Η διάταξη του άρθρου 84 §2 περ. ε’ του νέου ΠΚ ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του, είναι επιεικέστερη της προϊσχύσασας. Ο κατηγορούμενος ζήτησε την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού , επικαλούμενος δύο έγγραφα από τα Καταστήματα Κράτησης στα οποία είχε κρατηθεί. Εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό ως αόριστος, διότι της απλής συμμόρφωσής του στους κανόνες κράτησής του, δεν επικαλείται άλλα περιστατικά καλής συμπεριφοράς
Απόφαση 290 / 2022 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 290/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ευάγγελο Μητσέλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Α. Σ. του Δ., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου της Κεντρικής Αποθήκης Υλικού Φυλακών Κορυδαλλού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μπριλλάκη, ο οποίος διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 486/21 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, για αναίρεση της υπ’αριθ.1449/2020 αποφάσεως του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1)Ι. Α. του Α., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Χρονοπούλου και 2)Γ. Δ. του Ε., κάτοικο …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Β’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Φεβρουαρίου 2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, Σ. Κ., έλαβε αριθμό Ε.Μ.: 15/2021 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 245/21.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 19.02.2021 αίτηση του Α. Σ. του Δ., κατοίκου …, για αναίρεση της καταχωρηθείσας στις 29-1-2021 με α.α. … στο οικείο ειδικό βιβλίο του άρθ. 473 § 3 ΚΠοινΔ, υπ’ αριθ. 1449/2020 αποφάσεως του Β’ Πενταμ. Εφετείου Κακ/των Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάστηκε για το αδίκημα της απάτης κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης (3) ετών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 19-2-2021 με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του ως άνω εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου, (αριθ. καταθ. 15/19.2.2021), περιέχει δε ως λόγους αναίρεσης, την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ). Είναι επομένως παραδεκτή κατά τα άρθρα 473 § 2-3, 474, 504 § 1 και 505 ΚΠοινΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται με αυτήν.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού προς το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιό συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά κατ` επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 §1 και 187 ΚΠΔ. (Ολ. Α.Π 1/2005). Περαιτέρω η ως άνω απαιτούμενη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντ και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται, εκτός από την κύρια επί της ενοχής απόφαση, στις οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αυτές που η έκδοσή τους έχει αφεθεί στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου ή στη μείωση της ποινής. Δεν είναι αυτοτελείς όσοι ισχυρισμοί απλώς αρνούνται (γενικά ή ειδικά) ή αποκρούουν στοιχεία της κατηγορίας, οι οποίοι, λόγω της φύσης τους, αντιμετωπίζονται με την κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β` ΚΠΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολόγησης και σε περίπτωση ευδοκίμησής τους της επέλευσης του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή εγγράφως και με προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, άλλως το δικαστήριο δεν υπέχει υποχρέωση απάντησης και μάλιστα αιτιολογημένης (Ολ. Α.Π. 2/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης, υπ’ αριθ. 1449/2020 αποφάσεως του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, το εν λόγω Δικαστήριο της ουσίας, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι, της ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, των πρακτικών της εκκαλουμένης, των εγγράφων που αναγνώστηκαν και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξης της απάτης κατ’ εξακολούθηση: “Στην Αθήνα, στις 28.2.2013 ο κατηγορούμενος Α. Σ. παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον εγκαλούντα Ι. Α. τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 1) ότι ο τότε πρωθυπουργός Γ. Π., με τον οποίον είχε γνωριστεί κατά τη διάρκεια των σπουδών του στις Η.Π.Α., τον είχε προσλάβει ως οικονομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Ανάπτυξης, 2) ότι ο ίδιος ήταν επίσημος και διαπιστευμένος διαχειριστής του Υπουργείου Ανάπτυξης για την υλοποίηση του επιδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγράμματος κατασκευής φωτοβολταΐκών πάρκων ΗΛΙΟΣ, 3) ότι στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού διαχειριζόταν έναν αριθμό δημόσιων κτημάτων προς εγκατάσταση σε αυτά από επενδυτές φωτοβολταϊκών σταθμών με επιδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ποσοστό 100% κόστος κατασκευής, τα οποία θα περιέρχονταν στην κατοχή και στην κυριότητα των επενδυτών με μόνη την από μέρους των καταβολή του προβλεπόμενου υπέρ του δημοσίου παραβόλου, 4) ότι το προσφερόμενο στον εγκαλούντα για την πιο πάνω επένδυση δημόσιο κτήμα βρισκόταν στο …, και 5) ότι, για να διασφαλιστεί υπέρ του εγκαλούντος το δικαίωμα της εγκατάστασης φωτοβολταϊκού σταθμού στο πιο πάνω κτήμα, ο εγκαλών θα έπρεπε να καταβάλει συγκεκριμένα ποσά ως παράβολα υπέρ του δημοσίου, δια καταθέσεώς των στον υπ’ αριθμόν …/…-…. λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, δικαιούχος του οποίου ήταν το Υπουργείο Ανάπτυξης και συνδιαχειριστής του ο ίδιος. Με αυτές τις παραστάσεις ο κατηγορούμενος έπεισε τον εγκαλούντα να του καταβάλει και αυτός πράγματι κατά το διάστημα από την 1.1.2013 έως και τις 7.3.2013 του κατέβαλε τμηματικά στον πιο πάνω λογαριασμό το συνολικό ποσό των 30.939,55 ευρώ, και επιπλέον, την 9.3.2013 εις χείρας του, και το ποσό των 1.500 ευρώ, το οποίο είχε παραλείψει να του αναφέρει, προς συμπλήρωση του παραβόλου. Όλα τα παραπάνω, όμως, ήταν εν γνώσει του ψευδή, διότι αυτός ούτε οικονομικός σύμβουλος στο Υπουργείο Ανάπτυξης ήταν, ούτε επίσημος διαπιστευμένος διαχειριστής του επιδοτούμενου από την Ε.Ε. προγράμματος εγκατάστασης φωτοβολταϊκών πάρκων ΗΛΙΟΣ, ούτε το συνολικώς καταβληθέν από τον εγκαλούντα χρηματικό ποσό των 32.439,55 ευρώ αφορούσε παράβολα υπέρ του δημοσίου, αλλά προκαταβολή έναντι της δικής του αμοιβής, ενώ και ο προαναφερόμενος τραπεζικός λογαριασμός δεν ανήκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και δεν σχετιζόταν με το πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ αλλά ήταν ατομικός δικός του λογαριασμός, ούτε μόνη η καταβολή του πιο πάνω ποσού ως παραβόλου αρκούσε για να αποκτήσει ο εγκαλών το δικαίωμα εγκατάστασης φωτοβολταϊκού σταθμού στο πιο πάνω δημόσιο κτήμα και επιπλέον τα δικαιώματα κατοχής και κυριότητας αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κατηγορούμενος ζημίωσε τον εγκαλούντα κατά το συνολικό ποσό των 32.439,55 ευρώ, το οποίο με τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις κατόρθωσε να του αποσπάσει και κατά το οποίο τελικώς ο ίδιος ωφελήθηκε, αφού ούτε τον σκοπό για τον οποίον του δόθηκε υλοποίησε, ούτε μετά τη ματαίωσή του το επέστρεψε στον εγκαλούντα. Πλήρως, επομένως, από τα παραπάνω αποδεικνύεται η παρά του κατηγορουμένου τέλεση εις βάρος του εγκαλούντος της αξιόποινης πράξης της απάτης σε βαθμό πλημμελήματος (και όχι κακουργήματος, όπως αρχικά είχε διωχθεί) μετά την κατάργηση με το άρθρο 386 του ΝΠΚ της κατ’ επάγγελμα τέλεσης ως θεμελιωτικού της κακουργηματικής απάτης όρου και την θέσπιση, ως μόνου τέτοιου όρου, ζημίας του παθόντος υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ, της οποίας το πιο πάνω ποσό των 32.439,55 ευρώ της ζημιάς του εγκαλούντος φανερά υπολείπεται, και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής. “. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΝΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε, επιλεκτικά, σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Εκτίθενται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, στην απόφαση, η εν γνώσει του κατηγορουμένου παράσταση εκ μέρους του ψευδών περιστατικών ως αληθινών, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος του εγκαλούντος, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε ο παθών και προέβη στις χρηματικές καταβολές προς τον κατηγορούμενο, πεισθείς ότι αφορούν στην πληρωμή παραβόλων κατά τις ψευδείς διαβεβαιώσεις αυτού, κατά το ποσό των οποίων και ζημιώθηκε, ενώ τα χρηματικά αυτά ποσά περιήλθαν στην περιουσία του κατηγορουμένου.
Συνεπώς οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, περί ελλιπούς άλλως αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως κρίνονται αβάσιμοι. Αβάσιμη εξάλλου, είναι και η ειδικότερη αιτίαση που διαλαμβάνεται στον αυτό, πρώτο, λόγο αναιρέσεως, ότι δηλαδή η προσβαλλομένη απόφαση, παρέλειψε εντελώς να απαντήσει στον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, όπως αυτός έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον οποίο, οι καταβολές του πολιτικώς ενάγοντος έγιναν στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης και πρόκειται περί αστικής διαφοράς. Τούτο διότι, αφενός μεν το Δικαστήριο της ουσίας έχει απαντήσει και επί του ισχυρισμού αυτού, με όσα έχει δεχθεί στην περί ενοχής αιτιολογία του, σύμφωνα με την οποία οι καταβολές έγιναν κατόπιν των ψευδών και παραπλανητικών διαβεβαιώσεων του κατηγορουμένου ότι αφορούν την πληρωμή παραβόλων προς το Δημόσιο, αφετέρου δε, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο σχετικός ισχυρισμός, όπως έχει καταχωρηθεί, είναι εντελώς αόριστος και δεν αναφέρεται σε υπάρχουσα συμβατική σχέση μεταξύ κατηγορουμένου και πολιτικώς ενάγοντος, αλλά αναφέρεται αορίστως, ότι “οι εν γένει συμβατικές υποχρεώσεις του κατηγορουμένου θα υφίσταντο μετά την ανάθεση σε αυτόν της σύνταξης και κατάθεσης φακέλου ως προς την συμμετοχή του εγκαλούντα στο πρόγραμμα φωτοβολταϊκών με την επωνυμία “Ήλιος”, η οποία θα λάμβανε σε κάθε περίπτωση χώρα μετά την σύναψη σύμβασης έργου ανάμεσα σε αυτόν και του εγκαλούντα.” Η γενικόλογη αυτή αναφορά σε σύναψη συμβάσεως στο μέλλον, χωρίς ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής, αν πράγματι είχε συμφωνηθεί η κατάρτισή της στο μέλλον και υπό ποιες προϋποθέσεις και όρους, δεν γεννά υποχρέωση στο δικαστήριο για ειδικότερη αιτιολόγηση της μη παραδοχής του ισχυρισμού αυτού, αρκούσης, όπως προαναφέρθηκε, της απορρίψεώς του με την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου, στην οποία κρίση περιέχονται πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, αντίθετες προς τον αόριστο αυτό ισχυρισμό.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κρίνεται αβάσιμος.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη νομική σκέψη, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να εκτείνεται και στους ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής. Ειδικότερα, η ελαφρυντική περίσταση του άρθ. 84 παρ. 2 περ. ε’ του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Η εν λόγω διάταξη σαφώς διαφοροποιείται ιδιαίτερα ως προς τον κρατούμενο δράστη και είναι προφανώς επιεικέστερη της προϊσχύσασας (ΑΠ 1818/2019, 1466/2019). Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος Π.Κ., “Η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του κρίνεται κατά και μετά την κράτησή του, ως δείγμα της αντικειμενικά αξιολογούμενης υποχρέωσής του να συμπεριφέρεται “καλά”, δηλαδή νόμιμα…. Η καλή συμπεριφορά του καταδικασθέντος για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αξιολογείται ελαφρυντικά “ακόμα και κατά την κράτησή του”. Τούτο, κατ’ αρχάς, επιβάλλεται από τον ειδικό προληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας, αφού η καλή διαγωγή του κρατουμένου αποτελεί θετική ένδειξη για την κοινωνική επανένταξή του και η επιεικέστερη μεταχείρισή του προωθεί το σκοπό αυτό. Η σκέψη ότι ο κρατούμενος δεν είχε αντικειμενικά τις ευκαιρίες ή τα κίνητρα που παρέχει η ελεύθερη διαβίωση να συμπεριφερθεί διαφορετικά, παραβλέπει το γεγονός ότι οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στη φυλακή είναι πολύ πιο δύσκολες από ό,τι έξω από αυτήν”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων ζήτησε δια του συνηγόρου του, να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς για μεγάλο σχετικά διάστημα, ισχυρισμό τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά και επικαλέστηκε για τη στήριξη της ουσιαστικής βασιμότητάς του, δύο έγγραφα από τα Καταστήματα Κράτησης στα οποία είχε κρατηθεί. Το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, με την αιτιολογία ότι είναι αόριστος, διότι ο αναιρεσείων, πέραν της απλής συμμόρφωσής του στους κανόνες κράτησής του, δεν επικαλείται άλλα περιστατικά καλής συμπεριφοράς “εμφαίνοντα σταθερή μεταστροφή της βούλησής του από το εγκληματικώς ζην στην τήρηση της νομιμότητας, όπως ο νόμος απαιτεί για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού”. Η ως άνω, όμως, αιτιολογία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, δεν είναι η κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός προβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο, με την προβολή και παράθεση πραγματικών περιστατικών για τη θεμελίωσή του, ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί και σε περίπτωση αποδοχής του να οδηγήσει στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Επίσης, δεν περιέχεται αιτιολογία ως προς την απόρριψη, του ισχυρισμού σε αναφορά με τις βεβαιώσεις των φυλακών, που προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν, το περιεχόμενο των οποίων δεν προσδιορίζεται από το δικαστήριο, με συνέπεια να δημιουργείται αμφιβολία αν ελήφθησαν υπόψη, ενόψει και του ότι, για την αναγνώριση της υπό κρίση ελαφρυντικής περιστάσεως, υπό την ισχύ του νέου ΠΚ, λαμβάνεται υπόψη αυτοτελώς η συμπεριφορά του καταδικασθέντος μέσα στις φυλακές, συνθήκη που οφείλει να ερευνά το δικαστήριο. (ΑΠ 333/2020, ΑΠ 809/2020).
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη μόνον ως προς την απορριπτική διάταξή της για αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της πιο πάνω ελαφρυντικής περίστασης (άρθρο 84 παρ.2 ε’ Π.Κ.), αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής σε αυτόν ποινής και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ του Π.Κ. και, αναλόγως προς την επ` αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα στον αναιρεσείοντα ποινή, απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 1449/2020 απόφαση του Β’ Πενταμ. Εφετείου Κακ/των Αθηνών και δη μόνον ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε’ Π.Κ., όσο και ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής σ` αυτόν ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19.02.2021 αίτηση του Α. Σ. του Δ. και της Ειρήνης, κατοίκου Αθηνών, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1449/2020 αποφάσεως του Β’ Πενταμ. Εφετείου Κακ/των Αθηνών .
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ