Η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η άνοδος των επιτοκίων θα επηρεάσουν αρνητικά τις χρηματοδοτήσεις, εκτιμά η ΤτΕ
Αρνητικά θα επηρεάσουν τα επόμενα χρόνια τον ρυθμό αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις η αναμενόμενη υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του ονομαστικού ΑΕΠ (εκτιμάται στο 1,5% για το 2023) καθώς και η άνοδος των επιτοκίων. Αυτό υπογραμμίζει η ΤτΕ στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής προειδοποιώντας ότι «οι επιδράσεις αυτές θα συμβάλουν συνδυαστικά και στον περιορισμό του ρυθμού ανόδου των ιδιωτικών καταθέσεων».
Αν και όπως παρατηρεί η ΤτΕ η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα από τόκους για τον τραπεζικό κλάδο, αναμένεται από την άλλη «να μεταβάλει προς το αυστηρότερο τις συνθήκες χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, αλλά και να οδηγήσει σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, με δευτερογενείς δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και στη δυνατότητά τους για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές».
Οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με την ΤτΕ, μπορούν να προσβλέπουν σε παράγοντες που θα μετριάσουν τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία από την αύξηση του κόστους δανεισμού, αναφέροντας μεταξύ αυτών τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που απορροφούν σε ένα βαθμό το αυξημένο ενεργειακό κόστος και τη σημαντική στήριξη που παρέχεται από την εκταμίευση πόρων στο πλαίσιο του NextGenerationEU. Υποστηρικτικά στην τραπεζική χρηματοδότηση θα συμβάλει και η διοχέτευση πόρων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Οι αβεβαιότητες αυτές δεν έχουν επηρεάσει τις πιστώσεις για το τρέχον έτος, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ ο ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών, σε αντίθεση με τις τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά που συνέχισαν να συρρικνώνονται, έστω και με λιγότερο έντονο ετήσιο ρυθμό το δεκάμηνο του 2022. Τo δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης, δηλαδή οι νέες εκταμιεύσεις αφού αφαιρεθούν οι αποπληρωμές υφιστάμενων οφειλών από τις επιχειρήσεις, ήταν 450 εκατ. ευρώ, έναντι μόλις 35 εκατ. ευρώ το 2021, και η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης αποδίδεται στην ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ η οποία καταγράφηκε το 2022, καθώς και στην αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω της έξαρσης του πληθωρισμού. «Η άνοδος του κόστους των πρώτων υλών και των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων», παρατηρεί η ΤτΕ, ενώ «η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε κίνητρο από την πλευρά των επιχειρήσεων για τη διατήρηση αποθεμάτων πλεονάζουσας ρευστότητας». Τη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων ενίσχυσε επίσης η απόσυρση των μέτρων που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση των αρχικών φάσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα της επιστρεπτέας προκαταβολής και της αναστολής αποπληρωμών τραπεζικών δανείων, καθώς και το γεγονός ότι τα επιτόκια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρέμειναν χαμηλά, με το πραγματικό επιτόκιο να είναι αρνητικό.
Από την πλευρά της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων, σημαντική θετική επίδραση, σύμφωνα με την ΤτΕ, είχε η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Θετική συμβολή είχε και η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών μέσω των εισροών καταθέσεων πελατών οι οποίες καταγράφηκαν το δεκάμηνο του 2022, ενώ σε επαρκή επίπεδα διατηρήθηκαν και οι πόροι που αντλούν οι τράπεζες από το Ευρωσύστημα. Σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της πιστωτικής επέκτασης υποστηρίχθηκε από τα χρηματοδοτικά εργαλεία του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και ιδιαίτερα το πρόγραμμα εγγυήσεων με πόρους του Πανευρωπαϊκού Ταμείου Εγγυήσεων. Οι αντίστοιχες εκταμιεύσεις νέων τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις με τη χρήση του συγκεκριμένου χρηματοδοτικού μέσου ανήλθαν σε 2,5 δισ. ευρώ το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2022, δηλαδή 3,9% του μέσου υπολοίπου της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (και τους ελεύθερους επαγγελματίες) το ίδιο διάστημα. Η θετική αυτή τάση εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί μέχρι και το τέλος του 2022.
Αντίθετα, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν το διάστημα αυτό περιορισμένες, καθώς το ποσό των συμβασιοποιημένων τραπεζικών δανείων συγχρηματοδότησης, δηλαδή εκείνων μέσω αμιγώς τραπεζικών πόρων, χωρίς να περιλαμβάνονται τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ήταν μέχρι τον Οκτώβριο 549 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν 7,5% είχαν εκταμιευθεί.