Απορρίπτει αγωγή, λόγω μη πλήρωσης της υποκειμενικής υπόστασης. Έλλειψη δόλου άμεσου ή ενδεχόμενου στο πρόσωπο του εκδότη της επιταγής.
ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός απόφασης 6974/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ Αθηνών
(13° Τμήμα- Ενοχικό)
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Αικατερίνη Ντελή, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση στην οποία διάδικοι είναι:
ΕΚΚΑΛΩΝ : …………… (Α.Φ.Μ …………… … Δ.Ο.Υ …………… ), κάτοικος ………… Αττικής, επί της οδού …………….., τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του Λητώ ΖΑΖΟΠΟΥΛΟΥ (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών 015852), που κατέθεσε το υπ’ αριθ. ………… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» (Α.Φ.Μ ……………. Δ.Ο.Υ . ………..), που εδρεύει ….. …………… Αττικής, επί της οδού…………….. και εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ……………….. (Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών ……………..), που κατέθεσε το υπ’ αριθ, …………….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από ………2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. αγωγή της, ζητώντας τα αναφερόμενα σε αυτή.
Η υπόθεση συζητήθηκε, ερήμην του εναγομένου, κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο της ……………/2018, και το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 7898/2018 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος με την από ……../2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ……….-2019 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών ………../2019) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως από τη σειρά της εκ του οικείου πινακίου.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Προεδρεύουσα Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η υπό κρίση από ……../2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ……………-2019 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών …………/2019) έφεση του πρωτοδίκως ηττημένου εναγομένου (και ήδη εκκαλούντος) κατά της υπ’ αριθ. 7898/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην αυτού, κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από ………./2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….. /2014 αγωγή της πρωτοδίκως νικήσασας ενάγουσας (και ήδη εφεσίβλητης) εταιρείας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 – 498, 513 παρ. lβ, 516, 517, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, με κατάθεση του πρωτοτύπου δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, καθόσον αυτή επιδόθηκε στον εκκαλούντα, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις ………… (σχ. η προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, …………………) και το πρωτότυπο δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις ……… (σχ. η προαναφερόμενη έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί άμεσα, κατ’ άρθρο 528 του ΚΠολΔικ, η διά αυτής προσβαλλομένη απόφαση, ενόψει του ότι ο εκκαλών εναγόμενος είχε ερημοδικήσει στον πρώτο βαθμό και οι λόγοι της έφεσής του συνιστούν άρνηση της αγωγής της αντιδίκου του (ΑΠ 229 και 230/2020 δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»), πληττομένης διά αυτών της προσβαλλομένης απόφασης και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Ακολούθως, πρέπει να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ως άνω αγωγή, ως προς το ορισμένο, νόμω και κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτής (άρθρα 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔικ), κατά την ίδια, ως άνω, τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί, κατά την άσκησή της, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔικ, παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ [σχ. το υπ’ αριθ, …………/2019 ηλεκτρονικό παράβολο η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην υπ’ αριθ. ………..-2019 έκθεση καταθέσεως της κρινομένης εφέσεως), το οποίο πρέπει, μετά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή αυτής, να αποδοθεί στον καταθέσαντα εκκαλούντα, κατά τα προβλεπόμενα στην αμέσως προαναφερόμενη διάταξη.
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, με την από ……2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. /2014 αγωγή της, όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμάται ορθά από το Δικαστήριο τούτο, εκθέτει ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την ιδιότητά του ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», την οποία εκπροσωπούσε έναντι τρίτων, εξέδωσε στην Αθήνα σε διαταγή της και της παρέδωσε στις 3/12/2009, την υπ’ αριθ. ………. δίγραμμη μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας EFG Eurobank Ergasias, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 31/7/2010, ποσού …… ευρώ, πληρωτέα εκ του τηρούμενου στην τράπεζα αυτή υπ’ αριθ. ……… εταιρικού λογαριασμού, τελώντας σε γνώση, κατά το χρόνο έκδοσής της, ότι δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον εταιρικό λογαριασμό της πληρώτριας τράπεζας. Επίσης, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία εκθέτει ότι εμφάνισε νομότυπα και εμπρόθεσμα την επιταγή αυτή, στις 5/7/2010, στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα – εφεσίβλητη ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – εκκαλών να της καταβάλει το ποσό των …… ευρώ, για αποζημίωση της ζημίας που αυτή υπέστη ως εκ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του, συνιστάμενης στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής, πράξη που στοιχειοθετεί, κατ’ άρθρο 79 ν. 5960/1933, ποινικό αδίκημα, καθώς και στην εκ μέρους του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών όσον αφορά αφενός την φερεγγυότητα της εκπροσωπούμενης υπό αυτού εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας εξέδωσε την επιταγή, αφετέρου τη διαβεβαίωση ότι η επιταγή θα πληρωνόταν, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση. Επιπροσθέτως, η ενάγουσα – εφεσίβλητη ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του αντιδίκου της προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, λόγω της αδικοπραξίας του, λαμβανομένων υπόψη του αποκλειστικού πταίσματος αυτού, του ύψους της απαίτησης της, της βαρύτητας της πράξης του, της αφερεγγυότητας του και της απόκρυψης εκ μέρους του περιουσιακών στοιχείων, των ιδιαίτερων συντρεχουσών συνθηκών και συντρεχουσών περιστάσεων και των δυσμενέστατων σε βάρος της οικονομικών συνεπειών, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος του αντιδίκου της τα δικαστικά της έξοδα.
Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, διά της οποίας ασκείται, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή, αξίωση εξ αδικοπραξίας και για το καταψηφιστικό αίτημά της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά (σχ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ, κωδ…… ε-παράβολο ), είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματός της για τοκοφορία από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της, για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω στο σκεπτικό της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 71, 297, 298, 330, 340, 345, 481, 914, 926 του ΑΚ, 79 ν. 5960/1933, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2, 1047 παρ. 1 εδαφ, β’, 1049 παρ. 1 ΚΠολΔικ, καθόσον στο δικόγραφο αυτής περιέχεται ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς με σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της κατά το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) σε βάρος του εναγομένου (ήδη εκκαλούντος] και ειδικότερα, στο αγωγικό δικόγραφο διαλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία : (α) η έκδοση τυπικά έγκυρης μεταχρονολογημένης επιταγής, δηλαδή η συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπει ο νόμος (άρθρο 1 ν. ν. 5960/1933), (β) η υπογραφή του εκδότη εναγομένου επί της επιταγής, ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία «……….», με καταστατική εξουσία εκπροσώπησης αυτής, και ως εκ τούτου η ατομική αδικοπρακτική ευθύνη του, επί τη βάση της ποινικής ευθύνης αυτού, ως εκ της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που συνιστά ποινικό αδίκημα κατ’ άρθρο 79 ν. 5960/1933, (γ) η ιδιότητα της ενάγουσας – εφεσίβλητης εταιρείας ως νόμιμης κομίστριας της επιταγής, ως εις διαταγήν δικαιούχος αυτής, ( δ) η εν γνώσει του εναγομένου – εκκαλούντος έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο στην πληρώτρια τράπεζα εταιρικό λογαριασμό, κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, (ε) η νομότυπη και εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή εντός του χρονικού διαστήματος από τον χρόνο της πραγματικής έκδοσής της έως και τη λήξη του οκταημέρου από την ψευδή – αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής της, ενόψει του ότι επρόκειτο για μεταχρονολογημένη επιταγή, (στ) η μη πληρωμή της επιταγής και η εξ αυτού του λόγου πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα – εφεσίβλητη, ισόποσης με το πληρωτέο ποσό και (ζ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης και ζημιογόνου συμπεριφοράς του εναγομένου – εκκαλούντος (ΑΠ 29/2020, 179/2019, 1324/2019, ΑΠ 513/2014, ΑΠ 1656/2013, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Ακολούθως, κρίνονται απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου – εκκαλούντος και δη ότι έδει για το ορισμένο της αγωγής να διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της η απόφαση δυνάμει της οποίας η εταιρεία «…………..» κηρύχθηκε σε πτώχευση, το όνομα του Εισηγητή της πτωχεύσεως ή και του συνδίκου αυτής, καθώς και εάν η ενάγουσα – εφεσίβλητη αναγγέλθηκε στην πτωχευτική διαδικασία και για ποιο ποσό, ποια η σειρά κατάταξής της και εάν έχει γίνει εκκαθάριση της απαίτησής της, περιστατικά που – ενδεχομένως – να αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν αποδεικτικά μόνον εντός των πλαισίων της γενικής αρνήσεως της αγωγής που προβάλλεται από αυτόν και δη ως προς το στοιχείο της υπαιτιότητάς του. Επιπροσθέτως, δεν συνιστά στοιχείο του ορισμένου της αγωγής η μη αναφορά στο δικόγραφο αυτής της αλλαγής του φυσικού προσώπου που διατελούσε Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «….» κατά το χρόνο που εμφανίστηκε η επίδικη επιταγή προς πληρωμή. Τούτο διότι, δεδομένου ότι εν προκειμένω, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, πρόκειται για μεταχρονολογημένη επιταγή, η οποία έχει τη μεταχείριση της επιταγής εν όψει, η δε δυνατότητα μεταχρονολογήσεως της συνάγεται κατά τρόπο σαφή από τη διάταξη του άρθρου 28 του ν. 5690/1933, αυτή, όπως προεκτέθηκε, μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επομένη ημέρα, κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε, και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που σημειώνεται σε αυτήν ως ημερομηνία εκδόσεώς της. Επομένως, επί εκδόσεως ακάλυπτης μεταχρονολογημένης επιταγής που εκδίδεται για λογαριασμό νομικού προσώπου, ποινική ευθύνη κατ’ άρθρο 79 ν. 5960/1933 και επί τη βάση αυτής, αδικοπρακτική, κατ’ άρθρα 914 επ. του ΑΚ, ευθύνη και υποχρέωση έναντι του κομιστή προς αποκατάσταση της ζημίας του, έχει ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώση της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής, ή αποδεχόμενος την ανυπαρξία αντικρίσματος κατά τους παραπάνω χρόνους, και σε περίπτωση που μεσολάβησε αλλαγή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, δράστης της εκδόσεως ακάλυπτης μεταχρονολογημένης επιταγής για λογαριασμό αυτού, είναι ο εκδώσας την επιταγή, δηλαδή ο εκπρόσωπος της εταιρείας που υπέγραψε αυτήν κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως της και όχι εκείνος που την εκπροσωπούσε κατά το χρόνο εκδόσεως που αναγράφεται στην μεταχρονολοyημένη επιταγή ή και κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή [ΟλΑΠ (Ποιν) 123/1981 ΠοινΧρον ΛΑ’. 479, ΑΠ (Ποιν) 1394/2017, ΑΠ (Ποιν) 1035/2015, ΑΠ (Ποιν) 398/2010, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»]. Ακολούθως, ο περί αντιθέτου ισχυρισμός του εναγομένου – εκκαλούντος κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Αντιθέτως, η αγωγή κρίνεται αόριστη κι ως εκ τούτου απορριπτέα όσον αφορά την επιχειρούμενη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του Α.Κ, καθόσον στο δικόγραφο αυτής ουδόλως διαλαμβάνονται τα συγκεκριμένα εκείνα περιστατικά, τα οποία ο εναγόμενος (ήδη εκκαλών) παρέστησε ως αληθή στην αντίδικό του, περί της φερεγγυότητας της εταιρείας που εκπροσωπούσε, καίτοι γνώριζε ότι ήταν ψευδή, ως και εκείνα που συνιστούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ενέργειάς του αυτής και της πειθούς της αντιδίκου του να δεχθεί την έκδοση της επίδικης επιταγής εις διαταγήν της, μη αρκούμενης της γενικόλογης και ασαφούς αναφοράς στην αγωγή ότι ο αυτός της παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά, διαβεβαιώνοντας την αφενός για την φερεγγυότητα της εταιρείας που εκπροσωπούσε, αφετέρου ότι αυτή θα πληρωνόταν, με την επισημείωση ότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός συνιστά αναφορά γεγονότος αναγόμενου στο μέλλον. Εξάλλου, όσον αφορά το αίτημα για τοκογονία, τούτο κρίνεται ως νόμιμο για το χρόνο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, απορριπτομένου ως μη νόμιμου για τον προγενέστερο αυτής χρόνο και δη από την επομένη της εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της, καθόσον επί αδικοπρακτικής ευθύνης χρονικό σημείο έναρξης της τοκοφορίας είναι η εξώδικη η δικαστική όχληση του υπαιτίου και ζημιώσαντος και σε κάθε περίπτωση η επίδοση της σχετικής αγωγής, καθόσον δεν θεσπίζεται εκ του νόμου δήλη ημέρα για την εκπλήρωση των αξιώσεων που πηγάζουν από εξωσυμβατική ευθύνη όπως είναι η αδικοπρακτική, Εν προκειμένω δε, ενόψει του ότι η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στην αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου – εκκαλούντος, η αξίωση της ενάγουσας – εφεσίβλητης για τόκους δεν στηρίζεται στη μη δυνάμενη να εφαρμοσθεί διάταξη του άρθρου 45 παρ. 2 του ν. 5960/1933, και συνεπώς δεν ξεκινά από την επομένη της εμφάνισης της επίδικης επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της, αλλά από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής στον αντίδικό της, καθόσον δεν γίνεται επίκληση οχλήσεως αυτού σε χρόνο προγενέστερο. Τέλος, νόμιμο είναι το αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, καθόσον η αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι αυτός την υπέγραψε ως · νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας, αλλά απλώς στην περίπτωση αυτή, αυτός ευθύνεται κατά το άρθρο 71 του ΑΚ εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μορφή της ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφού και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικά για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται, όμως, κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Συνακόλουθα, για τις εναντίον του απαιτήσεις από την αδικοπρακτική. συμπεριφορά του μπορεί, ως μέσο εκτέλεσης, να διαταχθεί κατά το άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολΔικ και η προσωποκράτησή του, αφού η εξαίρεση της παρ. 3 του ίδιου άρθρου εμποδίζει την προσωποκράτησή του για χρέη που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας κι όχι ατομικά το ίδιο το φυσικό πρόσωπο, έστω και εάν αυτό αδικοπράκτησε στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, χωρίς, μάλιστα, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να απαιτείται να αναφέρεται ότι ο εναγόμενος στερείται περιουσίας (ΑΠ 785/2018, ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1051/2012, ΑΠ 842/2011, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, βάσει των ανωτέρω, κρίνεται απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εναγομένου – εκκαλούντος.
ΙΙΙ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, λαμβανομένων υπόψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από όσα άμεσα (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔικ) ή έμμεσα συνομολογούν οι διάδικοι (άρθρο 261 εδαφ, β’ ΚΠολΔικ), κατά τις ειδικότερες αναφορές παρακάτω στο σκεπτικό της παρούσας, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως άνευ αποδείξεως (άρθρο 336 παρ. 5 ΚΠολΔικ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας με την επωνυμία «.…………» και έχοντας τη σχετική καταστατική εξουσία να την εκπροσωπεί νόμιμα [σχ. το υπ’ αριθ. ……… ΦΕΚ ΤΑΕ&ΕΠΕ), εξέδωσε στην Αθήνα, θέτοντας την ιδιόχειρη υπογραφή του κάτωθι της εταιρικής επωνυμίας, την υπ’ αριθ. … δίγραμμη επιταγή, πληρωτέα από την Τράπεζα Eurobank, ποσού ………. ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31/7/2010, εις διαταγήν της ενάγουσας – εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «…………», με χρέωση του τηρούμενου στην ως άνω τράπεζα, επ’ ονόματι της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας, υπ’ αριθ. ………… λογαριασμού. Η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο – εκκαλούντα υπό την ως άνω ιδιότητά του, ήτοι η θέση επί του σώματος της επιταγής και κάτωθι της εταιρικής σφραγίδας της ιδιόχειρης υπογραφής του, συνιστά αγωγικό ισχυρισμό, τον οποίο αυτός άμεσα συνομολογεί. Η επιταγή αυτή ήταν μεταχρονολογημένη καθόσον πραγματική ημερομηνία εκδόσεως και παραδόσεώς της στην ενάγουσα – εφεσίβλητη ήταν η 3/12/2009, όπως τούτο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την τελευταία απόδειξη είσπραξης κι επιπροσθέτως, άμεσα συνομολογείται από τον εναγόμενο – εκκαλούντα, Η ενάγουσα – εφεσίβλητη εμφάνισε την επιταγή στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή σε χρόνο προγενέστερο της αναγραφόμενης επί του σώματος αυτής ημερομηνίας και δη στις 5/7/2010, ήτοι νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός του χρονικού διαστήματος από την πραγματική ημερομηνία έκδοσής της (3/12/2009) και πριν τη λήξη του οκταημέρου που ορίζει ο νόμος (άρθρο 29 ν. 5960/1933) και το οποίο αφετηριάζεται από την επομένη της αναγραφόμενης επ’ αυτής μη πραγματικής ημερομηνίας εκδόσεως (31/7/2010). Ωστόσο, η επιταγή δεν πληρώθηκε, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό της εταιρείας «……» και σφραγίστηκε, όπως τούτο προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του αρμόδιου τραπεζικού υπαλλήλου, όπισθεν του σώματος αυτής. Η ενάγουσα – εφεσίβλητη, με την κρινόμενη αγωγή της, ισχυρίζεται ότι ο αντίδικός της ενήργησε εκ δόλου κατά τον χρόνο της πραγματικής εκδόσεως και παράδοσης σε αυτήν της επίδικης επιταγής, καθόσον γνώριζε την έλλειψη διαθεσίμων προς κάλυψή της. Αντιθέτως, ο εναγόμενος – εκκαλών, διά της εφέσεώς του, αλλά και των έγγραφων προτάσεων που κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο, αρνείται την υπαιτιότητά του, ισχυριζόμενος, κατ’ εκτίμηση, αφενός μεν ότι κατά την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής, ήτοι στις 3/12/2009, η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία είχε επαρκή ταμειακά διαθέσιμα και εν γένει δυνατότητα καλύψεώς της, αφετέρου δε ότι, κατά την ημερομηνία που εμφανίστηκε η επιταγή προς πληρωμή (5/7/2010), ο ίδιος είχε πάψει να εκπροσωπεί την εταιρεία «……» και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ήταν, ήδη από την 26/5/2010, ο …….. Αναφορικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, εκ των οποίων ο τελευταίος, περί της αλλαγής του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «……………», ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται ως προς την υπαιτιότητα του εναγομένου – εκκαλούντος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε στο υπό στοιχείο ΙΙ κεφάλαιο της παρούσας, δράστης της εκδόσεως ακάλυπτης μεταχρονολογημένης επιταγής για λογαριασμό εταιρείας, είναι ο εκδώσας την επιταγή, δηλαδή ο εκπρόσωπός της που υπέγραψε αυτήν κατά. τον πραγματικό χρόνο εκδόσεως της και όχι εκείνος που την εκπροσωπούσε κατά. το χρόνο εκδόσεως που αναγράφεται στην μεταχρονολογημένη επιταγή ή και κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, αποδείχθηκε ότι η μη πληρωμή της επίδικης επιταγής, στις 5/7/2010, οφείλεται στο ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρείας «……», ιδίως όσον αφορά την ρευστότητά της και συνακόλουθα την δυνατότητά της να πληρώνει τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της, επιδεινώθηκε σταδιακά, αρχής γενομένης από τον Απρίλιο – Μάιο του 2010 έως και την …../2011 όταν και δυνάμει της υπ’ αριθ, ……../2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε σε πτώχευση και ορίστηκε χρόνος παύσης των πληρωμών της η 30/6/2010, χρόνος μεταγενέστερος της πραγματικής ημερομηνίας εκδόσεως της επιταγής. Η οικονομική αυτή επιδείνωση επήλθε ως αλυσιδωτή συνέπεια της μη εξόφλησης μεγάλου ύψους απαιτήσεων που η ανωτέρω εταιρεία διατηρούσε έναντι πελατών της από τον τομέα του χονδρικού εμπορίου που ασκούσε, το ακριβές ποσό των οποίων, ωστόσο, δεν αποδείχθηκε, γεγονός που ήταν εντελώς απρόβλεπτο κατά το χρόνο της πραγματικής εκδόσεως της επίδικης επιταγής την 3/12/2009. Κατά δε τον τελευταίο αυτό χρόνο, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω εταιρεία είχε ταμειακά αποθέματα ύψους ………….. ευρώ, το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων που διατηρούσε σε λογαριασμούς όψεως ανερχόταν στο ποσό του …………… ευρώ, ενώ οι απαιτήσεις της έναντι τρίτων από εισπρακτέες μεταχρονολογημένες επιταγές ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των ………. ευρώ (σχ. η εκτυπωμένη εκ του μηχανογραφικού συστήματος του ταμείου της κατάσταση της 3/12/2009). Επιπροσθέτως, κατά τον αυτό ως άνω πραγματικό χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής, η ανωτέρω εταιρεία διατηρούσε εμπορική συνεργασία με την κομίστριας της επίδικης επιταγής εταιρεία «………», συνιστάμενη στην επί πιστώσει διαδοχική αγορά από την τελευταία των εμπορευομένων ειδών της προς το σκοπό μεταπώλησής τους από τα καταστήματά της. Οι δε απαιτήσεις της κομίστριας εκ της συνεργασίας αυτής εξυπηρετούνταν απρόσκοπτα. Ολα τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται εκ των προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο – εκκαλούντα εγγράφων, τα οποία αναφέρονται μεμονωμένα αμέσως παραπάνω στο σκεπτικό, αλλά και από την, μη ανατρεπόμενη από άλλα αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία, κατάθεση της ενόρκως εξετασθείσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μάρτυρα του εναγομένου – εκκαλούντος, ………, η οποία εργαζόταν στην εταιρεία «……………» έως και το χρόνο που αυτή πτώχευσε, με την επισημείωση ότι η προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο – εκκαλούντα, υπ’ αριθ. σχετικού -5-, εκτύπωση, εκ του μηχανογραφικού συστήματος της ανωτέρω εταιρείας, καρτέλα πελάτη που αφορά την κομίστρια της επίδικης επιταγής εταιρεία και την κίνηση του λογαριασμού των μεταξύ τους δοσοληψιών, δεν κατέστη δυνατό να αξιοποιηθεί και αξιολογηθεί αποδεικτικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο όσον αφορά την εξελικτική πορεία των τυχόν εκατέρωθεν απαιτήσεως εκ της ανωτέρω εμπορικής συνεργασίας, με εξαίρεση τον συμφωνημένο χρόνο πληρωμής του τιμήματος των διαδοχικών πωλήσεων, περιστατικό για το οποίο γίνεται λόγος παρακάτω στο σκεπτικό της παρούσας, καθόσον οι επ’ αυτής εγγραφές των πιστώσεων και χρεώσεων έχουν γίνει κατά τρόπο που δεν μπορεί να διαπιστωθεί το ακριβές ύψος της απαίτησης της κομίστριας της επίδικης επιταγής κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσής της, περιστατικό που ούτως ή άλλως δεν επάγεται άμεση έννομη συνέπεια στην προκείμενη διαφορά, στην οποία κρίσιμο στοιχείο είναι αυτό της υπαιτιότητας του εναγομένου – εκκαλούντος κατά τον χρόνο της πραγματικής εκδόσεως της επίδικης επιταγής όσον αφορά την ύπαρξη επαρκών προς κάλυψή της διαθεσίμων κεφαλαίων, Εξάλλου, η ενάγουσα – εφεσίβλητη ουδόλως αμφισβητεί την αλήθεια των παραπάνω πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου της και συνεπώς, συνάγεται περί αυτών, σε συνδυασμό και με την γενική άρνησή της και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, ομολογία της. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων περιστατικών συνάγεται ότι ο εναγόμενος – εκκαλών, κατά την ημερομηνία που πραγματικά. εξέδωσε και παρέδωσε, ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «……», στην εταιρεία «……» την επίδικη επιταγή, δηλαδή στις 3/12/2009, γνώριζε ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, σε ταμειακό απόθεμα. και τραπεζικές καταθέσεις, προς κάλυψή της. Ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο που η επίδικη επιταγή εμφανίστηκε προς πληρωμή, δηλαδή στις 5/7/2010, καθόσον, όπως κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκε, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας με άμεσο επηρεασμό της ικανότητας της ρευστότητάς της, συνέβη αιφνίδια τον Απρίλιο – Μάιο του 2010, δηλαδή σε χρόνο μετά την ημερομηνία της πραγματικής έκδοσης της επιταγής και πριν από την αναγραφόμενη επί του σώματός της ημερομηνία έκδοσής της, ως αλυσιδωτή συνέπεια της μη εξυπηρέτησης των δικών της απαιτήσεων έναντι τρίτων. Η κατά τα ανωτέρω αιφνίδια επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και της ικανότητας ρευστότητας της εταιρείας «…..» έχει κριθεί δικαστικά και στο πλαίσιο εκδίκασης αιτήσεώς της για υπαγωγή της σε διαδικασία συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα. Ειδικότερα, δυνάμει της προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο – εκκαλούντα, υπ’ αριθ. …..-11-2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής και απαγορεύθηκε η κήρυξη της εταιρείας σε κατάσταση πτωχεύσεως, κρίθηκε, κατά συνοπτική απόδοση του σκεπτικού αυτής, ότι η εταιρεία, από το έτος 2007, εμφάνισε, βάσει των συνοπτικών πινάκων των ισολογισμών της, πτωτική τάση των κερδών της και κατακόρυφη αύξηση των υποχρεώσεών της (μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων) προς τρίτους, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ισοζύγιο του μηνός Μαΐου 2010, οι τελευταίες να ανέρχονται στο ποσό των ……. ευρώ και τα ταμειακά διαθέσιμα να μην ξεπερνούν το ποσό του …….. ευρώ, ότι, ωστόσο, η κατά τον Μάιο του 2010, οικονομική κατάσταση της εταιρείας, όσον αφορά συγκεκριμένα την έλλειψη ρευστότητας αυτής και κεφαλαίων κίνησης, οφείλεται στη διεθνή οικονομική κρίση, στην ιδιαιτερότητα του κλάδου λιανικού εμπορίου, στον οποίο αυτή ανήκει, ο οποίος επηρεάζεται από την συρρίκνωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος λόγω της οικονομικής ύφεσης, στη μεταβολή της πιστοδοτικής/χρηματοδοτικής συμπεριφοράς των τραπεζών σε συνδυασμό αφενός με την καθυστέρηση καταβολής οφειλομένων από τρίτους, αφετέρου με την εκ μέρους μεγάλων οίκων του εξωτερικού – προμηθευτών της επιτάχυνση του ρυθμού είσπραξης των απαιτήσεων τους, σε σημείο που απαιτούν να προπληρώνονται. Και ναι μεν στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης διαλαμβάνεται ότι η πτωτική τάση των κερδών της εταιρείας άρχισε το έτος 2007, πλην όμως το γεγονός αυτό από μόνο του δεν άγει σε αντίθετη από την ως άνω διαλαμβανόμενη στην παρούσα κρίση, ενόψει του ότι αφενός μεν αποδείχθηκε η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων προς κάλυψη -τουλάχιστον- της επίδικης επιταγής κατά την ημερομηνία της πραγματικής έκδοσής της, αφετέρου με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ως αποδεδειγμένο γεγονός ότι η εταιρεία, έως το καλοκαίρι του έτους 2010, όταν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι απαιτήσεις των περισσοτέρων προμηθευτών της, ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, και σε κάθε περίπτωση έδινε προτεραιότητα στην ικανοποίηση των απαιτήσεων εργαζομένων και προμηθευτών της. Για τα δε ως άνω κριθέντα περιστατικά κρίνεται ότι συνάγεται ομολογία της ενάγουσας – εφεσίβλητης, καθόσον αυτή δεν τα αμφισβητεί, αρκούμενη στο να επικαλείται δημοσιεύματα της εφημερίδας «…….» αναφορικά με τη δυσχέρεια ρευστότητας της εταιρείας «…………….», τα οποία, όμως, αφενός αναφέρονται σε δυσχέρεια που εμφανίστηκε κατά το έτος 2010 και δη από την άνοιξη του έτους αυτού, αφετέρου συνιστούν μη ευχερώς ελέγξιμη, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της; δημοσίευση είδησης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά δικαστική κρίση. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος – εκκαλών, κατά την πραγματική ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης επιταγής, δηλαδή την 3/12/2009, είτε επεδίωξε την μη κάλυψη και πληρωμή της, είτε ότι απλά αποδέχθηκε ότι τούτο είναι ενδεχόμενο κατά την ημερομηνία εμφάνισής της στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, καθόσον εκ των παραπάνω αποδειχθέντων περιστατικών καταδεικνύεται η εκ μέρους του και υπό την ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «…………», πρόθεση και προσπάθεια εκπλήρωσης της εκ της επίδικης επιταγής υποχρέωσης του. Η περί των ανωτέρω κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μάρτυρα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, ………….., ο οποίος είναι Διευθυντής Πωλήσεων της ανωτέρω διαδίκου και κατέθεσε, κατά συνοπτική απόδοση του περιεχομένου της καταθέσεώς του, ότι: Η εταιρεία «………….» ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, καθόσον η επίδικη μεταχρονολογημένη επιταγή δόθηκε προς το σκοπό εξόφλησης μέρους του τιμήματος από πώληση εμπορευμάτων εκ μέρους της κομίστριας εταιρείας «.……………», που παραδόθηκαν τον Απρίλιο του 2009, συνολικού ύψους …… ευρώ, το οποίο είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο ήδη από τον Ιούνιο του 2009. Ότι στη σχετική συνάντηση που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2009 μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας – εφεσίβλητης εταιρείας και του εναγομένου – εκκαλούντος, προς το σκοπό διακανονισμού της ανωτέρω οφειλής της εταιρείας «…………», ο τελευταίος απέρριψε πρόταση της αντιδίκου του για περιορισμό του οφειλομένου τιμήματος στο ποσό των ………… ευρώ και για παραχρήμα εξοφλήσεις του τοις μετρητοίς, δηλώνοντας ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία δεν διέθετε ρευστό και για το λόγο αυτό θα παρέδιδε στην εταιρεία «…….» τρείς μεταχρονολογημένες επιταγές ποσού ………… ευρώ εκάστη, μία εκ των οποίων ήταν η επίδικη. Αντιθέτως, εκ της ανωτέρω μαρτυρικής καταθέσεως επιρρωνύεται η προκείμενη δικαστική κρίση περί της πρόθεσης και της προσπάθειας του εναγομένου – εκκαλούντος να είναι συνεπής όσον αφορά την εκπλήρωση στο ακέραιο των υποχρεώσεών του, γενικά έναντι τρίτων αλλά και ειδικότερα έναντι της αντιδίκου του, καθόσον στην αντίθετη περίπτωση, αυτός, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα δεχόταν την απομείωση του χρέους του προς την τελευταία δεδομένου ότι, ενόψει των ταμειακών και τραπεζικών διαθεσίμων κεφαλαίων που αποδείχθηκε ότι διατηρούσε κατά την 3/12/2009 η εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία, θα ήταν δυνατή η παραχρήμα καταβολή τοις μετρητοίς του ποσού των …. ευρώ. Η ως άνω μαρτυρική κατάθεση δεν άγει σε αντίθετη από την προκείμενη δικαστική κρίση ούτε και ως προς το σημείο της εκ μέρους του μάρτυρα αναφοράς ότι η επίδικη επιταγή, μαζί με άλλες δύο ισόποσες, δόθηκε προς το σκοπό πίστωσης ήδη ληξιπρόθεσμων και απαιτητών από τον Ιούνιο του 2009, τιμολογίων πώλησης, συνολικού ποσού ….. ευρώ, τα οποία είχαν εκδοθεί επί πιστώσει δύο (2) μηνών από την έκδοσή τους και τούτο διότι, αφενός μεν η ενάγουσα – εφεσίβλητη δεν επικαλείται και δεν προσκομίζει τα εν λόγω τιμολόγια, αφετέρου δε, σε κάθε περίπτωση, όπως αποδείχθηκε από το σύνολο των αποδείξεων και ιδίως από τις καταθέσεις αμφοτέρων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι απαιτήσεις από την εμπορική συνεργασία των δύο παραπάνω εταιρειών είχε συμφωνηθεί να εξυπηρετούνται επί πιστώσει και συγκεκριμένα, με έκδοση και παράδοση από την αγοράστρια εταιρεία «……….» στην πωλήτρια εταιρεία «…………», μεταχρονολογημένων επιταγών. Η πίστωση του τιμήματος των διαδοχικών πωλήσεων από τη μία εταιρεία στην άλλη αποδεικνύεται και από την, προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο – εκκαλούντα, υπ’ αριθ. σχετικού – 5-, εκτύπωση εκ του μηχανογραφικού συστήματος της εταιρείας «………….» καρτέλα πελάτη που αφορά την κομίστρια της επίδικης επιταγής εταιρεία. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ναι μεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά η αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ’ άρθρο 79 ν. 5960/1933, πλην όμως δεν συντρέχει το υποκειμενικό στοιχείο αυτής (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος), καθόσον, ο εναγόμενος – εκκαλών, κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης της επίδικης επιταγής, στις 3/12/2009, γνώριζε ότι η εταιρεία που εκπροσωπούσε διέθετε ταμειακά και τραπεζικά διαθέσιμα κεφάλαια προς κάλυψή της και δεν γνώριζε, ούτε και ως ενδεχόμενο, την, κατά την ημερομηνία εμφάνισης της προς πληρωμή, έλλειψη αυτών, ούτε και απλά αποδέχθηκε τούτο, καθόσον, κατά τα αποδεδειγμένα περιστατικά, κατά το χρονικό διάστημα από 3/12/2009 έως Απρίλιο – Μάιο του 2010, η εταιρεία «……….», παρά την όποια σχετική οικονομική δυσκολία της, ήταν απολύτως και στο ακέραιο συνεπής στις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ορίστηκε χρόνος της οριστικής παύσης των πληρωμών της η 30/6/2010, δηλαδή ημερομηνία μεταγενέστερη εκείνης κατά την οποία εκδόθηκε πραγματικά η επίδικη επιταγή (3/12/2009) και προγενέστερη αυτής που αναληθώς αναγράφηκε επί του σώματός της ως ημερομηνία έκδοσής της (31/7/2010). Ακολούθως, δεν στοιχειοθετείται και η αναγκαία για την από αδικοπραξία αστική ευθύνη του εναγομένου – εκκαλούντος, παράνομη και υπαίτια πράξη από την έκδοση της επίδικης ακάλυπτης επιταγής, από την οποία να προξενήθηκε, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, στην νόμιμη κομίστρια αυτής, ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της κατά το χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και περαιτέρω, δεν γεννήθηκε η ευθύνη του εναyομένου-εκκαλούντος για αποζημίωσή της με ποσό ίσο με εκείνο της επιταγής υφίσταται. Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν διερευνήθηκε αποδεικτικά η ύπαρξη αμέλειας στο πρόσωπο του εναγομένου – εκκαλούντος, στοιχείο που θεμελιώνει κατ’ άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, καθόσον, κατά τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή, η αδικοπρακτική ευθύνη του βασίζεται στην αξιόποινη πράξη του άρθρου 79 ν. 5960/1933 για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της οποίας απαιτείται δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος. Εξάλλου, λόγω της μη απόδειξης συνδρομής ατομικής ποινικής και αστικής ευθύνης του εναγομένου – εκκαλούντος, κρίνεται απορριπτέο το αίτημα της αγωγής για επιβολή σε βάρος του προσωπικής κρατήσεως.
IV. Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί η από …2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … 2014 αγωγή, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης, που ηττήθηκε, τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου – εκκαλούντος, που νίκησε, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔικ), όπως το ύψος τους υπολογίζεται κατ’ άρθρα 63 παρ. 1i.α, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 του ν. 4194/2014 «Κώδικας Δικηγόρων» σε συνδυασμό με άρθρο 189 του ΚΠολΔικ, και αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από …/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/2019 (υπ’ αριθ. έκθ. καταθ…. κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου στο Εφετείο Αθηνών ……………/2019) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 7898/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών,
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την παραπάνω έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του υπ’ αριθ……………./2019 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αυτός κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 7898/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5/9/2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. /2014 αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας – εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου – εκκαλούντος το ύφος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ.