Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την λύση την γάμου καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκήσει αγωγή διαζυγίου, ο δε εναγόμενος με αυτή σύζυγος επικαλούμενος άλλα διαφορετικά της αγωγής, περιστατικά που θεμελιώνουν λόγο διαζυγίου μπορεί να ασκήσει ανταγωγή ή αυτοτελή αγωγή για λύση του ίδιου γάμου. Δεν υπάρχει δε δικονομικό πρόβλημα από την παραδοχή της μίας ή της άλλης διότι ο γάμος λύεται με δικαστική απόφαση ταυτόχρονα και για ένα λόγο αφού τα επικαλούμενα περιστατικά συνθέτουν όλα το λόγο του κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Το δικαίωμα του αναίτιου συζύγου για την χρηματική ικανοποίησή του για ηθική βλάβη ρυθμίζεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 299 Α.Κ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 57, 59, και 932 Α.Κ. ώστε τα πραγματικά περιστατικά αυτοτελώς κρινόμενα ανεξάρτητα από την συζυγική σχέση να επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία (ΑΠ 686/2004). Οι άνω αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης όταν δικάζονται κατά την διαδικασία των γαμικών διαφορών χάνουν την αυτοτέλεια τους και δικάζονται κατά την διαδικασία αυτή, όπου η κατάθεση των προτάσεων έδει να λάβει χώρα επί της έδρας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αριθμός 6237/2013
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δέσποινα Κακοκεφάλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευαγγελία Μαρμαρά, Πρωτοδίκη, Ελλάδα Φραγκουδάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Ευσταθία Λουκαδούνου.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος – αντεναγομένου – αντενάγοντος: …, κατοίκου Ραφήνας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δημητρίου Φασουλή.
Της εναγομένης – αντενάγουσας – αντεναγομένης: …, κατοίκου Νέας Ερυθραίας, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Χρυσάνθης Σαψάλη.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-3-2012 αγωγή, που κατατέθηκε με αριθμό 59685/2454/2012, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η εναγομένη ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-6-2013 ανταγωγή, που κατατέθηκε με αριθμό 78978/2249/2013, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην αγωγή και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, καθώς και η ασκηθείσα με αυτές ανταγωγή. Η πληρεξούσια δικηγόρος της εναγομένης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1439 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 16 του νόμου 1329/1983 προϋποθέσεις για λύση του γάμου, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκήσει αγωγή διαζυγίου, ο δε εναγόμενος με αυτή σύζυγος, επικαλούμενος άλλα, διαφορετικά της αγωγής, περιστατικά, που θεμελιώνουν λόγο διαζυγίου, μπορεί να ασκήσει ανταγωγή ή αυτοτελή αγωγή για λύση του ίδιου γάμου. Στην περίπτωση αυτή το αντικείμενο της μιας αγωγής δεν καλύπτει το αντικείμενο της άλλης (αγωγής), μολονότι και οι δύο έχουν το ίδιο αίτημα, δηλαδή τη λύση του γάμου τους, με βάση, όμως, διαφορετικά περιστατικά, Δεν υπάρχει δε δικονομικό πρόβλημα από την παραδοχή της μιας για την παραδοχή της άλλης, διότι ο γάμος λύεται με δικαστική απόφαση ταυτόχρονα και για ένα λόγο, αφού τα επικαλούμενα περιστατικά συνθέτουν όλα το λόγο του κλονισμού της έγγαμης σχέσης. ʼλλωστε, η διάπλαση, η οποία επέρχεται με την απόφαση διαζυγίου, δεν έχει επέλθει όταν το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του, διότι δεν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση, που απαιτείται για τη δικαιοπλαστική ενέργεια της απόφασης διαζυγίου (άρθρο 613 ΚΠολΔ) για τη μία αγωγή, ώστε να είναι αδύνατη νομικώς η λύση γάμου, που δεν υπάρχει. Έτσι, η παραδοχή της μίας και η βάσει αυτής λύση του γάμου δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο την εξέταση της άλλης (ΑΠ 1334/2006 ΝΟΜΟΣ). Η ανταγωγή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, (βλ. ΟλΑΠ 960/1985 ΝοΒ 1985.1404, ΑΠ 618/1992 ΕλλΔνη 1993.1283, ΕΈΝ 1993.493, ΕφΑΘ 1139/1995 ΕλλΔνη 1998.150, ΕφΠειρ 993/1994 ΑρχΝ 1995.136). Επειδή, με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως που μπορούσε να επιδικασθεί από το δικαστήριο με την περί διαζυγίου απόφαση στον αναίτιο σύζυγο για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του από γεγονός που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες για τη θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος πρέπει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από τη συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία (ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 2006. 775) Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, με τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. I (ήτοι τις γαμικές διαφορές μεταξύ των οποίων και το διαζύγιο) και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 598 έως 612 μπορούν να ενωθούν ή να συνεκδικαστούν διαφορές που αφορούν παροχή διατροφής του ενός συζύγου προς τον άλλον ή σε περίπτωση διαζυγίου απαίτηση του αναίτιου συζύγου για ηθική βλάβη. Επομένως με τις γαμικές διαφορές της παρ. 1 και κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία επιτρέπεται να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής (κατ’ απόκλιση από το άρθρο 218 παρ. 1 δ’ ΚΠολΔ) διαφορές με αντικείμενο την αξίωση «χρηματικής ικανοποίησης» λόγω ηθικής βλάβης του θιγέντος συζύγου. Η δυνατότητα κατ’ απόκλιση προς τον κανόνα του άρθρου 246 ΚΠολΔ που προϋποθέτει ταυτότητα διαδικασίας για ένωση και συνεκδίκαση της σχετικής αξίωσης με τις γαμικές διαφορές θεωρήθηκε σκόπιμη εξαιτίας της ουσιαστικής συνάφειας της εν λόγω αξίωσης «χρηματικής ικανοποίησης» με τις γαμικές διαφορές αλλά και της φοσφορότητας της προκείμενης διαδικασίας για την εκδίκαση και των υποθέσεων αυτών, διότι συνήθως η μία αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης και με την επιλογή αυτή επιτυγχάνεται οικονομία χρόνου και δαπάνης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια οι προεκτεθείσες διαφορές της παρ. 2 ενωμένες και συνεκδικαζόμενες με τις γαμικές της παρ. 1 αποβάλλουν τη δικονομική τους αυτοτέλεια και υπάγονται κατά βάση στις ρυθμίσεις των άρθρων 598 – 612 (βλ. ΠΠρΧαλ 416/2002 ΧΡΙΔ 2003.34, ΑρχΝ 2003.393, ΝοΒ 2003.703, ΑΡΜ 2003.654, Νίκα σε ΕλλΔνη 31.733 -735, Ποδηματά στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα υπ’ άρθρ. 592 αρ. 16 σ. 1104).
Με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ο ενάγων ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγομένη, για το λόγο ότι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, από την οποία τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους και να καταδικαστεί η τελευταία στα δικαστικά του έξοδα.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 και 22 ΚΠολΔ), δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών των άρθρων 592 επ. ΚΠολΔ, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 3 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αγωγή ασκείται καταχρηστικά κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διατεινόμενη ότι ουδόλως έχει συμπληρωθεί διετής χρόνος διάστασης των διαδίκων. Πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση της αγωγής.
Η εναγομένη με την από 3-6-2013 ανταγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ζητεί τη λύση του γάμου της με τον αντεναγόμενο, για το λόγο ότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για αυτήν και να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Επίσης ζητεί, όπως το σχετικό αίτημα παραδεκτά (άρθρο 223 ΚΠολΔ) περιορίστηκε, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αντενάγουσας στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις της να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να της καταβάλλει το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία της εκτιθέμενης στην ανταγωγή παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανταγωγής, όσον αφορά τη διάταξη της περί επιδίκασης αποζημίωσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να διαταχθεί κατά του αντεναγομένου προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί ο τελευταίος στα δικαστικά της έξοδα. 2 Α. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ανταγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας απόφασης, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι στη δίκη αγωγής διαζυγίου επιτρέπεται η άσκηση ανταγωγής διαζυγίου, η οποία μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, απορριπτόμενης της περί του αντιθέτου ένστασης του αντεναγομένου ως αβάσιμης. Περαιτέρω η ανταγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη ως προς το αίτημα της περί λύσης του γάμου των διαδίκων στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 και 2 ΑΚ και ως προς το αίτημα της περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας στις διατάξεις των άρθρων 914, 932, 346 ΑΚ και 907, 908 ΚΠολΔ. Ωστόσο το αίτημα να διαταχθεί κατά του αντεναγομένου προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί είναι μη νόμιμο, καθόσον το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας είναι δεκτικό άμεσης εκτέλεσης, ενώ το άρθρο 947 ΚΠολΔ προβλέπει την απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής μόνο στα πλαίσια της έμμεσης εκτέλεσης, η οποία λαμβάνει χώρα όταν το Δικαστήριο επιτάσσει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, κάτι που δεν συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση. Πρέπει επομένως η ανταγωγή, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω αγωγή (άρθρα 31 παρ. 3, 246, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της, όσον αφορά το καταψηφιστικό της αίτημα, καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθ. 219953, 151861, 151862 Σειράς Α’ αγωγόσημα μετά των επικολληθέντων ενσήμων του ΕΤΑΑ-ΤΥ-ΠΔΑ και το υπ’ αριθ. 711371 παράβολο του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ).
0 αντεναγόμενος με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο η οποία περιέχεται στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η έρευνα της ανωτέρω ανταγωγής καθίσταται αλυσιτελής, εφόσον έχει προηγηθεί η άσκηση της ως άνω δικής του αγωγής, με την οποία ζητείται η λύση του γάμου των διαδίκων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, διότι εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1439 ΑΚ, προϋποθέσεις για λύση του γάμου, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ασκήσει αγωγή διαζυγίου, ο δε εναγόμενος με αυτήν σύζυγος, επικαλούμενος άλλα, διαφορετικά της αγωγής, περιστατικά, που θεμελιώνουν λόγο διαζυγίου, μπορεί να ασκήσει ανταγωγή ή αυτοτελή αγωγή για λύση του ίδιου γάμου.
Ο ενάγων – αντεναγόμενος με τις έγγραφες προτάσεις του άσκησε αλ’ταγωγή, με την οποία ζητεί τη λύση του γάμου του με την αντεναγομένη, για το λόγο ότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο της, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για αυτόν και να καταδικαστεί η αντεναγομένη στα δικαστικά του έξοδα.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας απόφασης, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε στη δίκη αγωγής διαζυγίου επιτρέπεται η άσκηση ανταγωγής διαζυγίου, η οποία μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την. τελευταία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να απαιτείται προκατάθεση προτάσεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αντεναγομένη. Σημειωτέον ότι η εναγομένη – αντενάγουσα – αντεναγομένη ισχυρίζεται ότι οι προτάσεις του ενάγοντος κατετέθησαν εκπροθέσμως, καθόσον στην από 3-6-2013 ανταγωγή της σωρεύει και αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης. Πλην όμως και σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας οι εν λόγω αξιώσεις αποβάλλουν την αυτοτέλεια τους και δικάζονται κατά τη διαδικασία των γαμικών διαφορών, όπου η κατάθεση των προτάσεων έδει να λάβει χώρα επί της έδρας. Περαιτέρω η ανταγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ και πρέπει, συνεκδικαζόμενη με τις ως άνω αγωγή και ανταγωγή (άρθρα 31 παρ. 3, 246, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ’ αριθ. 6946/2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία ελήφθη επιμέλεια του ενάγοντος – αντεναγομένου – αντενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης – αντενάγουσας -αντεναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. 15105/22-8-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), η οποία παραστάθηκε 14 – κατά τη λήψη της δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, την υπ’ αριθ. 6839/2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία ελήφθη επιμέλεια της εναγομένης – αντενάγουσας – αντεναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος – αντεναγομένου – αντενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. 6335/2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), ο οποίος παραστάθηκε κατά τη λήψη της δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του και όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν γάμο στο Αμαρούσιο Αττικής, στις 13-5-1989 (βλ. ακριβές αντίγραφο της υπ’ αριθ. 74/32/1989 ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ληξιαρχείου Αμαρουσίου). Από το γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο, γεννηθέν το έτος 2003. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθόσον ο ενάγων – αντεναγόμενος – αντενάγων σύναψε εξωσυζυγική σχέση, την οποία εξακολουθεί να διατηρεί. Για το λόγο δε αυτό μίσθωσε κατοικία (οροφοδιαμέρισμα) στη Ραφήνα, αποτελούμενη από τρία υπνοδωμάτια, λουτρό, WC, λίβινγκ ρούμ, κουζίνα, βοηθητικούς χώρους και δύο θέσεις πάρκινγκ, στην οποία εγκαταστάθηκε τον Ιούλιο του 2011. Έκτοτε έπαψε να διανυκτερεύει στη συζυγική οικία των διαδίκων στη Νέα Ερυθραία, την οποία ωστόσο συνέχισε να επισκέπτεται προκειμένου να επικοινωνεί με τον υιό του. Ο τελευταίος ανέφερε στην εναγομένη – αντενάγουσα – αντεναγομένη μητέρα του ότι ο πατέρας του και σύζυγος της όταν τον πήγαινε στην κατοικία του στη Ραφήνα, εμφανιζόταν με άλλη γυναίκα και την κόρη της, τις οποίες του παρουσίαζε ως φίλες του. Κατόπιν τούτου η εναγομένη — αντενάγουσα – αντεναγομένη περί τον Φεβρουάριο του 2012 άλλαξε την κλειδαριά της συζυγικής οικίας. Ουδόλως δε απεδείχθη αντισυζυγική συμπεριφορά της εναγομένης – αντενάγουσας – αντεναγομένης. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος – αντεναγομένου – αντενάγοντος, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για την εναγομένη – αντενάγουσα – αντεναγομένη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι διάδικοι από το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους (1η Ιουλίου του 2011) μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής του ενάγοντος, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς, χωρίς πρόθεση επανασυμβίωσης και ως εκ τούτου τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός του γάμου τους. Όσον αφορά το αίτημα της εναγομένης – αντενάγουσας – αντεναγομένης περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας, ουδόλως απεδείχθη, ότι ο ενάγων – αντεναγόμενος – αντενάγων σύζυγος της την εξύβρισε και χειροδίκησε εναντίον της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και η από 3-6-2013 ανταγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσης τους ως συζύγων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή, την από 3-6-2013 ανταγωγή και την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο επί της από 3-6-2013 ανταγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά εν μέρει την από 3-6-2013 ανταγωγή.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου που τελέσθηκε στο Αμαρούσιο Αττικής, στις 13-5-1989.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25-11-2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11-12-2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ