Οι ρωσικές επιθέσεις που στοχεύουν πολιτικές υποδομές στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων ενεργειακών εγκαταστάσεων, έχουν χαρακτηριστεί ως πιθανά εγκλήματα πολέμου από το γραφείο του Ανώτατου Επιτρόπου του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καθώς και από τη Διεθνή Αμνηστία.
Την Παρασκευή, η Ρωσία εκτόξευσε δεκάδες πυραύλους σε όλη την Ουκρανία με αποτέλεσμα να διακοπεί η ηλεκτροδότηση στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της. Επλήγησαν επίσης σημαντικές υποδομές στον νότο και σημειώθηκαν εκρήξεις στο Κίεβο, σύμφωνα με Ουκρανούς αξιωματούχους.
Επιπλέον, οκτώ άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 23 τραυματίστηκαν από ουκρανικούς βομβαρδισμούς στην υπό ρωσικό έλεγχο περιοχή του Λουγκάνσκ, όπως ανακοίνωσε η φιλορωσική διοίκηση της περιοχής.
Το πρακτορείο Reuters δεν μπόρεσε να επαληθεύσει άμεσα τις εν λόγω αναφορές από το πεδίο της μάχης.
Τι αναφέρει το διεθνές δίκαιο;
Οι συνθήκες της Γευνεύης και πρόσθετα πρωτόκολλα από διεθνή δικαστήρια, αναφέρουν ότι τα μέρη που εμπλέκονται σε μια στρατιωτική σύγκρουση θα πρέπει να κάνουν έναν διαχωρισμό μεταξύ στρατιωτικών στόχων και αμάχων, καθώς οι επιθέσεις εναντίον πολιτών απαγορεύονται.
Αυτή η απαγόρευση συμπεριλαμβάνεται επίσης στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο νωρίτερα φέτος ξεκίνησε έρευνα για πιθανά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία.
Ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι πάντα σαφής καθώς κάποιες υποδομές είναι πιθανό να χρησιμοποιούνται ή να ανήκουν σε αμάχους αλλά και να αποτελούν ταυτόχρονα και στρατιωτικό στόχο.
Ως στρατιωτικοί στόχοι ορίζονται εκείνοι που «η φύση, η τοποθεσία, ο σκοπός και η χρήση τους συνεισφέρουν αποτελεσματικά σε στρατιωτικές ενέργειες» και των οποίων η καταστροφή ή κατάληψη «προσφέρει ένα ξεκάθαρο στρατιωτικό πλεονέκτημα».
Τι είδους στόχο αποτελούν οι ενεργειακές υποδομές;
Οι υποδομές Ενέργειας θεωρούνται εδώ και καιρό ως νόμιμος στρατιωτικός στόχος όταν υποστηρίζουν τον στρατό του αντιπάλου, ακόμα και αν στηρίζουν ταυτόχρονα και αμάχους, αναφέρει ο ειδικός σε ζητήματα στρατιωτικού νόμου, Μάικλ Σμιτ.
Ωστόσο, οι ρωσικές επιθέσεις εναντίον ενεργειακών υποδομών έχουν ενταθεί και δεν θεωρείται πιθανό οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας να «βλέπουν» κάποιο στρατιωτικό πλεονέκτημα πίσω από κάθε μία εξ αυτών.
«Με απλά λόγια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι ρωσικές δυνάμεις χτυπούν πολλούς στόχους που δεν μπορούν να θεωρηθούν στρατιωτικοί», υποστηρίζει ο Σμιτ.
Η Ρωσία ισχυρίζεται ότι επιτίθεται μόνο σε στρατιωτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών υποδομών.
Ποια η ισορροπία μεταξύ των αναγκών του στρατού και των αμάχων;
Ακόμα και αν κάποιοι από τους στόχους μπορούν να θεωρηθούν στρατιωτικοί, υπάρχουν και άλλα πράγματα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν, αναφέρει η Καταρίν Φόρτιν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.
Ο στρατός θα πρέπει να εξετάσει εάν οι καταστροφές και οι απώλειες για τους αμάχους θα είναι υπερβολικά μεγάλες συγκριτικά με την περίπτωση μιας πιο στοχευμένης στρατιωτικής επίθεσης, εξηγεί η ίδια.
«Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολλές οι απώλειες ζωών και οι τραυματισμοί αμάχων που πρόκειται να υπάρξουν, λόγω των διακοπών ρεύματος που καθιστούν αδύνατον για τους χειρουργούς να κάνουν τη δουλειά τους, επηρεάζοντας την πρόσβαση των πολιτών στην ιατρική περίθαλψη και δημιουργώντας συνθήκες, στις οποίες οι πιο ευάλωτοι πεθαίνουν από το κρύο ή την πείνα», δήλωσε στο Reuters.
Τι αναφέρουν οι εισαγγελείς εγκλημάτων πολέμου;
Ο Νάιτζελ Ποβόας, επικεφαλής μιας ομάδας διεθνών εμπειρογνωμόνων που βοηθούν στις έρευνες για εγκλήματα πολέμου στο Κίεβο, δήλωσε στο Reuters ότι οι ρωσικές επιθέσεις τους τελευταίους δύο μήνες «έχουν επικεντρωθεί στην καταστροφή των υποδομών που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των πολιτών, όπως η θέρμανση, το νερό, το ρεύμα καθώς και ιατρικές εγκαταστάσεις».
Τόσο ο Σμιτ όσο και ο Ποβόας λένε ότι η κλίμακα και η ένταση των επιθέσεων μπορούν επιπλέον να θεωρηθούν ως «πράξεις ή απειλές βίας» με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός αισθήματος φόβου μεταξύ των αμάχων.
Αυτό απαγορεύεται σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και επιβεβαιώθηκε ως έγκλημα πολέμου από αποφάσεις του δικαστηρίου του ΟΗΕ για την πρώην Γιουγκοσλαβία αναφορικά με την πολιορκία του Σεράγεβο.