ΑΠ 1387/2022
Καταγγελία σύμβασης για οικονομοτεχνικούς λόγους – Πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη
Απόφαση 1387 / 2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Επί απολύσεων οφειλομένων σε οικονομοτεχνικούς λόγους όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να αντεπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια.
Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησης του και τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς (ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 606/2017, ΑΠ 297/1996). Το γεγονός ότι οι οικονομοτεχνικοί λόγοι προέρχονται από τη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και όχι του εργαζομένου, με συνέπεια μέσω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μισθωτών ο κίνδυνος των λόγων αυτών να επιρρίπτεται σε τελική ανάλυση σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λόγου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται.
Ελέγχονται, όμως, από τα δικαστήρια αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου (ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης) και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, τα οποία πρέπει να βρίσκονται εντός των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων (ΑΠ 326/2001).
Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πραγματικά συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομικής ή τεχνικής φύσεως λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και ότι δεν είναι προσχηματικοί, ερευνάται αν η καταγγελία μπορεί να αποτραπεί με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η μετάθεση του εργαζομένου σε κενή, κατά το χρόνο της καταγγελίας, θέση, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, η μερική απασχόληση ή η δυνατότητα εξακολούθησης της απασχόλησης του εργαζομένου με τροποποίηση των όρων εργασίας (τροποποιητική καταγγελία).
Γίνεται δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο (ultima ratio) για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων με την καταγγελία σκοπών το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο (ΑΠ 279/1996) και οφείλει να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόληση του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρηση του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή (ΑΠ 606/2017, ΑΠ 64/2015, ΑΠ 1404/2014, ΑΠ 31/2013, ΑΠ 922/2010) ή να προτείνει σε αυτόν ν’ απασχοληθεί με μειωμένες αποδοχές (ΑΠ 397/2004), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα υπολείπονται των κατά τις τυχόν ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κατά το νόμο ελαχίστων ορίων. Επομένως ο εργοδότης, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό του δικαίωμα (άρθρο 652 του ΑΚ), μπορεί, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία αυτής με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών (τροποποιητική καταγγελία).
Η καταγγελία όμως αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια εάν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης, αντίκειται στους όρους της άνω διάταξης (άρθρο 281 του ΑΚ) και κυρίως εάν η αξίωση του για μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης δικαιολογείται ή όχι από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και ειδικότερα, εάν συνέτρεχαν πράγματι οικονομοτεχνικοί προς τούτο λόγοι ή άλλοι λόγοι που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 922/2010, ΑΠ 944/2005, ΑΠ 1199/2002).
Δηλαδή, η ανωτέρω πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 του ΑΚ) να προτείνει αυτή στο μισθωτό, ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε (αν το μέτρο ενέχει τροποποίηση της σύμβασης) με την αποδοχή της πρότασης από το μισθωτό (ΑΠ 1199/2002) και κατά τούτο δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, αφού για την υλοποίηση της προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη από το μισθωτό.
Εάν, αντιθέτως, δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομοτεχνικοί λόγοι ή οι συνδεόμενοι με το πρόσωπο του μισθωτού άλλοι λόγοι, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε ν αποδεχθεί την πρόταση του πρώτου για τροποποίηση της ατομικής σύμβασης εργασίας με μείωση των αποδοχών του, ελέγχεται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1303/2018, 1407/2009).
Παρέπεται ότι εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των οικονομοτεχνικών λόγων και η απουσία καταχρηστικότητας στα κίνητρα του εργοδότη, η επιλογή του ηπιότερου μέτρου ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν, αφού αυτός φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, και το δικαστήριο, που ελέγχει την καταγγελία, δεν μπορεί να τού υποδείξει το μέτρο που προτιμά ο εργαζόμενος ούτε να αναγνωρίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως καταχρηστική, επειδή ο εργοδότης δεν επέλεξε το συγκεκριμένο μέτρο.
Αριθμός 1387/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Π. Δ. του Ε., κατοίκου … που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθανάσιου Φωτεινόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ Β’ ΚΑΙ Γ’ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Περικλή Κατσαούνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-5-2017 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1839/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1508/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 13-8-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13.8.2020 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών 6500/781/2020 αίτηση αναίρεσης κατά της 1508/2020 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί για το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Επί απολύσεων οφειλομένων σε οικονομοτεχνικούς λόγους όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να αντεπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησης του και τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς (ΑΠ 1325/2020, 1162/2019, 606/2017, 297/1996). Το γεγονός ότι οι οικονομοτεχνικοί λόγοι προέρχονται από τη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και όχι του εργαζομένου, με συνέπεια μέσω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μισθωτών ο κίνδυνος των λόγων αυτών να επιρρίπτεται σε τελική ανάλυση σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λόγου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζομένου στη θέση εργασίας με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται. Ελέγχονται, όμως, από τα δικαστήρια αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου (ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης) και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, τα οποία πρέπει να βρίσκονται εντός των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων (ΑΠ 326/2001). Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πραγματικά συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομικής ή τεχνικής φύσεως λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και ότι δεν είναι προσχηματικοί, ερευνάται αν η καταγγελία μπορεί να αποτραπεί με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η μετάθεση του εργαζομένου σε κενή, κατά το χρόνο της καταγγελίας, θέση, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, η μερική απασχόληση ή η δυνατότητα εξακολούθησης της απασχόλησης του εργαζομένου με τροποποίηση των όρων εργασίας (τροποποιητική καταγγελία). Γίνεται δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο (ultima ratio) για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει μεταξύ περισσότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων με την καταγγελία σκοπών το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο (ΑΠ 279/1996) και οφείλει να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόληση του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρηση του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή (ΑΠ 606/2017, 64/2015, 1404/2014, 31/2013, 922/2010) ή να προτείνει σε αυτόν ν’ απασχοληθεί με μειωμένες αποδοχές (ΑΠ 397/2004), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα υπολείπονται των κατά τις τυχόν ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κατά το νόμο ελαχίστων ορίων. Επομένως ο εργοδότης, ασκώντας νομίμως το διευθυντικό του δικαίωμα (άρθρο 652 του ΑΚ), μπορεί, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία αυτής με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών (τροποποιητική καταγγελία). Η καταγγελία όμως αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια εάν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης, αντίκειται στους όρους της άνω διάταξης (άρθρο 281 του ΑΚ) και κυρίως εάν η αξίωση του για μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης δικαιολογείται ή όχι από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και ειδικότερα, εάν συνέτρεχαν πράγματι οικονομοτεχνικοί προς τούτο λόγοι ή άλλοι λόγοι που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 922/2010, ΑΠ 944/2005, ΑΠ 1199/2002). Δηλαδή, η ανωτέρω πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 του ΑΚ) να προτείνει αυτή στο μισθωτό, ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε (αν το μέτρο ενέχει τροποποίηση της σύμβασης) με την αποδοχή της πρότασης από το μισθωτό (ΑΠ 1199/2002) και κατά τούτο δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, αφού για την υλοποίηση της προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη από το μισθωτό. Εάν, αντιθέτως, δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομοτεχνικοί λόγοι ή οι συνδεόμενοι με το πρόσωπο του μισθωτού άλλοι λόγοι, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε ν αποδεχθεί την πρόταση του πρώτου για τροποποίηση της ατομικής σύμβασης εργασίας με μείωση των αποδοχών του, ελέγχεται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1303/2018, 1407/2009). Παρέπεται ότι εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των οικονομοτεχνικών λόγων και η απουσία καταχρηστικότητας στα κίνητρα του εργοδότη, η επιλογή του ηπιότερου μέτρου ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν, αφού αυτός φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, και το δικαστήριο, που ελέγχει την καταγγελία, δεν μπορεί να τού υποδείξει το μέτρο που προτιμά ο εργαζόμενος ούτε να αναγνωρίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως καταχρηστική, επειδή ο εργοδότης δεν επέλεξε το συγκεκριμένο μέτρο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 8/1993, ΑΠ 1624/2008), εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Ως αιτιολογικό δηλαδή νοείται η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με την αιτιολογία της απόφασης, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 32/2002, ΑΠ 1259/2020).
Με την υπό κρίση αναίρεση πλήττεται η 1508/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί εφέσεως την οποία άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της 1839/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί η από 5.5.2017 αγωγή της με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της, στην οποία είχε προβεί το αναιρεσίβλητο-εφεσίβλητο-εναγόμενο, επειδή, εκτός των άλλων επικαλούμενων στην αγωγή λόγων, παραβιάστηκε η αρχή της ultima ratio και δεν επιλέχθηκε έναντι της απόλυσής της το ηπιότερο μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας. Η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε τυπικά και απέρριψε ουσιαστικά την έφεση, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της τις εξής κρίσιμες για τον αναιρετικό έλεγχο παραδοχές: “Ειδικότερα, ως προς την καταχρηστικότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, επειδή παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας με την αδικαιολόγητη επιλογή του επαχθέστερου για την αναιρεσείουσα μέτρου της απόλυσης, χωρίς να διερευνηθεί από το αναιρεσίβλητο η δυνατότητα για διατήρηση της θέσης εργασίας της με σύστημα εκ περιτροπής εργασίας ή με τη συμφωνημένη θέση της σε σύστημα μερικής απασχόλησης και αφετέρου χωρίς να συνεκτιμηθούν η αρχαιότητα, η παραγωγικότητα, οι ιδιαίτερες προσωπικές και οικογενειακές της ανάγκες, όπως ότι ο σύζυγος της είναι άνεργος και επίκειται σε πέντε έτη η συνταξιοδότησή της, η αγωγή είναι μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα “ως προς την πρώτη περίπτωση αυτής”, διότι κατά τα εκτιθέμεθα στην αγωγή, το εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) ως εργοδότης της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) επιχείρησε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, προτείνοντάς της, το Δεκέμβριο του 2016 τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και δη της πρότεινε να συνεχίσει να εργάζεται σε αυτό, μετά από απόλυση και επαναπρόσληψή της, αντί μηνιαίου μισθού 800 ευρώ, πλην όμως η ενάγουσα απέκρουσε αυτή τη μεταβολή, με αποτέλεσμα η από 7.2.2017 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της να μην είναι για το λόγο αυτό καταχρηστική, αφού δεν συντρέχουν, κατά τα εκτιθέμεθα στην αγωγή, και άλλα κρίσιμα περιστατικά ήτοι η ύπαρξη εκδικητικών κινήτρων του εργοδότη εναγομένου. Σε ό,τι αφορά τη μη λήψη των προτεινόμενων με την αγωγή ηπιότερων μέτρων αντί της γενόμενης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή της εκ περιτροπής εργασίας και της μερικής απασχόλησης η αγωγή είναι αόριστη, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και απορριπτέα, διότι σε αυτήν δεν εκτίθεται ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας και δη ότι για την ειδικότητα της ενάγουσας υπήρχε τουλάχιστον ακόμα ένας εργαζόμενος, ώστε να είναι νοητή η ανωτέρω εφαρμογή καθώς και ότι η εφαρμογή συστήματος μερικής απασχόλησης εξυπηρετούσε εν προκειμένω τα συμφέροντα της επιχείρησης του εναγομένου, ενόψει του ότι το τελευταίο, κατά τα εκτιθέμεθα στην αγωγή, προέβη σε τροποποιητικές καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους ως προς το ύψος των αποδοχών τους, προφανώς για λόγους μείωσης του μισθολογικού κόστους”.
Με τον μοναδικό λόγο της αναίρεσης της η αναιρεσείουσα πλήττει την αναιρεσιβαλλομένη για ευθεία παραβίαση (άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ) των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 38 ν. 1892/1990, καθότι αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από τις εν λόγω διατάξεις αναφορικά με το περιεχόμενο της αγωγής, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, δηλαδή κατά το μέρος κατά το οποίο δεν εξέτασε αν ήταν δυνατή η μετατροπή της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας από πλήρους απασχόλησης σε εκ περιτροπής. Όμως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, σχετικά με την επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ότι το αναιρεσίβλητο πρότεινε στην αναιρεσείουσα, το Δεκέμβριο του 2016, τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και συγκεκριμένα να συνεχίσει να εργάζεται σε αυτό, μετά από απόλυση και επαναπρόσληψή της, αντί μηνιαίου μισθού 800 ευρώ (που δεν προέκυψε ότι είναι κατώτερος του νομίμου) και η αναιρεσείουσα απέκρουσε αυτή τη μεταβολή, με αποτέλεσμα η από 7.7.2017 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της να μην είναι για το λόγο αυτό καταχρηστική, καθώς στην αγωγή δεν αναφέρεται ότι συνέτρεξαν και άλλα περιστατικά όπως η ύπαρξη εκδικητικών κινήτρων του εναγόμενου εργοδότη, αλλά αντιθέτως, εκτίθεται σε αυτήν (αγωγή) ότι το αναιρεσίβλητο προέβη σε τροποποιητικές καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας όσων εργαζομένων αποδέχθηκαν τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους ως προς το ύψος των αποδοχών τους για λόγους μείωσης του μισθολογικού κόστους. Ακολούθως η αναιρεσιβαλλομένη απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, δεχόμενη ότι εφόσον ο εναγόμενος εργοδότης φέρεται, να έχει προβεί στην καταγγελία για οικονομοτεχνικούς λόγους και να έχει επιλέξει και προτείνει στην εργαζομένη το ηπιότερο μέσο της τροποποιητικής καταγγελίας που αυτή απέκρουσε, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ultima ratio, αλλά ότι αντιθέτως ο εργοδότης εφάρμοσε την αρχή. Στο σημείο αυτό, και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, η αναρεσιβαλλομένη εξάντλησε τη δικαιοδοτική της κρίση. Η περαιτέρω αναφορά στο σκεπτικό της ότι δεν εκτίθενται στην αγωγή, κατά τρόπο ορισμένο, οι συνθήκες με τις οποίες θα καθίστατο εφικτή για τον εργοδότη η επιλογή του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας αντί της μείωσης του μισθού παρατίθεται εκ περισσού και δεν ερείδεται στο νόμο. Και τούτο επειδή η υποχρέωση του εργοδότη εξαντλείται στην πρόταση του ηπιότερου μέτρου προς την εναγόμενο (αρκεί η πρόταση να μην είναι προσχηματική ή παράνομη) η δε επιλογή του μέτρου ανήκει στον εργοδότη που έχει δικαίωμα να σταθμίσει τα επιχειρηματικά του συμφέροντα και δεν μπορεί να επιβληθεί σε αυτόν κατόπιν αντιπροτάσεως του εργαζομένου. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, η οποία απέκρουσε τη σημαντική μείωση του μισθού της, που ωστόσο παρέμεινε υψηλότερος του νομίμου, δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει να γίνει δεκτή η αντιπρόταση της για την εκ περιτροπής εργασία της, ώστε να αποφευχθεί η καταγγελία της συμβάσεώς της, ούτε και ο εργοδότης ήταν υποχρεωμένος να αποδεχθεί την εκ περιτροπής εργασία της. Επομένως η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί αοριστίας του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού είναι μεν εσφαλμένη, αφού θα έπρεπε να απορρίψει τον ισχυρισμό ως μη νόμιμο και όχι ως αόριστο, δεν επηρεάζει όμως το διατακτικό της και δεν συντρέχει λόγος αναίρεσης της αιτιολογίας της. Συνακόλουθα, ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, η δε αναιρεσείουσα να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13.8.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6500/781/2020 αίτηση για αναίρεση της 1508/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ