Στοιχεία ορισμένου αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος. Μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ού δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Αοριστία αίτησης με την οποία ζητείται να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής περιουσίας της καθ ής προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναφερόμενη στην αίτηση απαίτηση. Η αιτούσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά επικείμενου κινδύνου που να δικαιολογεί το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο. Δεν ισχυρίζεται ότι η καθ ης η αίτηση, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της κατά αυτής απαιτήσεώς της ή με σκοπό να ικανοποιήσει ενδεχομένως απαιτήσεις τρίτων κατά αυτής, προτίθεται να προβεί σε άμεση εκποίηση και ρευστοποίηση της περιουσίας της, ότι επίκειται δηλαδή προσεχής αποξένωση από τα κατασχετά στοιχεία της περιουσίας της, ούτε ότι έχει συγκεκριμένες οφειλές προς συγκεκριμένους δανειστές της, αρκούμενη σε μία γενική αναφορά ύπαρξης επικείμενου κινδύνου χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 240/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρίνα Ευαγγέλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουάριου 2021, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει επί της εξής υποθέσεως μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………….», που εδρεύει …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………………, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτηρίου Μανιαδάκη (ΑΜ ΔΣΑ 8003).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η’ ΑΙΤΗΣΗ: Της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «………………………….», που εδρεύει …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Επαμεινώνδα Στυλόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ 30468).
Η ΑΙΤΟΥΣΑ ζητεί να γίνει δεκτή η από 27-9-2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……….. και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικειμένου κινδύνου, απειλούντος το επίδικο δικαίωμα και προς αποτροπή αυτού ή επί συνδρομής επειγούσης περιπτώσεως, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλαχτικών μέτρων, πριν ή κατά την διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Εν ανυπαρξία ή μη πιθανολόγηση των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνος, σύμφωνα με τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά προσώπου ή της περιουσίας του διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΜΠρΘεσ 3706/2014, δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 449/2004 ΝοΒ 52, 831). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Νίκα σε Δ. 8, 623 επ.) και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ’, 1996, υπό το άρθρο 682, αρ. 10). Η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση. Ειδικότερα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ). Επικείμενος δε κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται από αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αϊτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή εγγυοδοσία (άρθρα 704 επ. ΚΠολΔ), προσημείωση υποθήκης (άρθρα 706 ΚΠολΔ), συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ), δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725 ΚΠολΔ) ή σφράγιση (άρθρο 737 ΚΠολΔ) [ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π. και Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ. 24]. Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής καταστάσεως κάποιου προσώπου, γιατί υπό τοιαύτη εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη υπό την μορφή της προσημειώσεως υποθήκης ή της συντηρητικής κατασχέσεως επί πάσης εκκρεμούς αγωγής, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελαττώσεως της περιουσιακής καταστάσεως του διαδίκου. Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος, που μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατασχέσεως και της προσημειώσεως υποθήκης, νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν, κάποτε, ο απών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π., ΜΠρΑΘ 999/2019 αδημ., ΜΠρΑΘ 15200/2013, ΜΠρΘες/νίκης 3706/2014 ό.π., ΜΠρΑΘ 4705/2007, ΜΠΘεσ 19987/2005, όλες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς δε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικός τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση. Στα ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη, λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη, της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθίαν απαράδεκτη (ΕφΑΘ 1173/99 Δνη 42.764, ΜΠρΑΘ 20368/87 Δνη 29.580, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 682 αριθ.. 10, 72). Ειδικότερα δε, για το ορισμένο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται έστω και συνοπτικά αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν την συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης και δεν αρκεί η αναφορά στην στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικώς, περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (ΕφΑΘ 1173/99 Δνη 42.764, ΜΠρΘες/νίκης 3706/2014 ό.π.,, ΜΠρΘες 15137/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 1985, σελ. 9, Β. Βαθρακοκοίλη, ο.π. άρθρο 682, αριθμ. 10).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα, με την κρινόμενη αίτησή της, ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 12-2-2013 σύμβασης αποκλειστικής διανομής που είχε καταρτίσει με την εταιρεία με την επωνυμία «…………………….», γεννήθηκε απαίτησή της κατά αυτής από διαφυγόντα κέρδη που ανέρχεται στο ποσό των 225.793,75 ευρώ, όπως αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την υπ’ αριθμ. …………. απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ότι αναζήτησε την ανωτέρω εναγομένη εταιρεία προκειμένου να της επιδώσει τη σχετική απόφαση στην τελευταία της διεύθυνση επί ……………… όπου αυτή δεν ανευρέθηκε. Ότι η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία με την επωνυμία «……………..», κατά τη σύστασή της είχε την έδρα της στην ίδια πολυκατοικία στην οποία στεγαζόταν και η ανωτέρω εταιρεία «………………», εν συνεχεία δε το Φεβρουάριο του έτους 2020 άλλαζε την έδρα της, ο δε …………….., ιδρυτής της τελευταίας εκπροσωπούσε ατύπως και την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, η οποία μάλιστα διακινεί και εμπορεύεται αυτή πλέον τα προϊόντα ………….. που εμπορευόταν προγενέστερα η οφειλέτιδα της απούσας (………..), από τα οποία συνάγεται ότι αυτή μεταβίβασε το έτος 2017 την επιχείρηση εμπορίας προϊόντων ………….. στην καθ’ ης η αίτηση και έτσι η τελευταία ευθύνεται για τα χρέη της …………. προς την αιτούσα κατ’ άρθρο 479 ΑΚ. Ότι η ικανοποίησή της απαίτησής της κινδυνεύει, διότι τα μοναδικά περιουσιακά στοιχεία της καθ’ ης είναι τα εμπορεύματα που διακινεί, καθώς και ότι επειδή θα καθυστερήσει η εκδίκαση της τακτικής αγωγής σε βάρος της και η έκδοση απόφασης, λόγω του μεγάλου όγκου των αγωγών που εκδικάζονται με τη νέα τακτική διαδικασία υφίσταται κίνδυνος να μη λειτουργεί αυτή η επιχείρηση ή να έχει συσταθεί άλλη με σκοπό την καταδολίευση της απαίτησής της. Με βάση δε τα ανωτέρω, ζητεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρηπκή κατάσχεση κάθε κινητής περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση, εις χείρας αυτής ή τρίτων μέχρι του ποσού των 250.000 ευρώ, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αναφερόμενη στην αίτηση απαίτησή της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση αρμόδιός καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 683 παρ. 1, 22, 33 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), είναι όμως αόριστη, καθόσον η αιτούσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά επικείμενου κινδύνου που να δικαιολογεί το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο και ειδικότερα δεν ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η αίτηση, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της κατά αυτής απαιτήσεώς της ή με σκοπό να ικανοποιήσει ενδεχομένως απαιτήσεις τρίτων κατά αυτής, προτίθεται να προβεί σε άμεση εκποίηση και ρευστοποίηση της περιουσίας της, ότι επίκειται δηλαδή προσεχής αποξένωση από τα κατασχετά στοιχεία της περιουσίας της, ούτε ότι έχει συγκεκριμένες οφειλές προς συγκεκριμένους δανειστές της, αρκούμενη σε μία γενική αναφορά ύπαρξης επικείμενου κινδύνου χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Ειδικότερα, δεν επικαλείται ούτε τυχόν ληξιπρόθεσμες οφειλές της καθ’ ης προς τράπεζες ή τρίτους, για τις οποίες επίκειται επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της, τυχόν εκποιήσεις ακινήτων ή τυχόν αγγελίες για εκποιήσεις ακινήτων της, ενώ δεν εκτίθενται περαιτέρω στοιχεία που να δηλώνουν πρόθεση αποξένωσης αυτής από περιουσιακά της στοιχεία, ούτε ενέργειες της που να δείχνουν πρόθεση απομείωσης της περιουσίας της, χωρίς συγκεκριμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας συνδρομή τους, αφού μόνη η μνεία του ενδεχόμενου μεταβίβασης της επιχείρησης σε άλλη εταιρεία και τυχόν μεταβολής της υφιστάμενης περιουσιακής κατάστασης της καθ’ ης δεν αρκεί (σχετ. ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π., ΜΠρΑΘ 999/2019 αδημ. και Βαθρακοκοίλης, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 2012, σελ. 46). Ενόψει αυτών, εφόσον η αιτούσα δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της αίτησής της περιστατικά που να συνιστούν τον επικείμενο κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι υπάρχει για την ικανοποίηση της σε βάρος της καθ’ ης απαιτήσεώς της, χρησιμοποιώντας απλώς τη στερεότυπη αυτή διατύπωση, πρέπει, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί η υπό κρίση αίτησή της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της αυτής. Τέλος, η αιτούσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στην δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουάριου 2021, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ