- Αποφάσεις ΕΔΔΑ
- 10/12/2022 16:33
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ.Η. κατάΠολωνίαςτης 01.12.2022 (αρ.προσφ. 73247/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιμέλεια τέκνων. Οικογενειακή ζωή. Yποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ενεργούν με την ταχύτητα και επιμέλεια.
Η προσφεύγουσα διεκδίκησε δικαστικά την επιμέλεια της κόρης της, όταν ο σύζυγος της μετοίκησε εν αγνοία της και χωρίς την συναίνεση της, μαζί με το παιδί τους, από την οικογενειακή τους οικία. H αρχική απόφαση διαζυγίου και αρκετές προσωρινές διαταγές για επικοινωνία εκδόθηκαν άμεσα. Ωστόσο στην αίτηση της προσφεύγουσας από 26 Ιουλίου 2011, τα εγχώρια δικαστήρια παρέλειψαν να εκδώσουν απόφαση έως την 28 Φεβρουαρίου 2012. Η προσφεύγουσα δεν είχε επικοινωνία με την μόλις 5 ετών κόρη της για επτά μήνες. Άσκησε προσφυγή για την διάρκεια της δίκης και παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Κατά το Στρασβούργο η υποχρέωση ταχείας εξέτασης μιας υπόθεσης επιμέλειας τέκνου και η υποχρέωση αξιολόγησης της ουσίας της υπόθεσης βάσει ποιοτικών και επαρκών αποδεικτικών στοιχείων συνιστούν σημαντικά στοιχεία της έννοιας της επιμέλειας που πρέπει να τηρούν τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να συμμορφώνονται με το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Στην παρούσα υπόθεση, το έργο των δικαστηρίων να εκδικάσουν τη διαφορά της επιμέλειας κατέστη ιδιαίτερα δύσκολο λόγω της σύγκρουσης μεταξύ των γονέων. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, με εξαίρεση την περίοδο μεταξύ 26ης Ιουλίου 2011 και 28ης Φεβρουαρίου 2012, η διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν χαρακτηρίστηκε από μακρές περιόδους αδράνειας και εκδόθηκαν προσωρινές διαταγές που κάλυψαν το δικαίωμα επικοινωνίας της προσφεύγουσας.
Ωστόσο η επίδικη διαδικασία μεταξύ 26 Ιουλίου 2011 έως και 28 Φεβρουαρίου 2012 χαρακτηρίστηκε από αδικαιολόγητη αδράνεια, και μόνο για αυτό το λόγο το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, M.H., είναι πολωνός υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στη Βαρσοβία.
Η προσφεύγουσα πάσχει από αυτοάνοσο νόσημα το οποίο, στην οξεία φάση του, προκαλεί σοβαρή αιμορραγία και απαιτεί νοσηλεία. Ήταν παντρεμένη με τον T.H. και η κόρη τους, H.H., γεννήθηκε τον Μάρτιο του 2006. Έκτοτε η υγεία της και η ψυχική της κατάσταση επιδεινώθηκαν. Διαγνώστηκε με συμπτώματα παραληρηματικών διαταραχών. Ο σύζυγός της προσπάθησε να την νοσηλεύσει σε ψυχιατρείο και ένας από τους πολλούς καυγάδες μεταξύ τους έληξε με παρέμβαση της αστυνομίας.
Τον Αύγουστο του 2009, ο σύζυγος της προσφεύγουσας, εν αγνοία της μετοίκησε από το σπίτι της οικογένειας μαζί με το παιδί.
Η υπόθεση αφορούσε το αποτέλεσμα και τη διάρκεια της διαδικασίας στην επακόλουθη υπόθεση επιμέλειας του παιδιού. Συγκεκριμένα, σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση μεταξύ της 26 Ιουλίου 2011 –όταν η προσφεύγουσα αιτήθηκε επιμέλεια έως τον Φεβρουάριο 2012 – όταν το Περιφερειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, αποδεχόμενο τον συμβιβασμό των μερών. Ως αποτέλεσμα, η προσφεύγουσα δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2011.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Είναι αποδεδειγμένο ότι, παρόλο που το άρθρο 8 έχει ουσιαστικά ως αντικείμενο την προστασία του ατόμου από αυθαίρετες παρεμβάσεις των δημοσίων αρχών, δεν υποχρεώνει απλώς το κράτος να απέχει από τέτοια παρέμβαση: εκτός από αυτήν την πρωτίστως αρνητική δέσμευση, μπορεί να υπάρχουν θετικές υποχρεώσεις εγγενείς στον αποτελεσματικό σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Αυτές οι υποχρεώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ακόμη και στη σφαίρα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους. Τα όρια μεταξύ των θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους δυνάμει του άρθρου 8, δεν προσφέρονται για ακριβή ορισμό. Ωστόσο, οι ισχύουσες αρχές είναι παρόμοιες. Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και των συμφερόντων του ατόμου και στα δύο πλαίσια το κράτος απολαμβάνει ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης.
(α) Εφαρμογή των γενικών αρχών στην παρούσα υπόθεση:
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι κατά τη λήψη αποφάσεων για μέτρα παιδικής μέριμνας, οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν συχνά ένα έργο εξαιρετικά δύσκολο. Έχοντας εξετάσει τις επίμαχες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο δεν βρήκε τίποτα να αμφισβητήσει ότι βασίστηκαν στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την απόφαση που περάτωσε τη διαδικασία, επικύρωσε το πόρισμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η αλλαγή του τόπου διαμονής της ανήλικης κόρης θα ήταν, πρώτον, αντίθετη με τη θέλησή της και, δεύτερον, αντίθετη προς τα συμφέροντά της, επειδή το σπίτι του πατέρα της και η πόλη είχαν γίνει το κέντρο της ζωής της και επειδή είχε συνηθίσει σε εκείνη την κατάσταση. Τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων είχαν το πλεονέκτημα της άμεσης επαφής με όλα τα ενδιαφερόμενα άτομα και βασίστηκαν σε άφθονο υλικό που παρήχθη από ειδικούς στην ψυχολογία και από το ευρύ περιθώριο εκτίμησής τους. Δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές ήταν καταρχήν σε καλύτερη θέση από έναν διεθνή δικαστή για να αξιολογήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιόν τους, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να λάβει τη θέση τους στη διαπίστωση και την αξιολόγηση των γεγονότων και να αποφασίσει τι είναι προς το συμφέρον του παιδιού στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι επίμαχες αποφάσεις λήφθηκαν μετά από κατ’ αντιμωλία διαδικασία κατά την οποία η προσφεύγουσα τέθηκε σε θέση που της επέτρεπε να προβάλει όλα τα επιχειρήματα προς υποστήριξη της αίτησής της για την επιμέλεια της κόρης της. Είχε επίσης πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που βασίστηκαν τα δικαστήρια. Επομένως, η διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν δίκαιη στο μέτρο που επέτρεπε στην προσφεύγουσα να παρουσιάσει πλήρως την υπόθεσή της και ότι οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν συναφείς και επαρκείς. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, εκδίδοντας απόφαση επιμέλειας υπέρ του πατέρα, τα εθνικά δικαστήρια δεν υπερέβησαν το ευρύ περιθώριο εκτίμησής τους.
Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα οικογενειακά δικαστήρια στη διαδικασία διαζυγίου αποφάνθηκαν μετά από δύο χρόνια και δύο μήνες και τρία χρόνια και δύο μήνες μετά την ανάληψη της δικαιοδοσίας από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας και, αντίστοιχα, τρία χρόνια και εννέα μήνες. Όσον αφορά τη διαδικασία επιμέλειας παιδιού πριν από την έναρξη της κοινής διαδικασίας διαζυγίου και επιμέλειας, η οποία κάλυψε περίοδο ενός έτους και οκτώ μηνών, το Επαρχιακό Δικαστήριο Konin εξέδωσε τρία προσωρινά μέτρα και επικύρωσε τέσσερις συμβιβασμούς μεταξύ των μερών .
Υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η διαδικαστική δραστηριότητα της προσφεύγουσας, η οποία, σε μία περίπτωση, ζήτησε νομική συνδρομή και, την άλλη, ζήτησε αναβολή της ακρόασης προκειμένου να βρει δικηγόρο της επιλογής της, επηρέασε σημαντικά τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας και την κύρια απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας σχετικά με την επιμέλεια και το διαζύγιο.
Μια διεξοδική ανάλυση της πορείας και των δύο σειρών της επίδικης διαδικασίας ώθησε το Δικαστήριο να διατυπώσει τις ακόλουθες παρατηρήσεις.
Μέχρι τις 24 Αυγούστου 2010 το Περιφερειακό Δικαστήριο Konin, το οποίο ήταν το αρμόδιο για να αποφανθεί για το ζήτημα της επιμέλειας, έλαβε μεγάλο μέρος του υλικού πραγματογνωμοσύνης που ήταν απαραίτητο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ωστόσο, ενόψει των διαρκώς μεταβαλλόμενων οικογενειακών συνθηκών, η διαδικασία δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί και το εθνικό δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να λάβει νέες καταθέσεις των μερών. Δεν μπορεί να χρεωθεί καμία αδράνεια και καθυστέρηση σε αυτό το δικαστήριο, καθώς εξέδωσε τουλάχιστον επτά προσωρινές διαταγές σχετικά με την επιμέλεια και μία τέτοια απόφαση για την κατοικία του παιδιού.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σε υποθέσεις επιμέλειας τέκνου, για την προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει πρώτα και κύρια να ανταποκρίνονται γρήγορα και επαρκώς στη δυναμική οικογενειακή κατάσταση και να μην καθοδηγούνται από τον στόχο της επίσημης περάτωσης της διαδικασίας. Ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί επομένως να ζητηθεί από τα οικογενειακά δικαστήρια να αμβλύνουν τη σύγκρουση, εάν αυτή υπάρχει μεταξύ των εν διαστάσει γονέων, για παράδειγμα με την προσφυγή στην διαμεσολάβηση ή σε άλλα μέσα. Μπορεί επίσης να χρειαστεί να διευκολύνουν τις επαφές μεταξύ του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και του παιδιού μέσω προσωρινών διαταγών. Συνολικά, η υποχρέωση ταχείας εξέτασης μιας υπόθεσης παιδικής μέριμνας και η υποχρέωση αξιολόγησης της ουσίας της υπόθεσης βάσει ποιοτικών και επαρκών αποδεικτικών στοιχείων είναι εξίσου σημαντικά στοιχεία της έννοιας της επιμέλειας που πρέπει να τηρούν τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να συμμορφώνονται με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Στην παρούσα υπόθεση, το έργο των δικαστηρίων να εκδικάσουν τη διαφορά της επιμέλειας κατέστη ιδιαίτερα δύσκολο λόγω της σύγκρουσης μεταξύ των γονέων. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να ανταποκριθούν στην κατάσταση όπως αυτή εξελισσόταν. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, με εξαίρεση την περίοδο μεταξύ 26 Ιουλίου 2011 και 28 Φεβρουαρίου 2012, η διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν χαρακτηρίστηκε από μακρές περιόδους αδράνειας. Τα εθνικά δικαστήρια παρακολουθούσαν επίσης συνεχώς και παρενέβαιναν με προσωρινά μέτρα ή άλλες αποφάσεις στην υπόθεση. Αντίθετα, μεταξύ 26 Ιουλίου 2011 και 28 Φεβρουαρίου 2012, τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να να αποτρέψουν τυχόν περιττές καθυστερήσεις, όπως η τήρηση ενός πολύ αυστηρού χρονοδιαγράμματος και, κατά συνέπεια, αντιμετώπισαν την υπόθεση χωρίς την απαιτούμενη επιμέλεια.
Παρεμπιπτόντως, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η υποχρέωση ταχείας εξέτασης μιας υπόθεσης παιδικής μέριμνας δεν προηγείται, όπως υποστήριξε ουσιαστικά η Κυβέρνηση, στην υποχρέωση αξιολόγησης της ουσίας της υπόθεσης με βάση επαρκείς αποδείξεις. Και οι δύο υποχρεώσεις αποτελούν, στην πραγματικότητα, εξίσου σημαντικές συνιστώσες της έννοιας της επιμέλειας που πρέπει να εκδηλώνουν τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να συμμορφωθούν με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση μεταξύ 26 Ιουλίου 2011 και 28 Φεβρουαρίου 2012 στέρησε από την προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσθετη επικοινωνία με το παιδί της τον Σεπτέμβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2011, γεγονός που πρέπει να δημιούργησε απογοήτευση και κάποιο άγχος από την πλευρά της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο συμφώνησε με το πόρισμα του εθνικού δικαστηρίου που εξέτασε την καταγγελία της προσφεύγουσας ότι, δεδομένης της εγγύτητας των ημερομηνιών που αναφέρονται στο αίτημα του Ιουλίου 2011, το Περιφερειακό Δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει απόφαση αμέσως, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στην διάθεση του. Αποτυγχάνοντας να το πράξουν , μητέρα και κόρη δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την πρόσθετη επικοινωνία μεταξύ τους, η οποία θα μπορούσε να ήταν σημαντική λαμβάνοντας υπόψη τη νεαρή ηλικία του παιδιού – πέντε ετών εκείνη την εποχή. Ωστόσο, η καθυστέρηση δεν επηρέασε, από μόνη της, το επίμαχο αποτέλεσμα. Το τελευταίο σίγουρα επηρεάστηκε από το πέρασμα του χρόνου. Όπως ήδη παρατηρήθηκε παραπάνω, ωστόσο, αυτό δεν προήλθε από σημαντικές διαδικαστικές καθυστερήσεις των εθνικών δικαστηρίων, αλλά μάλλον από τον δυναμικό χαρακτήρα της υπόθεσης στην οποία έπρεπε να απαντήσουν αυτά τα δικαστήρια.
Συνολικά, η διαπίστωση ότι η επίδικη διαδικασία χαρακτηρίστηκε από αδικαιολόγητη αδράνεια μεταξύ 26 Ιουλίου 2011 και 28 Φεβρουαρίου 2012 αρκεί για να μπορέσει το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης για αυτόν τον μοναδικό λόγο.
Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41): Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 2.060 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).