Άρειος Πάγος 997/2012 Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για την γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια, είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηλία Γιαννακάκη), Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Δημήτριο Κόμη και Ασπασία Καρέλλου (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Ζιάκα), Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Μερσίνη.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Χ. του Φ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Κουτσούκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-10-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1901/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5959/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-7-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 28-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), ενώ το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μη καταλείπονται αμφιβολίες.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, κάθε αξίωση μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της κατά το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ή το Β.Δ. της 16/18-7-1920 αποζημιώσεως, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε που η αξίωση έγινε απαιτητή. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδάφ. α’ του ίδιου Ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 16/18-7-1920, ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημιώσεως για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.
Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του Ν. 3198/1955. Κατά το εδάφιο β’ του ίδιου άρθρου 8 του ως άνω νόμου 3198/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 3789/1957 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση συντάξεως, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για την λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για την χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.
Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για την γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια, είτε σε παράλειψη.
Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε.
Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου – όπως είναι και το άρθρο 919 ΑΚ, εφόσον συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη και πρόθεση βλάβης – είτε από την αρχή της καλής πίστεως, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Έτσι αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, γεννιέται, όταν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγούμενη υποχρέωση και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του προσβάλλει απόλυτο δικαίωμα του προσώπου, που ζημιώθηκε. Αν, αντίθετα, η πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε την ζημία δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρεώσεως, που έχει ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη, συνισταμένη στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κ.λπ.). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ).
Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ενόψει, όμως, του ότι ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, τότε μόνο μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 919 του ΑΚ, όταν και χωρίς την συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, μόνη η από τον ένα των συμβαλλομένων αθέτηση κάποιας από την σύμβαση υποχρεώσεως, που ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημιώσεως κατά το προαναφερόμενο άρθρο του ΑΚ.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο Αθηνών έκρινε, ύστερα από έφεση της αναιρεσείουσας Τράπεζας της Ελλάδος, επί της από 2-10-2007 αγωγής του αναιρεσιβλήτου, με την οποία αυτός ισχυρίσθηκε, όπως εκτιμάται από το Εφετείο και αναφέρεται στην προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 5959/2009 απόφασή του: Ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη Τράπεζα στις 21-4-1977 ως υπάλληλος αυτής και εξελίχθηκε βαθμολογικά έως τον βαθμό του Αρχιεργοδηγού – Προϊσταμένου. Ότι με αίτησή του γνωστοποίησε στην εναγομένη την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την υπηρεσία της, η οποία αίτηση έγινε δεκτή από την Διοίκηση της εναγομένης, με την υπ’ αριθμ. 879/6-3-2003 πράξη του Διοικητή αυτής, και αποχώρησε από την υπηρεσία της, διαγραφείς από την δύναμη του προσωπικού της από 30-11-2003 και ότι, κατά την αποχώρησή του, ενώ έπρεπε να λάβει την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδάφ. β’ του Ν. 3198/1955 αποζημίωση, χωρίς τους περιορισμούς της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967, ενόψει του ότι η εναγόμενη Τράπεζα δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τα αρμόδια όργανα αυτής, τελούντα εν γνώσει των ανωτέρω, δόλια και καταχρηστικά, του κατέβαλαν μειωμένη αποζημίωση, με συνέπεια να του οφείλει η εναγομένη την διαφορά μεταξύ καταβλητέας και καταβληθείσας αποζημιώσεως, η οποία (διαφορά) ανέρχεται στο ποσό των 22.422,36 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε, με την ένδικη αγωγή του, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 22.422,36 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας των οργάνων αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 288 του ΑΚ, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: Ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) προσλήφθηκε από την εναγόμενη Τράπεζα της Ελλάδος (αναιρεσείουσα) στις 21-4-1977 ως υπάλληλος αυτής, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και εξελίχθηκε βαθμολογικά έως τον βαθμό του Αρχιεργοδηγού – Προϊσταμένου. Η εργασιακή σχέση του με την εναγόμενη Τράπεζα, η υπηρεσιακή εξέλιξή του, οι αποδοχές, οι παροχές, τα θεσμικά και τα εργασιακά δικαιώματά του καθορίζονταν και ρυθμίζονταν από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας και Κανονισμό Βαθμολογικής και Μισθολογικής Τάξεως των Υπαλλήλων, από τον Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως των Υπαλλήλων της Τράπεζας, που έχουν συμβατική ισχύ και καταρτίσθηκαν σε εκτέλεση των διατάξεων του Καταστατικού της Τράπεζας, που κυρώθηκε με το Ν. 3424/1927 (ΦΕΚ Α’ 298), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, καθώς και από τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΣΣΕ, τις Κλαδικές ΣΣΕ και τις Επιχειρησιακές ΣΣΕ. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, ότι ο ενάγων με αίτησή του προς την εναγόμενη Τράπεζα γνωστοποίησε σ’ αυτήν την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την υπηρεσία της. Η εναγόμενη Τράπεζα αποδέχθηκε την παραίτηση του ενάγοντος, γεγονός που γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν με την υπ’ αριθμ. 879/2003 πράξη του Διοικητή της. Η αποχώρηση του ενάγοντος από την υπηρεσία της εναγόμενης Τράπεζας έγινε μετά την συμπλήρωση πραγματικής υπηρεσίας 26 ετών και 7 μηνών από της αρχικής τοποθετήσεώς του στην Τράπεζα και πριν από την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, που προβλέπεται από το άρθρο 19 του Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως Υπαλλήλων αυτής. Η δε παραίτηση του ενάγοντος και η αποδοχή της από την εναγομένη έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 18 του Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως των Υπαλλήλων της και διεγράφη αυτός από την δύναμη του προσωπικού της Τράπεζας από 30-11-2003. Η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος – όπως δέχεται επίσης το Εφετείο – ρυθμιζόταν από τον ως άνω συμβατικής ισχύος Γενικό Κανονισμό Καταστάσεως Υπαλλήλων της εναγομένης, ο οποίος προέβλεπε την λύση της συμβάσεως εργασίας του με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας και επομένως ήταν αυτή σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με τον ίδιο Κανονισμό, οι όροι του οποίου αποτελούσαν και περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, προβλεπόταν και περίπτωση πρόωρης λύσεως της συμβάσεώς του, με μονομερή δήλωση παραιτήσεως αυτού. Υπήρχε, συνεπώς, διαλυτική αίρεση στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, η οποία πληρώθηκε με την δήλωση παραιτήσεως που υπέβαλε αυτός και έτσι η σύμβαση εργασίας του, η οποία λύθηκε με την συγκατάθεση της εναγομένης, που αποδέχθηκε την παραίτησή του, κατέστη εξ υπαρχής αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα να δικαιούται ο ενάγων την προβλεπόμενη από τα άρθρα 8 εδάφ. α’ του Ν. 3198/1955 και 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976 αποζημίωση. Ειδικότερα δε – συνεχίζει το Εφετείο – με βάση τα έτη υπηρεσίας του και τις τακτικές αποδοχές του τον τελευταίο πριν από την αποχώρησή του μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, ανερχόμενες στο ποσό των 2.312,45 ευρώ, έπρεπε ο ενάγων, ο οποίος ήταν και επικουρικά ασφαλισμένος, να λάβει από την εναγόμενη Τράπεζα, ως αποζημίωση, το ποσό των 24.589,05 ευρώ, καθόσον εδικαιούτο την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 8 εδάφ. α’ του Ν. 3198/1955 και 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976 αποζημίωση, χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 και 3 του Α.Ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 618/1970, όπως αυτές έχουν συμπληρωθεί και τροποποιηθεί, αφού η εναγόμενη Τράπεζα της Ελλάδος δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνεπώς ως προς αυτήν δεν ίσχυε ο περιορισμός της αποζημιώσεως που εδικαιούτο ο ενάγων. Η εναγόμενη Τράπεζα, όμως, σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 14/17-12-1999 αποφάσεως του Γενικού Συμβουλίου αυτής, κατέβαλε στον ενάγοντα την αποζημίωση του άρθρου 8 εδάφ. α’ του Ν. 3198/1955, περιορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της αποχωρήσεώς του, δηλαδή του κατέβαλε 1.500.000 δραχμές ή 4.402,05 ευρώ. Επομένως – καταλήγει το Εφετείο – δικαιούται ο ενάγων την διαφορά μεταξύ της καταβλητέας και καταβληθείσας αποζημιώσεως, ανερχόμενη στο ποσό των 20.187 ευρώ (24.589,05 – 4.402,05). Έτσι επικύρωσε, με απόρριψη της εφέσεως της εναγομένης, την πρωτόδικη απόφαση (υπ’ αριθμ. 1901/2008 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που είχε αποφανθεί ομοίως. Με τις παραδοχές του αυτές, όμως, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, καθόσον ουδέν περιστατικό αδικοπρακτικής (υπαίτιας και παράνομης ή και αντίθετης προς τα χρηστά ήθη και προς την αρχή της καλής πίστεως) συμπεριφοράς της εναγόμενης Τράπεζας διέλαβε, που να δικαιολογεί την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 914, 919 και 288 του ΑΚ, παρόλο που, κατ’ εκτίμηση από το ίδιο (το Εφετείο) του περιεχομένου της ένδικης αγωγής, η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου για καταβολή της διαφοράς μεταξύ καταβλητέας και καταβληθείσας αποζημιώσεως θεμελιώνεται σε αδικοπραξία των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσείουσας Τράπεζας. Λαμβανομένου συνάμα υπόψη και του ότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, μόνη η από την αναιρεσείουσα Τράπεζα αθέτηση της υποχρεώσεώς της να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία της, την πράγματι οφειλόμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 8 εδάφ. α’ του Ν. 3198/1955 και 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976, αποζημίωση, δεν συνιστά αδικοπραξία, ούτε αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημιώσεως κατά τα προαναφερόμενα άρθρα του ΑΚ. Επομένως, ο σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν. 4055/2012), να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο (Εφετείο Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση. Τέλος, ο ηττώμενος αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 5959/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ