Απόφαση ΔΕΕ: Εθνική ρύθμιση που εισάγει νέους πιο περιοριστικούς όρους για την οικογενειακή επανένωση των συζύγων Τούρκων υπηκόων που κατέχουν μόνιμη άδεια διαμονής στο οικείο κράτος μέλος – Επιβολή σε Τούρκο εργαζόμενο της υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής του σε εξέταση που πιστοποιεί ορισμένο επίπεδο γνώσης της επίσημης γλώσσας του κράτους μέλους αυτού – Δικαιολόγηση – Σκοπός που συνίσταται στη διασφάλιση επιτυχούς ένταξης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 22-12-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η δανική νομοθεσία που εξαρτά την οικογενειακή επανένωση μεταξύ ενός Τούρκου εργαζομένου που διαμένει νόμιμα στη Δανία και της συζύγου του από την επιτυχία του εργαζομένου σε εξετάσεις που πιστοποιούν ένα ορισμένο επίπεδο γνώσης της δανικής γλώσσας αποτελεί “νέο παράνομο περιορισμό”.
Σύμφωνα, δε, με το ΔΕΕ ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό διασφάλισης της επιτυχούς ένταξης της συζύγου.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Χ εισήλθε στο έδαφος της Δανίας στις 14 Αυγούστου 2015 και υπέβαλε στις 21 Οκτωβρίου 2015 στην Udlændingestyrelsen (υπηρεσία μετανάστευσης, Δανία) αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής στη Δανία, λόγω οικογενειακής επανένωσης με τον σύζυγό της, Y, Τούρκο υπήκοο, ο οποίος διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος από τις 27 Σεπτεμβρίου 1979 και έλαβε σχετική άδεια μόνιμης διαμονής το 1985.
Στην αίτηση αυτή αναφερόταν, αφενός, ότι ο Υ είχε ολοκληρώσει εκπαίδευση στη δανική γλώσσα, με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον τεχνικό υπολογισμό, τη σήμανση οδικών έργων, την κατανόηση σχεδίων, την εισαγωγή στον κλάδο εργασίας και τις τεχνικές εργασίας και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, ως Τούρκος εργαζόμενος που ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στη Δανία από το 1980, ήτοι εδώ και περισσότερα από 36 έτη, μεταξύ άλλων ως τεχνικός μηχανικός, υπάλληλος παροχής υπηρεσιών, υπεύθυνος καταστήματος ή υπεύθυνος χώρων αποθήκευσης, δεν ήταν υποχρεωμένος να συμμορφωθεί με την προϋπόθεση επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση δανικής γλώσσας, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 12, σημείο 5, του δανικού νόμου περί αλλοδαπών. Διευκρινιζόταν επίσης ότι τα τέσσερα ενήλικα τέκνα του Υ, η μητέρα του και όλα τα αδέλφια του ζούσαν στη Δανία.
Με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, η υπηρεσία μετανάστευσης απέρριψε την αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 12, σημείο 5, του νόμου περί αλλοδαπών, με την αιτιολογία ότι, πρώτον, ο Υ δεν απέδειξε ότι τηρεί την προϋπόθεση που προβλέπει η διάταξη και, δεύτερον, ότι δεν συνέτρεχαν ειδικοί λόγοι που να δικαιολογούν σχετική παρέκκλιση. Η υπηρεσία μετανάστευσης διευκρίνισε επιπλέον ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τις ρήτρες standstill, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Dogan, C‑138/13.
Η X άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον του Udlændinge-Integrations-og Boligministerium (υπουργείου αλλοδαπών, ένταξης και στέγασης, Δανία), νυν Udlændinge-og Integrationsministeriet (υπουργείου αλλοδαπών και ένταξης, Δανία) κατά του μέρους της απόφασης της 1ης Μαρτίου 2016 το οποίο περιείχε εκτίμηση υπό το πρίσμα της Συμφωνίας Σύνδεσης και των σχετικών νομοθετημάτων, ιδίως των ρητρών standstill. Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η X ζήτησε να επανεξεταστεί η συμβατότητα της εν λόγω απόφασης με τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Dogan, C‑138/13 και της 12ης Απριλίου 2016, Genc, C‑561/14.
Στις 25 Απριλίου 2016, η Styrelsen for International Rekruttering og Integration (υπηρεσία διεθνών προσλήψεων και κοινωνικής ένταξης, Δανία) χορήγησε στην X άδεια διαμονής στη Δανία λόγω άσκησης μισθωτής δραστηριότητας η οποία, μετά από ανανέωση, έληξε στις 13 Σεπτεμβρίου 2021.
Στις 27 Αυγούστου 2018, η X άσκησε ενώπιον του Københavns byret (πρωτοδικείου Κοπεγχάγης, Δανία) ένδικη προσφυγή με αίτημα την ακύρωση και την παραπομπή της απόφασης του υπουργείου αλλοδαπών και ένταξης της 6ης Δεκεμβρίου 2017 προς επανεξέταση, στο μέτρο κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση επιβεβαίωνε ότι οι ρήτρες standstill δεν απέκλειαν την απόρριψη της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου. Η επιτροπή προσφυγών σε υποθέσεις μετανάστευσης κατέστη καθής της κύριας δίκης, υποκαθιστώντας το υπουργείο αλλοδαπών και ένταξης, κατόπιν μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων.
Με διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2019, το Københavns byret (πρωτοδικείο Κοπεγχάγης) παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Østre Landsret (εφετείου της ανατολικής περιφέρειας, Δανία), το οποίο δέχθηκε να την εκδικάσει πρωτοδίκως.
Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά τη χορήγηση άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης σε σύζυγο Τούρκου υπηκόου που διαμένει νομίμως και εργάζεται στο κράτος μέλος υποδοχής από προϋπόθεση επιτυχούς συμμετοχής του σε εξετάσεις γλώσσας, συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια της ρήτρας standstill που περιέχεται στο άρθρο 13 της απόφασης 1/80 και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να δικαιολογείται από τον σκοπό διασφάλισης επιτυχούς ένταξης της αλλοδαπής συζύγου στη δανική κοινωνία.
Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε την ύπαρξη πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 13 της απόφασης 1/80, σύμφωνα με την οποία η ρήτρα standstill που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη εμποδίζει τη θέσπιση, από κράτος μέλος, νέων περιορισμών όσον αφορά τη δυνατότητα επίτευξης της οικογενειακής επανένωσης, εκτός εάν τέτοιος περιορισμός δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλος να εξασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, A, C‑89/18).
Το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, αναγνωρίσει ότι ο σκοπός της διασφαλίσεως επιτυχούς ένταξης είναι δυνατό να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (αποφάσεις της 12ης Απριλίου 2016, Genc, C‑561/14, σκέψεις 55 και 56, και της 10ης Ιουλίου 2019, A, C‑89/18, σκέψη 34). Εντούτοις, αφενός, δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αν μπορεί να επιβληθεί προϋπόθεση επιτυχούς συμμετοχής σε γλωσσική εξέταση, όχι στο μέλος της οικογένειας που ζητεί την οικογενειακή επανένωση με τον Τούρκο εργαζόμενο που κατοικεί στο οικείο κράτος μέλος, αλλά στον ίδιο τον εργαζόμενο. Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι προϋπόθεση που επιβάλλει σε σύζυγο υπηκόου Τουρκίας, διαμένοντος στο οικείο κράτος μέλος, που επιθυμεί να εισέλθει στο έδαφος του κράτους μέλους με σκοπό την οικογενειακή επανένωση, να αποδείξει εκ των προτέρων την απόκτηση στοιχειωδών γλωσσικών γνώσεων της επίσημης γλώσσας του εν λόγω κράτους μέλους, βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου, καθόσον η μη απόδειξη της απόκτησης επαρκών γλωσσικών γνώσεων συνεπάγεται αυτομάτως την απόρριψη της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε περίπτωσης (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Dogan, C‑138/13, σκέψη 38).
Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι, κατόπιν της έκδοσης της εν λόγω απόφασης, το Justitsministeriet (υπουργείο δικαιοσύνης, Δανία) έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος τροποποίησης των προϋποθέσεων οικογενειακής επανένωσης που προβλέπει ο νόμος περί αλλοδαπών, δεδομένου ότι χωρεί παρέκκλιση σε περίπτωση ειδικών λόγων, η ύπαρξη των οποίων εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης.
Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε εάν η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο μέτρο κατά το οποίο η εθνική νομοθεσία δεν εφαρμόζεται ούτε στους Δανούς υπηκόους ούτε στους υπηκόους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Επισήμανε, συναφώς, ότι η διάταξη αυτή αφορά, σύμφωνα με το γράμμα της, την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, τομείς στους οποίους δεν φαίνεται να εμπίπτει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία.
Τρίτον, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της απόφασης 1/80 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν μπορεί να εφαρμοστεί η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων του άρθρου 9 της Συμφωνίας Σύνδεσης και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
Τέλος, τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9 της Συμφωνίας Σύνδεσης έχει άμεση εφαρμογή και, επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να το επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική νομοθεσία, θεσπισθείσα μετά την έναρξη ισχύος της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Σύνδεσης [απόφασης της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας] στο οικείο κράτος μέλος, η οποία εξαρτά την οικογενειακή επανένωση Τούρκου εργαζομένου νομίμως διαμένοντος στο κράτος μέλος αυτό με τη σύζυγό του από την προϋπόθεση ότι ο εργαζόμενος θα επιτύχει σε εξέταση η οποία πιστοποιεί ορισμένο επίπεδο γνώσης της επίσημης γλώσσας του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «νέο περιορισμό», κατά την έννοια του άρθρου 13 της απόφασης 1/80. Ο περιορισμός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό διασφάλισης της επιτυχούς ένταξης της συζύγου, δεδομένου ότι η σχετική εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν υπόψη ούτε τις δυνατότητες ένταξης της συζύγου ούτε άλλους παράγοντες, πέραν της επιτυχίας σε εξετάσεις όπως οι ανωτέρω, οι οποίοι πιστοποιούν την πραγματική ένταξη του εν λόγω εργαζομένου στο οικείο κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, την ικανότητά του να βοηθήσει τη σύζυγό του να ενταχθεί σε αυτό.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA