Για το αρχαίο Μακεδονικό βασίλειο και την Μακεδονική κοινωνία ο πόλεμος αποτελεί τόσο κυρίαρχο στοιχείο, ώστε η πολιτική και κοινωνική οργάνωση του κράτους έχουν βάση στρατιωτική. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο βασιλιάς είναι και αρχιστράτηγος, εκλεγόμενος δια βοής από τη συνέλευση του στρατού, στην οποία μετέχουν οι μάχιμοι άνδρες. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι τα μεγαλύτερα βήματα της ιστορίας της Μακεδονίας συντελέστηκαν χάρη στην αξιοποίηση αυτού ακριβώς του χαρακτηριστικού της. Ο πόλεμος ήταν το μέσο με το οποίο το μακεδονικό βασίλειο εξασφάλισε τόσο την εσωτερική του σταθερότητα όσο και την επέκταση της κυριαρχίας του, στην υπόλοιπη Ελλάδα και την Ασία. Αντιστοίχως, είναι βεβαιωμένο ιστορικά ότι ένας από τους κύριους παράγοντες που συνετέλεσαν στην κατάλυση της ανεξαρτησίας του βασιλείου, ήταν και η φθίνουσα συμμετοχή των Μακεδόνων στον μακεδονικό στρατό, ο οποίος έφθασε κατά την κρίσιμη Μάχη της Πύδνας (168 π.Χ) να αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από μισθοφόρους. Ο πόλεμος λοιπόν αποτελεί, τουλάχιστον στα χρόνια της ακμής του βασιλείου, πολύ μεγάλο μέρος της ζωής και της δραστηριότητας των Μακεδόνων και το όργανο με το οποίο συντελέστηκε η διάδοση του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού στο νέο αχανές βασίλειο, δεν ήταν στην πραγματικότητα άλλο από τα όπλα και την πολεμική υπεροχή, που εκείνη την εποχή οι Μακεδόνες διέθεταν.
Τα αρχαία κείμενα αποτελούν γενικά για τη Μακεδονία φειδωλές πηγές πληροφοριών, ωστόσο μας παραδίδουν ορισμένες πληροφορίες για τα όπλα και την πολεμική τέχνη των Μακεδόνων, κυρίως κατά την εποχή ακμής του βασιλείου. Από την άλλη, την κυριότερη, διαχρονικότερη και ασφαλώς αμεσότερη πηγή πληροφοριών για το συγκεκριμένο αντικείμενο, συνιστούν τα ταφικά ευρήματα από την κυρίως Μακεδονία και τον γεωγραφικό χώρο επιρροής της. Οι Μακεδόνες, που από παλιά κτέριζαν τους νεκρούς άνδρες με όπλα, φτάνουν στα χρόνια της πολιτικής και οικονομικής ακμής του βασιλείου των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων να θάβουν μαζί με τους νεκρούς τους πλήρεις πανοπλίες, ενίοτε και περισσότερες από μία, όπως αυτές του ασύλητου τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας και των τάφων του Δερβενίου Θεσσαλονίκης [βλ. αρχείο Οι Τάφοι του Δερβενίου, Π.Θέμελης-Γ.Π. Τουράτσογλου]. Πρόκειται βεβαίως για τάφους της Μακεδονικής ανώτερης τάξης, ενώ για τον οπλισμό των κοινών θνητών μένουν αρκετά ακόμη να γνωρίσουμε.
Τα ταφικά πολεμικά ευρήματα από τη Μακεδονία είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη μελέτη των Ελληνικών όπλων γενικά, ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., για τον επιπλέον λόγο ότι η Μακεδονία αποτελεί την κυριότερη από τις περιοχές της περιφέρειας του ελληνικού κόσμου στις οποίες συνεχίζεται η εφαρμογή του εθίμου της ταφής πολεμιστών μαζί με τα όπλα τους. Το έθιμο αυτό από τον 8ο αιώνα π.Χ. Έχει εγκαταλειφθεί στη νοτιότερη Ελλάδα, για την οποία οι πληροφορίες μας αντλούνται στο εξής κυρίως από τα πολυάριθμα σύνολα αναθημάτων στα μεγάλα ιερά, τα οποία εντούτοις δύσκολα μας παρέχουν την ασφαλή και ευχερή χρονολόγηση των κλειστών ταφικών συνόλων. Πρέπει ωστόσο να έχουμε κατά νου ότι ένα μέρος των εκηβόλων, κυρίως, αλλά και των αγχέμαχων όπλων (όπλων που χρησιμοποιούνται σε μάχες σώμα με σώμα) που βρίσκονται σε ταφικά σύνολα της Μακεδονίας, θα προοριζόταν για χρήση στο κυνήγι, που αποτελούσε ασχολία ιδιαιτέρως προσφιλή για τους Μακεδόνες. Ορισμένα εξ αυτών μάλιστα, όπως συγκεκριμένοι τύποι ακοντίων και βελών, είναι αναμφίβολο ότι ήταν κατάλληλα τόσο για πολεμική όσο και για κυνηγετική χρήση.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πολεμικής τέχνης των Μακεδόνων άργησε να διαμορφωθεί, να περάσει στο προσκήνιο και να καθορίσει την πολεμική τέχνη των υπολοίπων Ελλήνων. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες γραπτές πληροφορίες για την πολεμική τέχνη της Μακεδονίας πριν από το 5ο αιώνα π.Χ. Η εξελιγμένη πολεμική τέχνη των πόλεων της νότιας Ελλάδας επηρέασε τον Φίλιππο Β´ ο οποίος τη γνώρισε εκ του σύνεγγυς, ώστε, βασισμένος σε αυτήν, αναδιοργάνωσε τον μακεδονικό στρατό και δημιούργησε τη Μακεδονική φάλαγγα.
http://www.gboatg-vassalmod.50megs.com/
Ωστόσο η πολεμικότητα των κατοίκων της Μακεδονίας δεν έχει ασφαλώς την αφετηρία της στον Φίλιππο Β´. Στον χώρο της Μακεδονίας υπάρχουν σποραδικά σχετικά ευρήματα προερχόμενα ήδη από την υπομυκηναϊκή εποχή. Πρόκειται για ξίφη που διακρίνονται για τα χαρακτηριστικά σχήματά τους, υπαγόμενα στη γνωστή στους ειδικούς τυπολογία όπλων που έχει διαμορφωθεί βάσει των ευρημάτων από τις ανασκαφές των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων της νότιας Ελλάδας. Ξίφη αυτού του είδους έχουν κάποια διάδοση στη Μακεδονία και είναι γνωστά από ολιγάριθμα ταφικά ευρήματα, όπως αυτό του Μουσείου Κοζάνης, ενώ ορισμένα προέρχονται από ελαφρώς οψιμότερες ταφές της Βεργίνας. Πρόκειται συγκεκριμένα για ένα χάλκινο, μήκους 0.72 μ., και λίγα σιδερένια. Ένα εξ αυτών φθάνει σε μήκος τα 1.06 μ. Και αποτελεί το επιμηκέστερο σιδερένιο ξίφος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στον ελλαδικό χώρο. Από την περιοχή των Γρεβενών προέρχονται επίσης δύο χάλκινα ξίφη αυτής της εποχής, ένα με κερατοειδείς και ένα με σταυροειδείς αποφύσεις στις λαβές. Ένα μικρό σύνολο από χάλκινες λόγχες ακοντίων από την περιοχή του Βοΐου και της Σιάτιστας, που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Κοζάνης, φαίνεται ότι πρέπει επίσης να αποδοθεί στη συγκεκριμένη περίοδο.
Τον οπλισμό της εποχής του σιδήρου στη Μακεδονία γνωρίζουμε από μεγαλύτερο αριθμό ευρημάτων. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν παρατηρείται ευρεία μεταβολή στα ταφικά έθιμα, σε σχέση με την προηγούμενη εποχή, η αισθητή αύξηση του αριθμού των όπλων μεταξύ των κτερισμάτων φαίνεται ότι μας περιγράφει την αύξηση της οπλοφορίας μεταξύ των κατοίκων της περιοχής, υποδηλώνοντας πιθανόν μια εποχή ταραχών, προερχομένων προφανώς από απειλές γειτονικών φύλων. Πρόκειται για επιθετικά όπλα, λόγχες δοράτων και ακοντίων, ξίφη και αιχμές βελών, κατασκευασμένα πλέον μόνον από σίδηρο. Αξιόλογη σειρά τέτοιων όπλων, προερχομένων αποκλειστικά από τάφους τη εποχής, γνωρίζουμε από τη Βεργίνα, την Κοζάνη και την Αλμωπία. Η απουσία στοιχείων αμυντικού οπλισμού μεταξύ των ευρημάτων δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει την κατασκευή του από φθαρτά υλικά, κυρίως πολλαπλές στρώσεις δέρματος ή υφάσματος και ξύλο, αν και ορισμένα χάλκινα ομφαλόσχημα προσαρτήματα αποδίδονται σε κυκλικές ασπίδες της εποχής, κατασκευασμένες κατά τα άλλα από δέρμα και ξύλο.
Τα αρχαϊκά χρόνια στη Μακεδονία καθορίζονται από την εμφάνιση, στον γεωγραφικό χώρο του δυτικού τμήματος της σημερινής κεντρικής Μακεδονίας, του μακεδονικού φύλου. Το νέο φύλο εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο εκτοπίζοντας βιαίως τους προϋπάρχοντες πληθυσμούς από Βοττιείς και Πίερες και εγκαθίσταται, κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, στον πυρήνα της περιοχής που ονομάστηκε από αυτό. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (8.138), με αφετηρία τις ανατολικές κλιτύς του Βερμίου, το νέο φύλο βαθμιαία εξαπλώνεται υποτάσσοντας την υπόλοιπη Μακεδονία και δημιουργώντας ένα ενιαίο βασίλειο στις βόρειες παρυφές του κορμού της ηπειρωτικής Ελλάδος. Εκεί, σύμφωνα με τα ιστορικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία, ιδρύει την πόλη με το όνομα Αιγές, πρωτεύουσα του βασιλείου.
Αυτή την εποχή μεγάλων ταραχών και βίαιων εκτοπίσεων πληθυσμών, αντικατοπτρίζει εύγλωττα η αύξηση του αριθμού των πολεμικών ευρημάτων. Φαίνεται ότι οι διεργασίες εκτοπισμού των γηγενών δεν είχαν ραγδαίο χαρακτήρα, αλλά από περιοχή σε περιοχή κλιμακώθηκαν σε μια σειρά ετών. Έτσι, για τους αμυνόμενους γηγενείς, αλλά και για τους επεκτεινόμενους νεοφερμένους, η σιδηροφορία ήταν απαραίτητη για το σύνολο του μάχιμου ανδρικού πληθυσμού. Αλλά και μετά την απομάκρυνση των ντόπιων κατοίκων, για τους εδραιωμένους πια Μακεδόνες, λαό κατά βάση ποιμενικό, η ευρύτατη κατοχή και χρήση όπλων συνεχίζεται, στην υπηρεσία προφανώς της επέκτασης και της εξασφάλισης του πυρηνικού βασιλείου της περιοχής του Βερμίου.
Μεταξύ των ευρημάτων της εποχής παρατηρείται σημαντική αύξηση της ποικιλίας των όπλων, με την εμφάνιση και ευρημάτων αμυντικού οπλισμού. Πρόκειται κυρίως για χάλκινα κράνη κορινθιακά και ιλλυρικού τύπου, καθώς και ασπίδες του τύπου που από την αρχαιότητα ονομαζόταν «ἀργολική ἀσπίς», «ἀσπίς ὁπλιτική» ή «ὃπλον», με επένδυση και προσαρτήματα από λεπτότατα ελάσματα χαλκού και σώμα από οργανικά υλικά. Τα όπλα αυτά είναι βέβαιο ότι δεν αποτελούν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων, όπως αντιθέτως ισχύει για μεγάλο μέρος των επιθετικών όπλων της εποχής. Έφτασαν στη Μακεδονία μέσω του εμπορικού δικτύου και αποτελούν τυπικά προϊόντα εργαστηρίων της βορειοανατολικής Πελοποννήσου.
Πρόκειται για αμυντικό οπλισμό αλληλένδετο ως προς τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του με την εφαρμογή της τακτικής της οπλιτικής φάλαγγας. Η τακτική αυτή, που εμφανίζεται ήδη διαμορφωμένη στην καμπή προς τον 7ο αιώνα π.Χ., συνδυάζεται χρονικά, κατά την εμφάνισή της, με την εισαγωγή δημοκρατικών θεσμών στα τοπικά πολιτεύματα. Στα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια η τακτική της οπλιτικής φάλαγγας εφαρμόζεται σε όλες τις πόλεις της νότιας Ελλάδας, οι οποίες έχουν οργανώσει στρατούς και εκπαιδεύσει πολεμιστές ως οπλίτες. Στη Μακεδονία ωστόσο η οπλιτική φάλαγγα δεν χρησιμοποιείται ακόμη. Φαίνεται ότι στη περίπτωση της Μακεδονίας, όπου την κυριότερη πολεμική δραστηριότητα της εποχής αποτελούσε αναμφίβολα η απώθηση των βορειότερων φύλων που πραγματοποιούσαν επιδρομές σε άτακτες ομάδες, κυρίως έφιππες, καταστρέφοντας και λεηλατώντας την ύπαιθρο, η ανάπτυξη της φάλαγγας εναντίον τέτοιων απειλών θα ήταν οπωσδήποτε αναποτελεσματική. Ωστόσο, επιφανείς κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι επιθυμούσαν να έχουν στην κατοχή τους τα καλύτερα όπλα που διέθετε η αγορά, έστω και για χρήση σε αυτή την άτακτη μορφή πολέμου, είχαν την δυνατότητα να αποκτήσουν τον πλέον προηγμένο οπλισμό της εποχής τους από κράνη κορινθιακά ή ιλλυρικού τύπου και ασπίδες αργολικές, τα οποία τους ήταν προσπελάσιμα μέσω του εμπορικού δικτύου που τους εφοδίαζε, μεταξύ άλλων, με αγγεία, σκεύη, αρώματα, κοσμήματα και υφάσματα.
Σε αυτό το εμπορικό δίκτυο κυριαρχεί στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα η Κόρινθος, ενώ από τα μέσα του αιώνα αυτού η Αθήνα εμφανίζεται με δυναμισμό στην περιοχή, όπως δείχνουν τα κεραμικά ευρήματα αττικής παραγωγής. Ωστόσο στην περίπτωση των όπλων, ποικίλα δεδομένα μάς επιτρέπουν τη βεβαιότητα, ότι, παρά την ισχυρή εμπορική της διείσδυση, η Αθήνα δεν φαίνεται να διαθέτει την εποχή αυτή το επίπεδο της εξειδικευμένης μεταλλοτεχνίας για την απαιτητική, μαζική και ποιοτική παραγωγή τέτοιου οπλισμού, το οποίο θα αποκτήσει αργότερα.
Στα αρχαϊκά χρόνια η αύξηση του πλήθους των ευρημάτων συνδυάζεται και με αύξηση των αρχαιολογικών θέσεων από τις οποίες αυτά προέρχονται. Το σημαντικότερο ανασκαφικό σύνολο που απέδωσε όπλα αυτής της εποχής είναι ασφαλώς αυτό του νεκροταφείου της Σίνδου, στο οποίο βρέθηκε ένα πολυάριθμο σύνολο παντοειδών όπλων, καλής κατασκευαστικής ποιότητας και σε αρκετές περιπτώσεις ακριβής διακόσμησης. Σε αυτό προστίθεται τα τελευταία χρόνια το επίσης πλούσιο σύνολο όπλων από την ανασκαφή ενός νεκροταφείου της περιοχής Αρχοντικού Γιαννιτσών, το οποίο συμπληρώνει τις πληροφορίες του συνόλου της Σίνδου. Ωστόσο, το πλουσιότερο αριθμητικά σύνολο προέρχεται από την ανασκαφή του αρχαϊκού νεκροταφείου της περιοχής Αγίας Παρασκευής Θεσσαλονίκης, στο οποίο οι ανδρικές ταφές είχαν κτεριστεί κατά κανόνα με ζεύγος λογχών, εγχειρίδιο ή ξίφος και σε λίγες περιπτώσεις με χάλκινο κράνος. Ανάλογα ευρήματα έχουν αποκαλυφθεί κατά μεγάλες ενότητες και στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, στην Αιανή Κοζάνης και κατά μικρότερα σύνολα σε διάσπαρτα σημεία της Μακεδονίας.
Το μεγάλο πλήθος και η εντυπωσιακή διασπορά των ευρημάτων αυτών καθιστούν εξαιρετικά αξιοσημείωτη την παντελή απουσία σχετικών στοιχείων κατά το διάστημα αυτό, από μια εκ των παλαιότερων και ευρύτερων συστηματικών ανασκαφών της Μακεδονίας, συτή της Βεργίνας. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη γενική μαρτυρία των ανασκαφικών στοιχείων που δηλώνουν ότι στην αρχαία πόλη, την οποία το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ερευνά στη θέση της σημερινής Βεργίνας, εμφανίζεται διακοπή της ανθρώπινης παρουσίας από τα μέσα του 7ου αιώνα μέχρι το 530 π.Χ. Περίπου, ως αποτέλεσμα του εκτοπισμού του ντόπιου πιερικού πληθυσμού από τους επήλυδες (ξενόφερτους)Μακεδόνες.
Ο βασιλιάς Αρχέλαος (413-399 π.Χ.), σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (2.100,2), επέφερε βελτιώσεις στο ιππικό και τον οπλισμό των Μακεδόνων, αλλά ο χαρακτήρας αυτών των βελτιώσεων δεν είναι προσδιορίσιμος βάσει των διαθέσιμων στοιχείων. Διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με το αντικείμενο αυτής της επέμβασης, ωστόσο βέβαιο είναι ότι με τις πολεμικές απαιτήσεις της πολιτικής του βασιλείου να αυξάνονται, η ανάγκη για τη δημιουργία και τον εξοπλισμό οργανωμένου και εκσυγχρονισμένου μακεδονικού στρατού ήταν πλέον αμετάκλητη. Και αν η διαδικασία αυτή έχει ως αφετηρία της τον Αρχέλαο, η βελτίωση του οπλισμού και της πολεμικής τεχνικής των Μακεδόνων κορυφώνεται με τις καινοτομίες του Φιλίππου Β´(359-336 π.Χ.), ο οποίος, κατά την παραμονή του στη Θήβα ως όμηρος, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει εκ του σύνεγγυς την οργάνωση του ισχυρότερου στρατού της εποχής και την τακτική της στρατηγικής του ιδιοφυούς Επαμεινώνδα. Με αυτές τις γνώσεις και με εμφανή στη διάταξή της την επίδραση της βοιωτικής παράταξης, ο Φίλιππος Β´ οργάνωσε τη μακεδονική φάλαγγα, η οποία τελειοποιήθηκε οριστικά από τον Αλέξανδρο, με βάθος δεκαέξι σειρών.
Ο Φίλιππος Β´, έχοντας συνδυάσει τη βάση της παράταξης του Επαμεινώνδα και τους νεωτερισμούς του Ιφικράτη στον οπλισμό, χρειαζόταν μόνο το εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό για να θέσει σε λειτουργία την πολεμική του μηχανή. Καθιέρωσε τη συστηματική και μόνιμη εκγύμναση του στρατού και δημιούργησε έναν τακτικό εθνικό στρατό από τον διάσπαρτο πληθυσμό των χωρικών της Μακεδονίας, με αντοχή στις μακροχρόνιες εκστρατείες, οι οποίοι αν και δεν ήταν σε θέση να προμηθευτούν οι ίδιοι τον οπλισμό τους, όπως οι οπλίτες των πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας, εκπαιδεύτηκαν ικανοποιητικά και λειτούργησαν ως πειθαρχημένο, αν και δύσκαμπτο και βραδυκίνητο σώμα, με ουσιαστικό προσόν την αφοσίωση που έτρεφαν προς τον αρχηγό τους.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο στρατιωτικό σώμα, η μακεδονική φάλαγξ, η οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), και παρά τα αδύνατα σημεία της, μπορούσε να συνδυάζεται εξαιρετικά με το ιππικό και τα σώματα ψιλών. Τα μέλη της είχαν το τιμητικό όνομα πεζεταίροι, κατ᾽αναλογίαν προς το βαρύ ιππικό, που το αποτελούσαν οι ἑταῖροι. Τόσο ο Φίλιππος, όσο και ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησαν και μισθοφορικά σώματα, ο στρατός τους όμως εξακολουθούσε να είναι κατά βάση εθνικός. Παρά τη σημασία της μακεδονικής φάλαγγας για τον μακεδονικό στρατό, η μαρτυρία των πηγών δηλώνει σαφώς ότι η πρωτοκαθεδρία εξακολούθησε να ανήκει στο πεζικό.
Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να βελτιώσει τα προβλήματα ευελιξίας της φάλαγγας, αλλά ουσιαστική καινοτομία του αποτελεί η ανάδειξη του κυρίαρχου ρόλου του ιππικού. Η Μακεδονία παραδοσιακά και λόγω των εκτεταμένων πεδιάδων της, ήταν χώρα ιππική. Ο Ξενοφών (Ἑλληνικά5.2-3) κάνει λόγο για τα κατορθώματα του Ελίμειου Δέρδα και τον ιππέων του, στους οποίους το σύγχρονο ιππικό της νότιας Ελλάδας δεν κατόρθωνε να ανταγωνιστεί. Η παλιά αριτοκρατική έφιππη ακολουθία του βασιλιά, μετατράπηκε από τον Αλέξανδρο σε μια μικρή αλλά ζωτική δύναμη κρούσεως, το ιππικό των εταίρων, ισχύος περίπου 2.000 ανδρών, του οποίου ηγείτο προσωπικώς ο βασιλιάς.
Η σάρισα, το κύριο όπλο της μακεδονικής φάλαγγας, δεν ήταν παρά ένα ισχυρό δόρυ, με μήκος στελέχους το οποίο αποτελεί αντικείμενο ασυμφωνίας μεταξύ των πηγών. Φαίνεται ότι σταδιακά αυξάνεται από 4.50 έως 6 μέτρα περίπου, με αιχμή κανονικού μήκους. Το συνολικό βάρος της σάρισας υπολογίζεται σε 3.3-6.2 κιλά. Η δημιουργία του αποτελεσματικού αυτού όπλου οφείλεται κατά πολύ στην επίδραση του Ιφικράτη, ο οποίος σχεδίασε, κατά πληροφορία του Διόδωρου (15.44,3), τη σημαντική επιμήκυνση του δόρατος των πελταστών. Ο Πολύβιος (18.29,2) εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η φάλαγγα χρησιμοποίησε τη σάρισα. Την κρατούσαν και με τα δύο χέρια και από το αριστερό χέρι που προβαλλόταν, ως το πίσω άκρο έμεναν έξι πόδες. Η ελεύθερη προβολή, μήκους δεκαπέντε ποδών, επέτρεπε μόνο στις πέντε πρώτες σειρές να χρησιμοποιούν τη σάρισα στην επίθεση. Από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η σάρισα του πεζικού δεν διέθετε σαυρωτήρα, αφενός για να μην επιβαρύνεται επιπλέον αυτό το εξαιρετικά επίμηκες και βαρύ όπλο και αφετέρου επειδή δεν ήταν απαραίτητη η λειτουργία του σαυρωτήρα ως αντίβαρου της αιχμής, όπως στη σάρισα του βαριά οπλισμένου ιππικού που δημιούργησε ο Αλέξανδρος, εφόσον οι πεζοί την κρατούσαν με τα δύο χέρια. Η λόγχη της σάρισας δεν ήταν οπωσδήποτε μεγάλη και μπορούμε με ασφάλεια να αναγνωρίσουμε ως λόγχες σαρισών πολλά από τα μετρίου μεγέθους σιδερένια παραδείγματα ισχυρών λογχών από μακεδονικά νεκροταφεία, τα οποία παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία. Αποτελεί σύνηθες αρχαιολογικό σφάλμα η ταύτιση κάθε επίμηκους λόγχης με σάρισα, αφού πολλές επιμήκεις λόγχες μεταξύ των ευρημάτων που διαθέτουμε, είναι βέβαιον ότι ήταν ακατάλληλες για πολεμική χρήση και προορίζονταν αποκλειστικά για το κυνήγι αγριόχοιρων και άλλων μεγάλων θηραμάτων. Διαθέτουμε ωστόσο όλες τις αποδείξεις που βεβαιώνουν ότι οι λόγχες των σαρισών είχαν συνήθως μέτριο μήκος. Για το στέλεχος της σάρισας χρησιμοποιούσαν κυρίως ξύλο κρανιάς (Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Άνάβασις 1.15.5), η οποία παράγει επιμήκη, ευθύγραμμα και ανθεκτικά στελέχη και είναι αυτοφυής στα μακεδονικά δάση.
Ο αμυντικός οπλισμός της μακεδονικής φάλαγγας ήταν απαραίτητο να είναι ελαφρύς, λόγω του βάρους της σάρισας και της ανάγκης για ευκινησία των χεριών. Αποτελείται κυρίως από μία μικρή ελαφριά ασπίδα, ὀκτωπάλαιστο κατά τον Ασκληπιόδοτο (Τακτικά 5.1), διαμέτρου δηλαδή 0.62 μ. Περίπου. Η ασπίδα αυτή απαντά στις πηγές ως «μακεδονική ἀσπίς», συχνά ως «πέλτη» και ενίοτε ως «πέλτη μακεδονική» (Πλούταρχος, Τίτος Φλαμινίνος 14). Ο σαρισοφόρος την εξαρτούσε με δερμάτινο τελαμώνα, διαγωνίως δεξιά του τραχήλου και προς τον αριστερό ώμο, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο ελεύθερα και τα δύο χέρια για τον χειρισμό της σάρισας.
Οι ασπίδες αυτού του τύπου απεικονίζονται συχνά σε έργα τέχνης και νομίσματα, ωστόσο η εύρεση πραγματικών λειψάνων τους είναι σπάνια. Τμήματα ενεπίγραφης, χάλκινης επένδυσης τέτοιων ασπίδων βρέθηκαν στο Δίον, στη Βεγόρα Φλώρινας και τη Δωδώνη. Η πρώτη είχε διάμετρο περί τα 0.74μ. Και έφερε την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕ[ΩΣ ΔΗΜΗΤΡ]ΙΟΥ. Η δεύτερη, διαμέτρου 0.736μ., έφερε την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩ[Σ ΑΝΤΙΓΟΝΟ]Υ και η τρίτη, η οποία αποτελούσε ανάθημα στο ιερό της Δωδώνης, είχε διάμετρο 0.66 μ. Και έφερε αναθηματική επιγραφή, από την οποία σώζεται η λέξη ΒΑ[ΣΙ]ΛΕΥΣ.
Ο σαρισοφόρος ήταν επίσης εξοπλισμένος με κνημίδες, κράνος και ξίφος. Οι πηγές δεν μας φωτίζουν σχετικά με το εάν οι πεζέταιροι χρησιμοποιούσαν θώρακες, ωστόσο είναι πολύ πιθανό να φορούσαν λινό ή δερμάτινο θώρακα, του τύπου που απαντά συχνά στην τέχνη της εποχής.
Τα αμυντικά κα τα επιθετικά όπλα των Μακεδόνων, από την εποχή που ακολούθησε τη βασιλεία του Φιλίππου Β´και εξής, διακρίνονται για την προηγμένη τεχνική στην κατασκευή τους, που τα καθιστούσε πιο ανθεκτικά και αποτελεσματικά. Η βελτίωση της τεχνικής κατεργασίας του σιδήρου, στην περίοδο της βασιλείας του Αλεξάνδρου, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σιδερένιων κρανών, σιδερένιων θωράκων και σιδερένιων προσαρτημάτων στις αργολικές ασπίδες. Επίσης, σίδηρος είναι το κύριο υλικό που χρησιμοποιείται, σε συνδυασμό με άλλα υλικά, κυρίως δέρμα και ύφασμα, για ένα νέο αμυντικό όπλο που συναντούμε στον μακεδονικό στρατό, το περιτραχήλιον.
Τα κράνη που χρησιμοποιούνται την εποχή αυτή, είναι τύπου πίλου, καθώς και χαλκιδικά, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και νέοι τύποι, προϊόντα κάθε δυνατού συνδυασμού επιμέρους στοιχείων παλαιότερων τύπων (Εικόνα 1). Τα κράνη των επιφανών πολεμιστών της εποχής μπορούσαν να φέρουν εντυπωσιακό λόφο, αλλά και δευτερεύοντα λοφία, όπως το κράνος της τοιχογραφίας της δεξιάς πλευράς του βόρειου τυμπάνου του τάφου των Λύσωνος και Καλλικλέους στα Λευκάδια (Εικόνα 1). Άλλα κράνη διέθεταν και σωληνωτές υποδοχές για φτερά, διατηρώντας την παράδοση των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Δύο μεγάλα λευκά φτερά, πιθανότατα στρουθοκαμήλου, κοσμούσαν και το κράνος του Αλεξάνδρου στη Μάχη του Γρανικού (Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος 16). Το μακεδονικό ιππικό είχε υιοθετήσει περισσότερους από έναν νοτιοελληνικούς τύπους κρανών που άφηναν ελεύθερο το πρόσωπο (Εικόνα 2), όπως το κράνος βοιωτικού τύπου, το οποίο συνιστάται από τον Ξενοφώντα (Περί Ἱππικῆς 12.3). Κατά την εκστρατεία στην Ασία φαίνεται ότι αξιοποιείται για πρώτη φορά στην κατασκευή κρανών, εκτός από τον ορείχαλκο και ο πανάρχαιο υλικό της οπλουργίας, ο σίδηρος, ο οποίος λόγω των ιδιατεροτήτων στην κατεργασία του φέρνει νέα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά και νέα σχήματα στα επιμέρους στοιχεία των κρανών της εποχής. Στη Μάχη των Γαυγαμήλων ο Αλέξανδρος φορά σιδερένιο κράνος, το οποίο ἔστιλβεν ὥσπερ ἄργυρος καθαρός, έργο του περίφημου κρανοποιού Θεοφίλου (Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος 32). Συνολικά πέντε σιδερένια κράνη έχουν βρεθεί στη Μακεδονία, από τα οποία μόνο το ένα σώζεται σχεδόν ακέραιο. Τρία βρέθηκαν στη Βεργίνα (στον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας και στους λεγόμενους τάφους του Πνευματικού κέντρου και της Ευρυδίκης) και δύο στην Αιανή Κοζάνης. Χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Στην ίδια περίοδο ανήκουν και τα δύο σιδερένια κράνη που βρέθηκαν το 1978 σε τάφο του Προδρομίου Θεσπρωτίας.
Αν και η χρήση θωράκων από τους φαλαγγίτες δεν είναι βεβαιωμένη, μαρτυρείται πολλαπλώς η χρήση τους από το ιππικό και τους αξιωματικούς (π.χ. Θουκυδίδης 2.100.5). Χρησιμοποιούνταν και οι δύο τύποι θωράκων της εποχής, ο ανατομικός και ο λινός, που στήριζαν την προστατευτική τους ικανότητα ο μεν ανατομικός στο μετάλλινο (χάλκινο ή σιδερένιο) έλασμα με απόδοση της ανατομίας του κορμού και ο δεύτερος στις πολλαπλές στρώσεις λινού υφάσματος. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για σύνθετες κατασκευές από συνδυασμό υλικών και προσαρτημάτων, που απέβλεπαν στην μέγιστη δυνατή προστασία του πολεμιστή με την ελάχιστη παρακακώλυση των κινήσεών του, χωρίς να παραβλέπεται και ο παράγων της λαμπρότητας και της πολυτέλειας, που οι πολεμιστές ανέκαθεν επιζητούσαν για τα όπλα τους. Διάφοροι συνδυασμοί των επιμέρους στοιχείων αυτών των βασικών τύπων θεωράκων, κάνουν επίσης την εμφάνισή τους στα χρόνια του Αλεξάνδρου. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο θώρακας που βρέθηκε σε τάφο στο Προδρόμι Θεσπρωτίας, ανατομικός κατά τα άλλα, αλλά με επώμια λινού τύπου και χρυσά προσαρτήματα. Στην ίδια κατηγορία μικτών τύπων ανήκει και ο θώρακας από τον θάλαμο του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας, λινός ως προς τον σχεδιασμό και την εξωτερική επιφάνειά του, αλλά ενισχυμένος εσωτερικά με σιδερένια ελάσματα και διακοσμημένος με χρυσά προσαρτήματα (Εικόνα 3). Στον ίδιο τάφο υπήρχαν άλλοι τρείς τυπικοί λινοί θώρακες, από τους οποίους διατηρήθηκαν μόνο τα χρυσά και τα αργυρά τους προσαρτήματα. Συνολικά βρέθηκαν δύο θώρακες στον θάλαμο και άλλοι δύο στον προθάλαμο, όπου βρέθηκε ταφή άλλου νεκρού. Λιγοστά υπολείμματα λινού θώρακα, παρόμοιου με τον πολυτελή θώρακα του τάφου ΙΙ της Βεργίνας, βρέθηκαν και στον μακεδονικό τάφο της Αγίας Παρασκευής Θεσσαλονίκης.
Τον λινό θώρακα γνωρίζουμε και από μια σειρά παραστάσεων πολεμιστών της εποχής. Είναι ο θώρακας που φορά ο Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό από το Ηράκλειο της Πομπηίας, ο εταίρος που εικονίζεται στην τοιχογραφία της πρόσοψης του λεγόμενου τάφου της Κρίσεως στα Λευκάδια, καθώς και ο πολεμιστής που εικονίζεται στην πρόσοψη του τάφου με τον θρόνο, στον τύμβο Μπέλα της Βεργίνας. Έναν περίτεχνο λινό θώρακα, λάφυρο από τη Μάχη της Ισσού (Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος 32) φορούσε ο Αλέξανδρος στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Πιό ασυνήθιστη φαίνεται ότι ήταν η χρήση φολιδωτών ή λεπιδωτών θωράκων. Πρόκειται στην ουσία για θώρακες λινούς ως προς το σχήμα και το κύριο υλικό τους, ενισχυμένους όμως κατά τα πιο καίρια σημεία τους με ελασμάτινες φολίδες ή λέπια, κυρίως από χαλκό. Σε έναν τέτοιο πολυτελή θώρακα ανήκουν οι λιγοστές φολίδες από επιχρυσωμένο χαλκό που άφησαν πίσω τους οι τυμβωρύχοι στον μακεδονικό τάφο που βρίσκεται κοντά στο Πνευματικό Κέντρο της Βεργίνας.
Οι κνημίδες, προσαρμοσμένες ως προς τη μορφή τους στην ανατομία των κνημών και σχεδόν στερούμενες οποιασδήποτε διακόσμησης, ήταν κατασκευασμένες από ορείχαλκο με δερμάτινη επένδυση εσωτερικά (Εικόνα 1), και άλλοτε από χαλκό, όπως τα δύο ζεύγη κνημίδων που βρέθηκαν στον τάφο ΙΙ και τον τάφο ΙΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας.
Εκτός από τους άνδρες της φάλαγγας, ασπίδες χρησιμοποιούσαν και οι ιππείς, όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά στοιχεία και την πληροφορία του Πλουτάρχου (Ἀλέξανδρος 16) ότι ο Αλέξανδρος στη μάχη του Γρανικού είχε ασπίδα, την οποία ονομάζει πέλτη. Στον 3ο αιώνα είναι βέβαιο ότι οι ιππείς χρησιμοποιούσαν έναν μεγαλύτερο τύπο της μακεδονικής ασπίδας, διαμέτρου 0.75 μ. περίπου, η οποία διέθετε διπλό σύστημα λαβών, με πόρπακα και αντιλαβή, στοιχεία που δανείστηκε από την οπλιτική ασπίδα. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι οι εταίροι χρησιμοποιούσαν ενίοτε και οπλιτικές ασπίδες του λεγόμενου αργολικού τύπου. Τέτοιες ασπίδες, οι οποίες χρονολογούνται στο τελεταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ., βρέθηκαν σωζόμενες αποσπασματικά συνολικά δέκα. Τέσσερις βρέθηκαν στη Βεργίνα (τρείς στον μακεδονικό τάφο ΙΙ και μία στην ακρόπολη), τρεις στους κιβωτιόσχημους τάφους Α και Β του Δερβενίου, δύο στα Λευκάδια (στους λεγόμενους τάφους της Κρίσεως και του Kinch) και μία σε τάφο της Σεβαστής Πιερίας. Οι περισσότερες είχαν σιδερένια προσαρτήματα, ενώ δύο ήταν πιο πολυτελείς με προσαρτήματα από χρυσό, άργυρο και άλλα πολύτιμα υλικά. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται και οι χρυσελεφάντινες ασπίδες του τάφου Α του Δερβενίου και του τάφου ΙΙ της Βεργίνας, ενός αξιοθαύμαστου όπλου. Τα σωζόμενα στοιχεία προέρχονται από τη διακόσμησή της, που αποτελείται από συνδυασμό πολύτιμων υλικών, χρυσού, αργύρου, ελεφαντόδοντου και γυαλιού (Εικόνα 4). Ως κεντρικό έμβλημα της ασπίδας (ἐπίσημον, σῆμα ἡ ἐπίσημα) χρησιμοποιήθηκε ένα ανάγλυφο σύμπλεγμα από ελεφαντόδοντο, που εικονίζει σκηνή αμαζονομαχίας. Το σώμα της ασπίδας αυτής, όπως και κάθε ασπίδας αυτού του τύπου, στο οποίο τα συγκεκριμένα όπλα όφειλαν την αντοχή τους, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο, το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν διατηρήθηκε. Διατηρήθηκαν ωστόσο τα καρφιά που στερέωναν τα μετάλλινα προσαρτήματα του όπλου στο ξύλινο σώμα του καθώς και τα ίδια τα μετάλλινα προσαρτήματα, υλικό το οποίο επιτρέπει την ασφαλή ανασύσταση της μορφής της συγκεκριμένης ασπίδας, η οποία δεν συμφωνεί με τη μορφή και τις διαστάσεις με τις οποίες ανασυγκροτήθηκε προχείρως και σήμερα εκτίθεται. Τα εξωτερικά προσαρτήματα των ασπίδων αυτών έχουν διακοσμητικό προορισμό και επομένως ελάχιστα συνεισφέρουν στην προστασία του πολεμιστή. Όλα τα κατασκευαστικά στοιχεία της «χρυσελεφάντινης» ασπίδας της Βεργίνας οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η δομή της διέθετε την κανονική αντοχή ενός τέτοιου όπλου και επομένως ήταν απολύτως κατάλληλη για να προστατεύσει στη μάχη τον πολεμιστή που τη χρησιμοποιούσε. Η πολυτελής διακόσμηση δεν αποτελούσε εμπόδιο για την πολεμική χρήση του όπλου, καθώς οι πηγές και τα ευρήματα δηλώνουν απερίφραστα ότι οι πολεμιστές επεδίωκαν να πολεμούν με τα πολυτελέστερα όπλα που τους επέτρεπε η οικονομική τους δυνατότητα να αποκτήσουν, ενώ πηγές και παραστάσεις περιγράφουν την πολεμική χρήση ασπίδων με πολύτιμα, ογκώδη ή ενίοτε και σχεδόν ολόγλυφα επίσημα.
Ένα μεγάλο ορειχάλκινο ασπιδοειδές αντικείμενο που βρέθηκε πάνω από τα συντρίμμια της «χρυσελεφάντινης» ασπίδας της Βεργίνας και θεωρήθηκε ότι αποτελούσε κάλυμμά της, διαπιστώθηκε τελικά ότι εντάσσεται στο παρακείμενο σύνολο σκευών λουτρού και ότι επρόκειτο για έναν τύπο λεκάνης, γνωστό από τις παραστάσεις και τις πηγές με τα ονόματα ποδανιπτήρ ή και ἀσπίς, λόγω του ασπιδοειδούς σχήματός του.
Ιδιαίτερο στοιχείο της πανοπλίας των μακεδόνων αξιωματικών είναι το περιτραχήλιον, αμυντικό όπλο για την προστασία του τραχήλου και του ακάλυπτου από τον θώρακα, πρόσθιου τμήματος του λαιμού. Η χρήση, η μορφή και η ονομασία του μάς ήταν άγνωστα μέχρι την εύρεση των περιτραχηλίων του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας, τα οποία αρχικά αναφέρονταν ως περιλαίμια. Από τη μελέτη αυτών εντοπίστηκε στη γραμματεία και το όνομα του όπλου, περιτραχήλιον, το οποίο αναφέρει ο Πλούταρχος (Ἀλέξανδρος 32).
Η κατασκευή του ήταν σύνθετη, με πυρήνα από σιδερένιο μηνοειδές έλασμα, (σε σχήμα ημισελήνου) επενδεδυμένο με δέρμα εσωτερικά και εξωτερικά και διακοσμημένο με αργυρό, επιχρυσωμένο έλασμα και με την τεχνική της έκκρουσης κατάφορτο από διακοσμητικά θέματα, με ομόκεντρη διάταξη που παρακολουθεί τις παρυφές του. Οι πηγές και τα ευρήματα βεβαιώνουν ότι πρόκειται για στοιχείο του οπλισμού των εταίρων. Τα ίδια στοιχεία τοποθετούν την εμφάνισή του στην εποχή του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Ἀλέξανδρος32), φορούσε στη μάχη των Γαυγαμήλων ένα τέτοιο περιτραχήλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Στη Μακεδονία έχουν βρεθεί έως τώρα έξι περιτραχήλια, από τα οποία τα τρία με επίχρυσο διακοσμημένο έλασμα (Εικόνα 5). Τέσσερα βρέθηκαν στους δύο ασύλητους μακεδονικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας (τρία στον τάφο ΙΙ και ένα στον τάφο ΙΙΙ), ένα σε διθάλαμο κιβωτιόσχημο τάφο εταίρου στην Κατερίνη και ένα σε ένα ασύλητο κιβωτιόσχημο τάφο εταίρου στην Πύδνα. Τα παραπάνω περιτραχήλια χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. Παρόμοια περιτραχήλια, της ίδιας χρονικής περιόδου, κατασκευασμένα στο ίδιο εργαστήριο με αυτά της Μακεδονίας, βρέθηκαν και σε τάφους αξιωματούχων Θρακών, στη Βουλγαρία, και συγκεκριμένα στο Mezek, στη Varbica, στο Jancovo και πρόσφατα την Σευθέπολη (τύμβος Golyama Kosmatka). Τμήματα ενός ακόμη, παρόμοιου πολυτελούς περιτραχηλίου, έργου του ίδιου εργαστηρίου, αλλά αγνώστου προελεύσεως, βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Τα ξίφη των πεζών ήταν μετρίου μεγέθους, με λεπίδα αμφίστομη και λαβή από ξύλο, διακοσμημένη ενίοτε με οστό ή ελεφαντόδοντο, συνδυασμένο στις καλύτερες περιπτώσεις με χρυσά ελάσματα με περίτμητα διακοσμητικά θέματα, όπως μικρογραφικά ανθέμια, άκανθες, αλλά και μικρογραφική μορφή Νίκης, συνδυασμένης με φυτικό κόσμημα, γνωστή από ένα ωραίο ξίφος των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αιώνα που βράθηκε σε τάφο της Βέροιας. Αυτά τα χρυσά κοσμήματα αποτελούσαν κατά κανόνα τις εφηλίδες [τo πεπλατυσμένο τμήμα που καλύπτει την κεφαλή καρφιού ή κατασκευή (πρόσθετο στοιχείο, σκάλισμα κ.λπ.) που το μιμείται (για διακοσμητικούς λόγους)] των ηλίσκων (μικρών καρφιών)με τους οποίους συνδέονταν τα επί μέρους στοιχεία της λαβής.
Οι ιππείς χρησιμοποιούσαν κυρίως την κοπίδα ή μάχαιρα, όπλο που θεωρεί ιδεώδες γι᾽αυτούς ο Ξενοφών (Περί Ἱππικῆς 12.11). Πρόκειται για ισχυρότατο, μονόστομο, τέμνον ξίφος, με βαριά, κυρτή λείδα που λειτουργούσε σαν μάχαιρα (Εικόνα 1), και χαρακτηριστική λαβή, διαμορφωμένη για ασφαλές κράτημα. Ενδεικτικό της ισχύος των πληγμάτων που μπορούσε να επιτύχει το συγκεκριμένο όπλο, είναι ένα περιστατικό που αναφέρει ο Πλούταρχος (Ἀλέξανδρος 16). Στη μάχη του Γρανικού ο Κλείτος χρησιμοποιώντας κοπίδα, με μια κίνηση απέκοψε το χέρι του πέρση στρατηγού Σπιθριδάτη στον ώμο, τη στιγμή που εκείνος, με υψωμένη τη δική του κοπίδα, ετοιμαζόταν να καταφέρει θανάσιμο χτύπημα στον Αλέξανδρο. Όπως είναι φυσικό και ο Αλέξανδρος, ως ιππέας, χρησιμοποιούσε κυρίως κοπίδα. Στη μάχη των Γαυγαμήλων μάλιστα, χρησιμοποίησε μια κοπίδα, την οποία του είχε προσφέρει ο βασιλιάς του κυπριακού Κιτίου, εξαιρετική ως προς το μικρό βάρος και το άριστο ατσάλωμά της (θαυμαστήν βαφῇ καὶ κουφότητι, Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος 32).
Τα ξίφη και οι κοπίδες εξαρτώνταν αριστερά της μέσης του πολεμιστή με δερμάτινους τελαμώνες, περασμένους διαγωνίως από τη δεξιά πλευρά του τραχήλου, μέσα στους κολεούς τους, που άφηναν πάντοτε γυμνή τη λαβή, έτοιμα προς ἀνάσπασιν (ανάσυρση). Οι κολεοί ήταν ελαφρές κατασκευές απο λεπτά τμήματα ξύλου στο σχήμα της λεπίδας, επενδεδυμένα εξωτερικά με ύφασμα ή δέρμα και διακοσμημένα με οστό, ελεφαντόδοντο ή και ελασμάτινα κοσμήματα από χρυσό. Οι απολήξεις τους έφεραν κατά κανόνα ξύλινο, οστέινο ή ελεφαντοστέινο μύκητα, ένα προσάρτημα σχήματος μανιταριού, στο οποίο οφείλει το όνομά του, το οποίο συνείχε την οξεία απόληξη των ξύλινων στοιχείων του κολεού (Ηρόδοτος 3.64). Τέτοιοι κολεοί, γνωστοί από τις παραστάσεις σκηνών μάχης και κυνηγιού, μας έγιναν πληρέστερα γνωστοί, ως προς τα τεχικά τους στοιχεία, βάσει των ταφικών ευρημάτων της Μακεδονίας, αφού σε αρκετές περιπτώσεις τα ξίφη και οι κοπίδες που βρέθηκαν σε τάφους διατηρούσαν κατά μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό και τμήματα του κολεού τους, που διασώθηκαν κυρίως λόγω του διαποτισμού τους από τα προϊόντα διάβρωσης του σιδήρου της λεπίδας που περιείχαν.
Το κύριο επιθετικό όπλο των ιππέων, η ιππική σάρισα, με μήκος περίπου 4.50 μ., ήταν μικρότερη ως προς αυτή τη διάσταση από τη σάρισα της φάλαγγας, διέθετε όμοια λόγχη και ήταν απαραιτήτως εφοδιασμένη με σαυρωτήρα, ο οποίος αντισταθμίζοντας το βάρος της αιχμής, επέτρεπε τη χρήση του επιμήκους όπλου μόνο με το δεξί χέρι, όπως ακριβώς τη χειρίζεται στο ψηφιδωτό του Μουσείου Νεαπόλεως ο Αλέξανδρος (έχοντας διαπεράσει με αυτή το σώμα του αντιπάλου του), αλλά και ο πολεμιστής της τοιχογραφίας του λεγόμενου τάφου του Kinch στα Λευκάδια της Νάουσας. Πολυάριθμα είνα τα στοιχεία των πηγών σχετικά με την ιππική χρήση αυτού του όπλου, οι παραστάσεις μάς ζωντανεύουν την τρομερή δράση του στη μάχη και τα ταφικά ευρήματα της Μακεδονίας μάς επιτρέπουν να αγγίξουμε την ιστορία, καθώς αποτελούν σε πολλές περιπτώσεις απτά παραδείγματα όπλων των συμπολεμιστών του Αλεξάνδρου, που μιλούν για την τεχνική τους υπεροχή και για τους βαρβάρους που κατέβαλλαν (Εικόνα 2).
Παρά τη χρήση της σάρισας, ο μακεδονικός στρατός καθόλου δεν έπαψε να χρησιμοποιεί ξίφη, δόρατα, ακόντια, τόξα και σφενδόνες. Οι λόγχες των δοράτων, όπως και των ακοντίων, διακρίνονται για την ποικιλία του μεγέθους και της μορφής τους, ανάλογα με τις ειδικές χρήσεις για τις οποίες προορίζονταν. Είναι πάντοτε στομωμένες, έχουν πολύ καλή σφυρηλάτηση και σε κάποιες περιπτώσεις διακόσμηση με χρυσά ή αργυρά ελάσματα, εν είδει δακτυλίων στις απολήξεις των αυλών.
Οι κινήσεις της φάλαγγας υποστηρίζονταν από σώματα ελαφρά οπλισμένων ακοντιστών, σφενδονητών και πελταστών, τα οποία επανδρώθηκαν με Θράκες, Αγριάνες και Κρήτες. Σημαντικός αριθμός μολύδβινων βλημάτων από σφενδόνες (μολυβδίδων), σε αρκετές περιπτώσεις με επιγραφές, βρέθηκε στην Όλυνθο, την Πύδνα, τα Στάγειρα και τη Σκιώνη, αλλά και σποραδικά σε άλλα σημεία της Μακεδονίας. Σε ορισμένες μολυβδίδες από την Όλυνθο και αλλού, υπήρχαν επιγραφές με το όνομα του Φιλίππου ή αξιωματικών του, ενώ σε άλλες υπήρχαν σαρκαστικά μηνύματα προς τον αντίπαλο, όπως, αἰσχρὸ(ν) δῶρο(ν).
Οι τοξότες του Αλεξάνδρου χρησιμοποιούσαν τις συνήθεις δερμάτινες φαρέτρες για τα βέλη αλλά και μεγαλύτερου μεγέθους θήκες, στις οποίες τοποθετούσαν και το τόξο, οι οποίες δεν ήταν παρά δερμάτινοι σάκκοι, διαστάσεων και σχήματος ανάλογων προς το τόξο, με ένα χωριστό διαμέρισμα στο εσωτερικό τους για τη τοποθέτηση των βελών και με τελαμώνα για εξάρτηση από τον ώμο. Αυτές γενικά ονομάζονταν επίσης φαρέτρες και εξαιρετικά σπανιότερα γωρυτοί. Μια τέτοια φαρέτρα βρέθηκε στον προθάλαμο του μακεδονικού τάφου ΙΙ της Βεργίνας (Εικόνα 6). Ο δερμάτινος σάκος έφερε επένδυση από επιχρυσωμένο άργυρο, η οποία διατηρήθηκε μετά την αποσύνθεση του οργανικού μέρους της. Η επένδυση αυτή φέρει έκτυπη διακόσμηση με θέμα την άλωση μιας πόλης, από την οποία λείπουν τα συγκεκριμένα εικονογραφικά θέματα που θα μας επέτρεπαν να την ταυτίσουμε με την Ἱλίου πέρσιν.
Από το περιεχόμενο της φαρέτρας διαηρήθηκαν οι αιχμές και τα στελέχη των βελών καθώς και οι χρυσοί δακτύλιοι που κοσμούσαν το τόξο. Ανάλογη επένδυση φαρέτρας από αργυρό, επίχρυσο έλασμα βρέθηκαν το 1882 στο Karagodeuashkh του Kuban στη νότια Ρωσία. Η διακόσμησή του είναι ακριβώς όμοια με αυτή από την Βεργίνα και αποτελούν προϊόντα της ίδιας μήτρας και συνεπώς του ίδιου εργαστηρίου. Η άποψη ότι η φαρέτρα της Βεργίνας ανήκε στον σκύθη βασιλιά Ατέα και αποκτήθηκε από τον νεκρό του τάφου ως λάφυρο ή δώρο, συνηγορώντας στην ταύτιση του νεκρού με τον Φίλιππο Β´, ο οποίος είχε νικήσει τους Σκύθες, δεν ευσταθεί. Απεικονίσεις φαρετρών του συγκεκριμένου τύπου σε νομίσματα των Αλεξάνδρου Γ´, Φιλίππου Γ´ και Κασσάνδρου, μαρτυρούν την ευρεία χρήση τους από το μακεδονικό σώμα τοξοτών στα χρόνια του Αλεξάνδρου Γ´ και εξής.
Οι μισθοφόροι Θράκες χρησιμοποίησαν στη μάχη της Πύδνας ένα επίμηκες σιδερένιο όπλο, μήκους 1.50 μ. Περίπου, μια τεράστια μάχαιρα, που την χειρίζονταν με τα δύο χέρια, τη μετέφεραν εξαρτημένη με τελαμώνα πίσω από την πλάτη και ονομαζόταν ῥομφαία. Δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο για την αξιοποίησή της από τον μακεδονικό στρατό, είναι όμως ξεκάθαρο ότι χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά σε μακεδονικές επιχειρήσεις από μισθοφορικά σώματα Θρακών. Χαρακτηριστικό είναι ότι κανένα τέτοιο εύρημα δεν έχει αποδώσει μέχρι στιγμής ο μακεδονικός χώρος. Αντιθέτως, τρείς τάφοι της Ροδόπης βρέθηκαν κτερισμένοι με ρομφαίες, ευρισκόμενες σήμερα στο Μουσείο Κομοτηνής.
Στους χρόνους ακμής του μακεδονικού ιππικού, οι ιπποσκευές των πολεμικών ίππων ήταν ιδιαιτέρως επιμελημένης κατασκευής και ενίοτε πολυτελούς διακόσμησης και υλικού. Αρχαιολογικά ευρήματα και παραστάσεις δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο χαλινός που οι μακεδόνες ιππείς επέλεγαν για τον καλύτερο έλεγχο των πολεμικών ίππων τους, ήταν κυρίως ο υγρός, δηλαδή ο μαλακός και εύκαμπτος χαλινός, από επιμέρους τμήματα συνδεδεμένα με κινητές αρθρώσεις, τον οποίον συνιστά ο Ξενοφών (Περὶ Ἱππικῆς 10.10) ως τον πλέον κατάλληλο.
Ένας ακέραιος τέτοιος σιδερένιος χαλινός και τμήματα άλλων βρέθηκαν στον ασύλητο τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας και αποτελούσαν μέρος της πολεμικής ιπποσκευής των ίππων του νεκρού εταίρου, οι οποίοι, όπως μαρτυρούν τα καμένα οστικά τους κατάλοιπα, κάηκαν μαζί του στη νεκρική πυρά. Χάλκινα αλλά και αργυρά επιχρυσωμένα φάλαρα και προμετωπίδια βρέθηκαν σε τάφους εταίρων της Πύδνας και της Κατερίνης. Ως εφίππια οι μακεδόνες χρησιμοποιούσαν, εκτός από υφάσματα και δέρματα, και δορές θηρίων, όπως η δορά πάνθηρος που εικονίζεται στην χαμένη σήμερα τοιχογραφία σαρισοφόρου ιππέα στον μακεδονικό τάφο της Νάουσας, «τάφο του Kinch» (Εικόνα 2) και το εφίππιο του Αλεξάνδρου στο ψηφιδωτό της Πομπηίας. Απαραίτητο στοιχείο της πολεμικής ιπποσκευής αποτελούσαν οι πτερνιστήρες (μύωπες), οι οποίοι κατασκευάζονταν κυρίως από χαλκό και χαρακτηρίζονταν για τη μικρή, αιχμηρή ακή τους.
Ο πολεμικός εξοπλισμός του μακεδονικού στρατού ολοκληρώθηκε επί Φιλίππου Β´ με την εξέλιξη των πολεμικών μηχανών, οι οποίες, γνωστές ήδη από τον Διονύσιο των Συρακουσών, δέχτηκαν περαιτέρω βελτιώσεις και προσαρμογές. Στους μηχανικούς του Φιλίππου αποδίδετα η επινόηση του καταπέλτη που λειτουργούσε με συστροφή και οδήγησε στην τελειοποίηση του οξυβελούς καταπέλτη (μηχανή εκτόξευσης βελών και ακοντίων) και τη δημιουργία ενός νέου τύπου μηχανής, του λιθοβόλου καταπέλτη, ο οποίος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια του Αλεξάνδρου. Πιστεύεται ότι κατά την πολιορκία της Ολύνθου ο Φίλιππος χρησιμοποίησε μόνο τον οξυβελή καταπέλτη. Οι εκεί ανασκαφές απέφεραν έναν τύπο αιχμής βέλους, μεγάλου μεγέθους (μήκους 7.6 εκ.), με τρία πτερύγια, ενεπίγραφες από τη χύτευσή τους με το όνομα του «ΦΙΛΙΠΠΟ(Υ)», οι οποίες φαίνεται ότι εκτοξεύθηκαν από καταπέλτες του Φιλίππου κατά την πολιορκία του 348 π.Χ.
Πέρα από τις πολεμικές μηχανές υπό τον Φίλιππο εξελίσσονται και οι πολιορκητικές. Στην πολιορκία της Περίνθου (340 π.Χ.) ο Φίλιππος χρησιμοποίησε πύργους ύψους 37 μ., ενώ οι μηχανικοί τού Αλεξάνδρου στην πολιορκία της Τύρου (332 π.Χ.) κατασκεύασαν πολιορκητικούς πύργους ύψους 53 μ. Περίπου, με είκοσι ορόφους, στους οποίους είχαν στηθεί καταπέλτες. Αργότερα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής θα χρησιμοποιήσει στην πολιορκία της Ρόδου, το 304 π.Χ., την περίφημη ἑλέπολιν, έναν τεράστιο πολιορκητικό πύργο εννέα ορόφων, που ξεπερνούσε σε ύψος τα 40μ., έφερε καταπέλτες και ήταν επενδεδυμένος με σιδερένια ελάσματα.
Τα όπλα των Μακεδόνων τεκμηριώνουν αρχαιολογικά τις ιστορικές πληροφορίες σχετικά με τον πολεμικό χαρακτήρα του βασιλείου και αποτελούν αρχαιολογικό υλικό πλήρες πληροφοριών για την τεχνολογία και την πολεμική τέχνη της εποχής του.
Βιβλιογραφία
Adcock. F.E. 1957. The Creek and Macedonian Art of War. Berkeley & Los Angeles: University of California Press.
Anderson, J.K. 1976. Shields of eight palms width. CSCA 9:1-6.
Ανδρόνικος, M. 1984. Oι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας και οι άλλες αρχαιότητες. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Andronicos, Μ. 1970. Sarissa. BCH 94:91-107.
Burnt, Ρ.Α. 1963. Alexander’s Macedonian cavalry. JHS 83:27-46.
Connoly, P. 1981. Greece and Rome at War. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.
Dintsis, P. 1986. Hellenistische Helme. Ρώμη: Giorgio Bretschecider.
Θέμελης, Π., I. Τουράτσογλου κ.ά. 1997. Οι τάφοι τον Δερβενίου. Αθήνα: ΥΠΠΟ-ΤΑΠ.
Griffith, G.T. 1981. Peltasts and the origins of the Macedonian Phalanx. Στο Ancient Macedonian Studies in honor of Ch. G. Edson, επιμ. H. J. Dell, 161-167. Θεσσαλονίκη.
Liampi, K. 1998. Der makedonischen Schild. Βόννη.
Lippelt, O. 1910. Die griechischen Leichtbewaffneten bis auf Alexander den Grossen. Ιένα.
Manti, P.A. 1983. The cavalry sarissa. AncW 8:73-80.
Markle, M.M. 1978. The Macedonian sarissa, Spear, and Related Armor. AJA 81:483-497.
Markle M.M. 1982. Macedonian arms and tactics under Alexander the Great. StHA 10:86-111.
Marsden, E.W. 1969. Greek and Roman Artillery. Οξφόρδη: Clarendon Press.
Schaumberg, A. 1910. Bogen und Bogenschutzen bei den Griechen. Erlagen.
Snodgrass, A.M. 1967. Arms and Armour of the Greeks. Λονδίνο: Thames & Hudson. Μτφρ. στα ελλ. Β.Γ. Σταματοπούλου, επιμ. Π.Β. Φάκλαρης με τίτλο Τα όπλα των αρχαίων Ελλήνων (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2003).
Σταματοπούλου, Β.Γ. 2004. Όπλον. Η Αργολική ασπίδα και η τεχνολογία της. Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη.
Tarn, W.W. 1930. Hellenistic Naval and Military Developments. Cambridge: Cambridge University Press.
Φάκλαρης, Π.B. 1985. Περιτραχήλιον. ΑΔ 40:1-16.
Φάκλαρης, Π.B. 1986. Ιπποσκευές από τη Βεργίνα. ΑΔ 41:1-57.
Φάκλαρης, Π.B. 1994α. Τα όπλα. Στο Βεργίνα. Η Μεγάλη Τούμπα. Αρχαιολογικός Οδηγός, 104-113. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ.
Φάκλαρης, Π.B. 1994β. Κάλυμμα ασπίδος ή ασπίς; Στο Φηγός, τιμητικός τόμος για τον καθ. Σ. Δάκαρη, 137-148. Ιωάννινα.
Τα όπλα των Μακεδόνων
Σελίδες 357-372 και εικόνες 1-6 από το συλλογικό έργο: «Στη Μακεδονία από τον 7ο αι. π.Χ. ως την ύστερη αρχαιότητα» σε επιμέλεια Δημητρίου Β. Γραμμένου από τις εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ
γράφει ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Β. Φάκλαρης
Επιμέλεια παρουσίασης: Πυθεύς