«…
Αν αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς την μη αναγνώριση στο πρόσωπο του καταδικασθέντος κάποιας ελαφρυντικής περιστάσεως και ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση του εγκλήματος. Ο Ποινικός Κώδικας ρυθμίζει χωριστά την παραγραφή που εξαλείφει το αξιόποινο των εγκλημάτων στα άρθρα 111-113 αυτού και χωριστά την παραγραφή των αμετακλήτων ποινών στα άρθρα 118-120 αυτού (αντίστοιχα άρθρα 114-116 του παλαιού ΠΚ).. Έτσι είναι δυνατόν, η απόφαση περί κηρύξεως της ενοχής να γίνει αμετάκλητη λόγω απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως και κατά συνέπεια να παύσει να τρέχει ο χρόνος παραγραφής του εγκλήματος ακόμη και αν έχει αναιρεθεί η αυτοτελής απόφαση περί επιβολής των ποινών. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ. η υπόθεση, περιορίζεται στην αναγνώριση ή όχι της ελαφρυντικής περιστάσεως και στην επιβολή νέας ποινής σε περίπτωση αναγνώρισης, αλλά και σε περίπτωση επικεικέστερης ποινικής μεταχείρισης, λόγω νεότερης επιεικέστερης διάταξης και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου, ως προς την τέλεση του εγκλήματος, ούτε και την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω τυχόν παραγραφής, αφού η παραγραφή αφορά στην πράξη, η τέλεση της οποίας έχει κριθεί αμετάκλητα. Αν παρά τα ανωτέρω, το δικαστήριο της παραπομπής ερευνήσει και την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση της πράξεως ή την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., αφού άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. (ΑΠ 594/2021, 193/2021, ΑΠ 227/2020, ΑΠ 1409/2018, ΑΠ 1432/2017).