Η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη χρεών προς το Δημόσιο, εφαρμόζεται μόνο όταν τα περιλαμβανόμενα στον αντίστοιχο πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα, που τυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 «Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), προηγουμένως δε τυποποιούταν στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως προστέθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που καταργήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, τούτο δε προϋποθέτει αφενός να στοιχειοθετείται ως φορολογικό αδίκημα, αφετέρου δε να υπερβαίνει το οριζόμενο στο ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 ποσό για τη θεμελίωση του αξιοποίνου
Απόφαση με πλειοψηφία μίας (1) ψήφου, παραπομπή στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου,
Αριθμός 1579/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Ε Τ του Γ, κατοίκου Καλαμάτας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ξανθάκη, για αναίρεση της υπ΄αριθ. 142/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27.12.2021, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11673/2021 και στους από 19.09.2022 πρόσθετους λόγους που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 52/2022.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρυχθεί αθώα η κατηγορούμενη και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη από 27-12-2021 δήλωση (αίτηση) της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Ε Τ του Γ και της Σ, κατοίκου Καλαμάτας Μεσσηνίας (οδός Ν αρ. …), για αναίρεση της υπ’ αρ. 142/2-11-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και καταδίκασε αυτήν (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 περ. β’ του Ν. 1882/1990), μετά από την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετανοίας στο πρόσωπό της (άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα, αυτοπροσώπως από την ίδια (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), με επίδοση της ανωτέρω δήλωσής της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27-12-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 11673/27-12-2021), και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, την 7-12-2021, με αριθμό 95 (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 1, 2 και 3, 474 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ.). Επίσης, οι από 19-9-2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 του Κ.Ποιν.Δ.) με την κατάθεσή τους, αυτοπροσώπως από την ίδια (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), στην αρμόδια Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για την οποία (κατάθεση) συντάχθηκε η σχετική από 19-9-2022 έκθεση. Η παραπάνω δήλωση (αίτηση) αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής είναι παραδεκτοί, καθόσον περιέχουν σαφείς και ορισμένους λόγους, συνιστάμενους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Επομένως, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ αυτών συναφείας, να ερευνηθεί δε περαιτέρω η υπόθεση κατ’ ουσίαν.
ΙΙ. Από το άρθρο 2 του νέου Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο δεύτερο αυτού από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι «1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας», προκύπτει ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προϊσχύσαντος Π.Κ. αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο «όλον» και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 – 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων …». Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο [ήδη το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €)] ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι’ αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (Α.Π. 1012/2021, Α.Π. 181/2021, Α.Π. 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ο χρόνος δε αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος, και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179/11-9-1997, τεύχος πρώτο), «2. Στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) (…) β) Για εταιρίες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. (…). Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτηση της ιδιότητας αυτής από τους ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις (3) μήνες από την απόκτησή της. Για τα πρόσωπα, που δεν υπείχαν ποινική ευθύνη κατά τις διατάξεις του άρθρου που αντικαθίσταται, όσον αφορά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το ποινικό αδίκημα διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις (4) μήνες από την έναρξη της ισχύος του.». Με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 και 3 του Ν.1882/1990 προσδιορίζονται τα φυσικά πρόσωπα των ανωνύμων και λοιπών εμπορικών εταιρειών, συνεταιρισμών, κοινοπραξιών, κοινωνιών, αστικών εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών εταιρειών που ασκούν επιχείρηση, αλλοδαπών επιχειρήσεων γενικά, κάθε είδους αλλοδαπών οργανισμών, καθώς και των άλλων νομικών προσώπων και οντοτήτων, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο που είχαν την ιδιότητα που αναφέρεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του Ν. 1882/1990, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό πρόβλημα της φορο-υπερημερίας, που δημιουργείται από τις αλλεπάλληλες μεταβολές, που υφίστανται τα νομικά πρόσωπα στην εκπροσώπηση, διοίκηση ή διαχείριση των υποθέσεών τους, με συνέπεια να επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, να προσδιορίζεται η κατά τα άνω ιδιότητα του υπόχρεου για την καταβολή των χρεών και υπέχοντος προς τούτο ποινική ευθύνη (Α.Π. 565/2022, Α.Π. 190/2021). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-20219, τεύχος πρώτο) και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου από 1-7-2019, ορίζει ότι: «Μετά το εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 προστίθεται εδ. γ’ ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν περιλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.». Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 2523/1997, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 2 εδ. α΄, β’ και γ’ του άρθρου 2 του Ν. 3943/2011 (Φ.Ε.Κ. 66/31-3-2011, τεύχος πρώτο), «1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της απόκρυψης.». Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 17 του Ν. 2523/1997 καταργήθηκαν με το άρθρο 71 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), το ζήτημα του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα ρυθμίστηκε από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α’, 3 και 4 του Ν. 4174/2013 (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως ίσχυσαν μετά την προσθήκη και αναρίθμηση του ανωτέρω άρθρου 66 με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. 129/17-10-2015, τεύχος πρώτο), ήδη δε ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 περ. α’, 3 και 4 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), κατά το οποίο, «1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή ειδικού φόρου ακινήτων (Ε.Φ.Α.), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, (…) 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ.: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, (…). 4. Επιβάλλεται κάθειρξη, αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της παρ. 3 υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά Φ.Π.Α., ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.». Από τις ανωτέρω νέες διατάξεις, που καλύπτουν τις σοβαρές περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εξορθολογίζουν το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των σχετικών εγκλημάτων, προκύπτει ότι, σε σχέση με το αδίκημα της αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή χρηματική ποινή, αν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), σε βαθμό δε κακουργήματος, με κάθειρξη, αν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ενώ όταν ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα δεν υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, αλλά είναι μικρότερος αυτού, δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη (Α.Π. 840/2017). Οι προπαρατεθείσες νέες διατάξεις είναι επιεικέστερες για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της μη υποβολής ή της ανακριβούς υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από τις προηγούμενες, αφού για την στοιχειοθέτηση του παραπάνω εγκλήματος, σε βαθμό πλημμελήματος, απαιτείται πλέον ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα να υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ως εκ τούτου δε, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, οι επιεικέστερες, κατά τα ανωτέρω, νέες διατάξεις εφαρμόζονται και στις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 4-11-2022, οπότε άρχισε η ισχύς του ανωτέρω Ν. 4987/2022 (Α.Π. 164/2017). Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι όλες οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος (Α.Π. 415/2020), αλλά τυποποιούνται ως εγκλήματα σε συνάρτηση με την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσού, ανά είδος φόρου και ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος. Εξάλλου, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα δε του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Χριστοδούλου και των Αρεοπαγιτών Αικατερίνης Κρυσταλλίδου και Ελευθέριου Σισμανίδη, από τη χρήση της λέξης «προκειμένου» στο κείμενο της ανωτέρω διάταξης (άρθρο 66 του ήδη ισχύοντος Ν. 4987/2022, παρόμοιες δε ήταν και οι ρυθμίσεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, που έχουν καταργηθεί με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022), συνάγεται ότι στις περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 εδ. β’ του Π.Κ.), συγκεκριμένα δε θα πρέπει να αποκρύπτει και να μη δηλώνει στην αρμόδια φορολογική αρχή καθαρά φορολογητέα εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 66 του ανωτέρω νόμου (Α.Π. 983/2021, Α.Π. 1015/2019). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 55Α παρ. 1 του ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022, που ορίζει ότι: «Εάν, με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.», σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι: «1. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του Κώδικα υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.» (παρόμοιες ήταν και οι διατάξεις των άρθρων 55Α παρ. 1 και 68 παρ. 1 του Ν. 4174/2013 που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022), σαφώς συνάγεται ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, τόσο υπό το ισχύον νομικό καθεστώς όσο και υπό την ισχύ του Ν. 4174/2013 και του Ν. 2523/1997 (άρθρο 21), προϋποθέτει την πλήρωση των εξής όρων: α) τη διενέργεια ελέγχου από τη φορολογική αρχή, β) την έκδοση διοικητικής καταλογιστικής πράξης για το φόρο που προσπάθησε να διαφύγει ο φορολογούμενος και γ) την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από την αρμόδια αρχή, με συνυποβολή των αποδεικτικών εγγράφων για τη συνδρομή των προηγούμενων όρων. Από το συνδυασμό όλων των προαναφερόμενων διατάξεων, σαφώς συνάγεται ότι, το άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ., ως ευμενέστερο για τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, είναι εφαρμοστέο και για πράξεις πριν τη θέσπισή του, οδηγεί δε στη μη συμπερίληψη και στο μη συνυπολογισμό, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, των χρεών, που μεταξύ άλλων προέρχονται από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4987/2022), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, ειδικά δε όσον αφορά το έγκλημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται αντικειμενικά είτε με την μη υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είτε με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, από την οποία όμως ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η πράξη αυτή διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος, ή το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, οπότε η εν λόγω πράξη διώκεται σε βαθμό κακουργήματος. Έτσι, όταν το ποσό του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα υπολείπεται του ποσού των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, η πράξη είναι ανέγκλητη και δεν υπάγεται στα αδικήματα του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ. να μη είναι εφαρμοστέα. Περαιτέρω, κατά την γνώμη της ανωτέρω πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής στο εισόδημα δεν στοιχειοθετείται, ακόμη και όταν ο φόρος, που αναλογεί σ’ αυτό (εισόδημα) και δεν καταβλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος υποβάλει νόμιμα και εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ακολούθως όμως δεν αποδίδει τον φόρο που οφείλει στο Δημόσιο και αναλογεί στα εισοδήματά του, με βάση την ακριβή (όχι ανακριβή) δήλωσή του, καθόσον στην περίπτωση αυτή αποκλείεται εν τη γενέσει της η ύπαρξη του απαιτούμενου υπερχειλούς δόλου του, δηλαδή η επιδίωξή του να αποφύγει την καταβολή του φόρου που αναλογεί στα εισοδήματά του, αφού με την υποβολή της ακριβούς δήλωσής του, ελλείπει το στοιχείο της μερικής ή ολικής απόκρυψης των καθαρών εισοδημάτων του, που κατατείνει σ’ αυτόν τον σκοπό. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, οι μηνυτήριες αναφορές που αφορούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, αναφέροντα είτε στον συνολικό φόρο που δεν απέδωσε ο φορολογούμενος, έχοντας προηγουμένως παραλείψει να υποβάλει την οικεία δήλωση, είτε, επί υποβολής ανακριβούς εκ μέρους του δήλωσης, στον υπερβάλλοντα φόρο, που προκύπτει από τη διαφορά των μεγεθών, δηλαδή του φόρου που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα που δεν δηλώθηκαν και του φόρου που αναλογεί στα ανακριβώς δηλωθέντα εισοδήματα, ή σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα εισοδήματα, ύστερα από τον οικείο φορολογικό έλεγχο. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο φορολογούμενος δεν υποβάλει ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την τέλεση εκ μέρους του της πράξης της φοροδιαφυγής στο εισόδημα, η οποία θα ενεργοποιούσε το φορολογικό ελεγκτικό μηχανισμό, θα κατέληγε δε στη σύνταξη έκθεσης ελέγχου και στην έκδοση διοικητικής καταλογιστής πράξης για το φόρο που προσπάθησε αυτός να διαφύγει, ή εφόσον δεν έχει προηγηθεί αυτεπάγγελτος φορολογικός έλεγχος που να διαπιστώνει με την οικεία έκθεση ελέγχου την ανακρίβεια της δήλωσης του φορολογουμένου και να προσδιορίζει το ακριβές ύψος του φόρου που αυτός απέφυγε να καταβάλει, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αντίστοιχου εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με μόνη τη μη πληρωμή του φόρου που οφείλει να καταβάλει και αναλογεί στα εισοδήματά του με βάση την ακριβή δήλωση που ο ίδιος έχει υποβάλει, το ίδιο δε συμβαίνει και στην περίπτωση βεβαίωσης φόρου εισοδήματος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3888/2010 περί περαίωσης των εκκρεμών ελεγμένων φορολογικών υποθέσεων, σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΠΟΛ 1138/11-10-2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 1631/12-10-2010, τεύχος δεύτερο), που δεν καταβάλει ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως του ύψους του, καθόσον και στην περίπτωση αυτή η βεβαίωση γίνεται με σχετική αίτησή του και όχι ύστερα από έλεγχο της αρμόδιας φορολογικής αρχής (Α.Π. 189/2021). Επομένως, στις ανωτέρω περιπτώσεις, τα συγκεκριμένα χρέη του φορολογουμένου, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόμο, συμπεριλαμβάνονται και συνυπολογίζονται, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του, στον αντίστοιχο πίνακα χρεών, που συνυποβάλλεται με την αίτηση της ποινικής δίωξης για το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990, καθόσον δεν μπορούν να ενταχθούν στις εξαιρέσεις που καθιερώθηκαν με το άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ., με το οποίο προστέθηκε εδάφιο γ’ στην παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, η διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., ως προς τα μη υπολογιζόμενα χρέη για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη χρεών προς το Δημόσιο, εφαρμόζεται μόνο όταν τα περιλαμβανόμενα στον αντίστοιχο πίνακα χρέη αποτελούν αυτοτελώς και φορολογικό αδίκημα, που τυποποιείται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 «Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), προηγουμένως δε τυποποιούταν στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 170/26-7-2013, τεύχος πρώτο), όπως προστέθηκε και αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που καταργήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, τούτο δε προϋποθέτει αφενός να στοιχειοθετείται ως φορολογικό αδίκημα, αφετέρου δε να υπερβαίνει το οριζόμενο στο ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 ποσό για τη θεμελίωση του αξιοποίνου. Η ανωτέρω εκδοχή θεμελιώνεται στη γραμματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., που αναφέρεται σε «αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας», ενισχύεται δε από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, με τον οποίο κυρώθηκε ο ισχύων Ποινικός Κώδικας, στην οποία (αιτιολογική έκθεση), υπό το άρθρο 469, ρητά αναφέρεται: «Με τη μεταβατική αυτή διάταξη (…) Θεραπεύεται επίσης το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν αυτών αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαιώσεως για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν θίγεται ως προς άλλες απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοτελής ποινική προστασία.». Η αντίθετη εκδοχή, ότι δεν υπολογίζονται, ανεξάρτητα από το ύψος της οφειλής ή της τυποποίησης ως φορολογικών αδικημάτων, χρέη που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 (ήδη στις ισχύουσες διατάξεις του Ν. 4987/2022), δηλαδή και όταν τα χρέη αυτά υπολείπονται του ποσού που θεμελιώνει το αξιόποινο στην ανωτέρω διάταξη ή απορρέουν από απλές φορολογικές παραβάσεις που δεν χαρακτηρίζονται φορολογικά αδικήματα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή. Τούτο δε διότι η εκδοχή αυτή δεν θεμελιώνεται ούτε από τη γραμματική και λογική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., αλλά ούτε και από την ιστορική και βουλητική ερμηνεία του εν λόγω κανόνα δικαίου. Ειδικότερα, η ερμηνευτική εκδοχή για την εξαίρεση όλων των χρεών, για τον προσδιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη αυτών προς το Δημόσιο, ανεξάρτητα από το ύψος τους ή αν τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), αλλοιώνει το γράμμα του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., στο οποίο γίνεται λόγος για αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η τυποποίηση δε προϋποθέτει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αφενός πρόβλεψη ότι η συγκεκριμένη φορολογική παράβαση στοιχειοθετεί φορολογικό αδίκημα και αφετέρου υπέρβαση του οριζόμενου από το ανωτέρω άρθρο 66 του Ν. 4987/2022 χρηματικού ποσού. Επομένως, η γραμματική ερμηνεία αξιώνει να μην αξιολογούνται και ως ποινικό αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 τα χρέη τα οποία θεμελιώνουν αξιόποινη φοροδιαφυγή του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Στο ίδιο ασφαλές συμπέρασμα οδηγεί και η προσπάθεια διάγνωσης της βούλησης του νομοθέτη, σε συνδυασμό με τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες εκφράστηκε. Η πραγματικότητα (ιστορικές συνθήκες) που ο νομοθέτης είχε υπόψη του όταν προέβαινε στη θέσπιση του ανωτέρω άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., ήταν η διαμορφωμένη διαχρονική νομολογία του Αρείου Πάγου υπέρ της αληθινής συρροής των δύο (2) εγκλημάτων, δηλαδή της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (Α.Π. 459/2015, Α.Π. 135/2016, Α.Π. 583/2016, Α.Π. 1287/2017, Α.Π. 2097/2018, Α.Π. 989/2019, Α.Π. 1277/2019). Αντιμετωπίζοντας αυτήν την παγιωμένη νομολογιακή παραδοχή, ο ιστορικός νομοθέτης, στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου με τίτλο «Κύρωση Ποινικού Κώδικα» ευθέως δηλώνει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ότι με το άρθρο 469 επιδιώκει να θεραπεύσει το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων και έτσι αποκλείει τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν αυτών από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ενώ στο τέλος της συγκεκριμένης αιτιολογίας επαναλαμβάνεται ότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 δεν θίγεται ως προς τις απαιτήσεις του Δημοσίου για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοτελής ποινική προστασία. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη του ισχύοντος Π.Κ. εκφράστηκε με ενάργεια και η διάγνωσή της, με μέσο την ιστορική και βουλητική ερμηνεία, είναι ευχερέστατη. Ο νομοθέτης με την ανωτέρω ρύθμιση αποσκοπούσε στην αποτροπή της διπλής τιμώρησης του φοροδιαφεύγοντος, η οποία ήταν γεγονός πριν την ισχύ του ανωτέρω άρθρου 469 του νέου Π.Κ., αφού, όταν επρόκειτο για χρέη προς το Δημόσιο, που λόγω του ύψους αυτών στοιχειοθετούσαν και αδίκημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ο υπαίτιος τιμωρούνταν για αμφότερες τις πράξεις, με την αιτιολογία ότι συρρέουν αληθώς τα ανωτέρω αδικήματα, δηλαδή η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και η φοροδιαφυγή, αφού, τόσο κατά την αντικειμενική όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, αποσκοπούν στον ποινικό κολασμό διαφορετικών εγκληματικών συμπεριφορών και συνεπώς μεταξύ αυτών δεν υπάρχει ταυτότητα πράξης, αλλά υφίσταται αληθής συρροή (Α.Π. 130/2016). Ήδη όμως, για τα μη στοιχειοθετούντα αδίκημα φοροδιαφυγής χρέη προς το Δημόσιο, κατά τα προαναφερόμενα, η ποινική δίωξη ήταν και είναι μία, συγκεκριμένα δε εκείνη για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), καθόσον, σε αντίθετη περίπτωση, από την αποτροπή της διπλής τιμώρησης, στην οποία αποσκοπούσε ο νομοθέτης, καταλήγουμε στην παντελή ατιμωρησία του φοροδιαφεύγοντος, όταν οι φορολογικές παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν φορολογικό αδίκημα, κάτι που προφανώς δεν ήταν στις προθέσεις του (νομοθέτη). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η διατύπωση στο άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ. της φράσης «αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» ουδόλως υποδηλώνει βούληση του νομοθέτη για πλήρη αποκλεισμό της τιμωρίας των οφειλετών του Δημοσίου για τα προερχόμενα από τις ανωτέρω αιτίες χρέη, όταν αυτά δεν πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Ειδικότερα, η αληθής, συνεπής προς τη συνταγματική δικαιοταξία (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), βούληση του νομοθέτη είναι τα, κατά τα ως άνω, μη υπαγόμενα (λόγω ποσού ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος), στη διάταξη του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας χρέη, να συνυπολογίζονται ή να συναθροίζονται με άλλες προερχόμενες από διάφορες αιτίες λοιπές οφειλές προς το Δημόσιο προς σχηματισμό του διαγραφομένου για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποσοτικού ορίου.
Κατά την γνώμη όμως δύο (2) μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα δε των Αρεοπαγιτών Μαρίας Κουβίδου και Βασίλειου Μαχαίρα, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του 469 του ισχύοντος Π.Κ., για τον προσδιορισμό της ευθύνης του υπαιτίου για μη καταβολή ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων χρεών του προς το Δημόσιο στον σχετικό πίνακα δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, αλλά να εξαιρούνται, χρέη που απορρέουν από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Τούτο δε διότι, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Νόμου 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν και τα χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, καθόσον, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. (Α.Π. 595/2022, Α.Π. 292/2022, Α.Π. 189/2021, Α.Π. 120/2021, Α.Π. 123/2021). Η ποινική δε τυποποίηση των χρεών αυτών, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 469 του Π.Κ., πρέπει να εκληφθεί με κριτήριο την πηγή προέλευσή τους, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού κάθε τέτοιου χρέους, αν δηλαδή λόγω ποσού, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, καθίστανται τιμωρητές ή όχι, πράξεις ή παραλείψεις κατά τις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Με την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, τα χρέη που προέρχονται από το είδος των φόρων που ορίζονται από τις διατάξεις του αμέσως παραπάνω άρθρου, ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού τους, συναθροιζόμενα μεταξύ τους, ή με άλλα χρέη του πίνακα του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, θα καθίσταντο, εφόσον υπερέβαιναν το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, αξιόποινα, ακόμη και από το πρώτο ευρώ, ενώ αν ο νομοθέτης ήθελε οι φόροι, ή η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων, να συνιστούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού, θα το όριζε στις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Ο σκοπός του άρθρου 469 του Π.Κ., της αποφυγής της διπλής τιμώρησης δηλαδή, δεν πρέπει να άγει στο αντίθετο αποτέλεσμα, οφειλές από φόρους που, λόγω ύψους ποσού, δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα κατά το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας να καθίστανται αδικήματα με την συμπερίληψή τους στον πίνακα χρεών του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) ή ειδικού φόρου ακινήτων (Ε.Φ.Α.), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Το τελευταίο αυτό ποινικό αδίκημα είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του Ν. 2523/1997 (βλ. άρθρο 19 παρ. 2 και 5 εδ. τελ. αυτού). Με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015 προστέθηκε στον Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» δωδέκατο κεφάλαιο με τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και τις ποινικές κυρώσεις επί αυτών, με το άρθρο 71 παρ. 1 του οποίου καταργήθηκαν τα άρθρα 17 έως 21 του ν. 2523/1997 και οι αντίστοιχες διατάξεις ορίζονται αυτές των άρθρων 66 – 70, ήδη δε οι διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4174/2013 καταργήθηκαν και ισχύουν οι ταυτάριθμες του Ν. 4987/2022 «Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο). Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. με ισχύ από 1-7-2019, όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και το συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 1882/1990) δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λπ. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη (Α.Π. 414/2020). Η μεταγενέστερη αυτή ρύθμιση ως επιεικέστερη επιβάλλει την εφαρμογή της στις μη αμετακλήτως εκδικασθείσες κατηγορίες (Α.Π. 292/2022).
ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του Κ.Ποιν.Δ., όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Σε περίπτωση δε που εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, εκτός αν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση που αφορά το έγκλημα της μη καταβολής βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (Α.Π. 670/2021, Α.Π. 859/2019). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Oλ. Α.Π. 2/2011, Α.Π. 452/2022, Α.Π. 1308/2020).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Καλαμάτας, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την πληττόμενη υπ’ αρ. 142/2-11-2021 απόφασή του, μετά την παράθεση εκτενούς νομικής σκέψης, σχετικής με την μη καταβολή βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, δέχθηκε ότι, από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων ειδικά αποδεικτικών μέσων (ένορκη κατάθεση του κατηγορίας, ανάγνωση των πρακτικών του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά), προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: «Στην κατηγορούμενη, με την ιδιότητα του ομορρύθμου μέλους της επιχείρησης με την επωνυμία «Ε. Τ Σ. Τ Ο.Ε.» και του ομορρύθμου μέλους της επιχείρησης με την επωνυμία «Ε. Τ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. Ι Ε Π Υ Α», αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα ότι, ενώ αυτή γνώριζε ότι είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της στη ΔΟΥ Καλαμάτας διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως αυτά αναφέρονται στον πίνακα χρεών, που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την υπ’ αριθ. πρωτ. 20168/18.06.2015 αίτηση ποινικής δίωξης της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Καλαμάτας, με πρόθεση καθυστέρησε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών την καταβολή προς το Δημόσιο ποσού ληξιπρόθεσμης οφειλής που ανέρχεται στο ποσό των 1.643.489,43 ευρώ, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 12, 14, 26 παρ. 1, 27 § 1, 79 ΠΚ και άρθρο 25 § 1 περ. β’ Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 18 και παραγράφους 2 – 4 του άρθρου 28 Ν. 2948/2001 και συμπληρωθεί με το άρθρο 34 ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110/17-5-2002) και με την παράγραφο 1 του άρθρου 34 Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α15), αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 § 1 Ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α66/31-3-2011) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015 (ΦΕΚ Α 32/21-3-2015) και τα ποσά των περιπτώσεων α’ και β’ αναπροσαρμόστηκαν ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 71 § 2 του Ν. 4174/2013, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015 (ΦΕΚ Α 129/17-10-2015). Όπως, όμως προκύπτει τόσο από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας όσο και από τον συνημμένο στην ως άνω 20168/2015 αίτηση ποινικής δίωξης πίνακα χρεών, το στο Δημόσιο συνολικό χρέος της κατηγορουμένης, ύψους 1.643.489,43 ευρώ, αποτελεί άθροισμα οκτώ (8) επιμέρους βεβαιωμένων χρεών, τα δύο (2) από τα οποία δημιουργήθηκαν λόγω της τέλεσης εκ μέρους της κατηγορουμένης της αξιόποινης πράξης της μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβώς των προβλεπόμενων στο ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), η οποία καθόσον αφορά τη διάταξη νόμου που τη θεσπίζει, τυποποιήθηκε στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, δηλαδή πρόκειται για χρέη που αφορά η προδιαληφθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, τα περιλαμβανόμενα στον ως άνω πίνακα χρεών με αύξοντα αριθμό 4 και 8 χρέη, ποσού 919.438,19 ευρώ και 519.073,25 ευρώ, αντίστοιχα, αφορούν πρόστιμο Κ.Β.Σ. Επιπλέον, ένα από αυτά δημιουργήθηκε λόγω της τέλεσης εκ μέρους της κατηγορουμένης της αξιόποινης πράξης της μη απόδοσης ΦΠΑ, η οποία καθόσον αφορά τη διάταξη νόμου που τη θεσπίζει, τυποποιήθηκε στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, δηλαδή πρόκειται για χρέος που επίσης αφορά η προδιαληφθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 469 του ήδη ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, το περιλαμβανόμενο στον ως άνω πίνακα χρεών με αύξοντα αριθμό 6 χρέος, ποσού 5.009,62 ευρώ, αφορά χρεωστικές δηλώσεις ΦΠΑ μέσω INTERNET. Επίσης, το περιλαμβανόμενο στον ως άνω πίνακα χρεών με αύξοντα αριθμό 5 χρέος, ποσού 443 ευρώ, αφορά αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος και τυποποιείται επίσης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών. Έτσι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ήτοι των διατάξεων των ειδικών ποινικών νόμων, αυτών του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθώς και των στοιχείων που προκύπτουν από τη δικογραφία, τυγχάνει στην προκείμενη υπόθεση εφαρμογής ως φανερά ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο η διάταξη του άρθρου 469 του Π.Κ. κατόπιν της οποίας (εφαρμογής) τα προαναφερθέντα χρέη, αφού απορρέουν από τα ως άνω αδικήματα που τυποποιούνται με το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας πλέον των σχετικών μ’ αυτό προσαυξήσεων, δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης της, δηλαδή για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται. Κατόπιν δε της αφαίρεσης των χρεών αυτών από τον οικείο πίνακα, χρέη που υπολογίζονται πλέον κατά νόμο για τη θεμελίωση του εν λόγω αδικήματος παραμένουν 1) το με α.α. 1, ποσού 107.671,94 ευρώ, που αφορά εισόδημα παρ. 7 ΠΟΛ 1138/2010, ήτοι εισόδημα περαίωσης Ν. 3888/2010, 2) το με α.α. 2, ποσού 45.885,40 ευρώ, που αφορά εισόδημα Φ.Π. κ. ειδ. εισφορά Ν. 3986/2011, 3) το με α.α. 3, ποσού 120,86 ευρώ, που αφορά ΕΝΦΙΑ Ν. 4223/2013, και 4) το με α.α. 7, ποσού 45.847,17 ευρώ, που αφορά εισόδημα Ν.Π. προσωρινή βεβαίωση από δήλωση. Το δε συνολικό χρέος, κατά τα ανωτέρω, ανέρχεται στο ποσό των 199.525,37 ευρώ και εντεύθεν θεμελιώνεται η αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στην κατηγορούμενη, αφού στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης αυτής είναι το συνολικό χρέος να υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα κατηγορίας, Η Π, υπαλλήλου ΔΟΥ Καλαμάτας, όλα τα ανωτέρω χρέη (α.α. 1, 2, 3 και 7) προσδιορίσθηκαν κατόπιν σχετικής δήλωσης της κατηγορουμένης με την ως άνω ιδιότητά της. Επομένως, αυτά δεν υπάγονται στη νομοτυπική μορφή των αδικημάτων του άρθρου 66 ΚΦΔ και δη δεν προέρχονται από αδίκημα φοροδιαφυγής, αλλά πρόκειται για απλή φορο-υπερημερία. Ορθώς λοιπόν αυτά περιλαμβάνονται στον οικείο πίνακα χρεών, αφού δεν βεβαιώθηκαν κατόπιν έκθεσης ελέγχου της Φορολογικής Διοίκησης αλλά βάσει σχετικής δήλωσης της κατηγορουμένης. Ως εκ τούτου, ως προς αυτά δεν υφίσταται καμία απόκρυψη εισοδημάτων από τη φορολογική διοίκηση αλλά τα ως άνω χρέη προσδιορίστηκαν βάσει αποκάλυψης της φορολογητέας ύλης από την ίδια τη φορολογούμενη. Τέλος, ο προβληθείς ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης λόγω παραγραφής, όσον αφορά το με α.α 1 χρέος του πίνακα ποσού 107.671,94 ευρώ, υπολαμβάνοντας ότι πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, του οποίου η εν λόγω μερικότερη πράξη τελέστηκε κατά το έτος 2012, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το έγκλημα του άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 Ν. 3220/2004, δεν είναι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα αλλά μία και ενιαία αξιόποινη πράξη, που τελέστηκε με την παρέλευση τετραμήνου από την ταμειακή βεβαίωση του τελευταίου χρέους, στις 1.03.2015, με συνέπεια να μη έχει συμπληρωθεί πενταετία μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος (02.06.2016), ούτε οκταετία μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφαιρουμένων των με α.α. 4, 5, 6 και 8 χρεών του ως άνω πίνακα και υπολογιζομένων για τον προσδιορισμό της ευθύνης της κατηγορουμένης των με α.α 1, 2, 3 και 7 χρεών του πίνακα (συνολικού ποσού 199.525,37 ευρώ), η κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.». Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών στο Δημόσιο, και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, κατά τα αναγραφόμενα στο διατακτικό, το οποίο, κατά πιστή μεταφορά, έχει ως εξής: «Στην Καλαμάτα Μεσσηνίας, την 01-03-2015, με την ιδιότητα του ομορρύθμου μέλους (από 04-01-2010) της επιχείρησης με την επωνυμία «Ε. Τ Σ. Τ Ο.Ε.», με έδρα στην Καλαμάτα και με Α.Φ.Μ. 997910055 και με την ιδιότητα του ομορρύθμου μέλους (από 16-03-2009) της επιχείρησης με την επωνυμία «Ε. Τ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. Ι Ε Π Υ Α», με έδρα την Καλαμάτα και με Α.Φ.Μ. 9….
, ούσα οφειλέτρια του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της (ατομικά και εκ των ιδιοτήτων της) κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004 με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το ποσό δε της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το ποσό των (100.000) ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχε βεβαιωθεί σε βάρος της το ποσό των (199.525,37 ευρώ), όπως ακριβώς τα ποσά αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας (αρ. ειδ. βιβλίου 134/2015), ο οποίος συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την υπ’ αριθμ. πρωτ. 20168/18-06-2015 μηνυτήρια αναφορά της Προϊσταμένης της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., αυτή ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό των (199.525,37 ευρώ), που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτής προς το Δημόσιο, όπως τα χρέη αυτά κατά αριθμό και ημερομηνία βεβαίωσης, οικονομικό έτος και είδος φόρου, ιδιότητα υποχρέου προσώπου, ανάλυση ποσού, απαιτητό μέρος για κάθε ένα και σε σύνολο, τρόπο πληρωμής και αριθμό ληξιπρόθεσμων δόσεων, ημερομηνίες λήξης της πρώτης και τελευταίας δόσης, αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα χρεών, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος: [παρατίθεται ο με αύξ. αρ. 134/2015, με ημερομηνία εκτύπωσης 09-6-2015, πίνακας χρεών της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας με τα με αύξ. αρ. 1, 2, 3 και 7 χρέη, συνολικού ύψους εκατό ενενήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών του ευρώ (199.525,37 €)]». Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα δε του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Χριστοδούλου και των Αρεοπαγιτών Αικατερίνης Κρυσταλλίδου και Ελευθέριου Σισμανίδη, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του, ως προς την κατάφαση της ενοχής της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, όσον αφορά τα ανωτέρω με αύξ. αρ. 1, 2, 3 και 7 ληξιπρόθεσμα χρέη της τελευταίας προς το Δημόσιο, που αναφέρονται στον με αύξ. αρ. 134/2015, με ημερομηνία εκτύπωσης 09-6-2015, πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας, συνολικού ύψους εκατό ενενήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και τριάντα επτά λεπτών του ευρώ (199.525,37 €)], την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της μη καταβολής βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, για την οποία (αξιόποινη πράξη) κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων προέβη στην υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περ. α’ του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ., καθώς και στις γενικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 53, 79, 84 παρ. 2 περ. δ’ του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύουν με τις μεταβολές που επήλθαν με το Ν. 4619/2019, τις οποίες (ουσιαστικές ποινικές διατάξεις) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης είναι αβάσιμες και επομένως απορριπτέες, καθόσον διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις. Συγκεκριμένα, διαλαμβάνεται επαρκώς στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η συνδρομή των αναγκαίων στοιχείων για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της μη καταβολής βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων χρεών προς του Δημόσιο. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της, προσδιορίζονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά: α) η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το κάθε επιμέρους χρέος, το ύψος του, καθώς και το συνολικό ύψος όλων των χρεών, που υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €), β) ο τρόπος πληρωμής του κάθε επιμέρους χρέους και ο ακριβής χρόνος καταβολής του, γ) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους, κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, και δ) η ιδιότητα με την οποία η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη είχε την υποχρέωση καταβολής των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, περαιτέρω δε διαλαμβάνεται η αιτία βεβαίωσης των ανωτέρω χρεών, καθώς και ότι αυτά δεν περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις που θεσπίζονται με το άρθρο 469 του ισχύοντος Π.Κ., λόγω του ότι δεν στοιχειοθετούν φορολογικό αδίκημα που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος του κύριου δικογράφου αναίρεσης, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικού λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, καθώς και ο δεύτερος λόγος του κύριου δικογράφου αναίρεσης και ο μοναδικός λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τους οποίους επιχειρείται η θεμελίωση του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.
Κατά τη γνώμη όμως δύο (2) μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα δε των Αρεοπαγιτών Μαρίας Κουβίδου και Βασίλειου Μαχαίρα, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με τις ανωτέρω παραδοχές του εσφαλμένα εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε και ακολούθως ίσχυσε, ενόψει της ήδη ισχύουσας ευμενέστερης διάταξης του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., κατά την οποία πλέον δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, ως οφειλέτριας του Δημοσίου τα χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως είναι και τα επιμέρους βεβαιωμένα χρέη του ένδικου πίνακα χρεών: α) με αύξ. αρ. 1, ποσού 107.671,94 ευρώ, που αφορά φόρο εισοδήματος της παρ. 7 της ΠΟΛ 1138/2010, ήτοι φόρο εισοδήματος περαίωσης του Ν. 3888/2010, β) το με αύξ. αρ. 2, ποσού 45.885,40 ευρώ, που αφορά φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και ειδική εισφορά του Ν. 3986/2011, γ) το με αύξ. αρ. 3, ποσού 120,86 ευρώ, που αφορά ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του Ν. 4223/2013, και δ) το με αύξ. αρ. 7, ποσού 45.847,17 ευρώ, που αφορά προσωρινή βεβαίωση φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, από δήλωση. Τα ως άνω χρέη του πίνακα, συνολικού ποσού 199.525,37 ευρώ, και για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, δεν υπολογίζονται πλέον στην αντικειμενική υπόσταση του υπόψη εγκλήματος, όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί στο τέλος της υπό στοιχείο ΙΙ νομικής σκέψης, κατά τη γνώμη των ανωτέρω δύο (2) μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου. Συνεπώς, εφόσον τα ανωτέρω βεβαιωμένα ληξιπρόθεσμα χρέη εξαιρούνται από τον πίνακα και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, ως οφειλέτριας του Δημοσίου, καθόσον πρόκειται για χρέη που απορρέουν από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η πράξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέστη ανέγκλητη. Επομένως, ο περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης δεύτερος λόγος του κύριου δικογράφου αναίρεσης και ο μοναδικός λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 469 του ισχύοντος Π.Κ., έπρεπε, κατά την γνώμη των ανωτέρω δύο (2) μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου, είναι βάσιμος, ενώ ο περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης απόφασης πρώτος λόγος του κύριου δικογράφου της αναίρεσης είναι αβάσιμος.
V. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, λαμβανομένου υπόψη του ότι η απόφαση επί του παραπάνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγου αναίρεσης λαμβάνεται με πλειοψηφία μίας (1) ψήφου, πρέπει ο λόγος αυτός αναίρεσης να παραπεμφθεί στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, το οποίο διατηρείται σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, όπως συνάγεται από το άρθρο 113 παρ. 1 περ. θ’ του Ν. 1756/1988 [βλ. και άρθρο 129 παρ. 2 του ήδη ισχύοντος Ν. 4938/2022 (Φ.Ε.Κ. 109/6-6-2022, τεύχος πρώτο)], σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 και 2 του Ν. 4938/2022 και 10 παρ. 2 περ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., προκειμένου αυτή (Τακτική Ολομέλεια) να αποφανθεί επί του ανωτέρω λόγου (Α.Π. 45/2021), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τον ειδικότερα αναφερόμενο στο σκεπτικό της απόφασης δεύτερο λόγο του κύριου δικογράφου της από 27-12-2021 δήλωσης (αίτησης) της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Ε Τ του Γ και της Σ, κατοίκου Καλαμάτας Μεσσηνίας (οδός Ν αρ. …), που ασκήθηκε με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27-12-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 11673/27-12-2021), και τον μοναδικό λόγο του δικογράφου των από 19-9-2022 πρόσθετων λόγων αναίρεσης, που ασκήθηκαν με την κατάθεσή τους στην αρμόδια Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, για την οποία (κατάθεση) συντάχθηκε η σχετική από 19-9-2022 έκθεση, για αναίρεση της υπ’ αρ. 142/2-11-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την ως άνω δήλωση (αίτηση) για αναίρεση της υπ’ αρ. 142/2-11-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Καλαμάτας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Νοεμβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ