Κρίθηκε ότι η δικαστική απόφαση δεν ήταν απαραίτητη, αλλά παρέμεινε σε ισχύ για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την οριστική ανάκλησή της.
Μία απίστευτη περιπέτεια έζησε ένα ζευγάρι, μετά την έκδοση απόφασης για απαγόρευση της συμβίωσης καθώς τα δικαστήρια έκριναν ότι έτσι θα εξυπηρετούσε το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού της γυναίκας το οποίο είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο και είχε την επιμέλεια.
Ειδικότερα, η γυναίκα παντρεύτηκε τον J. και απέκτησαν έναν γιο, τον Ε., ο οποίος γεννήθηκε το 2006. Λίγο μετά τον χωρισμό τους το 2008, ξεκίνησε σχέση με τον C.C. και άρχισαν να ζουν μαζί στη Μάλτα με τον Ε. Απέκτησαν μαζί ένα παιδί το 2016.
Στο μεταξύ, το 2012 ο J. άσκησε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τα δικαιώματα επικοινωνίας του, στο πλαίσιο του οποίου έθεσε το ζήτημα της παρουσίας του άνδρα με τον οποίο συμβίωνε η πρώην σύζυγός του, κατά τον χρόνο της επικοινωνίας του.
Διορίστηκε ειδικός επίτροπος για τα παιδιά, ο οποίος υπέβαλε έκθεση, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν προσβάσιμη στα μέρη. Την 1η Οκτωβρίου 2015 το Δικαστήριο διέταξε ότι απαγορεύεται στη γυναίκα να βλέπει (επομένως και να ζήσει μαζί) με τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν ζευγάρι, παρουσία του παιδιού της από τον προηγούμενο γάμο.
Επικαλούμενοι το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, το ζευγάρι προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ κατά των αρχών της Μάλτας και παραπονέθηκαν για τη δικαστική απόφαση που παρέμεινε σε ισχύ για σχεδόν πέντε χρόνια. Το ΕΔΔΑ τους δικαίωσε και επιδίκασε αποζημίωση 12.000 ευρώ.
Απαγόρευση συμβίωσης: Αδράνεια στην ανάκληση της απόφασης
Στην ταλαιπωρία των προσφευγόντων αναφέρεται η απόφαση του ΕΔΔΑ ως αποτέλεσμα του χωρισμού μεταξύ τους (στο μέτρο που δεν μπορούσαν πλέον να ζήσουν μαζί ή να συναντηθούν παρουσία του Ε.). «Για τους προσφεύγοντες, ένα ζευγάρι σε σταθερή σχέση, η δυνατότητα συνέχισης της συμβίωσης ήταν θεμελιώδες ζήτημα που εμπίπτει στην έννοια της οικογένειας, εξίσου με αυτό του γονέα με ένα παιδί. Έτσι, μια δικαστική απόφαση που είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τους προσφεύγοντες να συμβιώνουν συνιστούσε παρέμβαση σε μια από τις ουσιώδεις πτυχές της οικογενειακής τους ζωής» τονίζεται.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το οικογενειακό δικαστήριο δεν είχε εξετάσει εάν υπήρχε πραγματικός και συγκεκριμένος κίνδυνος για το παιδί και είχε παραβλέψει τις σχετικές πληροφορίες που του είχαν γνωστοποιηθεί.
«Κατά τον καθορισμό του μέτρου, δεν είχε διεξαγάγει μια σε βάθος εξέταση της συνολικής οικογενειακής κατάστασης για να επιτρέψει μια ισορροπημένη και λογική εκτίμηση των αντίστοιχων συμφερόντων κάθε ατόμου. Ακόμη και αν παραδεχόταν ότι με την έκδοση της εν λόγω απόφασης το δικαστήριο έσφαλε ως προς το ότι ενήργησε «γρήγορα» για να προστατεύσει τον Ε., του οποίου τα συμφέροντα ήταν πρωταρχικά, δεν φαινόταν να δικαιολογεί την αδράνεια τα επόμενα χρόνια» υποστηρίζει το ΕΔΔΑ.
Και προσθέτει: «Ειδικότερα, όταν το εγχώριο Δικαστήριο συνειδητοποίησε (από την έκθεση του εμπειρογνώμονα ψυχολόγου που υποβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2015) ότι η απόφαση δεν ήταν πλέον απαραίτητη, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σε αυτό το στάδιο ή σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή. Έτσι άφησε σε ισχύ τη δικαστική απόφαση σε αντίθεση με τη θετική υποχρέωση του κράτους να διευκολύνει την επανένωση το συντομότερο δυνατό».
«Ελλείψει ανάκλησης της απόφασης από το εγχώριο δικαστήριο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί σε οποιαδήποτε μορφή κύρωσης ή συνέπειας και συνέχιζαν να υποφέρουν από το άγχος και την αγωνία για το αν θα μπορέσουν ποτέ να επανενωθούν νόμιμα» καταλήγει.