ΑΠΟΦΑΣΗ
Bertagna κατά Ιταλίας της 12.01.2023 (αρ. προσφ. 20308/03)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για υπερβολική διάρκεια της αστικής διαδικασίας, που είχε διαρκέσει περισσότερο από εννέα (9) χρόνια. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης παραπονέθηκε για παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζοντας το νόμο “Pinto” δεν διαπίστωσαν παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και δεν επιδίκασαν αποζημίωση στον προσφεύγοντα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη η διάρκεια της αστικής υπόθεσης, αφού υπερέβη τα 9 χρόνια χωρίς να είχε συμβάλλει η συμπεριφορά του προσφεύγοντος ή οποιοδήποτε άλλο πραγματικό περιστατικό στην καθυστέρηση της διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας (άρθρο 6 παρ. 1) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.900 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.132 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι διαδικασίες στα αστικά δικαστήρια διήρκεσαν πάνω από 9 χρόνια. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας (παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ). Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει ορθώς τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα μέσω της διαδικασίας “Pinto” και ότι δεν απέδειξε την ηθική βλάβη που απορρέει από την υπερβολική διάρκεια της κύριας διαδικασίας. Η κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν ήταν πλέον «θύμα» παραβίασης του άρθρου 6 § 1 υπό το φως των αποφάσεων των δικαστηρίων που εφαρμόζουν το νόμο «Pinto».
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ιδιότητα του θύματος του προσφεύγοντος εξαρτήθηκε από το αν η αποζημίωση που του παρασχέθηκε σε εγχώριο επίπεδο ήταν επαρκής λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 41 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση τα εθνικά δικαστήρια δεν διαπίστωσαν παραβίαση των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης και δεν επιδίκασαν στον προσφεύγοντα καμία αποζημίωση.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρελκυστική συμπεριφορά του προσφεύγοντος συνέβαλε ουσιαστικά στην παράταση της διαδικασίας. Ειδικότερα, παρέλειψε επανειλημμένως να ενεργήσει εγκαίρως, με αποτέλεσμα την αναστολή της διαδικασίας για τουλάχιστον ένα έτος και τέσσερις μήνες.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υποθέσεως και υπό το πρίσμα των ακόλουθων κριτηρίων: της περιπλοκότητας της υποθέσεως, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος και των αρμόδιων αρχών και του τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα της υπόθεσης (βλ. απόφαση Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αρ. προσφ. 30979/96, § 43, ΕΣΔΑ 2000-VII).
Αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε η συμπεριφορά του προσφεύγοντος ούτε οποιοδήποτε άλλο πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα που προέβαλε η κυβέρνηση μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διάρκεια της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο (η οποία διήρκεσε συνολικά περισσότερα από εννέα έτη). Επομένως, η σχετική ένσταση της Κυβερνήσεως έπρεπε να απορριφθεί.
Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομολογίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την προϋπόθεση του «εύλογου χρόνου».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2900 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 4.132 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια : echrcaselaw.com).