Η νέα χρονιά ξεκίνησε με πολλές οικονομίες σε ύφεση. Το ερώτημα είναι αν η ύφεση αυτή θα είναι ρηχή ή σύντομη ή θα έχει βαθύτερες ρίζες εντείνοντας τις αρνητικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ευρώπης. Η πίεση του πληθωρισμού και οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ
To 2022 θα κλείσει βρίσκοντας την Ευρωζώνη και πολλές από τις οικονομίες της ΕΕ να έχουν υποχωρήσει σε ύφεση ή να βρίσκονται στο κατώφλι μιας ύφεσης, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αυτό δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας για τη νέα χρονιά που μπήκε κυριολεκτικά με το… αριστερό. Αν και το ερώτημα του… ενός εκατομμυρίου είναι αν η ευρωπαϊκή οικονομία θα καταφέρει να αποφύγει τα χειρότερα βιώνοντας μόνο μια σύντομη και ρηχή ύφεση ή δυστυχώς θα γλιστρήσει σε μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική ύφεση.
Τα σενάρια
Οι περισσότεροι αναλυτές ποντάρουν στο πρώτο, αλλά δεν ρισκάρουν να αποκλείσουν τελείως το δεύτερο, καθώς οι αστάθμητοι παράγοντες είναι πολλοί: η εξέλιξη του πολέμου, η πορεία της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού, οι αντιστάσεις της αγοράς εργασίας και οι αντοχές των καταναλωτών.
Διαβάστε και: Ευρωζώνη: Μονοψήφιο ποσοστό «έπιασε» ο πληθωρισμός στη Γερμανία – Τι σημαίνει για την ΕΚΤ
Σε κάθε περίπτωση αυτό στο οποίο όλοι συμφωνούν είναι πως με δεδομένο ότι ο κυριότερος παράγοντας κλειδί είναι η ενεργειακή κρίση η οικονομία της ΕΕ θα συνεχίσει να πιέζεται πολύ περισσότερο σε σχέση με την αμερικανική οικονομία.
Το γεγονός ότι το φθινόπωρο και η έναρξη του χειμώνα κύλησε πιο ομαλά από τα χειρότερα σενάρια των αναλυτών δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Οι ήπιες καιρικές συνθήκες μέχρι και το Νοέμβριο προσφέραν στις κυβερνήσεις τον απαραίτητο χρόνο και χώρο, ώστε να «φουλάρουν» τα στρατηγικά αποθέματα φυσικού αερίου και να προσπαθήσουν να χτίσουν νέες γέφυρες με εναλλακτικούς προμηθευτές LNG, πλην της Ρωσίας, όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία και χώρες της Μέσης Ανατολής.
Σε αυτό βοήθησε και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας που όχι μόνο χρειάστηκε να καταναλώσει μικρότερες ποσότητες ενέργειας, αλλά είχε τη δυνατότητα και να μεταπουλήσει στην Ευρώπη (προφανώς με το… αζημίωτο) τα όποια πλεονάσματα είχε.
Διαβάστε και: Φυσικό αέριο: Το αμερικανικό LNG, η επαναχάραξη του ενεργειακού χάρτη και οι προκλήσεις του 2023
Οι συνθήκες αυτές έχουν ήδη αρχίσει να αλλάζουν. Ο χειμώνας έδειξε τα… δόντια του και η χαλάρωση των μέτρων κατά της πανδημίας από την Κίνα (εφόσον βέβαια η χαλάρωση αυτή διατηρηθεί με φόντο την έκρηξη των κρουσμάτων) σημαίνει πως η βιομηχανική της μηχανή θα δουλέψει και πάλι στο μάξιμουμ. Κάπως έτσι αναζωπυρώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι ακόμη και για την πιθανότητα να προκύψουν προβλήματα επάρκειας, αν ο χειμώνας αποδειχτεί ιδιαίτερα βαρύς, αν ο ανταγωνισμός για τις ενεργειακές προμήθειες ενισχυθεί, αν η Ρωσία κόψει κι άλλο τις προμήθειες προς τις… μη φιλικές χώρες.
Μάλιστα, ακόμη κι αν το σύστημα και τα αποθέματα αντέξουν αυτό το χειμώνα, θεωρείται πολύ πιο δύσκολο να αντέξουν τον επόμενο χειμώνα. «Τα αποθέματα έχουν αρχίσει να υποχωρούν γρήγορα. Υπάρχει ακόμη ένα ρίσκο κρίσης στα επίπεδα προσφοράς αυτό το χειμώνα, όμως σίγουρα ο επόμενος χειμώνας προμηνύεται ακόμη πιο δύσκολος» σχολίασε σε έκθεση του ο Κάρστεν Μπρζέσκι της ING Bank.
«Το ρίσκο ροής αερίου με το δελτίο πιθανότατα θα αποφευχθεί για αυτό τον χειμώνα, όμως παραμένει ανοιχτό για τον επόμενο χειμώνα» συμφωνεί ο Συλβέν Μπρόιερ της S&P Global Ratings.
Η ενεργειακή κρίση
H ενεργειακή κρίση κρατά ζωντανές τις πληθωριστικές πιέσεις υποχρεώνοντας την ΕΚΤ να διατηρήσει την «σφιχτή» νομισματική πολιτική και μάλιστα να διαμορφώσει το τελικό «ταβάνι» των ευρωεπιτοκίων ψηλότερα από το αρχικά αναμενόμενο. Μέσα στην περσινή χρονιά, η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια κατά 250 μονάδες βάσης και αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική τροχιά τους και κατά τις επόμενες συνεδριάσεις της, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο, αν και ενδεχομένως με χαμηλότερο ρυθμό, ήτοι κατά 50 μονάδες βάσης.
Σε κάθε περιπτωση, η συνεχιζόμενη άνοδος των επιτοκίων θα είναι ένας ακόμη παράγοντας ανάσχεσης των ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η εκτόξευση του κόστους του δανεισμού θα φέρει και καθίζηση στην αγορά ακινήτων.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός, αν και έχει αρχίσει να δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης (τα νεότερα στοιχεία για το Δεκέμβριο δημοσιεύονται την Παρασκευή), οι προβλέψεις θέλουν τον δείκτη να κινείται το 2023 στο 7% για την ΕΕ και στο 6,1% για την Ευρωζώνη, πριν καταφέρει να υποχωρήσει τελικά από το 2024 στο 3% και 2,6% αντιστοίχως. Αυτό σημαίνει πως η επαναφορά του κοντά στο όριο ασφαλείας του 2% που θέτει η ΕΚΤ θα καθυστερήσει.
Στον αντίποδα η υπερθέρμανση της αγοράς εργασίας επιμένει, με την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα και σημαντικά κενά σε θέσεις εργασίας, που κρατούν ψηλά τους μισθούς τροφοδοτώντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο δείκτης αναμένεται να «τσιμπήσει» από το χαμηλό 6,5% για την Ευρωζώνη έως και στο 7,1% στα τέλη του 2023, όμως και πάλι μιλάμε για χαμηλά επίπεδα.
Επιβράδυνση ή ύφεση;
Όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιμένουν πως η ύφεση θα είναι σύντομη επιτρέποντας στην οικονομία της Ευρωζώνης να κλείσει τελικά το 2023 σε θετικό έδαφος, στο 0,3% κατά την Κομισιόν και στο 0,5% κατά την ΕΚΤ, όμως πολλοί αναλυτές δεν συμφωνούν.
Διαβάστε και: Η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς ύφεση το 2023 – Προς συρρίκνωση η Ευρώπη, στη γωνία η Κίνα
Σε σφυγμομέτρηση των Financial Times, μεταξύ 37 οικονομολόγων, η τελική ετυμηγορία κάνει λόγο για συνολική επιβράδυνση για τη χρονιά, έστω και στο οριακό 0,01%, καθώς η ενεργειακή κρίση και η βαριά σκιά των γεωπολιτικών εντάσεων εκτιμάται ότι δεν θα επιτρέψουν στην περιοχή να ορθοποδήσει οικονομικά πριν το 2024.
Εξάλλου, σε αντίθεση με την περίοδο της πανδημίας, τα ταμεία των περισσότερων κυβερνήσεων είναι… μείον και δεν υπάρχουν περιθώρια για δημοσιονομικά πακέτα στήριξης που θα μπορούσαν να απορροφήσουν τους τριγμούς για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αντιθέτως μάλιστα τόσο σε επίπεδο Βρυξελλών όσο και σε επίπεδο κρατών μελών υπάρχει γενική συναίνεση ότι ήρθε η ώρα για σταδιακό… νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών.
Σημειωτέον πως η Ευρωζώνη βίωσε και μια δομική αλλαγή με την έναρξη της νέας χρονιάς, καθώς η Κροατία έγινε από την 1η Ιανουαρίου το 20ο μέλος της ζώνης του ευρώ, αλλά και της ζώνης Σένγκεν. Μάλιστα, η πρόεδρος της Κομισιούν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σχολίασε το γεγονός ως απόδειξη ότι το ευρώ παραμένει ελκυστικό και παράγοντας σταθερότητας για τα μέλη της Ευρωζώνης. Η τελευταία διεύρυνση είχε καταγραφεί το 2015 με την ένταξη