Mετά την έναρξη ισχύος άρ. 127 παρ. 1 ν. 4070/2012,
ΣτΕ Ολ 2559/2022
Πρόεδρος: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Κ. Φιλοπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας
Ο οριστικός καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης για την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης υπάγεται, μετά την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων
Με την 2559/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, ένδικο βοήθημα για την ακύρωση απόφασης υπέρ ου η απαλλοτρίωση, με την οποία καθορίσθηκε η επιστρεπτέα αποζημίωση, λόγω ανάκλησης συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα εξής:
1. Η ρύθμιση με την από 21.12.2001 πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί διατηρήσεως, και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων για τον προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, συνιστά επιτρεπόμενη, καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος, νομοθετική υπαγωγή κατηγορίας διοικητικών (ως εκ της φύσεώς τους) διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια, η οποία (ρύθμιση) δεν κωλύεται αλλά, αντιθέτως, επιτρέπεται από το άρθρο 17 παρ. 4 εδάφ. α΄ του Συντάγματος. Με τη ρύθμιση δε αυτή, καθώς και με τις μεταγενέστερες ρυθμίσεις με τις οποίες επήλθαν επιμέρους τροποποιήσεις στις διατάξεις του Κ.Α.Α.Α., εκφράσθηκε η βούληση του νομοθέτη να μην αξιοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει το Σύνταγμα για εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας (των πολιτικών ή των διοικητικών δικαστηρίων) για όλες τις απαλλοτριωτικές εν γένει διαφορές.
2. Έως την τροποποίηση του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. από τις διατάξεις των νόμων 3986/2011, 4038/2012 και 4070/2012, ο καθορισμός του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, γινόταν αποκλειστικώς από διοικητικά όργανα, δρώντα υπό καθεστώς δέσμιας αρμοδιότητας, βάσει συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της εισπραχθείσης αποζημιώσεως. Η δε νομιμότητα της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, η οποία αποτελούσε αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση της αποφάσεως περί ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, ελεγχόταν ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Με τις τροποποιήσεις του ως άνω άρθρου 12, που έλαβαν χώρα από το έτος 2011 και εντεύθεν, ορίσθηκε και πάλι ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης η επιστροφή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση αποζημίωσης, η οποία, όμως, ισούται, πλέον, με την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο προσδιορισμού της αποζημίωσης αυτής. Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται, είτε με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση είχε κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου, είτε με απόφαση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση, βάσει των προβλεπόμενων από το άρθρο 13 παρ. 1 Κ.Α.Α.Α. κριτηρίων που υποχρεώνουν το αρμόδιο όργανο σε ουσιαστικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, παρέχοντάς του, αναγκαίως, ευρύ περιθώριο προς τούτο. Συνεπώς, η αμφισβήτηση των σχετικώς εκδιδομένων πράξεων δεν γεννά πλέον ακυρωτική διαφορά, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, ειδικώς με τις τροποποιήσεις του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012 καθορίσθηκε, το πρώτον, ρητώς, συγκεκριμένη διαδικασία για την περίπτωση διαφωνίας του ενδιαφερομένου ως προς το ύψος της καθορισθείσης επιστρεπτέας αποζημίωσης, σύμφωνα με την οποία δικαιούται αυτός να αιτηθεί τον οριστικό καθορισμό της αποζημίωσης ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, τα οποία θα αποφανθούν κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 25 του Κ.Α.Α.Α.. Το επιλαμβανόμενο κατόπιν της “αιτήσεως” αυτής αρμόδιο δικαστήριο δεν έχει την εξουσία ελέγχου του κύρους της πράξης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ούτε ευθέως, αλλά ούτε και παρεμπιπτόντως, κατά το άρθρο 2 ΚΠολΔ, διότι, αφενός μεν με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012 δεν θεσπίζεται ένδικο βοήθημα κατά της πράξης αυτής προσδιορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, αφετέρου δε, και σε κάθε περίπτωση, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, το πολιτικό δικαστήριο προβαίνει το ίδιο, εξ υπαρχής, κατ’ εφαρμογή των νόμιμων ως άνω κριτηρίων, στον προσδιορισμό της τρέχουσας αγοραίας αξίας του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, και υπολογίζει, με βάση αυτήν, εκ νέου το ποσό της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ανεξαρτήτως του αρχικώς προσδιορισθέντος ύψους της από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Δεδομένου δε ότι ο νομοθέτης, ως προς τα ζητήματα που συνδέονται με τον προσδιορισμό της αξίας των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, μη κωλυόμενος από το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, κατέστησε ήδη, με την από 21.12.2001 πράξη νομοθετικού περιεχομένου, αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια κατά τα προεκτεθέντα, και ο οριστικός καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης σε περίπτωση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτρίωσης, εντασσόμενος και αυτός, σύμφωνα με τη βούληση του νομοθέτη του ν. 4070/2012 κατά τα άνω, στις διαφορές και γενικώς στην ενότητα των ίδιων αυτών ζητημάτων προσδιορισμού της αξίας των απαλλοτριωμένων ακινήτων, ανατίθεται, επίσης επιτρεπτώς δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 4 καθώς και του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος, και προς ενιαία εφαρμογή των αυτών διατάξεων, στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Η εγκαθίδρυση δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και επ’ αυτής ειδικώς της κατηγορίας διαφορών δεν αντίκειται στα άρθρα 17 παρ. 4, 20 και 94 παράγραφοι 1, 2 και 3 του Συντάγματος, διότι συνιστά επιτρεπτή, τμηματική, χρήση, από τον νομοθέτη, της ευχέρειας που του παρεσχέθη ειδικώς από τα άρθρα 17 παρ. 4 και 117 παρ. 7 του Συντάγματος για τη μεταφορά των γεννώμενων από την αμφισβήτηση του καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης διαφορών, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους, στα πολιτικά δικαστήρια. Για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τον προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης, προβλέπεται εν προκειμένω η προηγούμενη τήρηση σχετικής προδικασίας, η οποία δύναται να απολήγει, αν και όχι πάντα κατά τα άνω, στην έκδοση διοικητικής πράξης. Τούτο δε, προεχόντως διότι η πράξη, στην οποία απολήγει η διαδικασία αυτή, η τήρηση της οποίας (διαδικασίας) συνιστά, σε κάθε περίπτωση, ειδική προϋπόθεση παραδεκτού της αιτήσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της συγκεκριμένης πράξης από μέρους του βαρυνόμενου με την επιστρεπτέα αποζημίωση αρχικού ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και, συνεπώς, η επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της αναβάλλεται έως την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης “αιτήσεως” ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου ή έως την απόρριψη της αιτήσεως αυτής. Εξάλλου, για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης δεν είναι αποκλειστικώς αρμόδιος ο Υπουργός Οικονομικών ή ο υπέρ ου, αφού οριστικώς αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως προς αυτό οποιουδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Ενόψει δε της μη αποκλειστικής αρμοδιότητας του υπέρ ου για τον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημίωσης, και λαμβανομένων, επιπλέον, υπόψη του αντικειμένου καθώς και των κριτηρίων εκδόσεως από αυτόν της σχετικής πράξης, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως της ρύθμισης του άρθρου 127 του ν. 4070/2012 περί καθορισμού της εν λόγω αποζημίωσης από τον υπέρ ου ιδιώτη, ούτε προς τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε και προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 26 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι για τα ζητήματα αυτά (καθορισμού του συστήματος της αποζημίωσης και των κριτηρίων υπολογισμού της αξίας των ακινήτων) δεν προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Αντίθετη μειοψηφία.