Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας).
Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μισθώσεως με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, να αποδώσει δε τούτο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Έτσι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση αφενός μεν να αποφεύγει κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση στο μίσθιο, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, αφετέρου δε να μην προκαλεί στο μίσθιο φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής, ο μισθωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από τις αυθαίρετες μεταβολές του μισθίου και τις ανεπίτρεπτες, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση, φθορές του (ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008). Η ευθύνη του μισθωτή μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, λόγω της απ’ αυτήν ως άνω υποχρέωσής του περί παραδόσεως του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης στην προσήκουσα κατάσταση, όσο και από αδικοπραξία, λόγω παραβιάσεως της γενικής αρχής “του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως”, διότι η ευθύνη από την παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης δύναται να γεννηθεί και χωρίς την ύπαρξη του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 422/1998).
Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όπως τις μελλοντικές δαπάνες του εκμισθωτή για την επανόρθωση των μη οφειλόμενων στη συνήθη χρήση φθορών του μισθίου ή σε περίπτωση καταστροφής τη δαπάνη για την αντικατάσταση αυτού (ΑΠ 495/2008), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο συνίσταται στην εξαιτίας του επιζήμιου γεγονότος ματαίωση της βασίμως προσδοκώμενης αύξησης της περιουσίας του, όπως ιδίως η απώλεια μισθωμάτων από την αδυναμία εκμισθώσεως του μισθίου σε τρίτους ή η διαφορά από την είσπραξη μειωμένου μισθώματος σε περίπτωση κατάρτισης νέας σύμβασης μισθώσεως (ΑΠ 204/2000, ΑΠ 1597/1995).
Ο μισθωτής, έχει ευθύνη για αποκατάσταση της ζημίας του εκμισθωτή, από την παραβίαση των υποχρεώσεών του για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου και την προστασία αυτού και αποτροπή κινδύνου ζημιών. Αυτή την ευθύνη έχει είτε οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μίσθιο και δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση οφείλονται σε πταίσμα του ιδίου, είτε οφείλονται σε πταίσμα του υπομισθωτή στον οποίο υπεκμίσθωσε το μίσθιο, ή σε πταίσμα των προστηθέντων από αυτόν ή σε πταίσμα γενικά των βοηθών εκπληρώσεως στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή τους επιτράπηκε η χρήση αυτού. Εάν η ζημία προέρχεται από τα ως άνω τρίτα πρόσωπα και συντρέχουν σ’ αυτά οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τότε σε αποζημίωση του εκμισθωτή ευθύνονται τόσο ο μισθωτής όσο και τα πρόσωπα αυτά εις ολόκληρο.
Βοηθός δε εκπληρώσεως είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε ο μισθωτής, έστω και προσωρινά, τη χρήση του μισθίου, όπως είναι και οι σύνοικοι. Και τα πρόσωπα αυτά που είναι στη χρήση του μισθίου, καταλαμβάνονται από την παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του μισθωτή για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου, τη μη πρόκληση σ’ αυτό φθορών που δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση του και την προστασία τούτου από κινδύνους ζημιών (ΑΠ 1807/2017).
Επομένως, σε περίπτωση πρόκλησης τέτοιων φθορών στο μίσθιο από το βοηθό εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε από το μισθωτή η χρήση του μισθίου, ο εκμισθωτής, ενόψει του ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 919 ΑΚ).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 § 4 Κ.Πολ.Δ.), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας κρίνει, εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (ΑΠ 641/2011, ΑΠ 1015/2010).
Αντιθέτως, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι, στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 649/2019, ΑΠ 1617/2017, ΑΠ 706/2016).