Συνταγματική η ρύθμιση του άρθρ. 6 παρ. 1 του ν. 3454/2006 με την οποία προβλέπεται ότι τα τέκνα που σπουδάζουν προσμετρώνται στα τέκνα που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της πολυτεκνικής ιδιότητας στον γονέα τους υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους.
ΣτΕ Α΄ 2547/2022
Πρόεδρος: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας
Εισηγητής: Χαρ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος ΣτΕ
1. Με την παρ. 2 του άρθρ. 21 του Συντ. απευθύνεται έντονη υπόδειξη στον κοινό νομοθέτη να λάβει κατάλληλα μέτρα φροντίδας υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών, χωρίς να επιβάλλεται να λάβει συγκεκριμένα μέτρα. Καταλείπεται, αντιθέτως, στον νομοθέτη η ευχέρεια να θεσπίζει, να επεκτείνει ή να περιορίζει τα κατά την κρίση του ληπτέα ευεργετικά μέτρα ειδικής φροντίδας των πολύτεκνων οικογενειών και των μελών τους, αφού σταθμίσει τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιλογή των μέτρων αυτών, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τον προσδιορισμό του είδους και της έκτασης της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα ειδικής φροντίδας για τους πολυτέκνους και τα μέλη των οικογενειών τους. Η σχετική εκτίμηση του νομοθέτη υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, οι δε εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες υλοποιείται η ειδική φροντίδα για τους πολύτεκνους, στο πλαίσιο άσκησης της δημογραφικής πολιτικής του Κράτους, ελέγχονται ως προς την τήρηση άλλων συνταγματικών διατάξεων και αρχών, όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ. και η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Συντ.
2. Με τις διατάξεις του άρθρ. πρώτου του ν. 1910/1944, όπως αυτές είχαν θεσπιστεί αρχικώς, καθώς και με τις διατάξεις του άρθρ. 1 του ν. 860/1979 που ακολούθησαν και ήδη με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 6 του ν. 3454/2006, η ιδιότητα του πολύτεκνου γονέα δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τον αριθμό των παιδιών του (αρχικώς πέντε τουλάχιστον και ακολούθως τέσσερα) αλλά λαμβάνεται υπόψη και το στοιχείο της συνύπαρξης των παιδιών αυτών στον οικογενειακό οίκο και της εξάρτησης αυτών από τους γονείς τους. Και με τα τρία αυτά νομοθετήματα, κατά την οριοθέτηση της έννοιας της πολύτεκνης οικογένειας, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη του τις κρατούσες κατά τη θέσπιση των αντίστοιχων νομοθετικών ρυθμίσεων κοινωνικές συνθήκες. Έτσι, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 6 του ν. 3454/2006, ο νομοθέτης εγκαταλείπει τη διαφοροποίηση μεταξύ θήλεων και άρρενων τέκνων, που είχε υιοθετηθεί με τις διατάξεις του άρθρ. πρώτου του ν. 1910/1944, όπως ίσχυαν πριν αλλά και μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 του ν. 860/1979, με τις οποίες ορίζονταν ως εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας η θυγατέρα που είναι άγαμη ή διαζευγμένη ή χήρα και ο υιός που είναι ανήλικος, δηλαδή κάτω των 18 ετών, όπως το όριο ενηλικίωσης μειώθηκε από τα 21 στα 18 έτη με το άρθρο 3 του ν. 1329/1983. Ορίζει δε πλέον ότι τα τέκνα, είτε θήλεα είτε άρρενα, θεωρούνται ως εξαρτώμενα μέλη μέχρι τη συμπλήρωση του 23ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα. Θεωρούνται, δηλαδή, τα τέκνα ως εξαρτώμενα μέχρι 5 έτη μετά την ενηλικίωσή τους, αν δεν έχουν εξέλθει της πατρικής και μητρικής οικογένειας με τη δημιουργία δικής τους οικογένειας. Το πιο πάνω ηλικιακό όριο παρατείνεται μέχρι το 25ο έτος στην περίπτωση κατά την οποία τα τέκνα σπουδάζουν ή εκπληρώνουν τη στρατιωτική τους θητεία. Όσον αφορά τη θέσπιση του τελευταίου αυτού ηλικιακού ορίου και ειδικώς όσον αφορά τα τέκνα που σπουδάζουν, η πιο πάνω ρύθμιση συμβαδίζει με τις σύγχρονες κοινωνικές εξελίξεις και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Τούτο διότι, κατά διάρκεια των σπουδών η εξάρτηση του ενήλικου τέκνου από τον γονέα είναι έντονη και προσομοιάζει με την εξάρτηση του ανήλικου τέκνου από τον γονέα που ασκεί την κατά τον Αστικό Κώδικα γονική μέριμνα, η οποία ορίζεται ως «καθήκον και δικαίωμα των γονέων» που «περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. …» (άρθρο 1510) και «παύει με την ενηλικίωση του τέκνου» (άρθρο 1538). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι με βάση τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, η διατήρηση μίας σχέσης τόσο έντονης εξάρτησης μεταξύ ενηλίκων για μεγάλο χρονικό διάστημα παρίσταται δικαιολογημένη εφόσον δεν παρατείνεται υπερβολικά, το πιο πάνω ηλικιακό όριο των 25 ετών, το οποίο αντιστοιχεί στην ηλικία κατά την οποία, ο μέσος φοιτητής ολοκληρώνει τις σπουδές του σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα παρίσταται εύλογο. Και ναι μεν με τις προϊσχύσασες του ν. 3454/2006 διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 860/1979, κατά τον χρόνο θέσπισης των οποίων η συμμετοχή του πληθυσμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν περιορισμένη, τόσο σε αριθμό φοιτητών όσο και σε διάρκεια σπουδών, δεν είχε θεωρηθεί αναγκαίο να τεθεί ηλικιακό όριο για τα τέκνα που προσμετρούνταν για τον χαρακτηρισμό του γονέα ως πολύτεκνου στην περίπτωση που αυτά σπούδαζαν, ωστόσο, επιτρεπτώς θεσπίζεται το επίμαχο ηλικιακό όριο για πρώτη φορά με το άρθρ. 6 του ν. 3454/2006. Ειδικότερα, το εν λόγω ηλικιακό όριο των 25 ετών τίθεται κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο, αφού αφορά όλους τους γονείς που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν την πολυτεκνική ιδιότητα υπό την ισχύ του ν. 3454/2006. Εξάλλου, το ηλικιακό αυτό όριο αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο και, περαιτέρω, αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για τον καθορισμό του εξαρτώμενου μέλους και κατ΄ επέκταση την οριοθέτηση της έννοιας της οικογένειας, εν προκειμένω της πολύτεκνης, λαμβανομένων υπόψη των σύγχρονων κοινωνικών εξελίξεων, οι οποίες επέβαλαν την εν γένει αναδιαμόρφωση των κριτηρίων με βάση τα οποία προσδιορίζονται τα εξαρτώμενα μέλη της πολύτεκνης οικογένειας και τη θέσπιση, όχι αυστηρότερων, αλλά διαφορετικών σε σχέση με το παρελθόν και προσαρμοσμένων στις σύγχρονες εξελίξεις προϋποθέσεων. Με τα δεδομένα αυτά, και δοθέντος ότι η εκτίμηση του κοινού ή κανονιστικού νομοθέτη ως προς τον καθορισμό των κριτηρίων, με βάση τα οποία απονέμεται η πολυτεκνική ιδιότητα υπόκειται σε οριακό και μόνο δικαστικό έλεγχο, οι διατάξεις του άρθρ. 6 παρ. 1 του ν. 3454/2006, καθ΄ ο μέρος με αυτές για την απονομή της πολυτεκνικής ιδιότητας προσμετρώνται τα ενήλικα τέκνα που σπουδάζουν υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους, δεν αντίκεινται στα άρθρα 21 παρ. 2 και 5, 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντ.