 ΕλλΔνη 46.120, ΕφΑΘ 1244/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1254/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 204/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας, η οποία επήλθε στον εντολέα. Εάν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή εάν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα (ΑΠ 1675/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 118/2002 ΕλλΔνη 43.1046, ΕφΑΘ 4984/2018 και ΕφΑΘ 4254/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει όχι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) Ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, που επιβάλλεται κοινωνικά και απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου, αυτή της συνεπούς συμπεριφοράς (ΑΠ 345/2017 και ΑΠ 93/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η έννομη σχέση που ιδρύεται μεταξύ πελάτη και τράπεζας είναι σχέση αμφίδρομης εμπιστοσύνης, που απορρέει από την καλή πίστη. Η σχέση εμπιστοσύνης εγκαθιδρύεται με την έναρξη των διαπραγματεύσεων, συγκεκριμενοποιείται στο στάδιο της συμβατικής δέσμευσης και συνεχίζεται ακόμη και μετά τη λήξη της τραπεζικής σύμβασης, με νομοθετική αναγνώριση αυτής στα άρθρα 197- 198 και 288 ΑΚ. Έχει δε ως περιεχόμενο την πεποίθηση, την πίστη αφενός μεν κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και προστασία των οικονομικών του συμφερόντων και την προστασία των περαιτέρω στοιχείων της προσωπικότητας του, αφετέρου δε της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Ειδικότερα, ενώ διαρκεί η συμβατική δέσμευση, η σχέση εμπιστοσύνης, βρίσκοντας νομοθετικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές υποχρεώσεις αφενός μεν της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του πελάτη της αφετέρου δε της πρόταξης σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της (Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος I. Γενικό Μέρος, έκδοση 2008, σελ. 34- 37). Περαιτέρω η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες από την τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της τελευταίας σε καταβολή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των άρθρων 298, 330, 914 ΑΚ. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης αναλύονται ειδικότερα στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχόμενων υπηρεσιών με το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1738/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδοση 2004, σελ. 798- 803, Απ Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδοση 1999, σελ. 599-600). Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι ί συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, και στις “περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας την σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού τράπεζα, Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ 3 ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014 οπ, ΑΠ 1227/2007, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 787/2013, ΔΕΕ 2014.251, ΕφΛαρ 120/2017, ΤΝΠ Ισοκράτης, Καράκωστα: Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών, εκδ. 2001, σελ. 28-35, ιδίου: Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής ΧρΙΔ 2003.97 επ., Αυγητίδη: Ο αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής, ΕπισκΕΔ 2001. 286).
Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ 1, 2, 3, 4 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε (χωρίς να έχουν πάντως επέλθει ουσιώδεις μεταβολές) πριν την τροποποίηση τους με το άρθρο 10 του Ν. 3587/2007, κατά τις οποίες: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων της υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος», σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική ή αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι: α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα αυτού που παρέχει υπηρεσίες κατά την παροχή τους, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (σχετ ΑΠ 1028/2015 και ΑΠ 631/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 589/2001, ΕΕΝ 69.613, ΕφΛαρ 120/2017 όπ ΕφΑνατΚρητ 70/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΠειρ 862/2005, ΔΕΕ 2005.1996). Ως προς την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά πρέπει να τονιστεί ότι: Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται από αυτόν κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής ταυ σχετικού βάρους απόδειξης. Η αντίστροφη αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίος και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκρότηση του περιεχομένου της τελευταίας, κατά τρόπο ώστε, μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας, να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς. Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης, στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ενώ μπορεί να επικαλεστεί την εμφάνιση κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007 και ΕφΛαμ 8/2018, όλες στην ΤΝΠ Νόμος). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και ζημίας όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (σχετ. ΑΠ 394/2002, ΕλλΔνιη 2003.419, ΑΠ 274/1999, ΕλλΔνη 1999 1298).
Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (σχετ. ΑΠ 865/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1028/2015, ό.π., ΑΠ 589/2001, ό.π. , ΕφΛαρ 120/2017, ό π., ΕφΑνατΚρητ 70/2017, ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010, ΕλλΔνη 201.251, ΕφΠειρ 826/2005, ό.π., ΕφΘεσ 147/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005.168, ΕφΑθ 2214/2001, ΔΕΕ 2001 620, ΕφΑΘ 5025/1990, ΕλλΔνη 1992.193). Ο ανωτέρω νόμος (Ν. 2251/1994) έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε “προμηθευτή” -και στις τράπεζες- την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου “καταναλωτή” – και του ιδιώτη επενδυτή-, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του “προμηθευτή” προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται στην “απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών”. Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε “εμπορία υπηρεσιών από απόσταση”, αφορούν, όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του “προμηθευτή” συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9Θ του ανωτέρω νόμου, σχετ. η ΑΠ 974/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της με αριθμό 12263/ β.500/ 11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/ 24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 τα οποία καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 ν. 3606/ 2007), ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς Τρίτη αρχή: Οι εταιρίες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. .. Τέταρτη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. … Έβδομη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τις κατωτέρω διατάξεις του (καταργηθέντος σήμερα) ανωτέρω Κανονισμού, ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων κατωτέρω συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι, η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη, όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλόλητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής-συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από χα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονταν πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ, οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι, η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως -και πάντως σαφώς- την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων την τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Οι άνω διατάξεις αποβλέπουν όχι μόνο στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, δια της εξασφάλισης της διατήρησης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Κεφαλαιαγοράς, αλλά παράλληλα αποβλέπουν και στην αποτελεσματική προστασία των επενδυτών, υπέρ των οποίων επιβάλλουν στις ΕΠΕΥ, συγκεκριμένες και σημαντικές υποχρεώσεις για την αποτροπή ζημίας τους. Έτσι, η παράβαση από τις ΕΠΕΥ των άνω προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, συνιστά παρανομία υπό την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, παρέχει στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης από το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, ΕφΑΘ 4948/2018, ΕφΑΘ 622/2018, ΕφΑΘ 4841/2014, ΕφΑΘ 4348/2008, ΕφΛαμ 8/2018 και ΕφΒορΑιγ 84/2015, όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ’λλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΕφΑΘ 1144/2019, τνπ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό (χωρίς η παραδοχή αυτή να έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ και εφόσον αυτή αντανακλάται στο εκάστοτε αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας) ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των Τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας Τράπεζας και του πελάτη συνήθως υπάρχει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος ή η συναφθείσα σύμβαση χαρακτηρίζεται διαφορετικά, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία, που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο, που μπορεί να αναφερθεί, είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές,” ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο ( ), Τα επενδυτικά προϊόντα της … και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010/136). Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ Τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες εξής λόγους: α) η Τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, λόγω, δε, της θέσης της αυτής, μπορεί να προκόψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της Τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές, ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις Τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα, ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα Πιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην Εθνική Οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των Τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η Τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της Τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Τούτο, δε, διότι, μεταξύ Τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η Τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει, αφενός, η ειδικότερη υποχρέωση της Τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων, καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και, αφετέρου, η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι, η Τράπεζα έχει τέτοιου είδους υποχρέωση, όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η Τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της. Αντίστοιχα, ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της Τράπεζας για παροχή συμβουλών, σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η Τράπεζα (ΕφΑθ 622/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Ρόκα, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.).
Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια ου ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΕφΑθ 1144/2019, ΕφΛαμ 8/2018, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης της αγωγής, της χωρίς όρκο κατάθεσης της έβδομης ενάγουσας, που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, καθώς και από όλα χα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …9/9/2004 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που καταρτίστηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της θυγατρικής εταιρείας «… ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που διαδέχθηκε καθολικά η δεύτερη εναγομένη, αφενός και αφετέρου μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των γονέων της και από κοινού, συμφωνήθηκε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών επί χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του άρθρου 2 του Ν. 2396/1996. Ακολούθως, μετά το θάνατο του …, καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων ως άνω εταιριών και των αρχικώς πέντε πρώτων εναγόντων, η υπ’ αριθμ. …./29.11.2010 κοινή επενδυτική σύμβαση στην οποία συγχωνεύτηκαν υπό νέα αρίθμηση οι υπ’ αριθμ. …. συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αφού προηγουμένως η πρώτη ενάγουσα κατήγγειλε την πρώτη, υπ’ αριθμ. … σύμβαση με την από 29.11.2010 επιστολή της, δια της οποίας ρητά και ανεπιφύλακτα αναγνώρισε ότι η … σύμβαση λειτούργησε νομίμως και σύμφωνα με τους όρους της, αφού ήλεγξε τις χρηματοπιστώσεις του τηρηθέντος στα πλαίσια της σύμβασης επενδυτικού λογαριασμού και τις αιτίες δημιουργίας τους, αναγνώρισε και αποδέχθηκε όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της συμβάσεως και ζήτησε να μεταφερθεί το σύνολο του χαρτοφυλακίου στη νέα σύμβαση (…). Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/1.3.2005 σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ του αρχικώς ενάγοντος, … του … και των εναγομένων εταιριών, συμφωνήθηκε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών επί χρηματοπιστωτικών μέσων και ειδικότερα, η κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου. Στις ανωτέρω συμβάσεις ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι δύο πρώτες εναγόμενες ανέλαβαν την υποχρέωση για τη λήψη και διαβίβαση εντολών των ανωτέρω εναγόντων προς κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ότι λόγω μη προβλέψιμων στην αγορά διακυμάνσεων δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής των εναγόντων, ότι δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε ζημία που τυχόν θα υποστούν αυτοί από συναλλαγή, που καταρτίσθηκε ως. αποτέλεσμα εκτέλεσης της εντολής τους, ότι η παροχή επενδυτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών σε αυτούς δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη των εταιριών ως προς τις επενδυτικές επιλογές και αποφάσεις των εναγόντων, οι τελευταίοι δε δήλωσαν ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται από τις αντισυμβαλλόμενες τους είναι απόρροια ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές τους. Στα πλαίσια των δύο πρώτων ανωτέρω συμβάσεων είχαν αγοραστεί τα επίδικα ομόλογα εκδόσεως ASPIS FINANCE PLC, θυγατρικής εταιρείας της εγγυήτριας τράπεζας ASPIS BANK S.A και συγκεκριμένα με έγκυρη μεν (παρά τα αντιθέτως στην ιστορούμενα στην αγωγή) εντολή της πρώτης ενάγουσας στις 26/10/2005 αλλά-χωρίς καμία ανάμιξη των ανωτέρω γονέων αυτής – λοιπών συμβαλλομένων στην ανωτέρω πρώτη από τις συμβάσεις- αγοράστηκε ομόλογο ονομαστικής αξίας 88.000 ευρώ, αντί ποσού 88.233,63 ευρώ και από τον αρχικώς ενάγοντα … του … αγοράστηκε στις 3.3.2005 ομόλογο ονομαστικής αξίας 97.000 ευρώ, αντί ποσού 97.585,53 ευρώ. Το ομόλογο αυτό με ISIN XS … είχε δεκαετή διάρκεια (από 10.2.2005 έως 10.2.2015) και κυμαινόμενο επιτόκιο κατά τα κατωτέρω. Για την αγορά των ανωτέρω ομολόγων χορηγήθηκαν στους αρχικώς ως άνω ενάγοντες- αγοραστές, τα σχετικά από 26/10/2005 και 3/3/2005 αποδεικτικά εντολής συναλλαγής (ομόλογα) αντίστοιχα. Στα έγγραφα αυτά, τα οποία φέρουν τα στοιχεία των αρχικώς εναγομένων εταιριών, αναγράφονταν τα στοιχεία του αγορασθέντος ομολόγου, με τον τίτλο, “ASPIS FINANCE PLC 10/02/2015 EUR”, το ανωτέρω ISIN, η ανωτέρω ονομαστική αξία αυτών, η ανωτέρω αξία αγοράς αυτών κατόπιν διακανονισμού, το τρέχον κουπόνι (3,483% για το πρώτο εξ αυτών και 3,491% για το δεύτερο εξ αυτών, το οποίο ακολούθως θα ανερχόταν στο επιτόκιο euribor, πλέον 1,35%), η δε λήξη αυτού στις 10-2-2015 συναγόταν μονό από την ανωτέρω ονομασία αυτού, ενώ στη θέση του εκδότη υπάρχει η ένδειξη «corporate», ήτοι εταιρικό, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση. Στο ίδιο δε έγγραφο, ουδεμία αναφορά γινόταν στην επωνυμία του εκδότη και του εγγυητή του ομολόγου. Έμμεσα μόνο προέκυπτε ο εκδότης από την ανωτέρω ονομασία του ομολόγου. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν γίνει δεκτά σε πλήθος από τις ανωτέρω αποφάσεις που αναφέρονται στο ίδιο ομόλογο (εκτός από τις προσκομισθείσες από τους ενάγοντες, χαρακτηριστική η απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό 1144/2019), αποδείχθηκε όχι το παραπάνω ομόλογο είχε εκδοθεί στις 10-2-2005, στα πλαίσια της έκδοσης ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης, με την εγγύηση της Τράπεζας, «ASPIS ΒΑΝΚ», (μετέπειτα «Τ ΒΑΝΚ») από την θυγατρική της εγγυήτριας εταιρία, «ASPIS FINANCE PLC», η οποία ήταν εταιρία ειδικού σκοπού, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία). Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε στις 16-11-2004, με μετοχικό κεφάλαιο, GRP 50.000, διαιρεμένο σε 50.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1 GRP καθεμία, με μοναδικές μετόχους, την ως άνω τραπεζική εταιρία και εγγυήτρια του ομολόγου, η οποία κατείχε 49.999 μετοχές και την ανώνυμη εταιρία, «Aspis Insurance Brokerage 8.Α.»,η οποία κατείχε 1 μόλις μετοχή (από τον τίτλο συνάγεται ότι πρόκειται προφανώς για εταιρεία ιδίων συμφερόντων με τις ανωτέρω), με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση ομολογιακού δανείου, για τη συγκέντρωση κεφαλαίου για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας της εγγυήτριας του ομολόγου ανωτέρω ελληνικής τράπεζας. Σύμφωνα με το σχετικό ενημερωτικό δελτίο, οι υποχρεώσεις της εγγυήτριας συνιστούσαν άμεσες και μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις της, υπό τη μορφή της μειωμένης διασφάλισης και έπονταν ως προς το δικαίωμα αποπληρωμής σε περίπτωση λύσης ή εκκαθάρισης καθ’ οιονδήποτε τρόπο της εγγυήτριας, των αξιώσεων των πιστωτών ανώτερης τάξης, έτσι ώστε το ποσό που οφειλόταν από τα ομόλογα υπό την εγγύηση, να καταβάλλεται από την εγγυήτρια μόνον εφόσον όλοι οι πιστωτές ανώτερης τάξης έχουν ικανοποιηθεί ή τους έχει καταβληθεί στο ακέραιο το ποσό των απαιτήσεων τους, ενώ οι κάτοχοι των ομολόγων παραιτούνταν από το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους άλλους ανέγγυους μη μειωμένης διασφάλισης πιστωτές του εκδότη. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε στο ποσό των 50.000.000 ευρώ, το δε ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου. Προερχόταν από τη δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο δεκαετούς διάρκειας και μειωμένης εξασφάλισης, όπως προαναφέρθηκε. Η αρχική διαβάθμιση του από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH, ήταν ΒΒ, βαθμός ο οποίος υποδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην αγορά ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου, ενώ και οι ίδιες οι εναγόμενες ομολογούν όχι η ανωτέρω διαβάθμιση σημαίνει ότι το ανωτέρω ομόλογο ενέχει στοιχεία κερδοσκοπίας. Για την αγορά του συγκεκριμένου ομολόγου χορηγήθηκε η κατά τα ανωτέρω προφορική εντολή στις εναγόμενες, κατόπιν σχετικής πρότασης και υπόδειξης του άνω προϊόντος από τους προστηθέντες των εναγομένων στα καταστήματα τους στο Βόλο (για το δεύτερο ως άνω ομόλογο) και στη Λάρισα (για το πρώτο ως άνω ομόλογο), χωρίς, οι τελευταίοι πριν από την αγορά του, να γνωστοποιήσουν στους εντολείς-ανωτέρω ενάγοντες τα πιο πάνω ειδικότερα στοιχεία του ομολόγου. Προηγουμένως οι ανωτέρω ενάγοντες διατηρούσαν μόνο προθεσμιακές καταθέσεις στην πρώτη εναγομένη τράπεζα, μετέβησαν δε στα τμήματα PRIVATE BANKING των ανωτέρω υποκαταστημάτων αυτής κατόπιν υπόδειξης των αρμοδίων υπαλλήλων και προστηθέντων αυτού (που ονομάζονταν … στο Βόλο και … στη Λάρισα αντίστοιχα), προκειμένου να μεταφέρουν τα χρήματα τους που διατηρούσαν στις ανωτέρω καταθέσεις σε επενδύσεις που θα τους υπεδείκνυαν οι υπάλληλοι του ανωτέρω τμήματος, με στόχο να εισπράξουν καλύτερες αποδόσεις. Πράγματι όλοι οι διάδικοι ομολογούν ότι η επένδυση στα παραπάνω ομόλογα είχαν σαφώς καλύτερες αποδόσεις από μία προθεσμιακή κατάθεση κατά τον ανωτέρω χρόνο. Όμως οι ανωτέρω ενάγοντες που μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών τους από τις ανωτέρω τύπου καταθέσεις σε μία μόνο τύπου επένδυση όπως το ανωτέρω ομόλογο, αφού δεν αποδεικνύεται ότι τους προτάθηκε να υπάρξει διασπορά του κεφαλαίου σε διάφορες επενδύσεις, ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος απώλειας του συνόλου αυτού, σε περίπτωση που τοποθετείτο όλο σε μία επένδυση που ενέχει τους ανωτέρω περιγραφέντες κινδύνους, ναι μεν επιθυμούσαν τις καλύτερες αποδόσεις που φαινόταν ότι εξασφάλιζε η παραπάνω επένδυση, αλλά προφανώς και δεν επεθυσμούσαν, προκειμένου να επιτύχουν τις αποδόσεις αυτές, να διακινδυνεύσουν την απώλεια μεγάλου ή και ολοκλήρου του κεφαλαίου που θα επένδυαν. Οι υπάλληλοι όμως του ανωτέρω τμήματος και προστηθέντες των εναγομένων διαβεβαίωσαν αυτούς ότι το κεφάλαιο που θα επένδυαν ήταν εγγυημένο, ότι θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να λάβουν αυτό ακέραιο όχι μόνο κατά την κατά τα ανωτέρω λήξη του κεφαλαίου, ήτοι σε σχεδόν 10 έτη από τον ανωτέρω χρόνο κτήσης αυτών, αλλά και σε πέντε έτη, διότι επρόκειτο να λάβει χώρα ανάκληση του ομολόγου από την εκδότρια, επειδή αυτό απέδιδε υψηλά κέρδη για τους επενδυτές και δεν θα ήταν συμφέρουσα η περαιτέρω διατήρησή του. Τέλος τους διαβεβαίωσαν ότι θα μπορούσαν και νωρίτερα – αν αυτοί το έκριναν- να προβούν στην πώληση του με μικρή ενδεχομένως οικονομική γι’ αυτούς απώλεια (penalty). Στη συνέχεια, το άνω ομόλογο άρχισε να υποβαθμίζεται βαθμιαία από τον προαναφερθέντα Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης, από ΒΒ κατά την έκδοση του σε Β-, στις 3-11-2008, σε CCC+ στις 29-7-2009, σε CCC στις 3-11-2009 και σε C στις 23-5-2011, ενώ στις 22-12-2011 αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις, επειδή δια της υπ’ αριθμ. ./17.12.2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση 25/17.12.2011, θέμα Γ, ΦΕΚ Β’2856/17.12.2011) ανακλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος η άδεια που είχε παρασχεθεί με την απόφαση με αριθμ. ./12.12.1991 της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΝΠΘ) για την ίδρυση και λειτουργία του Πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Τ BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ήτοι της ανωτέρω εγγυήτριας τράπεζας) και το τελευταίο τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 3601/2007. Σημειώνεται ότι το ομόλογο αυτό ήδη από τις 8/2/2007 δεν διαπραγματευόταν στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου. Καθ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, οι ανωτέρω ενάγοντες λάμβαναν από τις εναγόμενες, τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία της επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση του, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού και οι τόκοι. Όμως, ενώ ήδη από το έτος 2009 ήταν γνωστά στους αρμοδίους υπαλλήλους των εναγομένων τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο όμιλος ΑΣΠΙΣ και η μετοχική σχέση των ιδιοκτητών αυτής με τις ανωτέρω εγγυήτρια του ανωτέρω ομολόγου τράπεζα, αυτοί δεν ενημέρωσαν σχετικά τους ανωτέρω ενάγοντες, οι οποίοι δεν είχαν (σύμφωνα και με όσα κατωτέρω αναγράφονται) τις σχετικές γνώσεις να αξιολογήσουν τις εξελίξεις, ασχέτως του ότι ελάμβαναν τις ανωτέρω αποτιμήσεις και ασχέτως της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, η οποία ήταν γνωστή προφανώς και σε αυτούς, αλλά δεν ήταν αυτή η κύρια αιτία της ανωτέρω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου τράπεζας, αλλά όπως προεκτέθηκε τα προβλήματα είχαν ανακύψει ήδη στον όμιλο ΑΣΠΙΣ-πριν την εκδήλωση της κρίσης αυτής και πριν την κατά τα ανωτέρω ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας τράπεζας, προβλήματα τα οποία γνώριζαν ή τουλάχιστον μπορούσαν να γνωρίσουν αλλά από αμέλεια τους αγνοούσαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι- προστηθέντες των εναγομένων που είχαν πείρα των συνθηκών της αγοράς.
Περαιτέρω, όταν η ανωτέρω τράπεζα τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, με απόφαση της ίδιας ως άνω Επιτροπής, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αυτής από την άνω ομολογιακή έκδοση παρέμειναν στην υπό εκκαθάριση εγγυήτρια τράπεζα, γεγονότα που γνωστοποιήθηκαν σε όλους τους κατόχους του ομολόγου (μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω ενάγοντες) με επιστολές που απέστειλε η πρώτη εναγομένη. Επίσης, με την επιστολή αυτή επισημάνθηκε στους ενάγοντες, το γεγονός ότι τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων τους από το παραπάνω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους, μέχρι 10-2-2012. Στην αναγγελία δε αυτή της απαίτησης των εναγόντων προς τον ειδικό εκκαθαριστή της εγγυήτριας για απόδοση της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά της εγγυήτριας, προέβη η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό τους, μετά από σχετική εξουσιοδότηση τους, ενώ στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη, με την από 27-9-2013 επιστολή της, ενημέρωσε τους ανωτέρω ενάγοντες, ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, αυτοί θα λάμβαναν το ποσό των 0,60 ευρώ, ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του παραπάνω ομολόγου, το οποίο όπως αναφέρθηκε, ήταν μειωμένης διασφάλισης, οι ανωτέρω εντολείς-ενάγοντες έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία αντίστοιχη με τα ανωτέρω ποσά που διέθεσαν για την αγορά του ομολόγου. Η ζημία δε αυτή προκλήθηκε αιτιωδώς από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων, οι οποίοι τους συμβούλευσαν και τους έπεισαν δια των προστηθέντων από αυτές ανωτέρω υπαλλήλων, για την αγορά του, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα στοιχεία του ομολόγου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι γονείς της πρώτης ενάγουσας … και … που υπέγραψαν την αρχική κατά τα ανωτέρω από 9.9.2004 σύμβαση και οι οποίοι μετέβησαν πρώτοι στο ανωτέρω τμήμα της πρώτης εναγομένης και πείσθηκαν να αποσύρουν τις οικονομίες τους από προθεσμιακές καταθέσεις για να επενδύσουν σε ομόλογα, ήταν απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου και συνταξιούχοι οικοδόμος και ΟΓΑ αντίστοιχα, η πρώτη ενάγουσα που έδωσε την εντολή αγοράς του πρώτου ανωτέρω ομολόγου ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας, ο δε αρχικώς έκτος ενάγων (πατέρας των δύο τελευταίων εκκαλουσών,) του οποίου οι οικονομίες επενδύθηκαν στο δεύτερο ως άνω ομόλογο ήταν επίσης απόφοιτος δημοτικού σχολείου και ελαιοχρωματιστής. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι οι ανωτέρω δεν διέθεταν χρηματοοικονομικές γνώσεις, που θα τους επέτρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι τον τρόπο τοποθέτησης των κεφαλαίων τους, οι δε πρώτες δύο ως άνω επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν με διαφορά λίγων μηνών η πρώτη και μόλις δύο ημερών η δεύτερη πριν τις επίδικες επενδύσεις. Δεν οδηγεί δε σε διαφορετικό συμπέρασμα το γεγονός όχι στα πλαίσια της πρώτης ως άνω σύμβασης η πρώτη ενάγουσα και οι ανωτέρω γονείς της, πριν από την αγορά του επίδικου πρώτου ως άνω τίτλου, είχαν επενδύσει σε ομόλογα ALPHA CREDIT GROUP PLC, ένα εκ των οποίων πώλησαν στις 26.10.2005, προκειμένου να αποκτήσουν την επίδικη ομολογία, αφού το προϊόν αυτό είναι διαφορετικό από το ανωτέρω αγορασθέν, δεδομένου ότι είχε εκδοθεί από την πρώτη εναγομένη τράπεζα με την οποία συνεργάζονταν για πολλά έτη οι ανωτέρω γονείς της πρώτης ενάγουσας και αυτή η μία και μοναδική επένδυση σε ομόλογα αξιόπιστα αφενός μεν συνέβαλε στο να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις συμβουλές που θα δέχονταν αργότερα από τους υπαλλήλους των εναγομένων, αφετέρου δε δεν τους καθιστά άνευ ετέρου έμπειρους επενδυτές. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον αρχικώς ενάγοντα, …. που διατηρούσε τμήμα του κεφαλαίου του σε προϊόντα DEPO, ήτοι, προϊόντα ρευστότητας αντίστοιχης κοινής προθεσμιακής κατάθεσης, ήτοι εντελώς διαφορετικά από ομολογία υψηλού ρίσκου όπως το επίδικο δεύτερο ως άνω αγορασθέν από αυτόν, το οποίο ήταν σαφώς πιο σύνθετο από το ανωτέρω προϊόν, εφόσον η απόδοση του εξηρτάτο από τη διακύμανση του δείκτη του διατραπεζικού επιτοκίου Euribor (σχετ. η ΠΔΤΕ 2501/2002). Δεν ασκεί δε επιρροή στο ότι εκ των υστέρων μπορεί οι ενάγοντες να προέβησαν σε (ελάχιστες ακόμα) επενδυτικές κινήσεις, όπως αναγράφεται στις σχετικές προσκομισθείσες από τις εναγόμενες καρτέλες. Έτσι αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ανωτέρω εντολείς επενδυτές ακολούθησαν τη συμβουλή που του παρείχαν οι προστηθέντες των εναγομένων, στους οποίους αυτοί είχαν εμπιστοσύνη, δεδομένης και της κατά τα ανωτέρω προηγούμενης συνεργασίας τους με την πρώτη εναγομένη τράπεζα. Οι ανωτέρω υπάλληλοι συμβούλευσαν τους ανωτέρω επενδυτές να επενδύσουν τις αποταμιεύσεις των ιδίων (και των γονέων της πρώτης ενάγουσας), χωρίς κίνδυνο απώλειας τους, στην αγορά του επίδικου ομολόγου, το οποίο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αποτελούσε ακατάλληλη για τους ενάγοντες και ριψοκίνδυνη επένδυση (ανεξαρτήτως αν υπέβαλαν σε αυτούς ερωτήσεις σχετικές με το «προφίλ» τους, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες), παριστώντας σε αυτούς ότι πρόκειται για τραπεζικό ομόλογο, που ισοδυναμεί με προθεσμιακή κατάθεση, αφού δεν θα υπήρχε γι αυτούς κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του ομολόγου. Συγκεκριμένα δεν τους ενημέρωσαν ότι εκδότρια του ομολόγου ήταν η ανωτέρω εταιρία, θυγατρική της ανωτέρω εγγυήτριας του ομολόγου, η οποία ήταν εταιρία ειδικού σκοπού με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία), που ιδρύθηκε, με αποκλειστικό σκοπό την έκδοση ομολογιακού δανείου, προς το σκοπό συγκέντρωσης κεφαλαίου για την πρώτη, καθώς και ότι αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση ΒΒ, που καταδείκνυε μέτριες προοπτικές επιβίωσης. Τα παραπάνω μάλιστα στοιχεία αναφέρονταν στο ενημερωτικό δελτίο για την έκδοση του ομολόγου, το οποίο, όμως, ουδέποτε παραδόθηκε στους ανωτέρω εντολείς- επενδυτές. Πρέπει δε να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση που λήφθηκε μεταγενέστερα, κατά τη συνεδρίαση 823η/3-7-2018, επέβαλε πρόστιμο, ύψους 100.000 ευρώ στην πρώτη εναγομένη, για παράβαση των διατάξεων του πδ/τος 52/1992 και του ν. 3401/2005 και συγκεκριμένα για το λόγο ότι προέβη σε δημόσια προσφορά των άνω ομολογιών, χωρίς να δημοσιεύσει ενημερωτικό δελτίο, ενώ ο Συνήγορος Του Καταναλωτή (Ανεξάρτητη Αρχή) απηύθυνε (κατά το άρθρο 4 παρ.5 του Ν.3297/2004) έγγραφη σύσταση σε άλλη τράπεζα (ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ) να επαναγοράσει το ίδιο ανωτέρω ομόλογο, αποδίδοντας στους καταναλωτές την αξία αγοράς απομειωμένη κατά τους ήδη καταβληθέντες τόκους, δεχόμενος ότι αυτή προέβη σε προώθηση σε πολλούς πελάτες της του ανωτέρω προϊόντος χωρίς να παράσχει τους καταναλωτές στοιχειώδεις πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτού, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης, παρέχοντας σε αυτούς ως μοναδικό προσυμβατικό έγγραφο την αίτηση αγοράς αυτού, η οποία περιείχε μόνο τα στοιχεία που αναγράφονται ανωτέρω και ως προς την ένδικη περίπτωση. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από τις ανωτέρω πρώτες δύο συμβάσεις υποχρεώσεις τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση των ανωτέρω εντολέων τους- επενδυτών για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και την εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζαν ότι ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτών σχετικά με τις επενδύσεις. Η υποχρέωση τους αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ανωτέρω εγγράφως καταρτισθείσες μεταξύ αυτών και των ως άνω εναγόντων συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αποτελούν- κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων- σύμβαση εντολής προς εκτέλεση εντολών χρηματοπιστωτικών μέσων και περιέχουν τις ανωτέρω εκτεθείσες απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες και ανεξαρτήτως του ότι η πρώτη ενάγουσα με την ως άνω από 29.11.2010 επιστολή της, αναγνώρισε ότι η … σύμβαση λειτούργησε νομίμως και σύμφωνα με τους όρους της, και αποδέχθηκε όλες τις κινήσεις του λογαριασμού και τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της πρώτης ως άνω συμβάσεως, καθόσον: α) Στις ανωτέρω συμβάσεις, οι επίδικοι όροι ήταν προδιατυπωμένοι, χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης και μη κατανοητοί στους ενάγοντες, οι οποίοι συμβλήθηκαν, φέροντες την ιδιότητα του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, δηλαδή ως αποδέκτες των παρεχόμενων από τις δύο πρώτες εναγόμενες υπηρεσιών και ειδικότερα επενδυτικών συμβουλών. Οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι των εναγομένων υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και εφαρμόζεται εν προκειμένω ο ν. 2251/1994, αφού δεν υπερέβαιναν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσαν ήταν τόσο υψηλό, ενώ κατά τα ανωτέρω δεν είχαν προηγούμενη ενασχόληση με αντίστοιχα επενδυτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε διέθεταν υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά τους χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους.
Με βάση τα ανωτέρω οι προεκτεθείσες απαλλακτικές ρήτρες στερούνται εγκυρότητας, ως αντικείμενες στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα «κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη» (σχετ. η ΑΠ 2212/2014 ΤΝΠ Νόμος), προϋποθέτουν δε την πλήρη και ειλικρινή ενημέρωση του επενδυτή που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε εν προκειμένω χώρα. β) ανεξάρτητα από την κατά τα ανωτέρω ακυρότητα των απαλλακτικών ρητρών, στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενες δεν περιορίστηκαν στην εκτέλεση της εντολής για την αγορά του ένδικου ομολόγου, αλλά προηγουμένως, όπως προεκτέθηκε, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, υπέδειξαν στους παραπάνω άπειρους στις σχετικές συναλλαγές εντολείς- επενδυτές, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την ένδικη επένδυση και τους έπεισαν να την επιλέξουν. Ούτε, εξάλλου, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες πριν την υπογραφή της σύμβασης ενημερώθηκαν περί των όρων των συμβάσεων που υπέγραψαν, όπως αβάσιμα οι εναγόμενες υποστηρίζουν. Έτσι, με την παραπάνω συμπεριφορά τους, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης των εναγόντων δια του αντιπροσώπου τους, καθώς και της παροχής σε αυτούς σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, παρέβησαν υπαιτίως τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, με βάση την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση (ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού αυτής) σύμφωνα με όσα προβλέπονται και στις διατάξεις των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ, όπως το περιεχόμενο των ανωτέρω υποχρεώσεων προσδιορίζεται σύμφωνα και με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στις ανωτέρω οικείες νομικές σκέψεις. Η ανωτέρω υποχρέωση των εναγόμενων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζονται, παρείχαν στον ενάγοντα τις υπηρεσίες τους χωρίς ειδική αμοιβή για συμβουλές (που αρνούνται ότι παρείχαν) καθόσον οικονομικό όφελος αυτών δεν αποτελεί μόνον η αμοιβή, αλλά και η δια της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών, ενίσχυση της συνεργασίας τους με τους ενάγοντες (ΑΠ 335/2010 και ΜονΕφΑΘ 4254/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σημειώνεται ότι και ο μάρτυς που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγομένων δεν γνώριζε ο ίδιος όσα διημοίφθησαν μεταξύ των προστηθέντων υπαλλήλων των ανωτέρω τμημάτων των εναγομένων και των ανωτέρω εντολέων- επενδυτών, αλλά κατέθεσε για όσα γενικώς ισχύουν σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναφερόμενος μόνο στα έγγραφα του φακέλου των ανωτέρω επενδυτών. Η υπαίτια δε παράβαση των άνω διατάξεων συνιστά παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά,σε συνδυασμό και με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2251/1994, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην οικεία ανωτέρω νομική σκέψη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά των εναγομένων, προκάλεσε τη ζημία που υπέστησαν οι ανωτέρω εντολείς -ενάγοντες, καθόσον προέβησαν στην επένδυση αγνοώντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ομολόγου, για τα οποία δεν ενημερώθηκαν, με την πεποίθηση που τους δημιούργησαν, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους. Αν δε είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση. Σημειώνεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι με την ανωτέρω από 29/11/2010 σύμβαση ανανεώθηκε η εντολή αγορά του πρώτου ως άνω ομολόγου, όμως το σύνολο του χαρτοφυλακίου από την ανωτέρω από 9/9/2004 σύμβαση, η οποία καταγγέλθηκε από την πρώτη ενάγουσα πριν την υπογραφή από αυτήν της από 29/11/2010 σύμβασης, μεταφέρθηκε στην από 29/11/2010, στην οποία πλέον συνεβλήθησαν και οι αρχικώς δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων. Περαιτέρω, οι εναγόμενες παραδεκτώς με τις προτάσεις τους επαναφέρουν την πρωτόδικος προβληθείσα ένσταση τους, περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων στην επέλευση της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, πριν την κατά τα ανωτέρω ανάκληση της άδειας της εγγυήτριας τράπεζας, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν την πτωτική πορεία αυτού. Η ένσταση, όμως, αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 300 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου οι ενάγοντες γνώριζαν ή ότι μπορούσαν να γνωρίζουν, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους είχαν κατά τα ανωτέρω εξαρχής ενημερώσει οι εναγόμενες (σχετ. και η ΜονΕφΑΘ 4254/2017, όπ.π.). Περαιτέρω, οι εναγόμενες, παραδεκτώς επαναφέρουν την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση τους, συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ισχυριζόμενες ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικασθησόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, που αυτοί εισέπραξαν ύψους 21.828,51 ευρώ για το πρώτο ως άνω ομόλογο και 32.181,40 ευρώ για το δεύτερο. Σύμφωνα με την ανωτέρω τελευταία νομική σκέψη, η ένσταση αυτή των εναγομένων είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, είναι όμως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το κέρδος αυτό, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στους ενάγοντες και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων. ’λλωστε, ο προτεινόμενος (από τις εναγόμενες) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος, όπως βάσιμα ισχυρίστηκαν και οι ενάγοντες – εκκαλούντες. Με βάση τα ανωτέρω, η θετική ζημία, που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται στην ανωτέρω δαπάνη απόκτησης του ομολόγου, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων (δια των προστηθέντων αυτών υπαλλήλων), οι οποίες υποχρεούνται να τους καταβάλουν ισόποση αποζημίωση για την αποκατάστασή της. Ουσιαστικά αβάσιμο όμως τυγχάνει το αγωγικό κονδύλιο περί διαφυγόντων κερδών ύψους 20.000 ευρώ για τους πρώτους πέντε εξ αυτών και 25.000 ευρώ για τους πέμπτη και έκτη εξ αυτών, που αντιστοιχούν στα τοκομερίδια του ομολόγου για τα έτη 2011 έως 2015 που με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αυτοί θα εισέπρατταν, αφού οι εναγόμενες εταιρείες δεν εγγυήθηκαν την καταβολή τόκων,οι οποίοι αποδίδονταν από την εκδότρια του ομολόγου (ΕφΛαμ 8/2018, όπ.π.), δεδομένου δε ότι το ανωτέρω επιτόκιο ήταν μεταβλητό δεν μπορεί να γίνει υπολογισμός της απόδοσης κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων των ανωτέρω ομολόγων, όταν μάλιστα είναι ήδη γνωστό ότι κατά τα ανωτέρω έτη εχώρησε η οικονομική κρίση και οι αποδόσεις αναλόγων προϊόντων σημείωσαν σημαντική πτώση ή εκμηδενίστηκαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, υπό τις ειδικές περιστάσεις που παραπάνω εκτίθενται οι ενάγοντες υπέστησαν θλίψη και στεναχώρια που επιτάθηκαν από το μακροχρόνιο και ψυχοφθόρο αγώνα, εξωδικαστικό (δια της συμμετοχής τους στη ανωτέρω διαδικασία εκκαθάρισης) και εν συνεχεία δικαστικό, στον οποίο υποβλήθηκαν για την αποκατάσταση της περιουσιακής τους ζημίας (απώλειας οικονομιών πολλών ετών γι αυτούς ή τους ανωτέρω δικαιοπαρόχους τους, κατά τα ανωτέρω) και επομένως δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν,το ποσό της οποίας ανέρχεται, με βάση τις αναφερόμενες ανωτέρω συνθήκες, το βαθμό πταίσματος των εναγόμενων, το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει ως άνω περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής σε 2.000 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, ποσό που είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπττώσεις (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 531/2014, ΑΠ 433/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΕφΛαμ 8/2018, όπ.π.).
Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αγωγή, η οποία με το ως άνω περιεχόμενο ήταν ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα στοιχεία τα διωκόμενου αιτήματος (άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ήτοι ακριβή περιγραφή των ομολόγων, που αγοράστηκαν από τους ανωτέρω ενάγοντες, λεπτομερή υπολογισμό της περιουσιακής βλάβης που οι αυτοί υπέστησαν και διεξοδική ανάλυση της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων εταιρειών (Εφ.Αθ. 787/2013 ΔΕΕ 2014-251), αλλά και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναγράφονται ανωτέρω, έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Η εκκαλούμενη που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους βάσιμους περί τούτων σχετικούς λόγους της έφεσης. Συνεπώς πρέπει, η έφεση να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια το δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση (ΚΠολΔ 535 παρ. 1), να δικάσει την αγωγή επί της ουσίας και να κάνει αυτήν εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτόμενων των ανωτέρω ενστάσεων των εναγομένων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες- εφεσίβλητες εταιρείες, εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές, να καταβάλουν σε καθένα από τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων-εκκαλούντων το συνολικό ποσό των 88.263,63/4+2.000 = 24.065,90 ευρώ και σε καθένα από τους πέμπτη και έκτη εξ αυτών το συνολικό ποσό των 97.585,53/2+2.000 = 50.792,76 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής (σημειώνεται ότι στην αγωγή δεν διευκρινίζεται αν ζητούνται να καταβληθούν σε κάθε ενάγοντα εις ολόκληρον ή διαιρετώς τα αιτούμενα με αυτήν ποσά, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ο ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 480 του ΑΚ- σχετ. η ΑΠ 776/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ -και η παροχή επιδικάζεται διαιρετώς σε ίσα μέρη σε κάθε ενάγοντα δικαιοπάροχο του αρχικώς ενάγοντα- αγοραστή του κάθε ανωτέρω ομολόγου, κατά τα ανωτέρω, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι κληρονόμοι των τελευταίων εξ αδιαθέτου κατά τα ανωτέρω ποσοστά, πράγμα που διευκρινίζεται και με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τους δικαιοπαρόχους του αρχικώς δευτέρου ενάγοντος, αλλά και με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως προς τους δικαιοπαρόχους του αρχικώς έκτου ενάγοντος. Επίσης, οι εναγόμενες εταιρείες δεν ζήτησαν στα πλαίσια της κατά τα ανωτέρω προβολής της ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας των εναγόντων και την αφαίρεση του ποσού των 0,60 ευρώ που απεκόμισαν αυτοί ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας κάθε ομολόγου, κατά τα προκτεθέντα, στα πλαίσια της εκκαθάρισης της ανωτέρω εγγυήτριας τράπεζας). Μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογο της έκτασης της νίκης τους, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ και και 58 παρ. 3 και 4, 61 παρ. 1 και 2, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013- Κώδικα Δικηγόρων), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευτ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στους εκκαλούντες το κατατεθέν από αυτούς παράβολο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη και με αριθμ. 393/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 26-3-2014 αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες- εφεσίβλητες εταιρείες να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία εξ αυτών: α) σε καθένα από τους πρώτη, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων- εκκαλούντων το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξήντα πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (24.065,90) και β) και σε καθένα από τους πέμπτη και έκτη των εναγόντων- εκκαλούντων το συνολικό ποσό των πενήντα χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (50.792,76), με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του με αριθμ. ./2018 ηλεκτρονικού παραβόλου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες εταιρείες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ συνολικά για τους πρώτη, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων- εκκαλούντων και στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ συνολικά για τις πέμπτη και έκτη των εναγόντων- εκκαλούντων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτο δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2019, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ