Αναδρομικά από τις 18 Νοεμβρίου 2022, ισχύει ανώτατο όριο στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από την Αρχή κατά του Ξεπλύματος Χρήματος και τους οικονομικούς εισαγγελείς. Αν δεν ολοκληρωθούν μέχρι τότε οι δικαστικές – προκαταρκτικές – διαδικασίες και δεν επικυρωθεί δικαστικά η δέσμευση, τότε επέρχεται αυτοδικαίως αποδέσμευση. Κίνδυνοι και ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών.
Σκεφτείτε -υπόθεση εργασίας- να έχει επιβληθεί από την Αρχή κατά του Ξεπλύματος Μαύρου Χρήματος, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων για μια μείζονα υπόθεση πχ την υπόθεση της «Κιβωτού».
Να περάσουν 9 μήνες και να μην έχει ολοκληρωθεί η έρευνα και τότε να αρθούν αυτοδικαίως οι όροι δέσμευσης των προσωπικών λογαριασμών των «εμπλεκομένων». Σεισμός, σε δικαστικό και πολιτικό επίπεδο! Πρωτοσέλιδα και «ανάθεμα» με αιτήματα για αυστηροποίηση του πλαισίου αφού «έδωσαν συγχωροχάρτι»! Είναι όμως έτσι;
Ισονομία και ταχύτητα
Όχι και μάλιστα, η διάταξη αυτή είναι προφανώς στη σωστή κατεύθυνση αφού εξασφαλίζει ισονομία και ταχύτητα δικαστικών διαδικασιών. Ουσιαστικά η προσφάτως εκδοθείσα εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα που τροποποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2019, υπενθυμίζει την ανάγκη ισονομίας και τήρησης από τις αρχές του μέτρου της αναλογικότητας, ώστε οι υποθέσεις να διεκπεραιώνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εν ολίγοις, όπως το περιγράφει η ΑΑΔΕ στην πρόσφατη εγκύκλιό της:
-Η δέσμευση τραπεζικών θυρίδων και λογαριασμών, αλλά και κάθε είδους ακίνητων και κινητών περιουσιακών στοιχείων όσων ελέγχονται για ξέπλυμα χρήματος και μεγάλη φοροδιαφυγή μπορεί να φτάσει και τους 18 μήνες με ισχύ αναδρομικά από τις 18 Νοεμβρίου 2022.
-Η δέσμευση μπορεί να ισχύει αρχικά για χρονικό διάστημα εννέα μηνών και θα μπορεί να παρατείνεται για ακόμη εννέα μήνες με δικαστικό βούλευμα.
9+9 μήνες
Δηλαδή: Οι οικονομικοί εισαγγελείς και οι εισαγγελείς κατά της διαφθοράς, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών στοιχείων (κινητών και ακινήτων), για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μηνών.
Το διάστημα αυτό, μπορεί να παρατείνεται με βούλευμα του συμβουλίου εφετών, εάν έχει εκδοθεί απόφαση από εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ή τον αναπληρωτή του ή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εάν η διάταξη έχει εκδοθεί από επίκουρο εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος, κατ’ ανώτατο όριο για άλλους εννέα (9) μήνες, λόγω μη ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης.
Σε κάθε περίπτωση οι εισαγγελικές αρχές και οι υπηρεσίες που συνδράμουν (όπως για παράδειγμα η ΑΑΔΕ) οφείλουν να ολοκληρώσουν τον έλεγχο της υπόθεσης εντός των 18 μηνών, διαφορετικά οι λογαριασμοί, οι θυρίδες και τα ακίνητα των κατηγορούμενων, αποδεσμεύονται, ανεξάρτητα από την πορεία της υπόθεσης.
Τελικά πόση νομική ισότητα αντέχουμε;
Η διάταξη αυτή όταν θεσπίστηκε προκάλεσε τον…κακό χαμό στα ελληνικά ΜΜΕ και όχι μόνο.
Το θέμα σήκωσε τότε πολλές αντιδράσεις και προκάλεσε ακόμα και δημοσίευμα των FT, μόνο που η συγκεκριμένη νομική δικλείδα ισχύει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ και αφορά πλήρη εναρμόνιση με τα αντίστοιχα «εργαλεία» που έχει στη διάθεσή του ο οικονομικός εισαγγελέας.
Εν ολίγοις θεσπίζεται από το Κράτος υποχρέωσή του να ολοκληρώνει τις διαδικασίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων, ώστε να μην παραμένουν όμηροι μιας ατέρμονης διαδικασίας οι πολίτες. Αλλωστε πόσα εκατομμυρια λέξεις έχουν γραφτεί για τις καθυστερήσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης και πόσες φορές η πολιτεία έχει υποσχεθεί πως θα πράξει όσα οφείλει; Δηλαδή να επιταχύνει τους ρυθμούς της ώστε να μην είναι όμηροι και να καταστρέφονται οι πολίτες;
Η διάταξη λέει ουσιαστικά πως η Αρχή για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μπορεί να κρατήσει σε δέσμευση περιουσιακά στοιχεία μέχρι το πολύ για 18 μήνες, η συμπλήρωση των οποίων απαιτεί την επικύρωση των δικαστικών αρχών προκειμένου να μην ακολουθήσει αποδέσμευση.
Μάλιστα νομικές πηγές επισήμαιναν πως οι 18 μήνες θα πρέπει να είναι το ανώτατο όριο, επικαλούμενες το μέτρο της προσωποκράτησης, σύμφωνα με το οποίο ο κρατούμενος δεν μπορεί να προφυλακιστεί για περισσότερο από 18 μήνες. Αντίστοιχα, κατά το νομοθέτη, στην περίπτωση της απαγόρευσης πρόσβασης στα περιουσιακά του στοιχεία, ο υπαίτιος στερείται επίσης ένα σημαντικό έννομο αγαθό και για αυτό δεν θα πρέπει να ξεπερνά τους 18 μήνες, εκτός εάν οι δικαστικές αρχές την επικυρώσουν.
Παρόμοια άλλωστε όρια ισχύουν και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., επομένως η τροποποίηση είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με τα οποία θα πρέπει να τηρείται η «αρχή της αναλογικότητας».
Εξάλλου, είναι αντιφατικό ο Πρόεδρος της Αρχής, όταν διεξάγει έρευνα, σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο και χωρίς γνώση οιουδήποτε στοιχείου της δικογραφίας, να μπορεί να δεσμεύει επ’ αόριστο τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου, ενώ ο Οικονομικός Εισαγγελέας, ο οποίος ενεργεί τη δέσμευση κατόπιν έρευνας των στοιχείων, να μπορεί να δεσμεύει τα περιουσιακά στοιχεία το πολύ για 18 μήνες (9 μήνες + 9 μήνες).
Το μέτρο της δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων συνεπάγεται σοβαρότατη επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου, διότι αυτό για όσο χρόνο διαρκεί η δέσμευση στερείται παντελώς της δυνατότητας χρήσης και διάθεσης των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων του.
Ο αντίλογος
Ο αντίλογος που δημόσια διατυπώθηκε είναι πως μπορεί το όριο των 18 μηνών να είναι επαρκές για τη διερεύνηση μίας ανθρωποκτονίας, όπου τα δεδομένα και οι ενέργειες είναι συνήθως συγκεκριμένα, όμως δεν ισχύει το ίδιο για οικονομικές έρευνες. Η εμπλοκή διαφόρων υπηρεσιών και κυρίως τραπεζικών ιδρυμάτων στην πλειοψηφία των υποθέσεων, προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις, καθώς οι απαντήσεις σε διάφορα αιτήματα συνήθως μετατρέπονται σε πολύμηνες διαδικασίες.
Η απάντηση σε αυτό είναι πως ενώ με τη προγενέστερη νομοθεσία δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη ρύθμιση, πλέον εφόσον παρέλθει το 18μηνο, τότε είναι ζήτημα του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου -κατά περίπτωση- η επικύρωσή της ή μη, η οποία θα πρέπει να ληφθεί εντός τριών μηνών.