Αντικειμενική ευθύνη τράπεζας για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων της εναγομένης διά των προστηθέντων υπαλλήλων της και της ζημίας του ενάγοντος. Αν δεν είχε προηγηθεί η μη πληροφόρηση αναφορικά με τη φύση, το είδος και τα χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου και του ακριβούς κινδύνου δεν θα προκαλείτο η απόφαση αγοράς και ο ενάγων δεν θα αποφάσιζε την τοποθέτηση του κεφαλαίου του στο εν λόγω ομόλογο που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του επίδικου ποσού. Απόρριψη αναιρετικών λόγων από τους αριθ. 1, 8, 9 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 1524/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της αρχικά εναγομένης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ E.F.G. EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “EUROBANK ERGASIAS”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Ανδρέου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Τ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αντώνιο Τίγκα και Ανθή Βακρατσά και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/2/2017 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 297/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 577/2020 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27/4/2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 27-4-2021 (αριθ. καταθ. ./11-5-2021) αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 577/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν, η από 27-11-2019 έφεση της αναιρεσείουσας, κατά της με αριθμό 297/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την τελευταία απόφαση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, η από 24-2-2017 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατά της αναιρεσείουσας και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ποσό των 155.000 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και την ηθική βλάβη που υπέστη, με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη της και αδικοπραξία, στα πλαίσια ανώμαλης εξέλιξης της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία, είναι: α) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, β) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (συνδέσμου) μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας και δ) η ύπαρξη ζημίας (ΑΠ 1153/2021, ΑΠ 495/2020, ΑΠ 12/2020, ΑΠ 1046/2019). Από τις ίδιες διατάξεις, προκύπτει ότι επί αδικοπραξίας, η οφειλόμενη από τον υπόχρεο αποζημίωση περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος. Ως θετική περιουσιακή ζημία νοείται η αμέσως, αιτιωδώς συνδεόμενη με την αδικοπρακτική συμπεριφορά του υπαίτιου, προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του δικαιούχου πριν την τέλεση της αδικοπραξίας και εκείνης που διαμορφώθηκε μετά την τέλεση αυτής (θεωρία της διαφοράς), ως διαφυγόν δε κέρδος, που αποτελεί μέλλουσα ζημία, νοείται το κέρδος το οποίο ο δικαιούχος προσδοκά με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές συνθήκες και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός και το οποίο αυτός στερήθηκε, αποτραπείσας έτσι της αύξησης της περιουσίας του (ΑΠ 486/2020, ΑΠ 27/2017, ΑΠ 1107/2015, ΑΠ 1766/ 2013, ΑΠ 904/2010). Ως χρόνος προσδιορισμού του ύψους της ζημίας, λαμβάνεται καταρχήν υπόψη ο χρόνος της συζήτησης της αγωγής, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 1382/2011, ΑΠ 39/2009). Δεν αποκλείεται, όμως, να αναχθεί ο προσδιορισμός του ύψους της ζημίας σε προγενέστερο χρόνο και μάλιστα στο χρόνο επέλευσής της (ΑΠ 2047/2015) ή στο χρόνο κατά τον οποίο οχλήθηκε ο ζημιώσας για την αποκατάσταση αυτής (ΑΠ 1110/2020, ΑΠ 802/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των πραγματικών περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και ιδρύεται ο άνω λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παράβαση (ΟλΑΠ 3/2020, ΑΠ 24/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της ”ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. ”Ως πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 25/2003). Επίσης, πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, είναι και οι λόγοι έφεσης, εφόσον περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, τα οποία αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 368/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 894/2020, ΑΠ 29/2012, ΑΠ 2024/2009). Επίσης, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 470/2018). Η παράβαση δε του εφετείου, σχετικά με την έκταση του μεταβιβαστικού, κατ’ άρθρο 522 ΚΠολΔ, αποτελέσματος της ασκηθείσας έφεσης, με την παραδοχή ανύπαρκτου λόγου, ή επανάκριση κεφαλαίου της πρωτόδικης απόφασης, έξω από τα όρια αυτής και των πρόσθετων λόγων, συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, της λήψης ή μη υπόψη πράγματος, που (αναλόγως) δεν προτάθηκε ή προτάθηκε (ΑΠ 782/2019, ΑΠ 1514/2018, ΑΠ 727/2017, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 1344/2015), εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμούς που κατά τα ανωτέρω όφειλε να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 916/2020, ΑΠ 332/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα: “Η εναγόµενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, µε την επωνυμία Τράπεζα Εurobank Ergasias, διατηρεί ικανό αριθµό υποκαταστημάτων ανά την ελληνική επικράτεια μεταξύ των οποίων και το υποκατάστημα επί της οδού … στην πόλη της Λάρισας, διενεργώντας ευρύ φάσμα τραπεζικών υπηρεσιών και εν γένει παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Στα πλαίσια λειτουργίας της, διατηρούσε τµήµα ιδιωτικής τραπεζικής (private banking) για καταθέτες µε υψηλές καταθέσεις και µε σκοπό τη µέσω εξειδικευμένων υπαλλήλων παροχή συμβουλών επωφελούς διαχείρισης µμεγάλης περιουσίας. Ο ενάγων – εφεσίβλητος, ηλικίας 45 ετών, είναι διπλωματούχος μηχανολόγος-μηχανικός και διατηρεί γραφείο στη πόλη της …. Από σειρά ετών η οικογένεια του, αρχικά ο πατέρας του και εν συνεχεία ο ίδιος, είχε επιλέξει την εναγόµενη, ως το πιστωτικό ίδρυμα για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων τους, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης µε το προσωπικό αυτής. Περί τον µμήνα Μάιο του έτους 2005, ο τότε Διευθυντής του υποκαταστήµατος επί της οδού … της εναγόµενης του ανακοίνωσε την επιθυμία στελέχους του τμήματος της ιδιωτικής τραπεζικής στο … (private banking) – Γ. Σ. να τον συναντήσει λόγω της υψηλής καταθετικής του ικανότητας, η οποία (συνάντηση) και έλαβε χώρα στο γραφείο του ενάγοντα, προκειµένου να μεταφερθεί στο πελατολόγιο του τμήματος της. Πράγματι ο ενάγων πεισθείς από τους αρμόδιους υπάλληλους της εναγόµενης αποφάσισε την ένταξή του στο ανωτέρω τμήμα και προς υλοποίηση της απόφασής του κατήρτισε διά των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης -Ε. Π. – Π. και Δ. Κ. – την µε αριθ. … έγγραφη σύμβαση αορίστου χρόνου εντολής – πληρεξουσιότητας και εξουσιοδότησης σε συνδυασμό με την αριθ. … πληρεξουσιότητα βάσει των οποίων η εναγόµενη ανέλαβε επ’ αµοιβή που θα καθορίζεται µε τους εκάστοτε ισχύοντες όρους της τράπεζας, την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του ενάγοντος, σύμφωνα με τις εντολές που θα λάμβανε από αυτόν επί όλων των χρηματοπιστωτικών µέσων που προβλέπονταν στο ν. 2396/1996, µε ρητή μνεία στο προδιατυπωθέν συμβατικό κείµενο ότι εκτελεί χωρίς κανέναν έλεγχο από µέρους της, κάθε εντολή του πελάτη διδόµενη µε οποιονδήποτε τρόπο για κατάθεση χρηµάτων για απόκτηση µεριδίων αµοιβαίων κεφαλαίων- για αγορά κάθε άλλους είδους κινητών αξιών και για συµµετοχή στην κάλυψη της έκδοσης τέτοιων αξιών και σε καμία περίπτωση και για κανένα λόγο δεν µπορεί να γεννηθεί ευθύνη της τράπεζας, κάθε σχετικού κινδύνου αναλαμβανόμενου αποκλειστικά από τον πελάτη-ενάγοντα. Με την από 21-6-2005 δε επιστολή της εναγόµενης γνωστοποιείται στον ενάγοντα ότι από 1-7-2005 η τελευταία θα δικαιούται αμοιβή για την εκτέλεση των εντολών σχετικά µε το χαρτοφυλάκιό του µε τα εξής ποσοστά ανά προϊόν ετησίως …….:. Έκτοτε δε το ανωτέρω τµήµα ιδιωτικής τραπεζικής στο … (private banking) της εναγόµενης ανέλαβε την συμβουλευτική διαχείριση του δηµιουργηθέντος εκ των ανωτέρω ενεργειών χαρτοφυλακίου του ενάγοντος καταρτιζόµενη σιωπηρώς σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών βάσει της οποίας (ενηµέρωση-πληροφόρηση υπεύθυνη-παροχή συμβουλών) ο ενάγων θα ελάµβανε την απόφαση για επένδυση του κεφαλαίου του. Στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης και κατόπιν συμβουλών των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης διά αγοράς ομολόγων ως τραπεζικά αποταµιευτικά προϊόντα εφάµιλλα µε τις προθεσµιακές καταθέσεις, µε απόλυτη εγγύηση και εξασφάλιση του κεφαλαίου και µε δυνατότητα άµεσης ρευστοποίησης, ο ενάγων υπέβαλλε τις από 24-5-2005, 17-6-2005, 20-9-2005 αιτήσεις και αγόρασε ομόλογα εκδόσεως της εταιρίας, Ε… (CΑYMAN ISLANDS) LIMITED και δη S…. Ι, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, S…. ΙΙ, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ και T…., ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 250.000 ευρώ. …… Εν συνεχεία, το έτος 2007, ο ενάγων διαπίστωσε, παρά τις αρχικές ρητές διαβεβαιώσεις των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης και ενώ λάμβανε τους τόκους του κεφαλαίου, ότι η αξία των τραπεζικών αυτών προϊόντων απομειώθηκε σε ποσοστό 30%. Ακολούθησαν έντονες διαμαρτυρίες από µέρους του προς την εναγόµενη για ψευδείς διαβεβαιώσεις και µετά από επαφή µαζί του υψηλόβαθμων στελεχών αυτής, τα οποία του συστήθηκαν ως εξειδικευμένα στελέχη στην παροχή επενδυτικών συμβουλών, του προτάθηκε ως λύση για την αποµείωση της ζημίας του η ρευστοποίηση των ανωτέρω αγορασθέντων ομολόγων, τα οποία θα αγόραζε η εναγόμενη στο 70% περίπου της ονομαστικής τους αξίας, η δε ζηµία που θα προέκυπτε θα καλυπτόταν από την εκ μέρους του αγορά καθ’ υπόδειξή τους, ενός άλλου τραπεζικού ομολόγου, εγγυημένου και ασφαλούς, ήτοι το “ΑLΡΗΑ GROUP JERSEY”. Ειδικότερα, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόµενης παρουσίασαν στον ενάγοντα το ομόλογο αυτό ως εγγυηµένου κεφαλαίου από την ίδια την ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία “ΑΡLΗΑ ΒΑΝΚ Α.Ε”, µε τιµή αγοράς στο 70% της ονομαστικής του αξίας και τιµή πώλησης κατά τη λήξη του στο 100% της ονομαστικής του αξίας, ως αποδίδον επιτόκιο τόκο 6% ετησίως, καταβλητέο στις 18 Φεβρουαρίου εκάστου έτους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι στις 18.2.2049 – ημερομηνία λήξης, θα λάμβανε ακέραιο το αρχικό κεφάλαιο. Η ανωτέρω δε λύση του παρουσιάσθηκε ως η µοναδική που θα διασφάλιζε τις αποταμιεύσεις του. Έτσι, µη έχοντας λόγο να αμφιβάλλει για την επ’ αυτού πληροφόρηση και για την συμβουλή για επένδυση στο ανωτέρω ομόλογο, πεισθείς στις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων της εναγόµενης περί εγγυηµένου και ασφαλούς, στις 4-4-2007 προέβη στην πώληση των ανωτέρω τριών ομολόγων και δη α) του οµολόγου “S… Ι”, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, αντί 80.000 ευρώ, β) του οµολόγου “S…. ΙΙ”, ονομαστικής αξίας 100.000 ευρώ, αντί 80.000 ευρώ και γ) του οµολόγου “T….”, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, αντί 40.000,00 ευρώ, µε ζημία ύψους 50.000 ευρώ και εν συνεχεία στην τηλεφωνική εντολή αγοράς ενός ομολόγου της εταιρείας “Αlpha Group Jersey Ltd JER”, ονομαστικής αξίας 250.000 ευρώ, καταβάλλοντας 187.250 ευρώ, πλέον του ποσού των 2.208,33 ευρώ για δεδουλευμένους τόκους του οµολόγου, ως την ηµέρα εκείνη και συνολικά το ποσό των 189.458,33, µε επιτόκιο 6%, µε ημερομηνία λήξης 18.2.49, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα και από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγόµενης – Ε. Π.-Π. και Θ. Μ.. Η συναλλαγή επιβεβαιώθηκε µε ηµεροµηνία καταχώρησης: 4-4-2007, ηµεροµηνία αξίας: 11-4-2007, αριθµός συναλλαγής: …, λογαριασμός κινητών αξιών: 55/ …, πωλητής: ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS AE, είδος τίτλου: τραπεζικά ομόλογα εξωτερικού, κωδικός έκδοσης: …, ημερομηνία έκδοσης: 18-2-2005, ηµεροµηνία λήξης, 18-2-2049, νόµισµα: ευρώ, τύπος κουπουνιού: σταθερό, ονοµαστικό επιτόκιο τρέχοντος κουπονιού: 6%, ονομαστική αξία: 250.000, τιµή οµολόγου 74.900.000, καθαρή αξία: 187.250, τόκοι οµολόγου δεδουλευμένοι: 2.208,38 και συνολικό τίμηµα: 189.458,33 ευρώ. Τον µήνα Αύγουστο 2007, ο ενάγων μετέφερε το επίδικο ομόλογο στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία “ΜΑRFΙΝ ΒΑΝΚ” διατηρώντας στην εναγόµενη έτερα τραπεζικά προϊόντα……. Την 20-1-2012, η, εκδότρια του οµολόγου, “Αlpha Group Jersey Ltd JER”, µε ανακοίνωσή της γνωστοποίησε στο επενδυτικό κοινό ότι δεν προτίθεται να καταβάλει µέρισμα στους κατόχους των υβριδικών τίτλων, για τις οποίες έχει χορηγηθεί η μειωμένης εξασφάλισης εγγύηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας µε την επωνυμία “ΑΙΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ” την 20.2.2012. Θορυβηθείς ο ενάγων στις 22-2-2012 προσέφυγε στον Μεσολαβητή Τραπεζικών-Επενδυτικών Υπηρεσιών αφενός για να λάβει πληροφορίες για το επίδικο ομόλογο, αφετέρου για να διαµαρτυρηθεί τόσο για την παύση καταβολής τοκοµεριδίων όσο και για την παραπλανητική συμπεριφορά των υπαλλήλων της εναγόμενης, ο οποίος με την από 28-2-2012 επιστολή του απάντησε ότι θα πρέπει πρώτα να απευθυνθεί εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία πελατών της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας. Εν συνεχεία απεστάλλει η από 20-3-2012 επιστολή από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία “ΑΙΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ”, η οποία περιείχε την κάτωθι γνωστοποίηση, “αναφορικά µε το χρηματοπιστωτικό µέσο, εκδόσεως “ALPHA GROUP JERSEY LTD TIER 1 Perpetual/Call 02/2015 (ISIN …), όπως γνωρίζετε η Αlpha Group Jersey Limited ανακοίνωσε ότι δε θα διανείµει και δε θα καταβάλει στις 20 Φεβρουάριου 2012 μέρισμα στους κατόχους προνομιούχων, άνευ δικαιώματος ψήφου, άνευ δικαιώματος απόληψης σωρευτικού μερίσματος τίτλων (“Υβριδικοί Τίτλοι”). Οι Yβριδικοί Τίτλοι προσοµοιάζουν µε προνομιούχες μετοχές και ως εκ τούτου οι κάτοχοι τους δικαιούνται, υπό προϋποθέσεις, την απόληψη µη σωρευτικού μερίσματος, εφόσον, όµως, η Τράπεζα διαθέτει αποθεματικά ή κέρδη προς διανοµή. Ακόμη, οι Υβριδικοί Τίτλοι, ως προνομιούχες μετοχές είναι αορίστου διάρκειας (δηλ. δεν έχουν ηµεροµηνία λήξης). Όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, η ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ήδη από την 30-9-2011 δεν διέθετε αποθεματικά προς διανοµή (βλ. και Ενδιάμεσες Οικονομικές Καταστάσεις Ομίλου της 30-9-2011 ….. λόγω της ζημίας, ύψους ευρώ 760 εκατ. προ φόρων από την αποµείωση της τρέχουσας αξίας των Οµολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, που έχει στην κατοχή της …… Σημειώνεται ότι η ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ θα καταβάλλει κανονικότατα τους τόκους που αναλογούν στους Κατόχους Πιστωτικών Τίτλων (κοινές οµολογίες και ομολογίες μειωμένης εξασφαλίσεως), όπως βεβαίως και στους καταθέτες της, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα….. Ακολούθως απεστάλλει και η από 20-4-2012 επιστολή από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ”, η οποία περιείχε προαιρετική πρόταση επαναγοράς του οµολόγου µε την καταβολή τοις μετρητοίς της τιμής επαναγοράς στο 40% της αρχικής του αξίας, µε καταληκτική ηµεροµηνία αποδοχής 4-5-2012 και ώρα 5 μμ Κεντρικής Ευρώπης. Ο ενάγων, στις 10-5-2012, και υπό τον φόβο ολοκληρωτικής απώλειας του συνόλου των αποταμιεύσεών του, αναγκάστηκε να αποδεχθεί την πρόταση επαναγοράς του ομολόγου που κατείχε, ονομαστικής αξίας 250.000 ευρώ στο 40% της ονομαστικής του αξίας, υφιστάμενος ζημία, ύψους 150.000 ευρώ, διά της από 2-9-2012 υπεύθυνης δήλωσης προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία, “ΜΑRFΙΝ ΕGΝΑΤΙΑ”, µε την οποία εξουσιοδότησε την τελευταία να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να παραδώσει τους ανωτέρω τίτλους στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία, “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ”. Στην προσπάθειά του δε να λάβει πληροφορίες από την εναγόµενη αναφορικά µε τις επενδυτικές του συναλλαγές και δη τα υπογραφέντα από αυτόν έγγραφα και βρισκόµενα στην κατοχή της, των ενημερωτικών δελτίων των αγορασθέντων από αυτόν ομολόγων και των τηρηθέντων απομαγνητοφωνήσεων συνομιλιών η τελευταία κωλυσιεργούσε µη απαντώντας στις από 19.3.2015, 26.5.2015 αιτήσεις του οπότε και της απέστειλε την από 25.8.2015 εξώδικη δήλωση-καταγγελία (βλ……) καθώς και το από 14.9.2015 ηλεκτρονική μήνυμα, απαντώντας εν τέλει επ’ αυτών η εναγόµενη στις 25.8.2015 και στις 18.11.2015. Σύµφωνα δε µε το µε αριθµ. πρωτοκ. ./27.9.2015 και ./17.6.2015 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προκύπτει ότι δεν έχει εγκριθεί ενημερωτικό δελτίο για δηµόσια προσφορά του χρηματοοικονοµικού προϊόντος της εταιρίας “Alpha Group Jersey Ltd ….. με ISIN …… , ούτε της έχει κοινοποιηθεί από άλλη αρμόδια αρχή σχετικό εγκεκριµένο ενημερωτικό δελτίο. Επίσης, η επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγούσε από το έτος 2002 πιστοποιητικά επαγγελματικής καταλληλόλητας σύμφωνα µε το άρθρο 4 του ν. 2836/2000 και στη συνέχεια σύμφωνα µε το άρθρο 14 του ν. 3606/2007. Αναφορικά δε µε τους υπάλληλους της εναγόµενης – Ε. Π. και Γ. Σ. αποδείχθηκε ότι απέκτησαν το πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης τύπου Β που αντιστοιχεί στην ειδικότητα “Παροχή επενδυτικών συμβουλών” από την Τράπεζα της Ελλάδος στις 9.7.2008 µε τα µε αριθµ. πρωτοκ../9.7.2008 και 12143/9.7.2008 πιστοποιητικά αντίστοιχα. …… Όπως δε προκύπτει από τα προσκομιζόµενα και επικαλούµενα από την εναγόµενη έγγραφα “ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΕΛΑΤΗ” κατά το χρονικό διάστηµα 2006-2007 ο ενάγων επενδύει τις αποταμιεύσεις του σε καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές και δη …… Από τις ανωτέρω δε επενδύσεις προκύπτει ότι ο ενάγων λόγω της συντηρητικής του φύσης και της αποστροφής του για κάθε είδους επενδυτικού κινδύνου επέλεγε προς τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του καταθετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και αποταµιευτικά προϊόντα εγγυηµένου κεφαλαίου ενώ η τοποθέτηση σε μετοχές αφορά πολύ μικρά ποσά για το χαρτοφυλάκιο του. Περί όσων διηµείφθησαν μεταξύ των διαδίκων η µάρτυρας-Ε. Δ. στην µε αριθµ. …/31.5.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Λάρισας, Δημήτριο Παπαστεργίου, µεταξύ άλλων καταθέτει “.. για να µας προωθήσουν τα προϊόντα αυτά µας διαβεβαίωναν ψευδώς ότι είναι δήθεν ασφαλή και εγγυημένα … και σε εκείνον είχαν αποκρύψει ότι το ομόλογο δεν είχε λήξη…. Παρουσίαζαν προφορικώς την ηµεροµηνία ανάκλησης του οµολόγου ως ηµεροµηνία λήξης …… διότι πειστήκαµε από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων ότι επρόκειτο για αποταµιευτικά προϊόντα τα οποία απευθύνονται σε συντηρητικούς αποταµιευτές και λειτουργούν όπως οι προθεσµιακές καταθέσεις…” και ο μάρτυρας -Δ. Π. στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση καταθέτει μεταξύ άλλων, “… µετά από τις πιέσεις του διευθυντή συνάντησε τον Κ. Σ. ο οποίος του πρότεινε να μεταφέρει τις αποταμιεύσεις του από τις προθεσµιακές καταθέσεις σε κάποια άλλα αποταμιευτικά προϊόντα τα οποία του παρουσίασε ως εφάµιλλα των προθεσµιακών καταθέσεων και µε ασφάλεια κεφαλαίου…… θα καλυπτόταν πλήρως από την αγορά εκ µέρους του ενός άλλου τραπεζικού οµολόγου που του υπέδειξαν τα στελέχη το οποίο τον διαβεβαίωσαν ότι ήταν εγγυηµένο και ασφαλές και ότι ταίριασε στο συντηρητικό του προφίλ… τα στελέχη που του τα προώθησαν δεν είχαν προβεί σε καμία ενηµέρωση και γνωστοποίηση σε εκείνον των ανωτέρω ιδιοτήτων του προϊόντος… του απέκρυψαν τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του κινδύνου του τίτλου και τον παραπλάνησαν ακόµη και ως προς το στοιχείο περί της µη λήξης του οµολόγου αναφέροντας την ηµεροµηνία ανάκλησης ως ημερομηνία λήξης…”. Τουναντίον ο μάρτυρας – Α. Τ. στην µε αριθµ. …/31.5.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, . μεταξύ άλλων καταθέτει “.. Κατά τον χρόνο αγοράς τα συγκεκριµένα ομόλογα αξιολογούνταν από τον οίκο Moody’s ως Α3, δηλαδή έφεραν χαμηλό επίπεδο πιστωτικού κινδύνου και ο εκδότης τους είχε σχετικά υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας……. ο κ. Τ. είχε πλούσια επενδυτική δραστηριότητα…… και γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους του προϊόντος που επένδυε αφού αυτοί του είχαν παρουσιασθεί λεπτομερώς από τα στελέχη του Τµήµατος Private Banking. … η τράπεζα …. το µόνο που έπραξε ήταν να τον ενημερώσει για τα χαρακτηριστικά του οµολόγου στο οποίο επιθυμούσε να επενδύσει και για τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση σε αυτό Και φυσικά τόνισε σε αυτόν ότι το συγκεκριµένο ομόλογο ήταν άληκτο…. Η τράπεζα ουδέποτε πρότεινε στον κ. Τ. την αγορά των επίµαχων τίτλων…… Ο εν λόγω πελάτης ήταν έµπειρος επενδυτής και επέλεγε ο ίδιος τον τρόπο µε τον οποίο θα τοποθετήσει τα χρήματά του…. ουδέποτε παρέχονται επενδυτικές συμβουλές στους πελάτες παρά µόνο εάν οι τελευταίοι έχουν συνάψει µε την τράπεζα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών. Στην προκειμένη περίπτωση τα στελέχη µας ουδέποτε συμβούλευσαν επενδυτικά τον κ. Τ. στην αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων. Το µόνο που έπραξαν ήταν να του παρουσιάσουν τις διαθέσιµες επιλογές που υπήρχαν εκείνη την περίοδο επεξηγώντας ρητά και µε σαφήνεια τους κινδύνους και τις δυνατότητες…..”. Η κατάθεση αυτή ωστόσο δεν κρίνεται αξιόπιστη ως προς το τι ακριβώς διηµείφθη μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόµενης διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, αφού ο ανωτέρω µάρτυρας γνωρίζει την υπόθεση λόγω της ιδιότητας του ως επικεφαλής του Private Banking Ελλάδος από το φάκελο αυτής και χωρίς να είναι παρών σε καµία από τις συνομιλίες που έλαβαν χώρα μεταξύ του ενάγοντος και των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης – τμήμα ιδιωτικής τραπεζικής (Private Banking). Προς επίρρωση δε αυτής καμία απομαγνητο-φωνηµένη εκ των 205 τηρουµένων συνομιλιών δεν επικαλείται και δεν προσκομµίζει η εναγόµενη. Εκ των υστέρων δε αποκαλύφθηκε ότι το εν λόγω επενδυτικό προϊόν – επίδικο ομόλογο δεν αποτελούσε κοινό ομόλογο, αλλά τίτλο υβριδικού κεφαλαίου, τίτλο δηλαδή που παρουσιάζει ομοιότητες τόσο µε τα ομόλογα των οµολογιακών δανείων, όσο και µε τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωµα ψήφου, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται µε κανένα από τα δύο. Το προϊόν αυτό αποτελούσε κατ’ ουσίαν ομόλογο “ατελεύτητης διάρκειας” “διηνεκές” ή “αιώνιο” ή “αόριστης διάρκειας” (“perpetual”), υπό την έννοια ότι ο κοµιστής αυτού δεν δικαιούνταν σε παράδοση – επιστροφή του οµολόγου στον εκδότη του προς το σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας µετά τη λήξη µιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε, ο εκδότης όμως διατηρούσε το δικαίωµα της μονομερούς ανακλήσεως µετά την παρέλευση ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, που οριζόταν κατά την έκδοση εν προκειμένω την 18.2.2049 οπότε θα καταβαλλόταν το 100% της ονομαστικής του αξίας. Στην περίπτωση αυτή και µόνο, αν δηλαδή ο εκδότης αποφάσιζε την πρόωρη ανάκληση του οµολόγου κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση (ανάκληση που θα μπορούσε να µη γίνει και ποτέ), η εγγυήτρια παρείχε εγγύηση επιστροφής του επενδεδυµένου κεφαλαίου στο σύνολό του. Η εγγύηση δηλαδή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας µε την επωνυμία “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ” κάλυπτε µόνο την περίπτωση της πρόωρης ανάκλησης, όχι, όµως, την περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή εν γένει μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Στην περίπτωση πτωχεύσεως του εκδότη ή εν γένει μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας οι κάτοχοι υβριδικών κεφαλαίων κατατάσσονται πριν από τους μετόχους αλλά µετά από όλους τους άλλους πιστωτές σε περίπτωση εκκαθάρισης, οι κοινοί δηλαδή ομολογιούχοι έχουν προτεραιότητα έναντι των κατόχων υβριδικών κεφαλαίων, όσο αφορά την αναγνώριση της απαίτησής τους. Αυτό είναι το νόηµα της “μειωμένης εξασφάλισης”. Ο επενδυτής μπορούσε βέβαια να πωλήσει το ομόλογο στη δευτερογενή αγορά οποτεδήποτε επιθυμούσε, εφόσον υπήρχε αγοραστικό ενδιαφέρον, στην χρηματιστηριακή του, όμως, τιµή και όχι στην ονομαστική του αξία. Ο εκδότης του τίτλου υποχρεούνταν στην καταβολή (συνήθως) ετησίων τοκομεριδίων σε υψηλό επίπεδο, υπερβαίνον τα τραπεζικά επιτόκια, είχε όµως το δικαίωµα να µην πληρώσει ένα τοκοµερίδιο, εφόσον τη συγκεκριμένη χρονιά δεν κατέβαλε μέρισμα στους μετόχους ή οι εποπτικές αρχές τους το απαγορεύσουν, εάν τα εποπτικά κεφάλαια έχουν κατέλθει σε χαμηλό επίπεδο. Η µη πληρωμή τοκοµεριδίου δε συσσωρεύει υποχρέωση για καταβολή του σε μεταγενέστερο χρόνο (“Νon – cumulative”). Είναι, συνεπώς, προφανές ότι Και το εν λόγω ομόλογο “ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας” (perpetual bond), δεν ήταν απλό στη σύλληψη και τη λειτουργία του επενδυτικό προϊόν και εποµένως η εναγόµενη υπείχε ως προς αυτό ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση πληροφόρησης του ενάγοντος-ιδιώτη επενδυτή δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων ομολογιακού δανείου, απέδιδε µία ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιοδήποτε, ακόµη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους. Απευθυνόταν δε σε επενδυτές µε µεγάλα κεφάλαια, που δεν είχαν την πρόθεση να ρευστοποιήσουν αλλά µόνο να εισπράττουν τις ετήσιες αποδόσεις που και η είσπραξη αυτών δεν ήταν βέβαια αφού η καταβολή τους εξαρτώνταν από την εκδότρια εταιρία και την πιστοληπτική της ικανότητα.
Σημειώνεται δε ότι το παραπάνω προϊόν µε τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά προωθούνταν από την εναγόµενη κατά το επίδικο χρονικό διάστηµα, ενώ από την επιτυχή διακίνησή του αποκόµιζαν οφέλη και οι αρμόδιοι υπάλληλοί της είτε µε τη λήψη υψηλών προμηθειών (bonus) είτε µε την ενίσχυση της θέσεως τους στην ιεραρχία της εναγόµενης διά της προσέλκυσης πελατών (ΑΠ …….). Επιπλέον ο τίτλος αυτός εκδόθηκε από την εταιρία µε την επωνυμία, “Alpha Group Jersey Ltd”, χωρίς εκ των προσκομιζοµένων στοιχείων να µπορεί να διαπιστωθεί ακόµα και κατά τη συζήτηση της αγωγής η σχέση της µε την ανώνυμη τραπεζική εταιρία “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ” ούτε, κυρίως, η αξιοπιστία, η ρευστότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια της εταιρίας αυτής σε οποιοδήποτε χρονικό σηµείο, ειδικώς δε προ της κρίσεως, όταν ομόλογα εκδόσεώς της πωλούνταν μαζικά (βλ. προαιρετική πρόταση εξαγοράς της 20.4.2012, σελίδα 2, ονομαστική αξία διατεθέντων ομολόγων 600.000.000 ευρώ). Σημειώνεται δε ότι ενημερωτικό δελτίο της εν λόγω σειράς υβριδικών τίτλων μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα δεν παραδόθηκε στον ενάγοντα ενώ προσκοµίζει και επικαλείται αυτό η εναγόµενη µε την αριθµ. σχετ. 13, σε ξενόγλωσσο κείµενο. Επίσης, από κανένα αποδεικτικό µέσο δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ομόλογο διαπραγματεύονταν στη δευτερογενή αγορά καθ’ οιοδήποτε χρονικό σηµείο σε επίπεδα έστω προσεγγίζοντα την ονομαστική του αξία, ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύεται η τρέχουσα τιµή µεταπώλησης του οµολόγου κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμµίου δικαστηρίου ή η ύπαρξη έστω αγοραστικού ενδιαφέροντος για το συγκεκριµένο προϊόν. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ποια ήταν η απόδοση των προθεσµιακών καταθέσεων κατά το χρονικό διάστηµα 2005-2007 και εάν αυτή ήταν πολύ κατώτερη του 6%. Από δε τους προσκομµιζόµενους και επικαλούµενους πίνακες στις αξιολογήσεις σύμφωνα µε το βαθµολόγιο των οίκων Μoody’s, Standard & Poors και Fitch, δεν προκύπτει η αξιολόγηση του επίδικου οµολόγου κατά τον χρόνο αγοράς αυτού (4.4.2007). Επομένως, σύμφωνα και µε τα αναφερόμενα στην ανωτέρω Ε. μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ο έκτος λόγος εφέσεως περί απλού οµολόγου χαμηλού προς μεσαίου κινδύνου και απευθυνόμενου σε επενδυτές ανάλογου προφίλ µε αυτό του ενάγοντα, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόµενα στην κρινόµενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιµα και απορριπτέα. Ο ενάγων ναι µεν διέθετε πανεπιστημακή μόρφωση, αλλά σε τομέα διάφορο αυτού των χρηματοοικονοµικών, ενώ δεν είχε ειδικές γνώσεις της κεφαλαιαγοράς και των αποδόσεων σε κινητές αξίες, πέραν αυτών που διέθετε ο µέσος ενημερωμένος καταναλωτής κατά το χρόνο εκείνο (2005 – 2007). Σημειώνεται δε ότι ο ενάγων φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικού αποδέκτη του επενδυτικού προϊόντος – επίδικου οµολόγου αγορασθέν ως επενδυτικό προϊόν από ιδιώτη καθόσον δεν υπερβαίνει τον µέσο αποταµιευτή λαμβανομένου υπόψη ότι δεν ασχολούταν συστηματικά µε επενδυτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου, ούτε είχε ειδικές γνώσεις και δη χρηµατοοικονοµικές. Μπορούσε δηλαδή να αντιληφθεί τη λειτουργία σχετικά τυποποιηµένων και συχνά έως τότε χρησιμοποιούµενων επενδυτικών προϊόντων και τους κινδύνους που συνδέονταν µε αυτά. Εξάλλου οι έως τότε επενδυτικές επιλογές του, όπως αυτές προκύπτουν από τα προαναφερθέντα έγγραφα ως “ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΕΛΑΤΗ” κατά το χρονικό διάστηµα 2005-2007, μαρτυρούσαν συντηρητικό επενδυτή που επιδίωκε καλές αποδόσεις µε βάση τα δεδοµένα της αγοράς, χωρίς κίνδυνο του κεφαλαίου του, που αποτελούσαν αποταμιεύσεις ετών τόσο ίδιες όσο και της οικογενείας του. Ειδικότερα από τα προαναφερθέντα έγγραφα ως “ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΕΛΑΤΗ” κατά το χρονικό διάστηµα 2005-2007 προκύπτει το είδος του χαρτοφυλακίου που τον αντιπροσώπευε για το χρονικό διάστηµα 2008-2007 και δη καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές, ενώ ανάλογα έγγραφα προγενέστερων ετών δεν προσκοµίσθηκαν, οι δε αγορασθέντες στις ….. τίτλοι της εταιρίας µε την επωνυμία “ΕFG HELLAS PLC ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ” αφορούν μεταγενέστερο της αγοράς του επίδικου οµολόγου χρόνο και το επενδυόµενο ποσό είναι κατά πολύ μικρότερο της επίδικης επένδυσης , πλέον ότι οι προγενέστερες αγορές ομολόγων ήταν στα πλαίσια της ίδιας σύμβασης, η δε αποδοχή της προαιρετικής πρότασης επαναγοράς του επίδικου οµολόγου δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά η µοναδική λύση αποµείωσης της ζηµίας του. ….. Η αγορά δε από τον ενάγοντα των ανωτέρω προϊόντων (“S….I”, “S….ΙΙ”, και “T….”), στα πλαίσια της καταρτιζόµενης σιωπηρώς σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και της ίδιας σύμβασης εντολής πληρεξουσιότητας και εξουσιοδότησης δεν συνιστά μακροχρόνια επενδυτική συμπεριφορά, ούτε καθιστά αυτόν έμπειρο επενδυτή διατιθέµενο να προβεί σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου και να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη. Με βάση δε τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε και το δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο ενάγων ήταν έμπειρος επενδυτής και µάλιστα ως προς τη χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων ομολογιακού δανείου και ως έμπειρος επενδυτής απέβλεψε στην μέγιστη απόδοση ανεξαρτήτως κινδύνου. …. Ακριβώς δε λόγω της έλλειψης ειδικών χρηματοοικονοµικών γνώσεων και εμπειρίας επείσθη από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγόµενης και υπέγραψε την ανωτέρω σύμβαση εντολής-πληρεξουσιότητας και εξουσιοδότησης, καταρτιζόµενης παράλληλα και σιωπηρής σύμβασης επενδυτικών συμβουλών, δεδομένου ότι η εναγόµενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της ήταν αυτοί που διά της πληροφόρησής τους και συμβουλής τους διαμόρφωσαν το περιεχόµενο της απόφασης του ενάγοντος βάσει της οποίας ο ενάγων προέβη στις ανωτέρω αγορές πωλήσεις ομολόγων στηριζόµενος στην αποφασιστική συνδροµή των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης εξ ου και ο λόγος προσέγγισης αυτού και µεταφοράς λόγω των υψηλών του καταθέσεων στο τµήµα Ιδιωτικής τραπεζικής (Private Banking). Διαμόρφωση της απόφασης του ενάγοντος χωρίς καμία πληροφόρηση και συμβουλή αυτών µετά από απλή ενηµέρωση εκ µέρους τους για τα διαθέσιµα επενδυτικά προϊόντα δεν αποδείχθηκε, λαμβανομένου υπόψιν ότι εάν ο ενάγων απλά ενημερώθηκε δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί ως πελάτης στο ανωτέρω τµήµα της εναγόµενης και να έρθει σε συνάντηση µε εξειδικευμένο υπάλληλο της- Γ. Σ.. Μετά ταύτα αποδείχθηκε και το δικαστήριο πείσθηκε ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγόµενης δεν εκτελούσαν απλά τις επενδυτικές επιλογές του ενάγοντα µετά από ενηµέρωση του για τα ήδη υπάρχοντα επενδυτικά προϊόντα και τα επιµέρους στοιχεία αυτών – είδος – διάρκεια- επιτόκιο – τιμή κτήσης, αλλά ήταν αυτοί που παρείχαν την πληροφόρηση και διαμόρφωναν το περιεχόµενο της απόφασης του ως προς τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου του, έχοντας και τις ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι Ε. Π. και Γ. Σ. -υπάλληλοι της εναγόµενης, όπως προαναφέρθηκε, στερούνταν κατά τον χρόνο αγοράς του επίδικου οµολόγου του πιστοποιητικού επαγγελµατικής κατάρτισης τύπου Β που αντιστοιχεί στην ειδικότητα “Παροχή επενδυτικών συμβουλών” από την Τράπεζα της Ελλάδος και απέκτησαν αυτό εκ των υστέρων και δη στις 9.7.2008. Όπως δε προαναφέρθηκε δεν ήταν ο ενάγων που αιτήθηκε την τοποθέτηση των χρημάτων του σε επενδύσεις που επιφέρουν υψηλότερες αποδόσεις των συνηθισμένων, αλλά η εναγόµενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, που διαμόρφωσε το περιεχόµενο της απόφασης του ενάγοντα να επενδύσει στο επίδικο ομόλογο, πλέον ότι το ανωτέρω ερωτηματολόγιο περί κατάταξης του ενάγοντος σε κατηγορία ανάλογα µε την οικονομική του επιφάνεια και την επενδυτική του εμπειρία συντάχθηκε σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της ανωτέρω αγοράς του επίδικου οµολόγου και οι προγενέστερες αγορές ομολόγων ήταν στα πλαίσια των προαναφερθέντων ίδιων συµβάσεων, η δε αποδοχή της προαιρετικής πρότασης επαναγοράς δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά η μοναδική λύση απομείωσης της ζημίας του …. Υπό αυτό δε το πρίσμα πρέπει να αξιολογηθεί η πληροφόρηση και παροχή συμβουλών- που έλαβε ο ενάγων, που δεν αφίστατο του µέσου ενημερωμένου και συνετού επενδυτή, απ’ την εναγόµενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της για το επίδικο ομόλογο. Καταρχήν όπως προειπώθηκε ο ενάγων διατηρούσε τις καταθέσεις του στην εναγόµενη προ ετών και είχε αναπτυχθεί σχέση Ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του πιστωτικού ιδρύματος της εναγόµενης ότι θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονοµικών του συμφερόντων. Προς κατανόηση του ανωτέρω επίδικου προϊόντος είχε στη διάθεσή του πέρα της προηγηθείσας πλήρους και ακριβής, όπως πίστευε, προφορικής παρουσίασης του προϊόντος εκ µέρους των αρμόδιων υπαλλήλων της εναγόµενης, την από 4.4.2007 εντολή πελάτη αγοράς, όπου αναγραφόταν ομόλογο ΑLΡΗΑ GRΟUΡ, κουπόνι 6%, λήξη 18.2.2049 και ονομαστική αξία : 250. 000 ευρώ και την επιβεβαίωση συναλλαγής, όπου αναγραφόταν τραπεζικά ομόλογα εξωτερικού, τύπος κουπονιού σταθερό, ονοµαστικό επιτόκιο 6%, ονομαστική αξία 250.000 ευρώ. Τα ανωτέρω δε δύο έγγραφα επιβεβαίωναν, όπως δικαιολογημένα πίστευε, την προφορική πληροφόρηση που είχε λάβει σχετικά µε το προϊόν, ήτοι τον οµολογιακό χαρακτήρα αυτού, τον εκδότη, την ημερομηνία τακτής λήξης και την απόδοση αυτού. Καμία δε αναφορά στα ανωτέρω έγγραφα δεν γινόταν σε αγγλικούς όρου ή συντµήσεις αυτών perp (=perpetual – διηνεκές), call (που έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια ανάκληση, αν και ο όρος χρησιμοποιείται µε πλείστες σημασίες). Άλλο έγγραφο δεν αποδείχθηκε ότι τέθηκε υπόψιν του προκειµένου να μελετήσει και ενημερωθεί για το επίδικο ομόλογο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ενημερωτικό δελτίο της εν λόγω σειράς Υβριδικών Τίτλων μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα δεν παραδόθηκε στον ενάγοντα. Με δεδομένο δε ότι ο µέσος καταναλωτής επικεντρώνεται στα αριθµητικά στοιχεία ενός εντύπου καθώς και σε σηµεία που ενισχύουν την προσχηµατισµένη ήδη αντίληψή του, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων δε διαμόρφωσε αυτόνομα, αλλά µε βάση τις ανακριβείς ως προς το είδος – φύση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος, πληροφορίες που του είχαν παρασχεθεί προφορικώς από τους υπαλλήλους της εναγόµενης που ευλόγως θεωρούσε (ο ενάγων) ότι διαθέτουν, υπέρτερη αυτών, εξιδιασµένη γνώση και εμπειρία επί του αντικειµένου και δικαιολογημένα τους εμπιστεύτηκε αφενός ως ειδικούς και αφετέρου λόγω της µακροχρόνιας επαγγελματικής τους σχέσης σε συνδυασμό µε την καταρτιθείσα σιωπηρώς σύμβαση επενδυτικών συμβουλών και µε τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο αποδεικτικό εντολής πελάτη αγοράς οµολόγου και επιβεβαίώση συναλλαγής, ο τελευταίος δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ειδική φύση και λειτουργία του επενδυτικού προϊόντος που επρόκειτο να αγοράσει. Εξάλλου, λόγω της σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ αυτού και της εναγόµενης, ο τελευταίος δικαιολογημένα έχει την πεποίθηση ότι η εναγόµενη θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτησή και την προστασία των οικονοµικών του συμφερόντων όταν μάλιστα του παραδίδεται εγγράφως ο χαρακτήρας του προϊόντος που προφορικά του περιγράφηκε. Με βάση όσα προαναφέρονται, και σύµφωνα µε τον Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ) η εναγόµενη είχε την ειδικότερη υποχρέωση να πληροφορήσει τον ενάγοντα περί του είδους του επίδικου οµολόγου µε ανάλυση των βασικών όρων (άληκτο προϊόν, χωρίς δυνατότητα κατ’ αρέσκεια επιστροφής) και των χαρακτηριστικών του σύνθετου και καινοφανούς αυτού προϊόντος και παρουσίαση των σύμφυτων µε το χαρακτήρα του κινδύνων (ως προς την τύχη του κεφαλαίου και την μειωμένη εγγύηση) και να παρέχει ορθές και πλήρεις συμβουλές, ώστε να µπορέσει αυτός να προβεί στην επενδυτική του απόφαση έχοντας στη διάθεσή του τις κρίσιµες και αναγκαίες πληροφορίες για να διαμορφώσει τη συναλλακτική του βούληση. Ειδικότερα, η εναγόµενη, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, όφειλε να πληροφορήσει τον ενάγοντα µε τρόπο εύλογα κατανοητό ότι το συγκεκριµένο ομόλογο είχε τον πιο πάνω χαρακτήρα και ήταν υψηλού ρίσκου και κυρίως να τονίσει ότι το προϊόν ήταν άληκτο και επομένως ο ενάγων δεν είχε δικαίωµα να αναζητήσει το κεφάλαιό του, αν κάποια στιγµή το επιθυμούσε, ούτε ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου του, να επεξηγήσει την έννοια της πρόωρης ανάκλησης του προϊόντος και τη σηµασία της, ότι δηλαδή η 18.2.2049 δε σηματοδοτούσε τη λήξη του προϊόντος, αλλά την απλή δυνατότητα του εκδότη να προβεί, εφόσον το επιθυμούσε, σε µονοµερή ανάκληση του προϊόντος, καθώς και την έννοια της µερικής εγγύησης και δη σε περίπτωση ανάκλησης αυτού από τον εκδότη και όχι σε περίπτωση πτώχευσης αυτού ή µείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας και την έννοια της πώλησης αυτού σε δευτερογενή αγορά στη χρηματιστηριακή του και όχι στην ονομαστική του αξία. Περαιτέρω, η εναγόµενη, αν και δεν είχε προβεί κατά το χρονικό διάστηµα 2005-2007 σε κατάταξη του ενάγοντος σε κατηγορία ανάλογα µε την οικονομική του επιφάνεια και την επενδυτική του εμπειρία, αυτό δε έπραξε το έτος 2008 όπως προαναφέρθηκε, γνώριζε πάντως την οικονομική του δυνατότητα και τις επενδυτικές του ανάγκες, όπως ο ίδιος της είχε παρουσιάσει κατά τη μακροχρόνια συνεργασία τους, οι οποίες όµως προέκυπταν και από τις επενδυτικές κινήσεις στις οποίες είχε προβεί για λογαριασμό του η εναγόµενη πριν από την αγορά του επίδικου οµολόγου, όφειλε να λάβει υπόψη τους επενδυτικούς στόχους, τις γνώσεις και την εμπειρία για το επίδικο ομόλογο, την απροθυμία διακινδύνευσης του κεφαλαίου του και να τον πληροφορήσει κατά λεπτομερή, πλήρη και κατανοητό από αυτόν τρόπο τουλάχιστον για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που τη διαφοροποιούσαν από άλλες επενδύσεις καθώς και από τις ανάγκες αυτές και τις γνώσεις του. Έτσι, αφού η απόλυτη εξασφάλιση του κεφαλαίου αποτελούσε, όπως γνώριζε η εναγόµενη, πρωταρχικό μέλημα του ενάγοντος, όφειλε να τον πληροφορήσει συγκεκριµένα για τους υψηλούς κινδύνους που ενείχε η συγκεκριμένη επένδυση και για τον κίνδυνο ολοσχερούς απώλειας του κεφαλαίου, τονίζοντας τα σχετικά χαρακτηριστικά του προϊόντος. Επιπροσθέτως, η εναγόµενη όφειλε να επισημάνει ειδικώς την αόριστη διάρκεια του προϊόντος, η οποία αποτελούσε έως τότε µη σύνηθες χαρακτηριστικό για κινητές αξίες και διαφοροποιούσε το συγκεκριµένο προϊόν από αυτά στα οποία έως τότε είχε επενδύσει ο ενάγων ήτοι στο µικτό αμοιβαίο κεφάλαιο “ΒΡΑΧΟΣ”. Επιπλέον δε η εναγόµενη όφειλε να παράσχει στον ενάγοντα πληροφορίες σχετικά µε τη σχέση της εκδότριας µε την ανώνυμη τραπεζική εταιρία µε την επωνυμία “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ” και κυρίως µε την αξιοπιστία και την πιστοληπτική ικανότητα της πρώτης, καθώς από την οικονομική επάρκεια αυτής και όχι της “ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ ΑΕ”, εξαρτώνταν η δυνατότητα καταβολής ετησίως τοκοµεριδίων, η οποία δεν ήταν εξασφαλισμένη, αλλά και η µη απώλεια του κεφαλαίου του ενάγοντα, η οποία ομοίως δεν ήταν εξασφαλισμένη. Με βάση τα στοιχεία που ετέθησαν υπόψη του πριν από την αγορά του κρίσιµου οµολόγου, ήτοι ελλιπής προφορική παρουσίαση του προϊόντος, σε συνδυασμό µε τη διατύπωση εντολής πελάτη αγοράς οµολόγου και επιβεβαίωση συναλλαγής ο ενάγων δικαιολογημένα πίστευε ότι αγόρασε κοινό ομόλογο µε εξασφάλιση του κεφαλαίου κατά τη λήξη του, υπό την εγγύηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας µε την επωνυμία “ΑLΡΗΑ ΒΑΝK” καθώς δεν είχε υπεύθυνη επαρκή πληροφόρηση και µε κατάλληλο τρόπο από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγόµενης για το είδος – φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος στο οποίο σκόπευε να επενδύσει και δεν του επιστήθηκε ο κίνδυνος περί απώλειας του κεφαλαίου του. Το πρώτον ο ενάγων πληροφορείται ότι επρόκειτο για “Υβριδικοί Τίτλοι” που προσοµοιάζουν µε προνομιούχες μετοχές και είναι αορίστου διάρκειας (δηλ. δεν έχουν ηµεροµηνία λήξης) µε την προαναφερθείσα πρώτη ανακοίνωση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας µε την επωνυμία “ΑΡLΗΑ ΒΑΝΚ”. Αν δε ο ενάγων είχε πληροφορεί τα ανωτέρω, θα αντιλαµβανόταν τον κίνδυνο της επένδυσης και θα ζητούσε αναμφιβόλως περαιτέρω διευκρινίσεις και πληροφορίες για το συγκεκριµένο ομόλογο, λαμβανομένου υπόψιν του µέχρι τότε χαρτοφυλακίου σε συνδυασμό µε ότι το επίδικο ομόλογο δεν έχει εγκριθεί, όπως προαναφέρθηκε για δηµόσια προσφορά και εν τέλει δεν θα είχε προβεί στην ανωτέρω επιλογή. Περαιτέρω διευκρινίσεις και πληροφορίες για το συγκεκριµένο ομόλογο δεν δύναται δε να ζητήσει εκ των προτέρων, αφού το επίδικο ομόλογο του παρουσιάσθηκε ως εφάµιλλο των προθεσµιακών καταθέσεων και µε ηµεροµηνία λήξης τακτή µη δυνάµενος αυτός επουδενί να γνωρίζει ότι για λόγους που αφορούσαν το σύστημα ηλεκτρονικής καταχώρησης σε διεθνές επίπεδο οι αιώνιες ομολογίες καταχωρίζονταν αρχικά µε την ένδειξη στην ηµεροµηνία λήξης, την ηµεροµηνία που ο εκδότης είχε δικαίωµα ανάκλησης των τίτλων και σύμφωνα µε τη διεθνή πρακτική καταχωριζόταν µε την ένδειξη “ημερομηνία λήξης 2049”, το οποίο σηµαίνει ότι πρόκειται για αιώνιες ή άληκτες ημερομηνίες. Και ναι µεν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι της εναγόµενης δεν κατείχαν το πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης τύπου Β που αντιστοιχεί στην ειδικότητα “Παροχής Επενδυτικών Συμβουλών”, αλλά αυτοί είχαν τοποθετηθεί ως οι αρμόδιοι να παρέχουν αυτές στους πελάτες της µεταξύ των οποίων και ο ενάγων. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο όγδοος λόγος έφεσης περί µη πλημμελούς ενημέρωσης και ο δέκατος λόγος έφεσης ως προς το δεύτερο σκέλος του περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας του ενάγοντος και της έλλειψης πιστοποιητικού τύπου Β των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόµενης λόγω της πλήρους ενημέρωσης που παρείχαν οι τελευταίοι στον ενάγοντα, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι η εναγόμενη τραπεζική εταιρία, δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, δεν πρόσφερε στον ενάγοντα κατάλληλη και υπεύθυνη πληροφόρηση σε σχέση με το προταθέν επενδυτικό προϊόν – επίδικο ομόλογο, δεδομένου ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για το δυνητικό επενδυτή – ενάγοντα, αφού θα αποτελέσει γι’ αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων αναφορικά με την επιλογή του επενδυτικού προϊόντος, με αποτέλεσμα αυτός να μην είναι σε θέση να κατανοήσει ούτε τη φύση, ούτε τα χαρακτηριστικά του, ούτε τους πιθανούς κινδύνους του και δεν προστάτευσε τα οικονομικά συμφέροντά του. Επίσης, δεν μερίμνησε για την κατάλληλη εκπαίδευση των αρμοδίων υπαλλήλων της που ήταν επιφορτισμένοι με την παροχή των εξειδικευμένων αυτών πληροφοριών …. Επιπρόσθετα η εναγομένη τράπεζα, δια των αρμοδίων υπαλλήλων της, δεν παρείχε στον ενάγοντα τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές βάσει του επενδυτικού στόχου για διατήρηση του κεφαλαίου σταθερού και την έλλειψη εμπειρίας αυτού σε ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας ….. καθώς και της απροθυμίας διακινδύνευσης ως ιδιώτη επενδυτή. Επιπλέον συμβούλευσε τον ενάγοντα να επενδύσει σε ένα χρηματοοικονομικό προϊόν της εταιρίας με την επωνυμία “Alpha Group Jersey Ltd” για το οποίο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είχε εγκρίνει ενημερωτικό δελτίο νέα δημόσια προσφορά του. ….. Η κατά τον προαναφερθέντα τρόπο πληροφόρησή του (ενάγοντος) ήταν ανεπαρκής και όσον αφορά την προφορική πληροφόρηση παντελώς ελλιπής, καθώς δεν παρασχέθηκαν πληροφορίες ακριβείς σχετικά µε τη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγόµενη διά των αρμοδίων υπαλλήλων της (βοηθών εκπληρώσεως) δεν εκπλήρωσε όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, ……. τις υποχρεώσεις της περί του να απέχει ενεργειών που θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου της-ενάγοντα και έτσι εκπλήρωσε πλημμελώς την παροχή της, υποχρεούµενη σε αποζημίωση, όπως το περιεχόµενο τους προσδιορίζεται σύµφωνα µε τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό µε τις διατάξεις του ν. 2396/96 και τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. Α.Κ περί σιωπηρής σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Ταυτόχρονα η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόµενης συνιστά ….. και παραβίαση των υποχρεώσεων της που απορρέουν από τις διατάξεις της Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 σε συνδυασμό µε τον τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ) περί ενημέρωσης, διαφώτισης έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Παράλληλα, η παράλειψη αυτή της εναγόµενης, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, οι οποίοι είχαν προστηθεί από αυτήν στην εκτέλεση της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί, που ανάγεται στην υποχρέωση διαφώτισης / ενηµέρωσης/ πληροφόρησης και συμβουλευτικής καθοδήγησης / προειδοποίησης του πελάτη εκ µέρους της, οι οποίες στηρίζονται στη σχέση εμπιστοσύνης µεταξύ πελάτη-πιστωτικού Ιδρύματος και η οποία (συμπεριφορά), ……. θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη, όπως το περιεχόµενο της προσδιορίζεται στους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό µε τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/94 και του προαναφερθέντος τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Δ.Ε.Π.Ε.Υ), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής (ευθύνης), ήτοι η υπαιτιότητα και η επέλευση ζηµίας αιτιωδώς συνδεόµενης µε την παράνομη συμπεριφορά της, µε την έννοια ότι η παράβαση των απορρεουσών από την καλή πίστη υποχρεώσεων της Τράπεζας αποτελεί όρο, κατ’ αντικειμενική πρόγνωση, πρόσφορο να οδηγήσει στο αποτέλεσµα της ζημίας. Υπό την έννοια αυτή, οι συγκεκριµένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάσθηκαν υπαίτια από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγόµενης εφόσον δεν εκτίµησαν σωστά τα συμφέροντα του πελάτη-ιδιώτη επενδυτή και δεν παρασχέθηκαν στον ενάγοντα όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες προκειµένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί τη µορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης του κεφαλαίου του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται µε τη ζηµιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας πληροφορηθεί σχετικώς, να αξιολογήσει ακολούθως ιδίως τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην εναγόµενη. Ειδικότερα, οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγόµενης παραβίασαν την υποχρέωση καλόπιστης και σύµφωνα µε τα χρηστά ήθη εκπλήρωσης της σύμβασης και δεν πληροφόρησαν τον ενάγοντα για το είδος – φύση και χαρακτηριστικά του επίδικου οµολόγου, και τον κίνδυνο αυτού, πλέον ότι δεν ενήργησαν προς όφελος των οικονοµικών συμφερόντων του ενάγοντος, αλλά παρουσίασαν σ’ αυτόν ότι το επίδικο ομόλογο αποτελούσε ασφαλή τοποθέτηση, ήταν εγγυηµένο, µε σταθερό επιτόκιο ύψους 6% και περιοδική απόδοση τόκων ανά έτος, ενώ ήταν υψηλού ρίσκου, άληκτο και επομένως ο ενάγων δεν είχε δικαίωµα να αναζητήσει το κεφάλαιό του, αν κάποια στιγµή το επιθυμούσε, ούτε ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου του, αποσιωπώντας τους κινδύνους και δη ότι η 18.2.2049 δε σηματοδοτούσε τη λήξη του προϊόντος, αλλά την απλή δυνατότητα του εκδότη να προβεί, εφόσον το επιθυμούσε, σε μονομερή ανάκληση του προϊόντος, καθώς και την έννοια της µερικής εγγύησης και δη σε περίπτωση ανάκλησης αυτού από τον εκδότη και όχι σε περίπτωση πτώχευσης αυτού ή μείωσης της πιστοληπτικής του ικανότητας και την έννοια της πώλησης αυτού σε δευτερογενή αγορά στην χρηματιστηριακή του και όχι στην ονομαστική του αξία., προκαλώντας την απόφαση να επενδύσει σ’ αυτό, απόφαση στην οποία δεν θα προέβαινε εάν είχε γνώσει όλων των παραπάνω κρίσιμων χαρακτηριστικών του επίδικου οµολόγου. Και ναι μεν δεν επεδίωκαν την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα, όµως από αμέλεια λόγω έλλειψης της ιδιαίτερης προσοχής και επιµέλειας που υποχρεούταν και έπρεπε να επιδείξουν, όπως κάθε µέσος συνετός τραπεζικός υπάλληλος κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, ζηµίωσαν αυτόν µε το να επενδύσει στο επίδικο ομόλογο. Έτσι η εναγόµενη ευθύνεται αντικειμενικά για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της, δεδομένου ότι υφίσταται εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζηµιογόνου πράξης και της υπηρεσίας που τους είχε ανατεθεί. Υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων της εναγόµενης, διά των προστηθέντων υπαλλήλων της και της ζημίας του ενάγοντος, αφού εάν δεν είχε προηγηθεί η ανωτέρω συμπεριφορά και δη µη πληροφόρηση αναφορικά µε τη φύση- είδος και τα χαρακτηριστικά του επίδικου οµολόγου και του ακριβούς κινδύνου δεν θα προκαλούνταν η απόφαση αγοράς και ο ενάγων δεν θα αποφάσιζε την τοποθέτηση του κεφαλαίου του στο ανωτέρω προϊόν – επίδικο ομόλογο και εν τέλει δεν θα είχε αποδεχθεί την προαιρετική πρόταση εξαγοράς αυτού στο 40% της ονομαστικής του αξίας, µε αποτέλεσµα να απωλέσει το ποσό των 150.000 ευρώ, µη διακοπτόµενης αυτής (αιτώδους συνάφειας) από την πρόταση της εκδότριας εταιρίας του επίδικου οµολόγου την οποία αποδέχθηκε ο ενάγων για προαιρετική επαναγορά στο 40% της ονομαστικής του αξίας και από την παγκόσμια οικονομική κρίση που έπληξε το τραπεζικό σύστημα, αλλά απ’ τη φύση και τα χαρακτηριστικά του επίδικου οµολόγου απευθυνόµενου σε θεσμικούς επενδυτές και όχι σε ιδιώτη επενδυτή. Σημειώνεται δε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η αποδοχή της ανωτέρω πρότασης από τον ενάγοντα αποτελούσε την ενδεδειγµένη ενέργεια προς περιστολή της ζηµίας του και µη απώλειας ολόκληρου του κεφαλαίου και εν τέλει περιόρισε τη ζημία αυτού κατά 40%. Κανένας δε απρόβλεπτος και έκτακτος παράγοντας δεν αποδείχθηκε για την επελθούσα στον ενάγοντα ζημία και δη την απαγόρευση από τις εποπτικές αρχές καταβολής μερίσματος στους μετόχους µιας και τα εποπτικά κεφάλαια της εκδότριας κατήλθαν λόγω επιδράσεων από την οικονομία σε χαμηλό επίπεδο. Εξ αυτών συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης του ενάγοντος για την οποία ευθύνεται η εναγόµενη, εφόσον ο πρώτος υπέστη την ανωτέρω αναφερόμενη ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων και την αδικοπρακτική συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της, δυνάµει της προηγηθείσας συμβατικής σχέσεως παροχής επενδυτικών συμβουλών που είχε συναφθεί σιωπηρά μεταξύ αυτής και του ενάγοντα µε την έννοια της συμβατικής ανάληψης ευθύνης εκ µέρους της ότι η συμβουλή της ή η σύσταση κλπ. δεν πρόκειται να προκαλέσει ζηµία στον ενάγοντα που την εμπιστεύθηκε, οπότε σε περίπτωση υπαίτιας παράλειψης να τον πληροφορήσει υπεύθυνα και να του παρέχει ορθές επενδυτικές συμβουλές, όπως εν προκειμένω, γεννιέται υποχρέωση αποζημίωσης αυτού έτσι ώστε αυτός να περιέλθει στην οικονομική κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι πληροφορίες που του παρασχέθηκαν ήταν ορθές και πλήρεις. Επιπλέον, η παραπάνω συμπεριφορά συνιστά, σύμφωνα ….., και παραβίαση των διατάξεων του ν. 2251/94 περί προστασίας του καταναλωτή, αφού αν στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά µη ανταποκρινόµενη στην ευλόγως προσδοκώµενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφαλείας, τότε η συμπεριφορά είναι παράνομη και υπαίτια και αποτελεί γενεσιουργό λόγο αποζηµιώσεως της αιτωδώς συνδεόµενης ζημίας δεδομένου ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds), δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, µε αποτέλεσµα η εναγόµενη να υπέχει ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του ενάγοντα-πελάτη-ιδιώτη επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds, ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει µια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόµη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία πόσο δε μάλλον τον ενάγοντα και µη διαθέτοντα ειδικές γνώσεις χρηματοοικονοµικών ….., απορριπτόµενης την παραδεκτώς µε τις προτάσεις προταθείσα ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, την οποία επαναφέρει µε τον ενδέκατο λόγο έφεσης, ένσταση του άρθρου 8 του ν. 2251/94 ως ουσίας αβάσιµης. Το γεγονός ότι το επίδικο ομόλογο δεν αποτελούσε προϊόν της εναγόµενης, ότι η πρόταση προαιρετικής αγοράς στο 40% της ονομαστικής αξίας έγινε από την εκδότρια του επίδικου ομολόγου, ότι το επίδικο ομόλογο μεταφέρθηκε τον Αύγουστο του έτους 2007 σε έτερη ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ουδεμία έννοµη επιρροή ασκεί εν προκειμένω, δεδομένου του ότι σύμφωνα µε τα προαναφερθέντα, θεμελιώνεται συμβατική και παράλληλα αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόµενης. ….. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο ενδέκατος λόγος της έφεσης περί έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που υπέστη ο ενάγων και της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόµενης ….”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 155.000 ευρώ (από το οποίο, ποσό 150.000 ευρώ, για τη θετική του ζημία και ποσό 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στον ενάγοντα, του προσδιορισμού του ύψους της και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και της προκληθείσας από αυτή ζημίας του ενάγοντος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 ΑΚ, καθόσον οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, δεχόμενο, σύμφωνα με τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ότι υφίσταται: α) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, οι οποίοι είχαν νόμιμη υποχρέωση, παρέχοντας συμβουλές για την επένδυση στο ως άνω επενδυτικό προϊόν να προβούν σε πλήρη ενημέρωση του αναιρεσίβλητου, για τη φύση, τα χαρακτηριστικά και του κινδύνους αυτής της επένδυσης, που του πρότειναν, λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, πράγμα που παρέλειψαν να πράξουν, μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη σε τέτοιες συναλλαγές επιμέλεια, β) ζημία του τελευταίου, συνιστάμενη στην απώλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου του και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων της αναιρεσείουσα και της ζημίας του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το ύψος της θετικής ζημίας του αναιρεσίβλητου – ενάγοντος, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας – εναγομένης, το Εφετείο δέχθηκε ότι έφθανε στο ποσό των 150.000 ευρώ, (το οποίο του είχε επιδικασθεί και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Προσδιόρισε δε αυτή στο άνω ποσό, λαμβάνοντας ως βάση για τον υπολογισμό της, την ονομαστική αξία των αρχικών ομολόγων, ύψους 250.000 ευρώ, η οποία καταβλήθηκε στο ακέραιο από τον αναιρεσίβλητο κατά την αγορά τους και η οποία (ονομαστική αξία) παρέμεινε ίδια και για το επίδικο ομόλογο, που αποκτήθηκε από το προϊόν ρευστοποίησης των αρχικών ομολόγων. Στη συνέχεια δε, δέχθηκε ότι, μετά την αποδοχή από τον αναιρεσίβλητο της πρότασης επαναγοράς του τελευταίου ομολόγου από την εκδότρια, σε ποσοστό 40% της αρχικής του αξίας (250.000 ευρώ Χ 40%), πρόταση που ο τελευταίος αποδέχθηκε στις 10-5-2012, υπό το φόβο της ολοκληρωτικής απώλειας του επενδεδυμένου κεφαλαίου του, και την καταβολή σ’ αυτόν του ποσού των 100.000 ευρώ για το τελευταίο ομόλογο, το απωλεσθέν επενδυμένο κεφάλαιό του, διαμορφώθηκε σε 150.000 (250.000 – 100.000) ευρώ, που αποτελεί και τη ζημία του από την άνω επένδυση, η οποία και είχε επέλθει κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση, με σαφήνεια, και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ως προς το ύψος της θετικής ζημίας του ήδη αναιρεσιβλήτου, ενάγοντος. Ειδικότερα, από τις ανωτέρω παραδοχές προσβαλλόμενης απόφασης, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, προκύπτουν και αναφέρονται σαφώς, επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του ως προς το ύψος της ζημίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος του επενδεδυμένου κεφαλαίου στο σύνολό του (και όχι στη χρηματιστηριακή του αξία), ήτοι του χρηματικού ποσού που ο αναιρεσίβλητος τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εξαγορά του ομολόγου, το Μάϊο του έτους 2012, για την οποία καταβλήθηκε το ποσό των 100.000 ευρώ, ζημία η οποία είχε ήδη επέλθει στον ενάγοντα κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με τα ως άνω ουσιώδη ζητήματα, η παράθεση και άλλων, πλην των ανωτέρω αιτιολογιών. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας περί αντιφατικών αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη ζημία, διότι, αν και δέχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε για την αγορά του επίδικου ομολόγου της “Αlpha Group Jersey Ltd JER”, το ποσό των 189.453,33 ευρώ, στη συνέχεια έκρινε ότι η αρχική ζημία του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 250.000 ευρώ, γιατί αυτή ήταν η ονομαστική αξία του ομολόγου στη λήξη του, είναι αβάσιμες. Και τούτο διότι ενόψει του συνόλου των άνω παραδοχών του Εφετείου και όχι όσων κατ’ επιλογή αποσπασματικά περιέχονται στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, η αιτιολογία του Εφετείου για το τελικό ύψος της ζημίας, δεν εξαντλείται στην επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα κατ’ επιλογή μεμονωμένη παραδοχή, ότι για την αγορά του επίδικου ομολόγου, ονομαστικής αξίας 250.000 ευρώ, ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε το ποσό των 189.458,33 ευρώ, αφού στις προπαρατιθέμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης, γίνεται αναφορά στην εξέλιξη της συνεργασίας του αναιρεσίβλητου με την εναγομένη, από το χρόνο αγοράς των πρώτων ομολόγων, για τα οποία, όπως η προσβαλλόμενη δέχθηκε, ο τελευταίος κατέβαλε το ποσό των 250.000 ευρώ, ισούμενο με την ονομαστική τους αξία, την ενδιάμεση αποκαταστατική συμφωνία περί ρευστοποίησης των αρχικών ομολόγων και της αντικατάστασής τους με το ένδικο ομόλογο, ίδιας ονομαστικής αξίας, για την απόκτηση του οποίου καταβλήθηκε το ποσό των 189.458,33 ευρώ, το οποίο όμως, προερχόταν από το προϊόν ρευστοποίησης των αρχικών ομολόγων, αξίας 250.000 ευρώ και την επαναγορά του ένδικου ομολόγου από την εκδότριά του, μετά την οποία η ζημία του ενάγοντος διαμορφώθηκε στο ποσό των (250.000 ευρώ, που ο ίδιος κατέβαλε για την αγορά των αρχικών ομολόγων μείον 100.000 ευρώ που εισέπραξε από την επαναγορά αυτών) = 150.000 ευρώ. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, με τους οποίους η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων, 297, 298 και 914 ΑΚ και της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, ως προς το ζήτημα της πρόκλησης ζημίας στον ενάγοντα, του προσδιορισμού του ύψους της και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης και της προκληθείσας από αυτή ζημίας του ενάγοντος, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με τον ίδιο πιο πάνω λόγο της αίτησης αναίρεσης (πρώτο) κατά το τρίτο σκέλος του, από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, για παραβίαση της αρχής της διάθεσης και του μεταβιβαστικού αποτέλεσματος της έφεσης (αρθρ. 106 και 522 ΚΠολΔ), καθώς κατά τους ισχυρισμούς της, με την προσβαλλόμενη απόφαση ερεύνησε το αγωγικό αίτημα του ενάγοντος, για διαφυγόντα κέρδη, ύψους 60.000 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 18-2-2011 μέχρι 18-2-2015, από την απώλεια προσδοκώμενων τόκων, που θα ελάμβανε από την εκδότρια των ομολόγων εταιρία, το οποίο μετά την απόρριψή του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμο, δεν επαναφέρθηκε παραδεκτά ενώπιον του με έφεση, από τον ενάγοντα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, η αξίωση του ενάγοντος για αποθετική ζημία, για το χρονικό διάστημα από 18-2-2011 μέχρι 18-2-2015, για την οποία η αγωγή απορρίφθηκε πράγματι από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως μη νόμιμη, δεν ερευνήθηκε από το Εφετείο, ούτε και επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό για την αιτία αυτή.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων, 298, 288, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης, στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε, από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται για τον προσδιορισμό της ζημίας, εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη (ΑΠ 1233/2021, ΑΠ 1183/2021, ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΟλΑΠ 54, 55/1990, ΑΠ 1233/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως ”αίτηση”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή δικαστικής προστασίας με οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της και η οποία δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικία. Τέτοια αίτηση είναι αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, των ενδίκων μέσων, των ανακοπών, της τριτανακοπής, όχι, όμως, και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε άλλου είδους ”πράγματα”, που είναι αντικείμενο του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1278/2019, ΑΠ 1273/2017, ΑΠ 483/2011). Επιδίκαση, κατά την έννοια του προαναφερθέντος αναιρετικού λόγου, που συνιστά και αυτός έκφανση της αρχής της διάθεσης, σημαίνει ότι το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε σε ”αίτημα”, με διάταξή του ή αιτιολογία, που έχει προσόντα διατακτικού, χωρίς, όμως, να υφίσταται αντίστοιχο αίτημα (ΑΠ 750/2020, ΑΠ 1708/2014, AΠ 858/2011, ΑΠ 204/2011). Για το ορισμένο δε του σχετικού λόγου, πρέπει στο αναιρετήριο να προσδιορίζεται τι επιδικάσθηκε χωρίς αίτηση ή περισσότερο απ’ όσο ζητήθηκε και αν αυτό αφορά σε κεφάλαιο της δίκης (ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 281/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, υπέβαλε ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία του ενάγοντος, του κέρδους από την απόληψη τόκων του επίδικου ομολόγου, την οποία νομότυπα επανέφερε στο Εφετείο, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της. Το Εφετείο, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την ένσταση αυτή στο σύνολο της, με τις εξής αιτιολογίες: “Με τον τρίτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 288, 298 και 914 ΑΚ και απέρριψε ως µη νόµιµη την παραδεκτώς προταθείσα µε τις προτάσεις της ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία του ενάγοντος του κέρδους από την απόληψη τόκων του επίδικου οµολόγου, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να δεχθεί ότι το καταβληθέν κεφάλαιο δεν παρέμεινε στην εναγόµενη και άρα δεν εκμεταλλεύτηκε αυτό και δεν αποκόμισε κέρδη από αυτό, αλλά αναλώθηκε για την εκτέλεση της αγοράς του επίδικου οµολόγου, πλέον ότι αυτό µεταφέρθηκε σε άλλη τράπεζα και να υπολογίσει τη ζημία στο πραγµατικό ποσό της αγοράς του επίδικου οµολόγου των 189.458 ευρώ και όχι της ονομαστικής αξίας των 250.000 ευρώ και δη τη θετική ζηµία στο ποσό των 89.458 ευρώ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά παραδεκτώς προβαλλομένη ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους (άρθρα 297 και 298 ΑΚ), τυγχάνει απορριπτέος ως µη νόµιµος, διότι οι αποδόσεις αυτές, δεν συνιστούν κέρδος από τη ζημία του (ενάγοντος), αλλά αποτελούν καρπούς της επενδύσεώς του στο ως άνω επενδυτικό προϊόν, η οποία σαφώς προέβλεπε συγκεκριμένες απολήψεις. Δηλαδή, οι τόκοι, τους οποίους έλαβε ο ενάγων, αποτελούν µεν κέρδος του, πλην, όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (ήτοι δεν συνδέεται αιτωδώς µε) το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του, λόγω της παράνοµης και υπαίτας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόµενης … πλέον ότι ο συνυπολογισµός των εισπραχθέντων τόκων, ως κέρδους στη ζημία του ενάγοντος παρίσταται στην ένδικη περίπτωση αντίθετος στην καλή πίστη …, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών προσελκύσεως του ενάγοντος στην αγορά του επίδικου οµολόγου, πλέον ότι µε τον συνυπολογισµό θα μειωνόταν η επιδικαζόµενη αποζηµίωση από την απώλεια του κεφαλαίου, που πρέπει να παράσχει η εναγόµενη εξαιτίας της συμπεριφοράς της, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, παρόλο που η διαχείριση δεν έγινε από αυτή. Επιπλέον, ανεξάρτητα από το πράγματι καταβλητέο ποσό για την αγορά του επίδικου οµολόγου, η ονομαστική αξία του κατά τον φερόµενο χρόνο λήξης του ήταν η ονομαστική αξία του ανερχόμενη στο ποσό των 250.000 ευρώ και άρα µε βάση το ποσό αυτό θα υπολογιστεί η ζηµία του ενάγοντος. Εξάλλου, δεν είναι αποδεκτό το κέρδος από το ζημµιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζηµιώσαντος … Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος της έφεσης περί συνυπολογισμού ζημίας – κέρδους, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόµενα στην κρινόµενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιµα και απορριπτέα”. Το Εφετείο απορρίπτοντας την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που ο ενάγων έλαβε ως απόδοση του ανωτέρω ομολόγου, δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τις αναφερόμενες στην κύρια αιτιολογία απόρριψης της παραπάνω ένστασης, διότι δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α , 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ, τις οποίες σωστά εφάρμοσε, ενώ από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, προκύπτουν και αναφέρονται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του ως προς την ανωτέρω ένσταση, έτσι, ώστε, να μπορεί να ελεγχθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου. Βάσει των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου και υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, αφού προϋπόθεση γι’ αυτόν τον συνυπολογισμό είναι να προήλθε το κέρδος και η ζημία, από το ίδιο επιζήμιο γεγονός. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αποδόσεις του ομολόγου δεν συνιστούν κέρδος από τη ζημία του, αλλά αποτελούν καρπούς της επένδυσής του στο άνω επενδυτικό προϊόν, η οποία προέβλεπε συγκεκριμένες αποδόσεις και ότι οι τόκοι που έλαβε ο ενάγων αποτελούν μεν κέρδος του, πλην, όμως, το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από (δεν συνδέεται αιτιωδώς) με το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του, η οποία οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο ως άνω δεύτερος λόγος, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος. Οι επιμέρους ενστασσόμενοι σ’ αυτό το λόγο ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, ότι το Εφετείο με τις παραδοχές του, ότι η απόδοση των κερδών στον αναιρεσίβλητο δεν προήλθε από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, υπολαμβάνοντας εμμέσως, ότι αυτή προήλθε από την παραχώρηση κεφαλαίου στη δικαιοπάροχό της, εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων, 806 σε συνδυασμό με το άρθρο 830 ΑΚ, που προσιδιάζουν σε σύμβαση προθεσμιακής κατάθεσης σε τράπεζα με ανώμαλη παρακαταθήκη, που δεν έχουν εφαρμογή στη μεταξύ αυτής και του αναιρεσείοντος σύμβαση, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δεν στήριξε τις παραδοχές του στις διατάξεις αυτές. Ακολούθως, με τον ίδιο πιο πάνω λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο αποδίδονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οι ίδιες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 πλημμέλειες, πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία του Εφετείου σχετικά με την απόρριψη της ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, σύμφωνα με την οποία αυτός ο συνυπολογισμός θα ήταν και αντίθετος στις αρχές της καλής πίστης. Ο σχετικός λόγος είναι κατ’ αυτό το σκέλος του, προεχόντως απαράδεκτος ως αλυσιτελής, αφού η προαναφερόμενη κύρια αιτιολογία, βάσει της οποίας κρίθηκε απορριπτέα η ανωτέρω ένσταση και η οποία δεν πλήττεται πλέον επιτυχώς αναιρετικά, μετά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του παραπάνω λόγου, επιστηρίζει πλήρως και αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 1207/2017). Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο κατά την απόρριψη της ένστασής της, ”για συνυπολογισμό της ωφέλειας και τη συνεπαγόμενη αναγνώριση της νομιμότητας της διακράτησης του σχετικού ποσού, που μόνο ως αίτημα της αγωγής μπορούσε να προκύψει, επεδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν”, καθώς ο αναιρεσίβλητος, ”ρητά και με σαφήνεια ζήτησε τη θετική ζημία που υπέστη και την αποθετική ζημία του από την απώλεια των τόκων του επιδίκου ομολόγου, για τη χρονική περίοδο των ετών 2012-2015, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε πρωτοδίκως και δεν μεταβιβάστηκε με λόγο έφεσης”. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού ουδόλως προσδιορίστηκε το συγκεκριμένο ποσό το οποίο επιδικάστηκε στον αναιρεσίβλητο, χωρίς αίτημα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απορρίπτοντας την ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, δεν επιδίκασε διαφυγόντα κέρδη στην ενάγοντα, για τη χρονική περίοδο 2012 – 2015, χωρίς αίτημα εκ μέρους του, με διάταξή του ή αιτιολογία, που έχει προσόντα διατακτικού. Τέλος, με τον ίδιο λόγο κατά το τρίτο σκέλος του, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 9, άλλως 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι, απορρίπτοντας την ένστασή της περί συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους από τα τοκομερίδια, δεχόμενο ότι ο συνυπολογισμός είναι αντίθετος στην καλή πίστη, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, καθώς τέτοιο ισχυρισμό δεν πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος. Και ο λόγος όμως, αυτός, είναι απαράδεκτος ως αλυσιτελής, αφού η προαναφερόμενη κύρια αιτιολογία, βάσει της οποίας κρίθηκε απορριπτέα η ανωτέρω ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους και η οποία δεν πλήττεται πλέον επιτυχώς αναιρετικά, μετά την απόρριψη του πρώτου σκέλους του παραπάνω λόγου, επιστηρίζει πλήρως και αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 1163/2020, ΑΠ 1207/2017). Κατ’ ακολουθία, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα του (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-4-2021 (αριθ. καταθ. ./11-5-2021) αίτηση αναίρεσης της με αριθμό 577/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Σεπτεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ