Που προβλέπει την ακυρότητα δικαιοπραξίας εν ζωή, χωρίς προηγούμενη επισύναψη στο σχετικό συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού ιδιοκτησίας
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 περ.1α του Ν. 1337/1983, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.4. Ν. 2242/1994, που προέβλεπε ότι η μη υποβολή πιστοποιητικού ιδιοκτησίας κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας εν ζωή καθιστά αυτήν (την δικαιοπραξία) αυτοδικαίως και απολύτως άκυρη, είναι αντίθετη προς το πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και το άρθρο 25 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 9/2022).
Από διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 σαφώς προκύπτει ότι την απ’ αυτή προβλεπόμενη δήλωση ιδιοκτησίας πρέπει να υποβάλουν όλοι οι ιδιοκτήτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, μη εξαιρουμένου και του Δημοσίου. Η κύρωση η οποία επιβάλλεται είναι αυτή της απόλυτης και αυτοδίκαιης ακυρότητας της δικαιοπραξίας εν ζωή, που καταρτίζεται χωρίς την επισύναψη σ’αυτή πιστοποιητικού του οικείου δήμου ή Κοινότητας με το οποίο βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας από τους κύριους ή νομείς των ακινήτων, με συνέπεια την οριστική (όχι προσωρινή) στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Η κύρωση, μάλιστα, αυτή επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες, ανεξαρτήτως του εάν αυτοί έχουν λάβει πράγματι γνώση των προειρημένων προσκλήσεων και ανυπαιτίως δεν προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, σκοπός της ως άνω διάταξης είναι η για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ταχεία πραγμάτωση του πολεοδομικού σχεδιασμού. Ως μέσο πραγματοποίησης του σκοπού αυτού, είναι το μέτρο της προαναφερόμενης κύρωσης, το οποίο, ωστόσο δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε αναγκαίο για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού, δεδομένου ότι δεν προκαλεί στον ιδιώτη τον ελάχιστα δυνατό περιορισμό. Τούτο, διότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα, όπως η επιβολή της ως άνω κύρωσης, η οποία όμως θα αίρεται με την εκ των υστέρων υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας και την καταβολή εφάπαξ προστίμου στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης προσκλήθηκε και αμέλησε να υποβάλλει την δήλωση.
Δεν τελεί δε ούτε σε δίκαιη ισορροπία ο επιδιωκόμενος σκοπός της άνω διάταξης και η προστασία του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, διότι η βλάβη η οποία προκαλείται με την κύρωση της οριστικής στέρησης της ιδιοκτησίας είναι βαρύτερη από το επιδιωκόμενο όφελος της ταχείας πραγμάτωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού (καθορισμός τμημάτων που αφαιρούνται για εισφορά γης, τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους κ.λ.π), δεδομένου, μάλιστα, ότι κατά το στάδιο αυτό δεν επηρεάζεται ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος κατά το σύστημα του Ν. 1337/1983 ολοκληρώνεται στο προηγούμενο της εκδόσεως της Πράξης Εφαρμογής στάδιο της σύνταξης και έγκρισης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και Πολεοδομικής Μελέτης, ενώ στο στάδιο εφαρμογής περιλαμβάνονται απλώς οι ενέργειες που απαιτούνται για την πραγμάτωση του σχεδιασμού.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι η απόλυτη και αυτοδίκαιη ακυρότητα του μεταβιβαστικού συμβολαίου γονικής παροχής, που είχε ως συνέπεια την οριστική στέρηση της ιδιοκτησίας του αναιρεσιβλήτου, που του μεταβίβασε η μητέρα του, δεν δικαιολογείται από τον δημοσίου συμφέροντος επιδιωκόμενο με τη διάταξη αυτή σκοπό της ταχείας υλοποίησης του πολεοδομικού σχεδιασμού υπέρ του κοινωνικού συνόλου, καθόσον δεν τελεί σε δίκαιη ισορροπία με το ατομικό δικαίωμα της περιουσίας και δεν πληροί τα εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου αυτού καθώς και της αναλογίας προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Απόσπασμα απόφασης
Από τις αναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι, κατά τη σύνταξη του κτηματογραφικού διαγράμματος, οι κύριοι ή νομείς ακινήτων υποχρεούνται, κατόπιν προσκλήσεως, να υποβάλουν δήλωση ιδιοκτησίας στον οικείο δήμο ή κοινότητα προσκομίζοντας συγχρόνως τίτλους κτήσεως, πιστοποιητικό μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων, κατασχέσεων και τοπογραφικό διάγραμμα. Η παράλειψη υποβολής της ως άνω δήλωσης συνδέεται με σημαντικές συνέπειες για την τύχη των ακινήτων και τους οικείους ιδιοκτήτες ή νομείς, καθώς αφενός κάθε δικαιοπραξία εν ζωή είναι αυτοδικαίως και απολύτως άκυρη αν δεν επισυνάπτεται σε αυτήν πιστοποιητικό του οικείου δήμου ή κοινότητας με το οποίο θα βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας και αφετέρου δεν χορηγείται άδεια οικοδομής στο ακίνητο χωρίς την υποβολή κυρωμένου αντιγράφου της δήλωσης ιδιοκτησίας και του ως άνω πιστοποιητικού. Την ακυρότητα δε αυτή της δικαιοπραξίας που καταρτίσθηκε χωρίς την προηγούμενη επισύναψη του ανωτέρω πιστοποιητικού μπορεί να την επικαλεσθεί καθένας που έχει έννομο συμφέρον. Με βάση τα στοιχεία των δηλώσεων ιδιοκτησίας, συντάσσεται το κτηματογραφικό διάγραμμα εφαρμογής και ο πίνακας εφαρμογής.
Μετά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής καλούνται οι φερόμενοι ιδιοκτήτες, μέσα σε προθεσμία που αναφέρεται σε σχετική πρόσκληση, να λάβουν γνώση της πράξης εφαρμογής και να ασκήσουν τυχόν ενστάσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με την νεότερη και ειδικότερη 93027/7188/15.11.1994 υπουργική απόφαση, αποκλίνοντας από τις διατυπώσεις δημοσιότητας που τάσσει η 79881/3445/6.12.1984 απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, η πρόσκληση τοιχοκολλάται στα γραφεία της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ή στο Δημοτικό ή Κοινοτικό κατάστημα, δημοσιεύεται σε δύο τοπικές εφημερίδες και σε δύο ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών ή Θεσσαλονίκης και ανακοινώνεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της περιοχής Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, οι σχετικές προθεσμίες που τάσσονται για την υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας δεν έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα [ήδη, δε, με τον μεταγενέστερο του κρίσιμου χρόνου νόμο 4030/2011 (Α’ 249, άρθρο 42 παρ. 25) επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης ιδιοκτησίας μέχρι τον χρόνο κύρωσης της πράξης εφαρμογής], οι δε ενδιαφερόμενοι έχουν την δυνατότητα να υποβάλουν δηλώσεις ιδιοκτησίας μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής (αλλά και μετά την κύρωση, με αίτηση διόρθωσης). Η Διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη τις δηλώσεις αυτές κατά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, ιδίως, μάλιστα, όταν διαπιστώσει ότι δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που τάσσει η 93027/7188/15.11.1994 υπουργική απόφαση (ΣτΕ 1972/2020). Ειδικότερα, από τη ρητή και αδιάστικτη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 σαφώς προκύπτει ότι την απ’ αυτή προβλεπόμενη δήλωση ιδιοκτησίας πρέπει να υποβάλουν όλοι οι ιδιοκτήτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, μη εξαιρουμένου και του Δημοσίου. Η κύρωση η οποία επιβάλλεται με την παρ. 5 περ.1α του άρθρου 12 του Ν. 1337/1983 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.4. Ν. 2242/1994, είναι αυτή της απόλυτης και αυτοδίκαιης ακυρότητας της δικαιοπραξίας εν ζωή, που καταρτίζεται χωρίς την επισύναψη σ’αυτή πιστοποιητικού του οικείου δήμου ή Κοινότητας με το οποίο βεβαιώνεται η υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας από τους κύριους ή νομείς των ακινήτων με συνέπεια την οριστική (όχι προσωρινή) στέρηση της ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Η κύρωση μάλιστα αυτή επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες ανεξαρτήτως του εάν αυτοί έχουν λάβει πράγματι γνώση των προειρημένων προσκλήσεων και ανυπαιτίως δεν προέβησαν στις απαιτούμενες ενέργειες.
Σκοπός της ως άνω διατάξεως είναι η για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ταχεία πραγμάτωση του πολεοδομικού σχεδιασμού. Ως μέσο πραγματοποίησης του σκοπού αυτού, είναι το μέτρο της προαναφερόμενης κύρωσης, το οποίο, ωστόσο δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε αναγκαίο για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού, δεδομένου ότι, δεν προκαλεί στον ιδιώτη τον ελάχιστα δυνατό περιορισμό. Τούτο διότι το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέτρα, όπως η επιβολή της ως άνω κύρωσης, η οποία όμως θα αίρεται με την εκ των υστέρων υποβολή της δήλωσης ιδιοκτησίας και την καταβολή εφάπαξ προστίμου στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης προσκλήθηκε και αμέλησε να υποβάλλει την δήλωση, όπως προβλέπει και η τροποποιηθείσα διάταξη με το άρθρο 42 παρ. 25 του ν. 4030/2011. Δεν τελεί δε ούτε σε δίκαιη ισορροπία ο επιδιωκόμενος σκοπός της άνω διάταξης και η προστασία του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, διότι η βλάβη η οποία προκαλείται με την κύρωση της οριστικής στέρησης της ιδιοκτησίας, είναι βαρύτερη από το επιδιωκόμενο όφελος της ταχείας πραγμάτωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού (καθορισμός τμημάτων που αφαιρούνται για εισφορά γης, τμημάτων που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους κ.λ.π), δεδομένου μάλιστα ότι κατά το στάδιο αυτό δεν επηρεάζεται ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος κατά το σύστημα του Ν. 1337/1983 ολοκληρώνεται στο προηγούμενο της εκδόσεως της Πράξης Εφαρμογής στάδιο της σύνταξης και έγκρισης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου και Πολεοδομικής Μελέτης, ενώ στο στάδιο εφαρμογής περιλαμβάνονται απλώς οι ενέργειες που απαιτούνται για την πραγμάτωση του σχεδιασμού. Κατά συνέπεια η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 περ.1α του Ν. 1337/1983 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.4. Ν. 2242/1994 είναι αντίθετη προς το πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και το άρθρο 25 του Συντάγματος.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr.