ΑΠ 406/2019
Σύμβαση εγγύησης – Πλάνη κατά τη δήλωση της βουλήσεως – Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής – Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης -.
Στην περίπτωση που λόγος ανακοπής εναντίον διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή ως οφειλόμενο από δικαιοπραξία (π.χ. εγγύηση), πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης, σύμφωνα με το λόγο της ανακοπής, που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140, 141 και 154 εδ. β’ ΑΚ, κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αριθμός 406/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό, Αβροκόμη Θούα και Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 46/27.7.2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και η οποία νόμιμα εκπροσωπείται από τη διορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 182/1/4.4.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, εταιρεία με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.”. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Γιαννούλα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. συζύγου Ι. Μ., το γένος Γ. Ρ. και 2) Σ. Μ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Χαριτίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-12-2012 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 695/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 1499/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-12-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, “με τη σύμβαση τη εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή”. Στη σύμβαση αυτή εφαρμόζονται οι κοινές για τη σύμβαση διατάξεις, όπως κι εκείνες που αφορούν τα ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως. Μεταξύ των τελευταίων είναι και η διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, στο οποίο ορίζεται ότι, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, ενώ με τη διάταξη του επομένου άρθρου 141 διευκρινίζεται ότι η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη επομένως είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως του δηλούντος πραγματικής καταστάσεως, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής καταστάσεως, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται (ΑΠ 725/2014, ΑΠ 1655/2012, ΑΠ 957/2009, ΑΠ 1783/2007). Η πλάνη κατά τη δήλωση της βουλήσεως, δηλαδή η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης γνώσεως από τον δηλούντα της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, η οποία (πλάνη) μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ), παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν είναι ουσιώδης. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως (ΑΠ 335/2012, ΑΠ 1211/2008, ΑΠ 463/2008, ΑΠ 301/2007, ΑΠ 80/2007, ΑΠ 1096/2006).
Στην περίπτωση δε που λόγος ανακοπής εναντίον διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή ως οφειλόμενο από δικαιοπραξία (π.χ. εγγύηση), πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης, σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140, 141 και 154 εδ. β’ του Α.Κ., κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως (ΑΠ 1096/2006). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του αυτού άρθρου 559 αριθ. 19: “Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 § 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, έτσι ώστε από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετ’ εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος: “Με την 5/11-1-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και τις ταυτάριθμες, από 21-11-2007 και 28-9-2009, πρόσθετες αυτής πράξεις, που καταρτίστηκαν και υπογράφηκαν νομοτύπως…, μεταξύ των εκπροσώπων της καθ’ ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε” [αναιρεσείουσας, ήδη τεθείσης υπό ειδική εκκαθάριση] και Ε. Μ., νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “”… Α.Ε.Β.Ε” (πιστούχου), η καθ’ ης χορήγησε στην τελευταία πίστωση, μέχρι του ποσού των 700.000 ευρώ, το οποίο αυξήθηκε στο ποσό των 900.000 ευρώ με την πρώτη πρόσθετη πράξη, ενώ μειώθηκε στο ποσό των 525.000 ευρώ με τη δεύτερη πρόσθετη πράξη. Την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρείας από την αρχική σύμβαση εγγυήθηκαν εγγράφως, ως αυτοφειλέτες, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την πιστούχο, οι ανακόπτοντες και παραιτήθηκαν από τα δικαιώματα των άρθρων 853 επομ. ΑΚ, καθώς και από την ένσταση διζήσεως. Επίσης, ο πρώτος των ανακοπτόντων και η δεύτερη αυτών [ήδη πρώτη των αναιρεσιβλήτων] εγγυήθηκαν εγγράφως, ως αυτοφειλέτες, και τις πρόσθετες πράξεις, από 21-11-2007 και 28-9-2009, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια, παραιτούμενοι από τα ως άνω δικαιώματα. Όσον αφορά την τρίτη ανακόπτουσα [ήδη δεύτερη των αναιρεσιβλήτων] δεν αποδείχτηκε ότι αυτή έχει θέσει την υπογραφή της και στις πρόσθετες πράξεις, καθώς η καθ’ ης η ανακοπή, που φέρει το βάρος απόδειξης, δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής της τρίτης ανακόπτουσας στις πρόσθετες πράξεις την οποία η τελευταία αμφισβήτησε. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης και προς εξυπηρέτησή της τηρήθηκαν από την καθ’ ης οι “…66 44”, “…67 87”, “…96 70” και “…16 88” λογαριασμοί. Στις 31-12-2010, η καθ’ ης, λόγω του ότι η πρωτοφειλέτρια δεν εκπλήρωνε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ασκώντας σχετικό συμβατικό δικαίωμα, προέβη στο κλείσιμο των λογαριασμών με αριθμούς “…96 70” και “…16 88″, με ολικό χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πιστούχου ποσού 529.188,47 ευρώ, εντόκως από 1-1-2011. Συγχρόνως η καθ’ ης, με την, από 22-2-2011, εξώδικη γνωστοποίηση – καταγγελία, που κοινοποιήθηκε τόσο προς την πιστούχο, όσο και προς τους εγγυητές, όπως αποδεικνύεται από τις 59/28-2-2011, 35, 36 και 34 από 24-2-2011 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Ζ., τους γνωστοποίησε το κλείσιμο των πιο πάνω λογαριασμών και το κατάλοιπό τους, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και τους ζήτησε να της το καταβάλουν. Ακολούθως, λόγω της μη συμμόρφωσής τους, η καθ’ ης ζήτησε και εκδόθηκε, μεταξύ των άλλων, και κατά των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη 12/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ωστόσο, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι η δήλωση της δεύτερης ανακόπτουσας κατά την κατάρτιση και υπογραφή όλων των επίδικων συμβάσεων και της τρίτης ανακόπτουσας κατά την κατάρτιση και υπογραφή της αρχικής σύμβασης αυτής, από πλάνη που αφορούσε το περιεχόμενό τους, δεν συμφωνούσε με τη βούλησή τους, καθόσον πίστευαν ότι υπέγραφαν ως μέλη του ΔΣ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας για λογαριασμό της και προς ανάληψη υποχρέωσης από την τελευταία και όχι ως εγγυήτριες αυτής. Ειδικότερα, η δεύτερη των ανακοπτόντων, Μ. Μ., η οποία γεννήθηκε το έτος 1939, είχε στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις (απόφοιτος δευτέρας τάξης δημοτικού) και καμία γνώση και εμπειρία σε τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν ασκούσε κάποιο επάγγελμα, αλλά ασχολείτο αποκλειστικά με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των τέκνων της, ήταν δε, κατά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής δανειακής σύμβασης και της σύμβασης εγγύησης, τυπικά μέλος του Δ.Σ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, μόνο για τη νόμιμη συγκρότηση του Δ.Σ. αυτής, ύστερα από προτροπή του γιού της Ε. Μ., που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της. Ο ανωτέρω Ε. Μ. ήταν πραγματικός διαχειριστής της εταιρείας και αυτός διαπραγματεύθηκε αποκλειστικά τους όρους της επίδικης δανειακής σύμβασης με την καθ’ ης τράπεζα, χωρίς καμμία συμμετοχή της δεύτερης ανακόπτουσας μητέρας του, την οποία δεν ενημέρωσε ότι με την υπογραφή της στις εν λόγω συμβάσεις αναλάμβανε εγγυητική ευθύνη έναντι της πιστούχου εταιρείας, όπως δεν την ενημέρωσε ότι με την, από 12-6-2007, απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της πρωτοφειλέτριας εταιρείας αντικαταστάθηκε από μέλος του ΔΣ αυτής και, συνεπώς, αυτή πίστευε ότι είχε αυτή την ιδιότητα και κατά το χρόνο που υπέγραψε τις πρόσθετες πράξεις. Επίσης, η τρίτη ανακόπτουσα, Σ. Μ., κατά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής επίδικης σύμβασης, ήταν και εκείνη, όπως και η δεύτερη ανακόπτουσα μητέρα της, τυπικό μέλος του ΔΣ της πρωτοφειλέτριας, είχε γίνει δε κατόπιν παρότρυνσης του πατέρα της, πρώτου ανακόπτοντος, προκειμένου να συγκροτηθεί νομίμως το ΔΣ της εταιρείας του αδελφού της Ε. Μ., χωρίς η ίδια να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στη διοίκησή της. Η ανωτέρω ήταν απόφοιτη μέσης εκπαίδευσης, έγγαμη και μητέρα δύο μικρών τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν το έτος 2005 και ασχολείτο αποκλειστικά με τη ανατροφή τους, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με το γάμο της, τα οποία τελικά επέφεραν τη λύση του, και έτσι δεν ασχολείτο καθόλου με την εταιρεία, στην οποία, άλλωστε, τυπικά μόνο συμμετείχε, ούτε ενημερώθηκε από τον πραγματικό διαχειριστή αδελφό της ότι υπογράφοντας την εν λόγω σύμβαση αναλάμβανε προσωπική ευθύνη έναντι της πιστούχου εταιρείας για την εξόφληση του δανείου. Έτσι αμφότερες οι παραπάνω ανακόπτουσες, υπογράφοντας τις επίμαχες συμβάσεις εγγύησης υπολάμβαναν εσφαλμένα ότι με την υπογραφή τους δεσμεύουν μόνο την εταιρεία για την πληρωμή του δανείου και όχι ότι εγγυώνται ατομικά ως αυτοφειλέτριες, παραιτούμενες από όλες τις συναφείς ενστάσεις και δικαιώματα των άρθρων 853 επομ. ΑΚ, ότι θα εξοφλήσουν οι ίδιες την οφειλή της εταιρείας από το δάνειο, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με αυτήν. Δηλαδή, οι ανακόπτουσες δεν γνώριζαν το ακριβές περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων και όταν τις υπέγραφαν νόμιζαν εσφαλμένα ότι είναι διαφορετικό από εκείνο που πράγματι ήταν. Η διάσταση μεταξύ της δήλωσης και της βούλησής τους, εξαιτίας της εσφαλμένης γνώσης τους για τη φύση και το περιεχόμενο των επίμαχων συμβάσεων, οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη τους, διότι αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν αυτές γνώριζαν την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων δεν θα υπέγραφαν ως εγγυήτριες της πιστούχου στις, ως άνω, συμβάσεις παροχής πίστωσης. Για την πλάνη των, ως άνω, ανακοπτουσών κατά την υπογραφή των επίμαχων συμβάσεων κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυρας Α. Μ., γιός της δεύτερης ανακόπτουσας και αδελφός της τρίτης, που εξετάστηκε με πρότασή τους στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει άμεση και προσωπική αντίληψη της πραγματικής κατάστασης και η κατάθεση του κρίνεται πειστική, χωρίς η αξιοπιστία της να αντικρούεται από τα προσαγόμενα από την εφεσίβλητη αποδεικτικά μέσα. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι τόσο η μητέρα του (δεύτερη ανακόπτουσα), όσο και η αδελφή του (τρίτη ανακόπτουσα) τυπικά συμμετείχαν ως μέλη στο Δ.Σ. της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ότι τη διαχείριση αυτής ασκούσε αποκλειστικά ο αδελφός του Ε. Μ., χωρίς αυτές να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη και χωρίς να ενημερώνονται από αυτόν για τις εταιρικές υποθέσεις και ότι υπέγραψαν στις συμβάσεις με την πεποίθηση ότι δεσμεύουν την εταιρεία και όχι ότι αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη ως εγγυήτριες. Εξάλλου, η κατάσταση αυτή της πλάνης των ανακοπτουσών διατηρήθηκε μέχρι τις 24-2-2011, που τους κοινοποιήθηκε η, από 22-2-2011, γνωστοποίηση-καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, το κλείσιμο των λογαριασμών και το ύψος του χρεωστικού υπόλοιπου τους και, συνεπώς, το δικαίωμα τους προς ακύρωση των επίμαχων εγγυήσεων αρχίζει από τότε, δηλαδή από τις 24-2-2011, οπότε έλαβαν γνώση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αυτές ασυνείδητα αγνοούσαν κατά την κατάρτιση των συμβάσεων και έτσι διαμορφώθηκε η πεπλανημένη βούληση τους, με βάση την οποία υπέγραψαν αυτές. Από την εν λόγω ημερομηνία 24-2-2011, μέχρι το χρόνο άσκησης της ανακοπής (επίδοση αυτής στην καθ’ ης στις 4-12-2012), δεν παρήλθαν δύο χρόνια και, συνεπώς, το δικαίωμά τους για ακύρωση των επίμαχων συμβάσεων εγγύησης, το οποίο προτείνουν με τον παραπάνω λόγο ανακοπής, δεν αποσβέστηκε. Συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της καθ’ ης περί απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης των συμβάσεων εγγύησης λόγω παρόδου της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας από την κατάρτιση των συμβάσεων (άρθρο 157 ΑΚ). Περαιτέρω, όμως, όσον αφορά τον πρώτο ανακόπτοντα Ι. Μ., από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι αυτός τελούσε σε πλάνη … Κατ’ ακολουθίαν αυτών, ο πρώτος λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των ανακοπτόντων…”. Κατόπιν τούτου το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση της δεύτερης και της τρίτης των τότε εκκαλούντων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και δέχθηκε ως βάσιμη την ανακοπή, ως προς την πρώτη και τη δεύτερη των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατ’ αποδοχή του πρώτου λόγου αυτής και ακύρωσε την ένδικη διαταγή πληρωμής όσον αφορά τις διαδίκους αυτές. Κρίνοντας λοιπόν το Εφετείο ότι οι επίδικες συμβάσεις εγγυήσεως εκ μέρους της πρώτης και της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων είναι ακυρωτέες, επειδή απλώς οι τελευταίες πίστευαν ότι υπέγραφαν ως μέλη του ΔΣ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας για λογαριασμό της και προς ανάληψη υποχρεώσεως από την τελευταία και όχι ως εγγυήτριες αυτής και μη παραθέτοντας άλλους λόγους για τους οποίους εκάστη εξ αυτών δεν θα προέβαινε στη σχετική δήλωση βουλήσεως προς σύναψη των εν λόγω συμβάσεων αν γνώριζε το πραγματικό περιεχόμενό τους, παρέθεσε ανεπαρκή αιτιολογία σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον βάσιμο περί τούτου δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως. Μετά τα παραπάνω, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον δικαστή (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 του ΚΠολΔ, η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα και να καταδικαστούν οι ηττηθείσες αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 1499/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα και
Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και τούτου αποχωρήσαντος
από την υπηρεσία,
ο νυν Αντιπρόεδρος
του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ