4655/2022 4ο Τριμελές
Πρόεδρος: Χρήστος Παπαναστασόπουλος, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγητής: Αντώνιος Μιχαλακέλης, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 71 παρ. 1, 78 και 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, επί αγωγής αποζημίωσης, τα διοικητικά δικαστήρια, αν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς τη νομιμότητα της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, ελέγχουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής. Συνεπώς, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ή αίτησης ακύρωσης, η οποία δεν έχει ασκηθεί, ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω πράξης ή παράλειψης από το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωσης γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν οι κείμενες διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την προσφυγή ή την αίτηση ακύρωσης (βλ. 841/2015, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2260/2013 Ολ., 2176/2012, 4109/2010).
Το Ε.Δ.Δ.Α., ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί, καταρχάς, ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ενόψει της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει επί της διοικητικής παράβασης, δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή το οικείο αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, αλλά υποχρεούται να τη/το συνεκτιμήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφόσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να μην καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης/διαδικασίας (βλ. Σ.τ.Ε. 1713-1714/2014, 2069/2014, 1184/2015, 2403/2015, 1992/2016 7μ., 2503/2016, 167-169/2017 7μ., 434/2017 7μ., 826/2017, 3051/2017 7μ., 951, 1102-1104/2018 7μ., 1700/2020). Ειδικότερα, τέτοια “αθώωση” υπονοεί και πρέπει να στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την τέλεση ή μη της παράβασης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 39/2020 Ολ., 1102-1104/2018 7μ., 167-169/2017 7μ., με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΕ μειζ. συνθ. 29.6.2016, C-486/14, σκέψεις 42-54. Βλ. επίσης αποφάσεις ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 8.7.2019, 54012/10, σκ. 97-98 και 12.11.2019, 57849/12 σκ. 44-45). Toύτο στοιχεί, αφενός, προς το σκοπό και τη λειτουργία της αρχής ne bis in idem, ως εκδήλωσης των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας και, ιδίως, του δεδικασμένου, που εξυπηρετεί την (επίσης θεμελιώδους σημασίας) ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα της έννομης κατάστασης των προσώπων και, αφετέρου, προς την αναγόμενη στο δημόσιο συμφέρον ανάγκη να προαχθεί η πρόληψη και η καταστολή των σχετικών παραβάσεων (ιδίως, δε, των πλέον σοβαρών), η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία της μείζονας σύνθεσης τόσο του Ε.Δ.Δ.Α. όσο και του Δ.Ε.Ε., συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού της κανονιστικής εμβέλειας της απαγόρευσης ne bis in idem και μπορεί να δικαιολογήσει τη σώρευση ποινικής και διοικητικής δίωξης και κύρωσης για την ίδια παράβαση, για την διαπίστωση της οποίας (παράβασης), πάντως, αρμόδια είναι, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, η νομιμότητα των πράξεων των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, στον έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 359/2020 Ολ., Σ.τ.Ε. 680/2017 7μ., 951/2018 7μ., 1102-1104/2018 7μ.). Συνεπώς, αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία “αθωώθηκε” ο διωχθείς (βλ. ΣτΕ 1102-1104/2018 7μ., 167-169/2017 7μ., με παραπομπή στην απόφαση ΕΔΔΑ μειζ. συνθ. 27.5.2014, 4455/10, σκέψεις 118, 120, 121, βλ. επίσης ΕΔΔΑ 12.11.2019, 57849/12, σκ. 44-45), και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τα αρμόδια για την διαπίστωση παράβασης όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι τέτοιο βούλευμα ερείδεται στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, συνεπεία της παραγραφής (ήτοι της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας), και όχι σε εκτίμηση για τη διάπραξη ή μη του αδικήματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1700/2020, 1102-1104/2018 7μ., 167- 169/2017 7μ.).
Κρίση του Δικαστηρίου ότι νομίμως η εναγόμενη Περιφέρεια ανακάλεσε τον τίτλο ειδικότητας του ενάγοντος στηριζόμενη τόσο σε προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί επιβολής πειθαρχικής ποινής λόγω χρήσεως πλαστών εγγράφων, όσο και στο κείμενο απαλλακτικού βουλεύματος, το οποίο αθώωσε μεν τον ενάγοντα λόγω παραγραφής του αδικήματος, δέχθηκε μεν στο βούλευμά του ότι ο ενάγων είχε κάνει χρήση πλαστών εγγράφων, χωρίς να προσβάλλεται το τεκμήριο αθωότητας αυτού ή κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem.