Δρ.Δημήτριος Μελάς
1. Εισαγωγή
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5368/1932 , όπως αυτός αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν.Δ. 751/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α` Ν.Δ. 118/1973 , «χρηματική κατάθεσης παρά Τραπέζης εις ανοικτό λογαριασμό επ` ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compt Joint, Joint account) είναι εν τη έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρο, ότι τον εκ ταύτης λογαριασμό δύναται να κάμνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές και πάντες κατ` ιδίαν οι δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεση, περί ης η προηγούμενη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργείται και εις κοινόν λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17/713/8/1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», 411, 489, 490, 491 και 493 Α.Κ., προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ` ονόματι του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως (Τράπεζας) αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (ολικώς ή μερικώς) από ένα από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως καθ` ολοκληρίαν έναντι της Τράπεζας και ως προς τον άλλο, ήτοι τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος εκ του νόμου αποκτά απαίτηση, έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της καταθέσεως, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν έκανε ανάληψη του ποσού.
Περαιτέρω, το Υπ. Οικονομικών στο με αρ. πρωτ. 1019577/6619/ΔΕΥ-Β΄/20-2-2006 έγγραφό του αναφέρει ότι: «Στην περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστώνεται η ύπαρξη κοινού τραπεζικού λογαριασμού θα πρέπει να εξεταστεί καταρχήν, με κριτήριο τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, εάν τα πρόσωπα του κοινού λογαριασμού είχαν τέτοια οικονομική δυνατότητα και στη συνέχεια να εξεταστεί από τα παραστατικά στοιχεία κατάθεσης, ποιοι κατέθεσαν τα σχετικά ποσά, από πού προέρχονται και ποιοι προέβαιναν σε αναλήψεις, διενεργώντας περαιτέρω ανακρίσεις και ζητώντας από τον ελεγχόμενο την προσκόμιση κάθε πρόσφορου νόμιμου αποδεικτικού στοιχείου που κατά την κρίση του ελεγχόμενου απαιτείται».
Μεταγενέστερα με βάση την εγκύκλιο διαταγή ΠΟΛ. 1033/21-2-2013 , η Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων εξέδωσε νεότερη ερμηνευτική εγκύκλιο με αριθμό ΠΟΛ. 1228/15-10-2014 και με θέμα την «Παροχή πρόσθετων οδηγιών στο πλαίσιο χειρισμού των υποθέσεων φορολογουμένων που αποστέλλουν εμβάσματα στο εξωτερικό κατά τα έτη 2009-2011». Ειδικότερα με την προαναφερθείσα εγκύκλιο διαταγή αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι:
«…Σημειώνεται ότι με την παράγραφο 3 του άρθρου 48 του Ν. 2238/1994 προβλέπεται ότι φορολογείται η προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και όχι η μεταβολή της σύνθεσης ή της διατήρησης της περιουσίας που δεν σημαίνει απαραίτητα και την προσαύξησή της…
3. Κατανομή κοινών λογαριασμών στους συνδικαιούχους.
Στις περιπτώσεις αποστολών εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς πρέπει να γίνεται καταρχήν ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος…
Επί αμφισβήτησης του ισχυρισμού του ελεγχόμενου από τη φορολογική αρχή η ίδια οφείλει να αιτιολογήσει την αναλογία που αυτή επικαλείται εάν αυτή είναι διαφορετική του ισομερούς επιμερισμού. Η αιτιολόγηση αυτή πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη (σχετική διαταγή άρθ. 28 και 64 Ν. 4174/2013 )…».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη με αριθμό Αριθμ. Δ.ΕΣ.ΥΠ. 158709 ΕΞ 2016 ΕΜΠ ΦΕΚ Β΄ 4034/16-12-2016 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., ορίζεται ότι:
«Η προσαύξηση περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών, πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις/καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές – κινήσεις, που δεν συνιστούν κατ΄ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών, μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών, εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών, αφού προσκομίσει ο ελεγχόμενος τα σχετικά έγγραφα. Το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον ελεγχόμενο, από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή άλλων δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη, ή μη διαρκή, ή μη σταθερή πηγή, ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ιδιαίτερη μνεία, κατά την επεξεργασία, γίνεται για τις καταθέσεις σε μετρητά ή επιταγές, που πραγματοποιούνται από τον ίδιο ή τρίτους, σε λογαριασμούς του και δεν αφορούν αναλήψεις/μεταφορές από λογαριασμούς του ιδίου ή εκποίηση χρηματοοικονομικών προϊόντων του. Για την εφαρμογή της ανωτέρω μεθοδολογίας προσδιορισμού της περιουσιακής θέσης ορίζονται οι παρακάτω έννοιες: Καταθέσεις σε ή/ Αναλήψεις από, προσωπικούς και επαγγελματικούς λογαριασμούς σε ή/ από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Καταθέσεις σε/Αναλήψεις από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή το Εξωτερικό), του ελεγχόμενου, της συζύγου και των προστατευόμενων μελών αυτών (λογαριασμοί ατομικοί ή κοινοί, προθεσμιακοί ή αόριστης διάρκειας, έντοκοι ή άτοκοι). Περιπτώσεις κοινών λογαριασμών θεωρούνται ότι ανήκουν στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται κατά ίσα μέρη σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων). Περιπτώσεις διακράτησης ποσών σε μη εμφανείς τοποθετήσεις στην αρχή της ελεγχόμενης περιόδου ή στο τέλος ορισμένων εκ των ελεγχόμενων χρήσεων θα γίνονται δεκτές, είτε εάν αυτό αποδειχθεί είτε εάν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για αυτό και επιβεβαιώνεται». Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1050/2014, περιπτώσεις κοινών λογαριασμών καταλογίζονται στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται ισόποσα σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων).
2. Η με αριθμό Σ.τ.Ε. 1577/2020 Απόφαση
Στοιχεία έμμεσης απόδειξης ύπαρξης μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος (ήτοι απόδειξης όχι μόνο της ύπαρξης μη δηλωθέντος εισοδήματος, αλλά και της συγκεκριμένης πηγής του, δηλαδή της προέλευσής του από το ελευθέριο επάγγελμα του φορολογούμενου) μπορούν να θεωρηθούν ότι συντρέχουν σε περίπτωση στην οποία τραπεζικός λογαριασμός του φορολογούμενου ελεύθερου επαγγελματία περιλαμβάνει μεγάλο ποσό το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν (υποχρεωτικής) κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών εξηγήσεων (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περιπτ. α του Κ.Φ.Ε. και, ήδη, του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 4174/2013 ) ή στο πλαίσιο διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, επιδεικνύοντας την οφειλόμενη, σε χρηστή Διοίκηση, επιμέλεια και λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης, που προβλέπονται στο νόμο, καθόσον τα παραπάνω στοιχεία, συνεκτιμώμενα με τις λοιπές περιστάσεις της υπόθεσης, δύνανται να δικαιολογήσουν, ενόψει και των διδαγμάτων της λογικής και της κοινής πείρας, την εκτίμηση ότι το επίμαχο ποσό αντιστοιχεί σε αμοιβή από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του δικαιούχου του λογαριασμού (πρβλ., ιδίως, Σ.τ.Ε. 173/2018 επταμ. – πρβλ. ακόμα Σ.τ.Ε. 884/2016 επταμ., 172/2018 επταμ.).
Το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή όλοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεύθερος επαγγελματίας είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας (στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων), σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 4), μπορεί να θεωρηθεί, κατ΄ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι χρεώσεις του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπως η μεταφορά χρηματικού ποσού από το λογαριασμό αυτό σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεύθερου επαγγελματία ή σε τραπεζικό λογαριασμό προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρείας στην οποία αυτός είναι εταίρος ή μέτοχος ή σε λογαριασμό τρίτου προσώπου με το οποίο ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει επαγγελματική/οικονομική συνεργασία ή οικονομική συναλλαγή, ή η αφαίρεση από τον κοινό λογαριασμό χρημάτων για την κάλυψη αγορών που έγιναν μέσω της χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας του ελεύθερου επαγγελματία ή άλλης δαπάνης για την κτήση εκ μέρους του εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων) ότι συνιστά καρπό της επαγγελματικής δραστηριότητας του ελεύθερου επαγγελματία – συνδικαιούχου του λογαριασμού.
Περαιτέρω, σημαντικά σημεία ως προς τον επιμερισμό των κοινών τραπεζικών λογαριασμών, σύμφωνα με την Απόφαση Σ.τ.Ε. 1577/2020, προσδιορίζονται τα εξής: Η ύπαρξη φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει,
κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις, άλλως «τεκμήρια» (βλ. Σ.τ.Ε. 886/2016 επταμ., 173/2018 επταμ. – πρβλ. Σ.τ.Ε. 884/2016 επταμ., Σ.τ.Ε. 2934/2017 – Σ.τ.Ε. 2935/2017 επταμ., Σ.τ.Ε. 172/2018 επταμ.), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης (βλ. Σ.τ.Ε. 884/2016 επταμ., Σ.τ.Ε. 2934/2017 – Σ.τ.Ε. 2935/2017 επταμ., Σ.τ.Ε. 172/2018 – Σ.τ.Ε. 173/2018 επταμ.).
Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων (βλ. Σ.τ.Ε. 884/2016 επταμ., Σ.τ.Ε. 2934/2017 – Σ.τ.Ε. 2935/2017 επταμ., Σ.τ.Ε. 172/2018 – Σ.τ.Ε. 173/2018 επταμ.)…
Τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη ισχύουν όχι μόνο προκειμένου περί ατομικού τραπεζικού λογαριασμού του ελεύθερου επαγγελματία, αλλά και σε περίπτωση που αυτός είναι δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμό από κοινού με ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα. Πράγματι, και σε τέτοια περίπτωση, το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή όλοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεύθερος επαγγελματίας είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας (στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων)…
Εάν δεν προκύπτει (αφενός, με βάση τους ισχυρισμούς του ελεγχόμενου και των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού, σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτοί επικαλούνται, και, αφετέρου, βάσει των μέτρων ελέγχου και διερεύνησης της υπόθεσης που λαμβάνει η φορολογική αρχή, επιδεικνύοντας τη δέουσα, ενόψει των συνθηκών, επιμέλεια, προκειμένου να διαπιστώσει ποιος είναι ο αληθής δικαιούχος των επίμαχων ποσών, ενόψει και της πηγής ή αιτίας πίστωσής τους στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό) κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων ή/και το μερίδιο που δικαιούται ο καθένας τους, βάσει της μεταξύ τους σχέσης, εφαρμόζεται το τεκμήριο που θέτει το άρθρου 493 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη στο ενεργητικό του (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2260/2008, ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1691/2014, ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 380/2006 κ.ά.)…
3. Η με αριθμό Σ.τ.Ε. 1893/2018 Απόφαση
«Σε τέτοια περίπτωση, το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή όλοι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεγχόμενος συνδικαιούχος του λογαριασμού είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας (στα οποία περιλαμβάνεται και η κλήση των λοιπών συνδικαιούχων του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων), μπορεί να θεωρηθεί, κατ΄ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης ότι συνιστά εισόδημα του συγκεκριμένου συνδικαιούχου του λογαριασμού.
4. Η Απόφαση ΔΕΔ Α347/4-2-2022
Σύμφωνα με την ανωτέρω Απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών Αθηνών, αναφέρονται σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα του επιμερισμού των καταθέσεων επί συνδικαιούχων κοινών τραπεζικών λογαριασμών, τα εξής:
«Στη συνέχεια, ο συνδικαιούχος σύζυγος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκαν οριστικές πράξεις στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου που διενεργήθηκε για τον ίδιο και αφορούσε τις χρήσεις 2013 και 2014 άσκησε την από 14/01/2020 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Υπηρεσίας μας, στην οποία επικαλέστηκε ότι δύο (2) πιστώσεις στο με αριθμ. ……………………………………………………………….. κοινό λογαριασμό της …………………., ποσού 20.000,00 ευρώ και 80.436,49 ευρώ, πρέπει να επιμεριστούν στους συνδικαιούχους του λογαριασμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε δεκτός από την Υπηρεσία μας, η οποία έκρινε με τη με αριθμ. …………./2020 απόφαση ότι οι παραπάνω καταθέσεις στον ως άνω κοινό λογαριασμό πρέπει να επιμερισθούν ισομερώς στους συνδικαιούχους, όπως ορίζεται από το άρθρο 493 του Α.Κ. αλλά και λοιπές αποφάσεις (παρ. 2,4 του άρθρου 2 της ΠΟΛ. 1050/17-02-2014, παρ. 3 της ΠΟΛ. 1228/15-10-2014, Σ.τ.Ε. 2260/2008 κ.λπ), καθώς η ελεγκτική αρχή δεν κατάφερε να αποδείξει επαρκώς ότι οι δύο προαναφερθείσες πιστώσεις στον εν λόγω λογαριασμό της τράπεζας …………………… αφορούσαν αποκλειστικά το ……………….. ………………….».
5. Συμπεράσματα – Απόψεις
Η απλή και μόνο ανάγνωση των ανωτέρω σε σχέση με τον επιμερισμό των κοινών τραπεζικών λογαριασμών μεταξύ των συνδικαιούχων σε περιπτώσεις ελέγχου περιουσιακής κατάστασης, καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος και την αντικειμενική αδυναμία της ελεγκτικής αρχής σχετικά με τον ακριβή προσδιορισμό του πραγματικού ή κυρίων δικαιούχου του λογαριασμού, της συμμετοχής ή μη των άλλων συνδικαιούχων και το ποσοστό της συμμετοχής αυτών.
Ο νομοθέτης, σοφώς αντιλαμβανόμενος το σχεδόν αδύνατο της απόδειξης χωρίς τη χρήση μεθόδων ceteris paribus και εν προκειμένω κάνοντας η ελεγκτική αρχή συλλογισμούς και καταλήγοντας σε συμπεράσματα τα οποία ουσιαστικά δεν είχαν καμία πραγματική βάση, θεώρησε ότι ο ισόποσος επιμερισμός είναι ο χρυσός κανόνας επί παρομοίων περιπτώσεων.
Από τις ανωτέρω διαμειφθείσες περιπτώσεις, διακρίνουμε την «αξιοποίηση» από τις ελεγκτικές αρχές της δυνατότητας που δίνει ο νομοθέτης για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος, μόνο που αυτός βασίζεται σε μία αλληλουχία σκέψεων και θεωρήσεων οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αντανακλούν σε αποδείξεις και φυσικά σε χρηματικές ροές. Για παράδειγμα, ακόμα και η δογματική θέση πως η συμμετοχή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό ανηλίκων τέκνων, δεν μπορεί να αφορά εισοδήματα αυτών δεδομένου ότι δεν υφίστανται εμφανή εισοδήματα, δεν μπορεί να οδηγήσει σε απευθείας και άνευ ελέγχου καταλογισμό του ποσού που θεωρείται ως προσαύξηση περιουσίας στον κατά τον έλεγχο κύριο δικαιούχο του κοινού τραπεζικού λογαριασμού (πρώτο όνομα), δεδομένου ότι τα συγκεκριμένα ποσά μπορεί να αποτέλεσαν χρηματικές δωρεές των παππούδων των τέκνων χρόνια πριν αυτό του ελέγχου. Συνεπώς, η δογματική εξαίρεση των τέκνων ως πραγματικών συμμετεχόντων στη διαμόρφωση του υπολοίπου του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, είναι παντελώς έωλη, αν δεν ελεγχθεί το σύνολο των κινήσεων του λογαριασμού από τη σύστασή του έως τη δήλη ημέρα έναρξης του ελέγχου.
Τα ανωτέρω είναι κατανοητό ότι λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν οι συνδικαιούχοι των κοινών τραπεζικών λογαριασμών είναι ενήλικες, η δε ελεγκτική αρχή τους αποκλείει ως ουσιαστικά συμβάλλοντες στη διαμόρφωση των ποσών του λογαριασμού, λόγω μη εμφανούς ύπαρξης εισοδημάτων. Η παραπάνω δογματική αντιμετώπιση εφαρμόζεται κυρίως επί συζύγων οικοκυρών, με την αναχρονιστική προσέγγιση, πως είναι εξ αντικειμένου εισοδηματικά εξαρτώμενες από τους συζύγους, συνεπώς δεν συμμετέχουν ενεργητικά στους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Η όλη αντιμετώπιση καταλήγει στη μη κλήση της συγκεκριμένης οικοκυράς συζύγου προς παροχή εξηγήσεων, του καταλογισμού όλου του ποσού της προσαύξησης περιουσίας στον σύζυγο και φυσικά, στην απόρριψη των συγκεκριμένων πράξεων προσδιορισμού φόρου εισοδήματος από τη Δικαστική Αρχή, ειδικά αν προσκομίζονται στοιχεία πως η οικοκυρά σύζυγος συμμετείχε με παθητικά εισοδήματα (π.χ. τόκους καταθέσεων προσωπικών τραπεζικών λογαριασμών που μετέφερε στον κοινό, άτυπες γονικές παροχές χρημάτων παλαιότερων ετών κ.λπ.), στον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό, σε ανύποπτο χρόνο.
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει εμφανώς σύγκρουση μεταξύ του χρόνου ελέγχου που μπορεί να διαθέσει η ελεγκτική αρχή και των απαιτούμενων ελεγκτικών εργασιών ειδικά επί τραπεζικών λογαριασμών, όπου ουσιαστικά θα πρέπει να ελεγχθούν όλες οι κινήσεις από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος τραπεζικός λογαριασμός ενεργοποιήθηκε.
Περαιτέρω, η ελέγχουσα αρχή θα πρέπει να ζητήσει από την τράπεζα αναφοράς του λογαριασμού τα αποδεικτικά κινήσεων, ώστε να προσδιορίσει τον πραγματικό καταθέτη, κάτι που ουδέποτε πραγματοποιείται, δεδομένου του σχεδόν αδύνατου του συγκεκριμένου ελέγχου, βάσει των αρχείων που τηρεί η επίμαχη τράπεζα και της πιθανής καταστροφής αυτού (βάσει απόφασης ή φυσικής καταστροφής λόγω του έγχαρτου του αρχείου), σε βάθος χρόνου. Συνεπώς, άποψή μας είναι πως τελικά ο νομοθέτης αποδεικνύεται ιδιαίτερα σοφός, ουσιαστικά σε καμία των περιπτώσεων ο έλεγχος δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος περί της συμμετοχής ή όχι και του συγκεκριμένου ποσοστού συμμετοχής των συνδικαιούχων σε έναν τραπεζικό λογαριασμό, άρα ο επιμερισμός σύμφωνα με τα συμμετέχοντα πρόσωπα, είναι και νομικά δίκαιος, αλλά και εμφανίζει μικρότερα ποσοστά στο να θίξει τον ελεγχόμενο, βασιζόμενος σε παραδοχές οι οποίες σε κάποιες φορές αγγίζουν καλπάζουσα φαντασία και όχι επιστημονική απόδειξη.
Το άρθρο του κ.Δημητρίου Μελά δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2022 του περιοδικού Epsilon7.