Με ένα πακέτο επτά προτάσεων, στην κατεύθυνση της στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών, παρεμβαίνει εκ νέου το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ), ώστε να απορροφηθούν, όπως σημειώνει, στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι κραδασμοί από τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού και την αύξηση των επιτοκίων.
Σύμφωνα με το ΟΕΕ, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, σε μια περίοδο όπου το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών περιορίζεται, ενώ τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων αυξάνονται ραγδαία.
Αυτό έχει ήδη οδηγήσει πολλούς πολίτες, και ιδιαίτερα τους οικονομικά ασθενέστερους, να αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, επισημαίνει.
Για τον λόγο αυτόν, το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος προτείνει για τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών μια δέσμη μέτρων με τα εξής χαρακτηριστικά:
Συνολικό ετήσιο εισόδημα: Έως 12.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος του νοικοκυριού και ανώτατο οικογενειακό εισοδηματικό όριο τα 30.000 ευρώ.
Μέγιστη αξία της πρώτης κατοικίας: Έως 200.000 ευρώ.
Συνολικές καταθέσεις στα τραπεζικά ιδρύματα: 12.000 ευρώ ατομικά και 30.000 ευρώ συνολικά.
Δικαιούχοι θα είναι οι δανειολήπτες με στεγαστικό δάνειο καθώς και αυτοί που έχουν δάνειο μικρών επιχειρήσεων, το οποίο εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια στην 1η κατοικία.
Οι προτάσεις προς τις τράπεζες
- Καμία αύξηση των επιτοκίων. Οι τράπεζες να επιδοτούν το 100% της αύξησης του επιτοκίου (με ημερομηνία υπολογισμού την 30.6.2022, δηλαδή πριν την πρώτη αύξηση από την ΕΚΤ), για όσο διάστημα η ΕΚΤ χρησιμοποιεί την αυστηρή νομισματική πολιτική για την επαναφορά του πληθωρισμού πέριξ του 2%.
- Μείωση των προμηθειών, που χρεώνουν οι τράπεζες για τις υπηρεσίες τους, κατά τουλάχιστον 50% και αύξηση του ορίου στα 1000 ευρώ ημερησίως για τη δωρεάν μεταφορά χρημάτων μέσω του IRIS payment.
- Αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και ιδιαίτερα των προθεσμιακών, διάρκειας ενός έτους ή μεγαλύτερης, στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι προτάσεις προς την Πολιτεία
- Να εξεταστεί η δυνατότητα επιδότησης των δόσεων των στεγαστικών δανείων για τα ευάλωτα νοικοκυριά, στα πλαίσια του Προγράμματος Γέφυρα 1, για την επόμενη τριετία, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η ΕΚΤ θα έχει καταφέρει να τιθασεύσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
- Προστασία της πρώτης κατοικίας για τους ευάλωτους δανειολήπτες, και αναστολή πλειστηριασμών των κατοικιών τους, τουλάχιστον όσο διαρκεί η ενεργειακή κρίση και οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις.
- Αύξηση του ακατάσχετου λογαριασμού για οφειλές από τα 1.250 ευρώ στα 2.000 ευρώ, αφού η ακρίβεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των καθημερινών αναγκών, με το αναφερθέν ποσό να μην δύναται να καλύψει πολλές φορές τις καθημερινές ανάγκες μιας οικογένειας.
- Άμεση νομοθετική παρέμβαση για την προστασία των δανειοληπτών (υπολογίζονται σε 85.000), που την περίοδο 2006-2009 έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια ραγδαία επιδείνωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οδηγώντας τους δανειολήπτες που αγνοούσαν τον συναλλαγματικό κίνδυνο, να αδυνατούν να αποπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Για το λόγο αυτό προτείνουμε να καλύψουν οι Τράπεζες και η Πολιτεία το 75% της αυξημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας και ο δανειολήπτης το υπόλοιπο 25%. Τέλος, η προτεινόμενη πρωτοβουλία καλό θα ήταν να είχε αναδρομική ισχύ από την έναρξη της πανδημίας.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΟΕΕ, Κωνσταντίνος Κόλλιας, «οι ευάλωτοι συμπολίτες μας χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Η Πολιτεία, κυρίως, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οφείλουν να σταθούν δίπλα τους σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, και να βρουν λύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την αύξηση του πληθωρισμού και την άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ. Ειδικότερα σήμερα, όπου όλες οι συστημικές τράπεζες παρουσιάζουν αξιοσημείωτη κερδοφορία στους ισολογισμούς τους, λόγω των εσόδων από τόκους χορηγήσεων και προμήθειες, ενώ τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα. Το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας θα συνεχίσει τις παρεμβάσεις του προς αυτήν την κατεύθυνση, και με τις τεκμηριωμένες επιστημονικές προτάσεις του θα συμβάλλει καθοριστικά στην ανασύνταξη της ελληνικής οικονομίας με κοινωνικό πρόσημο».