Γραφειοκρατία, πρόσθετοι έλεγχοι και δασμοί τα επίχειρα της αποχώρησης από την ΕΕ, αποκαλύπτει έρευνα του London School of Economics
Σχεδόν τρία χρόνια μετά την αποχώρηση από την ΕΕ (31 Ιανουαρίου 2020) οι Βρετανοί αρχίζουν να μετρούν σε στερλίνες τα επίχειρα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016. Ερευνητές του London School of Economics (LSE) κατέγραψαν την ετήσια επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού για διατροφή: 210 στερλίνες (245 ευρώ) περισσότερα πληρώνει κατά μέσον όρο κάθε βρετανική οικογένεια για την αγορά τροφίμων, εξαιτίας της γραφειοκρατίας, των αυξημένων ελέγχων και των δασμών που επιβλήθηαν στις εισαγωγές από την ηπειρωτική Ευρώπη.
Η έρευνα καλύπτει τη διετία έως τα τέλη του 2021 (τους 23 μήνες της ανεξάρτητης πορείας της χώρας δηλαδή) και έδειξε ότι οι αλλαγές στους κανόνες και τις διαδικασίες εισαγωγής αγαθών και εξοπλισμού από την ΕΕ είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 6% ή κατά 5,84 δισ. στερλίνες συνολικά (6,8 δισ. ευρώ) τις τιμές των τροφίμων, επιπλέον των πληθωριστικών αυξήσεων και άλλων επιβαρύνσεων που δεν σχετίζονται με το Brexit αλλά με τη διεθνή συγκυρία.
Ο ανταγωνισμός και οι ευάλωτοι
Η έρευνα του Κέντρου Οικονομικών Επιδόσεων (CEP) του LSE που βασίστηκε στα στοιχεία από τις ροές των εμπορευμάτων μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις εξελίξεις σε επίπεδο τιμών, αποκάλυψε όμως ότι οι αυξήσεις των τροφίμων οφείλονται εν μέρει και σε κερδοσκοπία των Βρετανών παραγωγών, καθώς μετά το Brexit μειώθηκε ο ανταγωνισμός που αντιμετωπίζουν.
Διαπίστωσαν επίσης οι ερευνητές του CEP ότι οι αυξήσεις των τιμών έπληξαν τα πιο φτωχά νοικοκυριά, καθώς αυτά ξοδεύουν μεγαλύτερο μερίδιο του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού για τρόφιμα. «Οι υπολογισμοί τους απομονώνουν τις επιπτώσεις του Brexit και τις ξεχωρίζουν από άλλα ζητήματα που επηρέασαν την εφοδιαστική αλυσίδα και τα οποία οφείλονται στις αναταραχές που προκάλεσε η πανδημία», σημειώνεται στο ρεπορτάζ του BBC.
«Μη δασμολογικοί φραγμοί»
Η έρευνα διαπίστωσε ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην αύξηση των «μη δασμολογικών φραγμών» στο εμπόριο μεταξύ της Βρετανίας και της ΕΕ. Πρόκειται για νέους τελωνειακούς ελέγχους στα σύνορα, νέες γραφειοκρατικές διαδικασίες και ευρύτερα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας που εφαρμόστηκαν και επηρεάζουν τη διασυνοριακή κυκλοφορία φυτών και ζώων.
Διαβάστε επίσης: Βρετανία: Στο Λονδίνο συζητούν για τις συνέπειες του Brexit
Ο Νίχιλ Ντάτα, ένας από τους επιστήμονες που συνεργάστηκαν στην έρευνα του LSE, δήλωσε στο BBC ότι οι πρόσθετοι αυτοί έλεγχοι δεν είχαν τεθεί σε ισχύ έως το 2021, όταν οι επιχειρήσεις υιοθέτησαν πιθανότατα «προληπτικές αλλαγές» για να προστατευθούν από «σκληρό Brexit» που σχεδίαζε ο τότε πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον.
«Οι μη δασμολογικοί φραγμοί θα πρέπει να αποτελούν πρώτης τάξεως ανησυχία για τους πολιτικούς», τόνισε ο Νίχιλ Ντάτα.
Πρόσθετα κόστη και πληθωρισμός
Οι οικονομολόγοι του LSE προσπάθησαν να υπολογίσουν τα νέα κόστη που προστέθηκαν στις εισαγωγές πρώτων υλών και έτοιμων προϊόντων από την ΕΕ, όπως για παράδειγμα η πρόσληψη επιπλέον εξειδικευμένου προσωπικού που ήταν «απαραίτητο για τη διαχείριση του εμπορίου προϊόντων που υπόκεινται σε περισσότερους ελέγχους».
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν ότι ένα ποσοστό από 50% έως 88% των αυξήσεων των τιμών που παρατηρήθηκαν στους εξαγωγείς της ΕΕ και τους εισαγωγείς του Ηνωμένου Βασιλείου μετακυλίονταν στους πελάτες τους, λιανεμπόρους και καταναλωτές. Ήταν μια εξόχως πληθωριστική διαδικασία, που συνέβαλε στην εκτίναξη του δείκτη τιμών καταναλωτή στο υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 40 ετών στη Βρετανία.
«Εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, που επηρεάζουν τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες. Μια συνιστώσα σε αυτόν τον υψηλό πληθωρισμό ήταν η αύξηση των μη δασμολογικών φραγμών για το εμπόριο με την ΕΕ. Κατά την αποχώρησή του το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε μια βαθιά εμπορική σχέση συνεργασίας που είχε με την ΕΕ για να υιοθετήσει ένα εμπορικό καθεστώς ελέγχων ευρέως φάσματος στα αγαθά που περνούν τα σύνορα», παρατήρησε ο Ρίτσαρντ Ντέιβις, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ και συνυπογράφων τη μελέτη.
Οι συνήθεις χαμένοι
Η έκθεση αναφέρει ότι αμέσως μετά τις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2019, οι τιμές των τροφίμων από την ΕΕ εκτοξεύτηκαν. Κι αυτό επειδή οι βρετανικές επιχειρήσεις που εξαρτώνται από προϊόντα και πρώτες ύλες από το «ευρωπαϊκό μπλοκ» άρχισαν να μετακυλίουν το κόστος στην κατανάλωση.
Οι αυξήσεις των τελικών τιμών διέφεραν ανάλογα με τον τύπο του προϊόντος, αλλά ήταν γενικά υψηλότερες για προϊόντα όπως για παράδειγμα το κρέας, που για λόγους υγειονομικούς απαιτούσαν για την εισαγωγή τους πολλά επιπλέον χαρτιά και απαιτούμενους ελέγχους, ενώ για τα λαχανικά, όπως τα κρεμμύδια, τα καρότα και τα μπρόκολα ήταν χαμηλότερες, παρότι τα τρόφιμα αυτά εξαρτώνται περισσότερο από την εποχική διαθεσιμότητα.
Δεν εκπλήσσει βέβαια η παρατήρηση των επιστημόνων ότι «τα λιγότερο εύπορα νοικοκυριά επηρεάστηκαν περισσότερο από τις αυξήσεις των τιμών λιανικής των τροφίμων, λόγω του γεγονότος ότι ξοδεύουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για να αποκτήσουν».
Διαβάστε επίσης: Ρίσι Σουνάκ: Δεύτερες σκέψεις για το Brexit
Οι επιστήμονες του LSE παρατηρούν ότι λόγω του μειωμένου ανταγωνισμού οι Βρετανοί παραγωγοί τροφίμων επωφελήθηκαν. Αλλά αν αντισταθμιστεί το όφελος που είχαν από τις ανατιμήσεις που κατέβαλαν οι καταναλωτές, ο «λογαριασμός» βγαίνει αρνητικός κατά περισσσότερο από 1 δισ. στερλίνες (1,16 δισ. ευρώ).
«Η κυβέρνηση μεριμνά για όλους»
«Αναγνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι παλεύουν με τις αυξανόμενες τιμές λόγω των παγκόσμιων πληθωριστικών πιέσεων εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην ΕΕ και σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κυβέρνησή μας προστατεύει εκατομμύρια από τις πιο ευάλωτες οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, όπως και τους συνταξιούχους, παρέχοντας εγγυήσεις για φθηνότερη ενέργεια και με άλλα μέτρα», δήλωσε εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Διεθνούς Εμπορίου που κλήθηκε από το BBC να σχολιάσει την έρευνα του LSE.
Ο εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι «η εμπορική συμφωνία Βρετανίας-ΕΕ είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο συμφωνία με μηδενικούς δασμούς, μηδενικές ποσοστώσεις και με την άρση κάθε επιβάρυνσης σε αγαθά αξίας 30 δισ. στερλινών (35 δισ. ευρώ)» είπε επίσης ο εκπρόσωπος, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση μεριμνά για τη μείωση του κόστους των τροφίμων αλλά και για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας».
Φιλότιμη η προσπάθεια του εκπροσώπου του υπουργείου Διεθνούς Εμπορίου να πείσει ότι η κυβέρνηση μεριμνά για όλους, δεν φαίνεται όμως και τόσο πειστική αν κρίνει κανείς ότι η δημοσκοπική διαφορά μεταξύ του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος και της αντιπολίτευσης των Εργατικών παραμένει κοντά στο 30% (υπέρ της αντιπολίτευσης βέβαια), παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές πρωθυπουργών – για την ακρίβεια, το Νοέμβριο που ανέλαβε ο Ρίσι Σούνακ η διαφορά μειώθηκε μόλις στο 26% από 30% που ήταν τον Οκτώβριο.