Χρύσα Λιάγγου
Για δεύτερη συνεχή εβδομάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη των χονδρεμπορικών αγορών ρεύματος, η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση, καθώς είναι η μοναδική αγορά στην οποία δεν αποτυπώνεται η σημαντική αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου στον ολλανδικό κόμβο του TTF, η οποία έκλεισε τον Δεκέμβριο στα 119 ευρώ/μεγαβατώρα και υποχώρησε χθες στα 72 ευρώ, επιστρέφοντας στα επίπεδα προ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η τιμή της μεγαβατώρας στην ελληνική αγορά εξακολουθεί να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη (269 ευρώ για σήμερα Τρίτη) και μάλιστα με απόκλιση κατά 120 ευρώ/μεγαβατώρα ακόμη και από τη γειτονική διασυνδεδεμένη αγορά της Βουλγαρίας και πάνω από 123 ευρώ από τις αγορές της Γερμανίας και της Γαλλίας. Σε επίπεδο μήνα (Δεκέμβριος 2022) η Ελλάδα με τιμή στα 276,9 ευρώ/μεγαβατώρα είναι η 6η ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, πίσω από το Βέλγιο (278,06 ευρώ), την Ιρλανδία (279,57), τη Γαλλία (279,57), την Ελβετία (289,19) και την Ιταλία (297,26).
Σε επίπεδο έτους, ανεβαίνει θέση και καθίσταται η τρίτη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης με τιμή στα 279,89 ευρώ/μεγαβατώρα, πίσω από την Ελβετία (282,43) και την Ιταλία που βρίσκεται στην πρώτη θέση με τιμή στα 304,17 ευρώ/ μεγαβατώρα. Οι σημαντικές αποκλίσεις τιμών από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την περασμένη εβδομάδα με την κυβέρνηση να τις αποδίδει στον διαφορετικό τρόπο που τιμολογούν το φυσικό αέριο οι εγχώριοι παραγωγοί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Πράγματι στην Ελλάδα το μοντέλο τιμολόγησης του φυσικού αερίου λαμβάνει υπόψη τη μέση τιμή του προηγούμενου μήνα έναντι της ημερήσιας τιμής που διαμορφώνεται στη χρηματιστηριακή αγορά, μοντέλο τιμολόγησης που ισχύει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο ετεροχρονισμός αυτός δεν επιτρέπει την άμεση μετακύλιση στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος της υποχώρησης της τιμής του φυσικού αερίου, κάτι που συνέβη στις υπόλοιπες αγορές, όπου οι τιμές κατρακύλησαν ακόμη και σε μηδενικά επίπεδα. Εάν μόνο αυτός ο παράγοντας έκανε τη διαφορά στις τιμές, τότε θα ήταν ζήτημα χρόνου η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάτι που δεν επιβεβαιώνουν τα στοιχεία για τη μέση τιμή του Δεκεμβρίου και πολύ περισσότερο για τη μέση τιμή το 2022, αλλά και τα στοιχεία για την προ κρίσης περίοδο, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των χωρών με τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στη χονδρική αγορά.
Η βασική αιτία των υψηλών τιμών βρίσκεται στο μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή, στο οποίο κυρίαρχη θέση έχει το φυσικό αέριο με ποσοστό πάνω από 40%. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία όπου την οριακή τιμή του συστήματος μπορεί να ορίζουν για κάποιες ημέρες τα πυρηνικά, ή τη Γερμανία και τις χώρες της Β. Ευρώπης τα αιολικά, κάτι που συνέβη τις προηγούμενες ημέρες όταν η αιολική παραγωγή στη Γερμανία έφτασε στο 85% και στη Δανία στο 130%, στην Ελλάδα την οριακή τιμή καθορίζει το ακριβό φυσικό αέριο.
Η συμμετοχή του λιγνίτη είναι χαμηλή, ενώ οι ΑΠΕ μόνο για μερικές ώρες μπορούν να ορίσουν τιμή. Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και εάν η Ελλάδα ακολουθούσε το ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης του φυσικού αερίου οι τιμές ρεύματος δεν θα έφταναν ποτέ στα επίπεδα των 15 και 20 ευρώ/μεγαβατώρα που είδαμε σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές. «Ακόμη και εάν ήταν ημερήσια η τιμολόγηση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα οι τιμές δεν επρόκειτο να έπεφταν κάτω από τα 150 ευρώ. Για να πάμε στις τιμές που είδαμε στην Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες με το ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου που έχουμε στην ηλεκτροπαραγωγή, θα πρέπει το φυσικό αέριο να κατρακυλήσει στα 20-30 ευρώ/μεγαβατώρα», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθανάσιος Δαγούμας.
Η ρηχή χρηματιστηριακή αγορά της Ελλάδας, ο περιορισμένος ανταγωνισμός σε επίπεδο παραγωγής και οι περιορισμένες διασυνδέσεις είναι επίσης βασικοί παράγοντες που εξωθούν προς τα πάνω τις τιμές. Το μοντέλο τιμολόγησης με βάση τη μέση τιμή του μήνα προστατεύει τους παραγωγούς από το ρίσκο της ημερήσιας διακύμανσης και διαμορφώνει υπό συνθήκες «παράθυρο» ευκαιρίας για υψηλά κέρδη από τους εισαγωγείς, όπως στην παρούσα συγκυρία όπου οι εισαγωγές κάλυψαν το 35%- 40% της ζήτησης, πουλώντας τη μεγαβατώρα που αγόραζαν στις γειτονικές αγορές στα 50 ευρώ πάνω από τα 200 στην ελληνική αγορά.
Δεν αποτελεί ωστόσο, κατά κοινή ομολογία των συμμετεχόντων στην αγορά αλλά και των αρμοδίων φορέων, τον παράγοντα που θα διαφοροποιήσει σημαντικά το αποτέλεσμα σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών.