Από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του, έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη, ενόψει του ότι η τήρηση της διάταξης του άρθρου 362 ΚΠΔ, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής ποινικής διαδικασίας, και συνεπώς ουδεμίας μορφής ακυρότητα επιφέρει η ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων, τα οποία υποβάλλονται από τους διαδίκους χωρίς αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, καθώς και η ανάγνωση, έστω και με την εναντίωση του κατηγορούμενου, εγγράφων άλλης δίκης ή και απόφασης εκδοθείσας επί άλλης δίκης, η οποία δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι δεν θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορούμενου και δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171 §1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ δικαίωμα υπεράσπισης, αφού ο κατηγορούμενος έχει πάντοτε τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ίδιου ως άνω Κώδικα, να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν (ΑΠ 101/2022, ΑΠ 710/2016, ΑΠ 1560/2016).