Δήμητρα Μανιφάβα
Μια ανάσα από το 50% έφθασαν οι αυξήσεις τιμών σε σειρά βασικών τροφίμων στην Ελλάδα το τελευταίο 11μηνο, επηρεασμένων από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, αλλά και σειρά άλλων παραγόντων που σχετίζονται με την ομαλή τροφοδοσία σε πρώτες ύλες λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Αν και το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο, με τις πληθωριστικές πιέσεις να είναι εντονότερες στη Γηραιά Ηπειρο, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν στην Ελλάδα με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τον μέσο ρυθμό αύξησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τούτο, βεβαίως, σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό από το εάν τα προϊόντα είναι εισαγόμενα ή μη, από τη δομή της παραγωγής στην Ελλάδα, αλλά και από το μέγεθος της αγοράς, μιας αγοράς μικρής που δεν προσφέρεται για ανταγωνισμό στις τιμές κυρίως από τους πολυεθνικούς ομίλους τροφίμων.
Ακόμη πάντως και στις περιπτώσεις που οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό στην Ελλάδα από ό,τι στην Ε.Ε., τούτο δεν σημαίνει ότι το πλήγμα δεν ήταν και δεν παραμένει βαρύ για τα ελληνικά νοικοκυριά. Ειδικά μάλιστα καθώς η αγοραστική δύναμη παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, χωρίς ουσιαστικά να έχει ανακάμψει από την εποχή των μνημονίων και με τις ανισότητες να διευρύνονται τα δύο προηγούμενα χρόνια της πανδημίας. Αυτό που καθιστά ακόμη πιο επώδυνη για τα νοικοκυριά την αύξηση των τιμών στα τρόφιμα είναι ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα καταγράφεται το τρίτο υψηλότερο ποσοστό, μετά τη Ρουμανία και την Εσθονία, δαπανών για τρόφιμα, ποτά και εστίαση (29,6% το 2020 και 25,3% το 2021).
Από την εξέταση 20 επιλεγμένων τροφίμων προκύπτει ότι το τελευταίο 12μηνο οι τιμές έχουν αυξηθεί από 1,8% (στα ψάρια και θαλασσινά) έως 49,3% (στη ζάχαρη), ενώ σε σειρά πολύ βασικών ειδών διατροφής οι ανατιμήσεις πλησιάζουν ή υπερβαίνουν το 20%.
Στην Ελλάδα καταγράφεται το τρίτο υψηλότερο ποσοστό, μετά τη Ρουμανία και την Εσθονία, δαπανών για τρόφιμα, ποτά και εστίαση.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα άλλα βρώσιμα έλαια (κυρίως σπορέλαια και κατά βάση ηλιέλαιο, η τιμή του οποίου εκτοξεύτηκε στα ύψη μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς η εν λόγω χώρα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς του συγκεκριμένου προϊόντος). Μέσα σε έναν χρόνο η τιμή αυξήθηκε κατά 38,8%, ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. κατά 45%.
Κατά 27,5% έχει αυξηθεί η τιμή στο γιαούρτι, προϊόν στο οποίο καταγράφηκε και σημαντική υποχώρηση του όγκου πωλήσεων στην εγχώρια αγορά, κατά 26% στο φρέσκο γάλα, κατά 25,7% στα τυριά, κατά 24,4% στο ψωμί, προϊόν που επίσης επηρεάστηκε άμεσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία λόγω των διαταραχών που προκλήθηκαν στη διεθνή αγορά μαλακού σιταριού. Κατά 23,20% έχει αυξηθεί η τιμή στις πατάτες και κατά 20,10% στο βούτυρο.
Από τα προϊόντα που εξετάζονται στο πλαίσιο της έρευνας της Eurostat, μονοψήφια αύξηση τιμών καταγράφηκε στην Ελλάδα μόνο σε τρία – στα ψάρια και θαλασσινά (1,8%), στα φρούτα (3,6%) και στο κρασί (9,4%).
Οι περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται υψηλότερη αύξηση στις τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ε.Ε. είναι οι ακόλουθες: στο γιαούρτι, στο ψωμί, στις πατάτες, στο μοσχαρίσιο κρέας, στο ελαιόλαδο, στην μπίρα και το κρασί. Συνολικά ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2022 με βάση τα στοιχεία του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που δημοσιεύει η Eurostat ήταν 15,2% έναντι 18,3% στην Ε.Ε. και 16,4% στην Ευρωζώνη.
Το εάν έχει επέλθει επιτέλους αποκλιμάκωση των τιμών στα τρόφιμα το επόμενο διάστημα στην Ελλάδα ή ο πληθωρισμός των τροφίμων θα εξακολουθήσει να έχει ανοδική πορεία, παρά την υποχώρηση των τιμών στα ενεργειακά προϊόντα, θα το γνωρίζουμε σε πρώτη φάση την επόμενη εβδομάδα, οπότε η Eurostat θα ανακοινώσει στις 6 Ιανουαρίου τις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό του Δεκεμβρίου, ενώ τα στοιχεία για τον Εθνικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 12 Ιανουαρίου.