Περίληψη:
Άρθρα 558, 82 εδ.γ και 81 παρ. 3 ΚΠολΔ. Η αναίρεση δεν στρέφεται κατά του κυρίως παρεμβάντος γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη οπότε κατέστη κύριος διάδικος ήταν η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει όμως αυτός να καλείται κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη. Αν η παρέμβαση έχει απορριφθεί ή η συζήτηση της κηρύχθηκε απαράδεκτη τότε δεν καλείται. Η κατά του προσθέτως παρεμβάντος αναίρεση εκτιμάται ως κλήση αυτού, αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση είχε απορριφθεί τότε η αναίρεση απορρίπτεται. Πληρεξουσιότητα. Γνήσια καθ΄ υποκατάσταση πληρεξουσιότητα και μεταπληρεξουσιότητα παύση πληρεξουσιότητας. Αν δεν προσκομισθεί το προσβαλλόμενη έγγραφο, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος και αναπόδεικτος. Αν οι λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 8 εδ. γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως.
Αριθμός 1033/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Μ. Ι. Π., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. Τ., κατοίκου … και 2) Ι. Ν. Ν., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Αναστασάκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/3/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 17/4/2006 πρόσθετη παρέμβαση του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 158/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 319/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/12/2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δε λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, το πινάκιο της μετά από ματαίωση και με την ένδικη από 11.3.2013 κλήση ορισθείσας δικασίμου της 4.12.2013 και τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη σημερινή συζήτηση της υποθέσεως και κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1ΚΠολΔικ, από σε τις από 17.5.2013 σημειώσεις της διενεργήσασας τις επιδόσεις δικαστικού επιμελήτριας Χανίων … επί των προσκομιζομένων από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο αντιγράφων τόσο του δικογράφου της αναιρέσεως όσο και της κλήσεως για συζήτηση για τη δικάσιμο της 4.12.2013 κατά την οποία, αυτή (συζήτηση) αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, προκύπτει ότι επισπεύδων τη συζήτηση είναι ο απολιπόμενος αναιρεσείων, οπότε η συζήτηση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, πρέπει να προχωρήσει ως να ήταν και αυτός παρών.
Επειδή κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ “η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ.γ και 81 παρ.3 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε τη κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως. Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ή κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη η συζήτησή της, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις η δε απεύθυνση εναντίον του της αναιρέσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως κλήση κατά τη συζήτηση αλλά αυτή (αναίρεση) απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση στρέφεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος δεύτερου αναιρεσίβλητου, ο οποίος όμως όχι μόνον δεν ήταν κύριος διάδικος, στη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, αλλά ούτε καν κατέστη διάδικος ενώπιον αυτών, αφού όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔικ) κατά την πρωτοβάθμια δίκη η πρόσθετη παρέμβασή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω μη ολοκληρώσεως της ασκήσεώς της με επίδοσή της και στον υπέρ ου η παρέμβαση, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και συνακόλουθα σιωπηρά απέρριψε και την πρόσθετη παρέμβαση. Εφόσον όμως ο δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν ήταν, ούτε κατέστη κύριος διάδικος, αλλά ούτε και οι λόγοι αναίρεσης αφορούν και στην πρόσθετη παρέμμβαση, αυτή (αναίρεση) η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως κλήση κατά τη συζήτηση, αφού η παρέμβαση έχει απορριφθεί πρέπει αυτεπαγγέλτως να απορριφθεί ως προς αυτόν (δεύτερο αναιρεσίβλητο) ως απαράδεκτη.
Επειδή ο χαρακτήρας της πληρεξουσιότητας “ως εξουσίας εμπιστευομένης” στον πληρεξούσιο για την διάπλαση των εννόμων σχέσεων του αντιπροσωπευομένου αποκλείει, κατ’ αρχήν την υποκατάσταση του πληρεξουσίου (ολικά ή μερικά) με άλλο πρόσωπο. Απόκλιση από την αρχή αυτή επιτρέπεται μόνο για όσους λόγους προβλέπεται στο νόμο και για την εντολή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ715, ήτοι αν επέτρεψε την υποκατάσταση ο αντιπροσωπευόμενος, αν τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις και τέλος αν συνηθίζεται η υποκατάσταση, όπως όταν ο αντιπροσωπευόμενος δεν έχει συμφέρον να ζητήσει αυτοπρόσωπη ενέργεια του πληρεξουσίου που έχει διορίσει. Κατά μείζονα λόγο τούτο ισχύει όταν η πληρεξουσιότητα χορηγήθηκε για το αποκλειστικό συμφέρον του πληρεξουσίου. Η καθ’ υποκατάσταση πληρεξουσιότης μπορεί να εμφανισθεί με δύο μορφές: είτε ως γνήσια καθ’ υποκατάσταση πληρεξουσιότητα, είτε ως απλή μεταπληρεξουσιότητα του αρχικού πληρεξουσίου (ολική ή μερική). Στην πρώτη περίπτωση ο υποκατάστατος ενεργεί ευθέως στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, στη δε δεύτερη περίπτωση αυτός ναι μεν ενεργεί και πάλι για τον κύριο των υποθέσεων, ως πληρεξούσιος όμως (μεταπληρεξούσιος) του αρχικού πληρεξουσίου. Επί γνήσιας υποκαταστάσεως, ο αρχικός πληρεξούσιος κατά κανόνα δεν έχει δικαίωμα ανακλήσεώς της, ενώ αυτός (αρχικός πληρεξούσιος) έχει δικαίωμα ανάκλησης της μεταπληρεξουσιότητας. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 218 έως και 221 ΑΚ η πληρεξουσιότητα παύει με ανάκληση που γίνεται με δήλωση προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο, αν δε δόθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ανακαλείται μόνο κατά τον ίδιο τύπο, ενώ αν δόθηκε με δήλωση προς τρίτο, η δήλωση ανάκλησης γίνεται μόνο προς αυτόν. Σε περίπτωση καθ’ υποκατάσταση πληρεξουσιότητας, είτε γνήσια είτε απλής μεταπληρεξουσιότητας, η ανάκληση γίνεται από τον αρχικό αντιπροσωπευόμενο με δήλωση είτε στον καθ’ υποκατάσταση πληρεξούσιο (γνήσιο η μεταπληρεξούσιο), είτε προς τον τρίτο προς τον οποίο είναι επιχειρητέα η δικαιοπραξία. Περαιτέρω δεν προκύπτει από τις ίδιες διατάξεις ότι η ανάκληση από τον αντιπροσωπευόμενο της πληρεξουσιότητας που παραχώρησε συνεπάγεται αυτοδικαίως την ανάκληση και της καθ’ υποκατάσταση (γνήσιας ή απλής) πληρεξουσιότητας που δόθηκε από τον (έχοντα προς τούτο εξουσία) πληρεξούσιο προς τρίτο, για την οποία είναι απαραίτητη χωριστή ανακλητική πράξη του αντιπροσωπευομένου, απευθυνομένη απευθείας στον καθ’ υποκατάσταση πληρεξούσιο. Με τη λήψη της περί ανακλήσεως δηλώσεως από τον εκάστοτε αποδέκτη της, επιφυλασσομένης της διατάξεως του ΑΚ 221 επέρχεται παύση της πληρεξουσιότητας, χωρίς να απαιτείται και γνώση του περιεχομένου, πολύ δε περισσότερο αποδοχή της ληψιδεούς αυτής δήλωσης από τον αποδέκτη. Η μετά την παύση επιχειρουμένη από τον πληρεξούσιο πράξη επάγεται τις συνέπειες των άρθρων 224 και 225 ΑΚ, η δε παύση ενεργεί ex nunc και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Περαιτέρω από τη διάταξη άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, η αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι αυτή, εκτιμώντας το σύνολο των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: “Με το υπ’ αριθμ. …/19.4.1990 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Χανίων Αναστασίου Τσόντου που μεταγράφηκε νομίμως ο ενάγων Μ. Π. του Ι. κατέστη κύριος -μεταξύ άλλων- δύο ακινήτων, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του οικισμού … του τοπικού διαμερίσματος … του Δήμου Ακρωτηρίου Νομού Χανίων…. Στη συνέχεια με τα υπ’ αριθμ…./4.4.1997 και …/1.5.2002 πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη-Γαλανάκη και Δήμητρας Λαμπαθάκη-Βουτσάκη, αντίστοιχα, ο ενάγων χορήγησε στον αρχιτέκτονα-μηχανικό Ι. Ν. του Ν. (στο πλαίσιο των προηγουμένων μεταξύ τους συναλλαγών) την εντολή και την πληρεξουσιότητα να πωλήσει και να μεταβιβάσει για λογαριασμό του τα προαναφερόμενα ακίνητα σε οποιονδήποτε τρίτο ακόμα και τον εαυτό του με αυτοσύμβαση, με οποιοδήποτε τίμημα και με οποιουσδήποτε όρους και συμφωνίες ο ίδιος ο πληρεξούσιος εγκρίνει. Στη συνέχεια ο Ι. Ν. του Ν. κατάρτισε με τον εναγόμενο γαμβρό του, από αδελφή, Α. Τ. του Κ., το υπ’ αριθμ…./7.6.2002 προσύμφωνο πώλησης ακινήτων της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Άννας Παπαδάκη-Ανδρουλάκη με το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να πουλήσει και να μεταβιβάσει στον τελευταίο τα ανωτέρω ακίνητα για λογαριασμό του ενάγοντος. Ειδικότερα, κατά τους λόγους του εν λόγω προσυμφώνου το τίμημα της πώλησης (145.000 Ευρώ) καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου κατά την υπογραφή του, ο δε αγοραστής εναγόμενος απέκτησε το δικαίωμα να μεταβιβάσει την κυριότητα των ανωτέρω ακινήτων στον εαυτό του ή σε οποιονδήποτε τρίτο ακόμα και με αυτοσύμβαση, ως (καθ’ υποκατάσταση) εντολέας και πληρεξούσιος του αντιπροσωπευόμενου πωλητή-ενάγοντος Μ. Π.. Όταν ο ενάγων πληροφορήθηκε την ενέργεια αυτή του Ι. Ν. θεώρησε ότι βλάπτονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματά του αναφορικά με την πώληση των ανωτέρω ακινήτων, με αποτέλεσμα να ανακαλέσει πλήρως τα προαναφερόμενα πληρεξούσια, με τις υπ’ αριθμ. …/4.7.2002 και …/17.6.2002 πράξεις ανάκλησης πληρεξουσίου των συμβολαιογράφων Αθηνών Ευαγγελίας Λίτινα και Χανίων Δήμητρας Λαμπαθάκη – Βουτσάκη, αντίστοιχα, οι οποίες επιδόθηκαν αμφότερες στον πληρεξούσιο Ι. Ν. του Ν. στις 16- 7-2002 (σχετ. οι υπ’ αριθμ. …/16.7.2002 και …/17-7-2002 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ρεθύμνου …). Στη συνέχεια, ο εναγόμενος, ο οποίος δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει γνώση της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας που είχε χορηγήσει ο ενάγων στον Ι. Ν., σε εκτέλεση των όρων του προσυμφώνου πώλησης που αναφέρθηκε, με το υπ’ αριθμ. …/26-7-2002 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Άννας Παπαδάκη – Ανδρουλιδάκη, που μεταγράφηκε νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο Χανίων (Α.Μ. 196797), στο οποίο συμβλήθηκε τόσο ως αντιπρόσωπος πληρεξούσιος του ενάγοντος πωλητή, όσο και ως αγοραστής (αυτοσύμβαση), μεταβίβασε στον εαυτό του λόγω πώλησης την κυριότητα των προαναφερόμενων ακινήτων. Έτσι, κύριος των προαναφερόμενων επίδικων ακινήτων έχει καταστεί ο εναγόμενος, δυνάμει του πωλητήριου συμβολαίου που αναφέρθηκε, ο οποίος ενέργησε νομίμως ως καθ’ υποκατάσταση πληρεξούσιος (μεταπληρεξούσιος) του αντιπροσωπευόμενου πωλητή – ενάγοντος. Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι η ανωτέρω μεταβιβαστική δικαιοπραξία (αυτοσύμβαση) που κατάρτισε ο εναγόμενος είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, διότι πραγματοποιήθηκε ύστερα από την ανάκληση της πληρεξουσιότητας που ο ίδιος είχε χορηγήσει στον Ι. Ν.. Ο ισχυρισμός του αυτός, ο οποίος αποτελεί και τη βάση της αγωγής του είναι αβάσιμος ουσιαστικά, γιατί ο ενάγων ανακάλεσε μεν την πληρεξουσιότητα που είχε παραχωρήσει προς τον αρχικό πληρεξούσιο Ι. Ν. Ν., η ανάκληση όμως αυτή δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη την ανάκληση και της μεταπληρεξουσιότητας που δόθηκε από τον τελευταίο στον εναγόμενο, για την οποία κατά τα αναφερόμενα επίσης στη μείζονα σκέψη ήταν απαραίτητη χωριστή ανακλητική πράξη του αντιπροσωπευομένου – ενάγοντος απευθυνόμενη απ’ ευθείας στον μεταπληρεξούσιο – εναγόμενο. Από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρθηκαν δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κοινοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο στον εναγόμενο ιδιαίτερη πράξη ανάκλησης πληρεξουσιότητας για την πώληση των επίδικων ακινήτων, πριν από την μεταβίβαση αυτών στον εαυτό του, ούτε, εξάλλου, επικαλείται αυτός στην αγωγή του σχετική κοινοποίηση ή έστω τη σύνταξη σχετικής πράξης ανάκλησης που να αφορά απευθείας τον εναγόμενο, αλλά ούτε και ότι ο εναγόμενος είχε λάβει γνώση της ανάκλησης της πληρεξουσιότητας προς τον Ι. Ν. καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί η βούληση του αντιπροσωπευόμενου – ενάγοντος για την ανάκληση και της μεταπληρεξουσιότητας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι αφού δεν έγινε νομοτύπως κατά τα ανωτέρω ανάκληση της μεταπληρεξουσιότητας, εγκύρως καταρτίστηκε από τον μεταπληρεξούσιο το άνω συμβόλαιο μεταβίβασης των ακινήτων με αυτοσύμβαση, με βάση το δικαίωμα που του είχε χορηγήσει ο Ι. Ν..” Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του πρώτου αναιρεσίβλητου έπρεπε να απορριφθεί, κατ’ ουσίαν. Ακολούθως απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε κρίνει ομοίως, απορρίπτοντας κατ’ ουσίαν την εν λόγω αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις παρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 218-221 ΑΚ , με τη σαφή παραδοχή ότι η χορηγηθείσα στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο μεταπληρεξουσιότητα (απλή υποκατάσταση) δεν ανακλήθηκε από τον αντιπροσωπευόμενο ενάγοντα, μη αρκούσης στην ένδικη περίπτωση της ανακλήσεως του κυρίως πληρεξουσίου, της οποίας ανάκλησης ο εναγόμενος δεν είχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο γνώση και ότι συνακόλουθα ενόψει της ισχύος του μεταπληρεξουσίου εγγράφου είναι έγκυρη η με βάση αυτό και με αυτοσύμβαση καταρτισθείσα από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο αγοραπωλησία των ενδίκων ακινήτων του αναιρεσείοντος. Ενόψει τούτων ο υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Για να ιδρυθεί ο παρών λόγος πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου αυτού και στην κατ’ έφεση δίκη, πράγμα το οποίο ο Άρειος Πάγος ελέγχει από τις προτάσεις του διαδίκου και όχι από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, ενώ ο αναιρεσείων έχει την υποχρέωση να προσκομίσει το έγγραφο, που φέρεται ότι έχει παραμορφωθεί, προς διαπίστωση του λόγου της αναίρεσης, αλλιώς ο λόγος είναι αβάσιμος, ως αναπόδεικτος (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1258/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 το άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. …/1997 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Χανίων Ειρήνης Βρεττουδάκη, με το να δεχθεί ότι σ’ αυτό υπήρχε ρήτρα μεταπληρεξουσιότητας, ήτοι ότι με αυτό ο αναιρεσείων είχε παράσχει προς τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Ι. Ν., το δικαίωμα να ορίζει “μεταπληρεξουσίους” για την πώληση των εις τις θέσεις “…” και “…”, της κτηματικής περιφέρειας του χωριού … του Δήμου … ακινήτων του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος καθόσον το πληττόμενο έγγραφο του οποίου είχε γίνει επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων, δεν προσκομίζεται στο παρόν δικαστήριο, ώστε να διαπιστωθεί η βασιμότητα της ερευνώμενης πλημμέλειας. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. “Πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (Ολ ΑΠ 23/2008). Ακόμη “πράγμα” υπό την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικά με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ ΑΠ 3/2008). Για την ίδρυση δηλαδή του λόγου αυτού πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως αφορώντες σε αυτοτελείς ισχυρισμούς, ενώ δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αν ρητώς ή “εκ των πραγμάτων” προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε το λόγο αυτό της εφέσεως και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 282/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελή τον οικείο λόγο εφέσεως, κατά τον οποίο ο αντισυμβληθείς πρώτος αναιρεσίβλητος, ως μεταπληρεξούσιος, δυνάμει του αναφερομένου παραπάνω πληρεξουσίου προς απόκτηση των ενδίκων ακινήτων, δεν τα απέκτησε εγκύρως, καθόσον το παραπάνω πληρεξούσιο, που είχε ανακληθεί πριν την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, δεν περιείχε ρήτρα μεταπληρεξουσιότητας. Επίσης με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και απέρριψε ως αλυσιτελή, με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποτελέσει αγωγική βάση, τον προβληθέντα με τον τρίτο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό, κατά τον οποίο και αν ακόμη κρινόταν ότι ο αρχικός πληρεξούσιος Ι. Ν. είχε το δικαίωμα να δώσει πληρεξουσιότητα στον Α. Τ. και πάλι η αυτοσύμβαση, που ο τελευταίος κατάρτισε ήταν άκυρη, καθόσον δεν είχαν τηρηθεί ως προς αυτήν (αυτοσύμβαση) οι όροι του υπ’ αριθμ …/2002 προσυμφώνου. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, καθόσον οι αιτιάσεις του κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν στοιχειοθετούν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια αφού οι επίμαχοι λόγοι εφέσεως λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14 Δεκεμβρίου 2009 αίτηση του Μ. Ι. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθμό 319/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ