Και μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον ν. 4335/2015 στις ειδικές διαδικασίες, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των μικροδιαφορών στις εργατικές διαφορές. Η εφαρμοστέα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η τυχόν εσφαλμένη εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά μη αρμόζουσα διαδικασία δεν καθιστά απαράδεκτη την αγωγή, αλλά το Δικαστήριο διατάζει και αυτεπάγγελτα με μη οριστική απόφαση την εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον είναι καθ ύλην αρμόδιο. Υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του ειρηνοδικείου και για την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Κατάθεση το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο. Ερημοδικία του υπόχρεου διαδίκου σε περίπτωση παράλειψης της κατάθεσης των προτάσεων. Οικογενειακή βοηθός στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι». ’κυρη η κατάρτιση σύμβασης από ΝΠΔΔ, όπως η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αν δεν έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος. Εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο νόμιμος τόκος και τόκος υπερημερίας επί οφειλών των ΝΠΔΔ ανέρχεται σε 6% ετησίως και οφείλεται από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Παρά την ερημοδικία του εναγομένου ΝΠΔΔ δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, διότι αυτό έχει ενώπιον των δικαστηρίων όλα τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου.
Αριθμός Απόφασης 1/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΙΚΑΡΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δόκιμη Ειρηνοδίκη Ικαρίας, Θεώνη Κάδρα, με τη σύμπραξη της Γραμματέα Ευαγγελίας Ξενάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον ʼγιο Κήρυκο Ικαρίας στις 29 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Σ. Κ. του Λ., κατοίκου Ρ. Ικαρίας, με Α.Φ.Μ. ….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, Ε. Χ. του Γ., Δικηγόρου Σάμου (Α.Μ. …..), κατοίκου …..
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου Ικαρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον ʼγιο Κήρυκο Ικαρίας, όπως νομίμως εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, Δ. Θ. του Μ., Δικηγόρο Σάμου (Α.Μ. ….), κατοίκου ……
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 28-06-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2/17-08-2017, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών αρχικά για τη δικάσιμο της 25-10-2017, οπότε και αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε η υπόθεση από το οικείο έκθεμα κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν δε να γίνουν δεκτά όσα διαλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα μαγνητοφωνημένα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
Σημειώνεται ότι ο μεν πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας κατέθεσε επί της έδρας τις από 29-11-2017 προτάσεις (αρ. γραμ. Δ.Σ. Σάμου: Α04512/2017), η δε πληρεξούσια Δικηγόρος του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. κατέθεσε μεν επί της έδρας τις από 29-11-2017 προτάσεις (αρ. γραμ. Δ.Σ. Σάμου: Α04495/2017) και την από 04-12-2017 προσθήκη επί αυτών όχι όμως για λογαριασμό του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…», αλλά για λογαριασμό του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Δήμος Ικαρίας, όπως προκύπτει τόσο από το δικόγραφο των προτάσεων, όσο και από το γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής και από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της υπ’ αρ. 13/2017 συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Ικαρίας κατά την οποία δίδεται πληρεξουσιότητα παράστασης στην ως άνω Δικηγόρο για να εκπροσωπήσει το Δήμο Ικαρίας και όχι το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…». Ακολούθησε συζήτηση, όπως αναφέρεται στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. ΕΠΕΙΔΗ ο αποκλεισμός της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για τις μικροδιαφορές (άρθρα 466-471 ΚΠολΔ) στις εκδικαζόμενες κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υποθέσεις διατηρείται και μετά τις διαρθρωτικές τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4335/2015 στις ειδικές διαδικασίες, παρά τη νομοθετική κατάργηση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 666 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία ρητά απέκλειε τη συνεφαρμογή των διατάξεων των μικροδιαφορών στις εργατικές διαφορές, διότι, κατά την άποψη που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ως περιουσιακή διαφορά, είναι αποκλειστική και υποχρεωτική για τους διαδίκους, χωρίς ο ενάγων να έχει δικαίωμα να επιλέξει αντ’ αυτής την τακτική διαδικασία (συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών διατάξεων των μικροδιαφορών) ή άλλη ειδική διαδικασία, ακόμη κι αν συμφωνεί ο εναγόμενος, γιατί η θέσπιση των ειδικών διαδικασιών (σε αντιδιαστολή με την τακτική διαδικασία – βλ. Σινανιώτης Λ., Ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, 2008, §1, σ. 1 και 5, Απαλαγάκη Χ., ΚΠολΔ- Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2013, άρθρο 466, αρ. 1, σ. 941) εξέρχεται από τα όρια της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης. Την τήρησή της ερευνά αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο, ακόμη και όταν υφίσταται συμφωνία των διαδίκων για επιλογή της τακτικής ή άλλης ειδικής διαδικασίας. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 466-471 ΚΠολΔ δεν εγκαθιδρύεται αυτοτελή («επώνυμη») ειδική διαδικασία λόγω της ιδιαιτερότητας της φύσης της υπόθεσης (όπως συμβαίνει με τη θέσπιση των ειδικών διαδικασιών – βλ. Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία, τόμος ΙΙ, § 105, αρ. 1 και 4, σσ. 971-972), αλλά συνιστούν αυτές ειδικές διατάξεις της τακτικής διαδικασίας λόγω της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. Σινανιώτης Λ., ό.π., §1, σ. 2, Δελής Γ., Δικαστικά νέα, 2017, 2ο τεύχος, ʼρθρο με τίτλο «Οι μικροδιαφορές σε σχέση με την τακτική διαδικασία υπό το ν. 4335/2015»), οι οποίες θεσπίστηκαν για λόγους ταχύτητας σε σχέση με τις λοιπές διαφορές της τακτικής διαδικασίας. ʼλλωστε, δεν προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 πως ήταν μεταξύ των σκοπών του νομοθέτη, με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ως άνω νόμος στη διάρθρωση των ειδικών διαδικασιών, η αυτονόμηση των ειδικών διατάξεων των μικροδιαφορών από την τακτική διαδικασία και η αναγωγή τους σε αυτοτελή διαδικασία εφαρμοζόμενη στο σύνολο των πολιτικών διαφορών ανεξαρτήτως διαδικασίας (τακτικής ή ειδικής). Ο δικονομικός νομοθέτης θεωρούσε μέχρι πριν το ν. 4335/2015 αυτονόητο πως σε καμία ειδική διαδικασία δεν χωρούσε συνεφαρμογή των ειδικών διατάξεων για τις μικροδιαφορές (βλ. Μακρίδου Κ., Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015, 2017, σσ. 27-29, όπου παραπομπή σε Κεραμέα Κ., παρόλο που καταλήγει σε αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή του ισχύοντος δικαίου). Προκειμένου δε «να αποφευχθούν οι συγχύσεις» ο νομοθέτης απέκλεισε και ρητώς τη συνεφαρμογή αυτή με τις προϊσχύουσες κατ’ ιδίαν διατάξεις των ειδικών διαδικασιών (προϊσχύοντα άρθρα 635, 666 παρ. 3 ΚΠολΔ – βλ. σχετικώς Νίκας Ν., ό.π., § 105, αρ. 8, σ. 794 και Σινανιώτης Λ., ό.π., §1, σ. 3), ενώ σε όσες ειδικές διαδικασίες δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη ή υπήρχε νομοθετική παραπομπή (681 και 681 Α ΚΠολΔ) ή συναγόταν ερμηνευτικά (λ.χ. στις μισθωτικές διαφορές – βλ. ΕιρΡοδ 1/2015, ΕιρΡοδ 33/2014 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το ανεφάρμοστο των ειδικών διατάξεων περί μικροδιαφορών (βλ. Φερεντίνου Ε., ΕλλΔνη 2017, σσ. 1052-1055, Μελέτη με τίτλο «Ειδικές διαδικασίες και Μικροδιαφορές μετά το Ν. 4335/2015»). Εκτός, λοιπόν από τη συστηματική κατάταξη, την τελολογία και την ιστορία των ειδικών διαδικασιών, κρίσιμη για το ερμηνευτικό ζήτημα της συνεφαρμογής ή όχι των ειδικών διατάξεων των μικροδιαφορών στις ειδικές διαδικασίες, είναι και η γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, που ορίζει πως τα άρθρα 1 έως 590 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται μεν και στις ειδικές διαδικασίες, πλην όμως όχι όταν αντιβαίνουν στις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Ο όρος «ειδικές διατάξεις» του εδ. α΄ της τελευταίας αυτής διάταξης, διασταλτικά ερμηνευόμενος ώστε να περιλαμβάνει πέραν των άρθρων 592 επ. ΚΠολΔ και τις γενικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, ήτοι το εδ. β΄ της παρ. 1 και τις παρ. 2-7 του άρθρου 591 ΚΠολΔ στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται ελλείψει αντίθετων ρυθμίσεων στις κατ’ ιδίαν ειδικές διαδικασίες (γιατί χωρίς την ως άνω διασταλτική ερμηνεία η παρ. β΄ και οι παρ. 2-7 του 591 ΚΠολΔ θα έμεναν ανεφάρμοστες), οδηγεί, επιπροσθέτως στο συμπέρασμα πως οι διατάξεις των άρθρων 466-471 ΚΠολΔ αντιβαίνουν προς τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών για τις περιουσιακές διαφορές (ισχύον 614 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι εργατικές διαφορές (ισχύον 614 περ. 3 ΚΠολΔ). Οι ρυθμίσεις των ειδικών διατάξεων περί μικροδιαφορών (προθεσμία κλήτευσης διαδίκων, αυτοπρόσωπη παράσταση, δικαίωμα κατάθεσης προτάσεων, δυνατότητα μη εγγραφής στο πινάκιο, σύστημα ελεύθερης απόδειξης, ανέκκλητο της απόφασης) δε συμβιβάζονται με τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 591 ΚΠολΔ (βλ. Φερεντίνου Ε., ό.π., σσ. 1056-1057), του οποίου (άρθρου) ο ειδικότερος χαρακτήρας σε σχέση με τα άρθρα 1-590 ΚΠολΔ δεν αναιρείται κατά τα ανωτέρω από το γεγονός ότι συνιστά γενική διάταξη των κατ’ ιδίαν ειδικών διαδικασιών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ερμηνευτικών κριτηρίων, η συνεφαρμογή των ειδικών διατάξεων των μικροδιαφορών στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών πρέπει να αποκλειστεί και μετά την ισχύ του ν. 4335/2015.
ΙΙ. ΕΠΕΙΔΗ στην παρ. 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται, επαναλαμβάνοντας την προϊσχύουσα ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 591, ότι: «Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η εφαρμοστέα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η τυχόν εσφαλμένη εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά μη αρμόζουσα διαδικασία δεν καθιστά απαράδεκτη την αγωγή, αλλά το Δικαστήριο διατάζει και αυτεπάγγελτα με μη οριστική απόφαση την εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον είναι καθ’ ύλην αρμόδιο (βλ. σε Απαλαγάκη Χ., ό.π., άρθρο 591, αρ. 1, σσ. 1260-1261). Με τη διάταξη αυτή παρέχεται δηλαδή, η ευχέρεια στο Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της προσήκουσας εφαρμοστέας διαδικασίας και δεν επιβάλλεται από τη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων (βλ. Μακρίδου Κ., ό.π., σσ. 11-12). Το Δικαστήριο πρέπει να ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε αυτεπάγγελτη εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. ΕφΔωδ 17/2007, ΕιρΧαν 620/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 591, αρ. 10 επ., σ. 1099 επ.). Η διαφορά ως προς την εγγραφή στο πινάκιο δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτή απαιτείται μόνο για την ολοκλήρωση του προσδιορισμού της δικασίμου (βλ. ΑΠ 315/1972 ΑρχΝ 23/1641, ΕφΛαρ 192/1980 Δ/νη 22/441, ΕφΑθ 1229/1983 ΝοΒ 31/833, Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 466, αρ.18, σ. 990 και άρθρο 591, σ. 743 αρ. 8). Η διάταξη αυτή του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ έχει εφαρμογή όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπαγόταν σε κάποια ειδική διαδικασία ή αντιστρόφως. Ομοίως, αν εισαχθεί κατά τις διατάξεις των μικροδιαφορών (που συνιστούν, κατά τα ανωτέρω, ειδικές διατάξεις της τακτικής διαδικασίας) υπόθεση που κανονικά υπαγόταν στην τακτική ή σε κάποια ειδική διαδικασία, το Δικαστήριο θα παραπέμψει την υπόθεση, εκτός αν ο εναγόμενος έχει κλητευθεί εμπρόθεσμα (άρθρα 228 και 591 παρ. 1α ΚΠολΔ αντίστοιχα), οπότε θα δικάσει την υπόθεση χωρίς όμως να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 466-471 (βλ. ΑΠ 715/1972 ΝοΒ 1972/1052, ΕιρΑθ 972/2003, ΑρχΝ 2003/762, ΕιρΡοδ 1/2015, ΕιρΚαρδ 363/1985 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε Απαλαγάκη Χ., ό.π., άρθρο 467, αρ. 4, σ. 943, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., τόμος Ι, 2000, άρθρο 466, αρ. 4, σ. 828, Νίκας Ν. ό.π., § 105, αρ. 7, σ. 973-974).
ΙΙΙ. ΕΠΕΙΔΗ η γενική διάταξη του άρθρου 591 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στο σύνολο των ειδικών διαδικασιών (μεταξύ των οποίων και στις εργατικές διαφορές), ορίζει στην παρ. 1 περ. γ΄: «Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση.». Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με την αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 115 παρ. 3 ΚΠολΔ, που πλέον ορίζει: «Με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική.», προκύπτει πως η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του ειρηνοδικείου είναι πλέον υποχρεωτική και για την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, λαμβάνοντας χώρα το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα και ήδη αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 115 παρ. 3 στην οποία παρέπεμπε η επίσης προϊσχύουσα και ήδη αντικατασταθείσα διάταξη του άρθρου 666 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερωνόταν προαιρετική κατάθεση προτάσεων τόσο εν γένει ενώπιον του ειρηνοδικείου, όσο και για τις εργατικές διαφορές ειδικότερα. Όταν η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική η παράλειψη κατάθεσής τους έχει ως συνέπεια την κατ’ άρθρο 271 ΚΠολΔ ερημοδικία του υπόχρεου διαδίκου (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., τόμος Ι, 2000, άρθρο 115, αρ. 1-2, σσ. 250-251 και σε ΑΠ 948/2001 ΕλλΔνη 2003/190, ΑΠ 89/1989 ΕλλΔνη 1989/1172, ΑΠ 337/2016, ΕφΠειρ 582/2015, ΕφΑθ 2395/2003, ΠΠρΑθ 1123/2010, ΜΠρΤρικ 536/1988 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και εξ αντιδιαστολής από το προϊσχύον δίκαιο ΑΠ 845/2005, ΕφΔωδ 228/2006 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. ΕΠΕΙΔΗ από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού μια τέτοια απαίτηση προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από νόμιμη αιτία. Έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, διότι προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Ο ως άνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (βλ. ΑΠ 736/2007, ΕφΑθ 2941/2008 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 41 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» κάθε σύμβαση για λογαριασμό ΝΠΔΔ, που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και ήδη με την υπ’ αριθ. οικ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ Β΄ 1033/7-8-2002) απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών άνω του ποσού των 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Το ως άνω ποσό δύναται να αυξομειούται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις ως άνω καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά σύμφωνα με τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (βλ. ΟλΑΠ 862/1984 ΕΕΔ 43/627, ΑΠ 430/2015 σε ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 91/2016, ΑΠ 267/2016, ΑΠ 430/2015, ΑΠ 683/2015, ΑΠ 1213/2015 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι κάθε σύμβαση, καταρτιζόμενη από Ν.Π.Δ.Δ., όπως η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και έχουσα το ως άνω αντικείμενο, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο απαιτούμενο εκ του νόμου, άνευ τηρήσεως του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα στην περίπτωση αυτή είναι απόλυτη. Στην περίπτωση τέτοιας ακυρότητας ο εργαζόμενος, διατελεί με τον εργοδότη σε απλή σχέση εργασίας, δεν έχει αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας για μισθούς, αλλά του παρέχεται η αξίωση αναζήτησης των δεδουλευμένων αποδοχών του κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ειδικότερα, στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, όσον αφορά τους μισθούς, ο εργοδότης καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχοληθέντος και υποχρεούται να αποδώσει στον εργαζόμενο αυτόν την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στην αμοιβή που θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας στον ίδιο τόπο και υπό τις ίδιες συνθήκες (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 43/2017, ΑΠ 58/2015, ΑΠ 250/2006, ΕφΛαρ 47-48/2011, ΕιρΑθ 2227/2015 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8192/1992 ΑρχΝ 43/74, Βλαστός Σ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Ι, σσ. 212-213).
Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει κατ’ εκτίμηση ότι στις 05-06-2015 προσελήφθη από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με έγγραφη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ (8) μηνών, προκειμένου να εργαστεί ως οικογενειακός βοηθός στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» που υλοποιεί το εναγόμενο, με μικτό μηνιαίο μισθό ποσού 930,00€. Ότι ειδικότερα η χρονική διάρκεια της απασχόλησής της με την ως άνω σύμβαση ορίστηκε από 05-06-2015 έως 04-02-2016. Ότι στις 03-02-2016 κατέθεσε στο εναγόμενο τη με αρ. πρωτ. /2016 αίτησή της με την οποία ζητούσε βάσει του άρθρου 49 παρ. 2 α του ν. 4351/2015 παράταση της ως άνω σύμβασής της μέχρι την 31-12-2016, με δυνατότητα περαιτέρω παράτασης εφόσον παραταθεί εκ νέου το πρόγραμμα. Ότι αν και αρχικά με την υπ’ αρ. /22-02-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου είχε γίνει δεκτό το αίτημά της, εντούτοις η απόφαση αυτή ανακλήθηκε με την υπ’ αρ. 100/30-03-2016 απόφαση ανάκλησης του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου με την αιτιολογία ότι η αρχική σύμβασή της δεν εμπίπτει στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 64 του ν. 4277/2014. Ότι στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε στις 25-04-2016 τη με αρ. πρωτ. /28-04-2016 αίτηση θεραπείας κατά της ανωτέρω ανακλητικής απόφασης, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αρ. /13-06-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου με ταυτόχρονη παράταση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έως την 31-12-2016. Ότι εν τέλει με την υπ’ αρ. 143/19-10-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου αποφασίστηκε παράταση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ως οικογενειακής βοηθού στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» αναδρομικά από 28-07-2016 μέχρι 31-12-2016 και προς υλοποίηση αυτής αυθημερόν στις 19-10-2016 υπεγράφη από τα μέρη η υπ’ αρ. σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Ότι η ενάγουσα συνέχισε να παρέχει την εργασία της και μετά τις 31-12-2016, ήτοι μέχρι την 31-03-2017, προκειμένου να καλύψει το χρονικό διάστημα σχεδόν τριών μηνών που μεσολάβησε από την ημερομηνία της αναδρομικής πρόσληψής της (28-07-2016) μέχρι την πραγματική ανάληψη υπηρεσιών με την υπογραφή της σύμβασης (19-10-2016). Ότι παρόλο που το εναγόμενο της κατέβαλε τους μισθούς που αντιστοιχούσαν στους δύο πρώτους μήνες που εργάστηκε από την υπογραφή της τελευταίας ως άνω και με αρ. /19-10-2016 σύμβασης, εντούτοις δεν της κατέβαλε ως όφειλε την 28η Δεκεμβρίου, την 28η Ιανουαρίου και την 28η Φεβρουαρίου μικτό μισθό ύψους 930,00€ για κάθε μήνα κατά τον οποίο η ενάγουσα παρείχε την εργασία της εκπληρώνοντας προσηκόντως τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ήτοι για το μήνα Ιανουάριο 2017, Φεβρουάριο 2017 και Μάρτιο του 2017. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο λόγω της συμβατικής ευθύνης του, άλλως επικουρικώς λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού του εξαιτίας της ωφέλειας που αποκόμισε από την ως άνω παρασχεθείσα εργασία της χωρίς νόμιμη αιτία, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.790,00€ (= 3 μήνες x 930,00€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 28η εκάστου μηνός για τον οποίο δεν της κατέβαλε μισθό, ήτοι από την 28η Δεκεμβρίου, από την 28η Ιανουαρίου και από την 28η Φεβρουαρίου αντίστοιχα, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή που αφορά αποδοχές εργαζομένου με εξαρτημένη εργασία, αρμοδίως μεν εισάγεται να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού που έχει δικαιοδοσία εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 9, 14 παρ. 1α΄, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πλην όμως, η αγωγή αυτή φέρεται εσφαλμένως να εκδικαστεί με βάση τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών και όχι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και δη των εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδικάζονται οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής (614 περ. 3 ΚΠολΔ), όπως η επίδικη απαίτηση της ενάγουσας που δεν υπάγεται στην τακτική διαδικασία και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας υπαγωγής της στις μικροδιαφορές λόγω ποσού. Επομένως, πρέπει, για λόγους οικονομίας της δίκης, να διαταχθεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, η αυτεπάγγελτη εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής στην ίδια δικάσιμο σύμφωνα με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατά τα άρθρα 614 περ. 3, 621 επ. και 591 ΚΠολΔ, δεδομένου πως αφενός και στις εργατικές διαφορές η συζήτηση είναι προφορική (591 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως στις μικροδιαφορές (115 παρ. 2 ΚΠολΔ), και αφετέρου από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι έχει τηρηθεί η αναγκαία για την ολοκλήρωση της άσκησης της υπό κρίση αγωγής επίδοσή της στο εναγόμενο (591 παρ. 1 εδ. α και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και η αυστηρότερη διάταξη της παρ. 1 εδ. β΄ περ. α του άρθρου 591 ΚΠολΔ περί προθεσμίας επίδοσης, και ως εκ τούτου, έχουν τηρηθεί οι αυστηρότερες διατάξεις των εργατικών διαφορών, παρόλο που η υπόθεση εισήχθη ως μικροδιαφορά, διότι από την υπ’ αρ. 1073/18-08-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Σάμου Β.Α. προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…», το οποίο έλαβε γνώση δύο (2) και πλέον μήνες πριν την αρχική συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, άρα σε κάθε περίπτωση τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο. Περαιτέρω, οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα (άρθρα 115 παρ. 3 και 468 παρ. 1 ΚΠολΔ) να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους με την κατάθεση προτάσεων το αργότερο κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (όπως επιβάλλεται και με τη διάταξη του 591 παρ. 1 γ ΚΠολΔ), όπως και έπραξαν, εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη κατέθεσαν προτάσεις επί της έδρας. Πλην όμως, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. αν και παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του, εντούτοις η παράστασή του αυτή δεν ήταν νόμιμη. Συγκεκριμένα, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…», το οποίο συστάθηκε κατ’ άρθρο 103 του ν. 3852/2010 ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο, εκπροσωπούμενο κατά τα άρθρα 240 παρ.1 in finem του ν. 3463/2006, 67 εδ. α ΑΚ και 4 της πράξης σύστασής του (ΦΕΚ Β΄ 1864/23-08-2011), δεν κατέθεσε προτάσεις, όπως διαπιστώθηκε στην αρχή της παρούσας, δεδομένου πως οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την παρασταθείσα δια λογαριασμό του Δικηγόρο κατατέθηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τρίτου προσώπου, ήτοι του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Δήμος Ικαρίας, που αποτελεί διαφορετικό νομικό πρόσωπο (άρθρο 1 παρ. 1 και παρ. 2 περ. 43.2 του ν. 3852/2010) από το με την αγωγή εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., ανεξαρτήτως εάν ο Δήμος Ικαρίας αποτελεί τακτικό χρηματοδότη του τελευταίου. Απαραδέκτως, ο Δήμος Ικαρίας καταθέτει προτάσεις στην ανοιχθείσα δίκη με την κρινόμενη αγωγή, διότι δεν προκύπτει να νομιμοποιείται παθητικά στην εκπροσώπηση του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., ούτε άλλωστε μπορεί να εκτιμηθεί το εν λόγω δικόγραφο προτάσεων ως πρόσθετη παρέμβαση του Δήμου Ικαρίας υπερ του εναγόμενου, λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων παραδεκτού της άσκησής της (άρθρο 951 παρ.1 περ. β ΚΠολΔ). Συνεπώς, λόγω μη κατάθεσης προτάσεων για λογαριασμό του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., το τελευταίο δεν έχει λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, και το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην του εναγόμενου, λαμβάνοντας υπόψη πως η υπό κρίση αγωγή έχει επιδοθεί νομότυπα (άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 126 παρ. 1γ και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα κατά τα ανωτέρω στο εναγόμενο, με κλήτευση του τελευταίου να παρασταθεί κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 25-10-2017, οπότε το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Δέσποινας Θεοδωράκη (βλ. το από 25-10-2017 πρακτικό αναβολής της εν λόγω συνεδρίασης) και η υπόθεση αναβλήθηκε αιτήσει της ενάγουσας για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ισοδυναμώντας η παρουσία αυτή του εναγόμενου δια πληρεξουσίου, κατά τη δημοσίευση της μη οριστικής αυτής απόφασης περί αναβολής με κλήτευσή του για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρο 310 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ωστόσο, η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει, να προχωρήσει ερήμην μεν του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., με τη διαδικασία όμως να προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 621 παρ. 2 in finem ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη αγωγή είναι μεν παραδεκτή, όχι όμως και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της περί συμβατικής ευθύνης του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. για καταβολή των αξιούμενων μισθών των μηνών Ιανουαρίου 2017, Φεβρουαρίου 2017 και Μαρτίου 2017, εφόσον στα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά αναφέρεται πως με την υπ’ αρ. …/19-10-2016 σύμβαση παρατάθηκε η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας από 28-07-2016 μέχρι 31-12-2016. Ο συμβατικός δεσμός των μερών δηλαδή είχε λήξει στις 31-12-2016, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο του ένδικου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι παρείχε την εργασία της χωρίς να λάβει αμοιβή. Δεδομένου πως τα ανωτέρω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου για συμβατική ευθύνη του εργοδότη στην πληρωμή του μισθού (648 και 653 ΑΚ), η εν λόγω βάση της αγωγής είναι νόμω αβάσιμη, αφού η ενάγουσα αξιώνει μισθούς για χρονικό διάστημα που δεν συνδεόταν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, συμβατικά με το εναγόμενο, δεδομένου πως δεν γίνεται λόγος στο ένδικο δικόγραφο περί συμφωνίας των μερών για εκ νέου παράταση ή ανανέωση της υπ’ αρ. …/19-10-2016 σύμβασης εργασίας από 01-01-2017 έως 31-03-2017 (η ενάγουσα αναφέρει χαρακτηριστικά στη σελ. 8 της αγωγής της: «…συνέχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου μέχρι την 31-03-2017… εργάστηκα μέχρι την 31-03-2017 προκειμένου να καλύψω όλο το διάστημα της αναδρομικής πρόσληψής μου μέχρι την πραγματική ανάληψη υπηρεσιών με την υπογραφή της συμβάσεώς μου….»). Σημειώνεται δε πλεοναστικά πως ανεξαρτήτως της εγκυρότητας ή μη της υπ’ αρ. …/19-10-2016 σύμβασης εργασίας, ο όρος που περιέχει περί αναδρομικής ισχύος της από 28-07-2016, δεν ασκεί επιρροή στο μεταγενέστερο ένδικο χρονικό διάστημα από 01-01-2017 έως 31-03-2017, εφόσον κρίνεται πως τέθηκε για να αποκαταστήσει τα πράγματα στην θέση στην οποία θα ευρίσκοντο αν από την αρχή δεν είχε ανακληθεί η υπ’ αρ. …/22-02-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου, ήτοι να επέλθει δηλαδή αποκατάσταση σχετικά με την προϋπηρεσία και τα χρηματικά ωφελήματα που θα είχε η εργαζόμενη (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3630/2001 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απορριπτομένης, έτσι, της κύριας βάσης της αγωγής, καλείται σε εφαρμογή η επικουρική βάση περί ευθύνης του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στα άρθρα 904 επ. ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για καταβολή του νομίμου τόκου υπερημερίας από την 28η Δεκεμβρίου 2016, την 28η Ιανουαρίου 2017 και την 28η Φεβρουάριου 2017, οπότε γεννήθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η αξίωση της ενάγουσας περί καταβολής του μισθού της για την απασχόλησή της αντίστοιχα κατά τους μήνες Ιανουάριο 2017, Φεβρουάριο 2017 και Μάρτιο 2017, που είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, διότι βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.», ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος επί των κυρίων οφειλών των Ν.Π.Δ.Δ. ανέρχεται σε ποσοστό 6% ετησίως και οφείλεται από την επίδοση της σχετικής αγωγής (βλ. ΑΕΔ 25/2012, ΟλΑΠ 1/2014, ΟλΑΠ 10/2008, ΟλΑΠ 7/2000, ΑΠ 681/2017, ΑΠ 303/2016, ΑΠ 157/2011, ΣτΕ 3125/2015, ΣτΕ 558/2015, ΕφΙωαν 24/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1481/2001 ΕπίσκΕμπΔ 2001/1087, ΕφΑθ 8334/2000 ΕΔΠολ 2003/327, ΕφΠειρ 840/1996 ΕλλΔ/νη 1998/201).
Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, δεδομένου ότι για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα αυτού του Δικαστηρίου δεν απαιτείται η καταβολή του (βλ. περί περιορισμένης απαλλαγής των εργατικών διαφορών από το καταβλητέο δικαστικό ένσημο: άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 17 του άρθρου 6 του ν. 2479/1997).
Από την ανωμοτί κατάθεση της εξετασθείσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού ενάγουσας που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα μαγνητοφωνημένα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης, η οποία κατάθεση ως επώνυμο αποδεικτικό μέσο (339 ΚΠολΔ) εκτιμάται ελεύθερα (340 παρ. 2 και 420 ΚΠολΔ) χωρίς να αποτελεί μικρότερης βαρύτητας αποδεικτικό μέσο έναντι άλλων αποδεικτικών μέσων, στα οποία ο νόμος δεν αποδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη (βλ. ΑΠ 352/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία η ενάγουσα νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα μη νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα εγγράφων (βλ. 449, 453, 340 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ – ΑΠ 1456/1996 ΑρχΝ 48/311), καθώς και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα προσελήφθη ως εποχιακό προσωπικό από το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…» με την υπ’ αρ. …/05-06-2015 έγγραφη σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως οικογενειακή βοηθός στο κοινωνικό πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» της Δομής Ραχών, που υλοποιεί το εναγόμενο ως διάδοχος φορέας του προϋπάρχοντος Οργανισμού Κοινωνικής Πολιτικής Δήμου Ραχών (βλ. άρθρο 7 στην υπ’ αρ. …/28-02-2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ικαρίας περί σύστασης του εν λόγω Ν.Π.Δ.Δ. – ΦΕΚ Β΄ 1864/2011). Η διάρκεια της απασχόλησής της ορίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 2190/1994, οκτάμηνη (8), κατόπιν της υπ’ αρ. ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΓΚΡ.1/199/26203/5-12-2014 εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 2 παρ. 1 της υπ’ αρ. 33/2006 Π.Υ.Σ. Συγκεκριμένα, ο συμβατικός χρόνος παροχής της εργασίας της ορίστηκε από 05-06-2015 έως 04-02-2016, σύμφωνα και με την ως άνω έγγραφη σύμβασή της, αλλά και με την υπ’ αρ /05-06-2015 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. Ο μηνιαίος μισθός της συμφωνήθηκε πως θα διέπεται από τις διατάξεις του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, ανερχόμενος στο μικτό ποσό των 930,00€, εκ των οποίων η ενάγουσα ελάμβανε το καθαρό ποσό των 776,55€ (βλ. τις προσκομιζόμενες κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας στην τράπεζα EUROBANK ERGASIAS A.E. όπου κατατίθετο ο μισθός της από το εναγόμενο, καθώς και την από 01-04-2016 Βεβαίωση-Δήλωση του εναγόμενου περί απόλυσης της ενάγουσας στις 04-02-2016 με μικτό μισθό 930,00€). Στη συνέχεια αν και με την υπ’ αρ. …/22-02-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου ξεκίνησε διαδικασία ανανέωσης της ως άνω σύμβασης εργασίας της ενάγουσας από την επομένη της ημερομηνίας λήξης της ανανεούμενης αυτής σύμβασης, ήτοι από 05-02-2016 έως 31-12-2016, εντούτοις σύμβαση ανανέωσης δεν υπεγράφη μεταξύ των μερών αφενός αρχικά λόγω ανάκλησης της ως άνω απόφασης του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγόμενου με την υπ’ αρ. …/30-03-2016 απόφασή του για λόγους νομιμότητας (μη υπαγωγή της σύμβασης της ενάγουσας στις διατάξεις του άρθρου 64 παρ. 1 του ν. 4277/2014 περί παράτασης), αφετέρου λόγω του χρονικού διαστήματος που απαιτήθηκε για τη διαδικασία εξέτασης της διοικητικής προσφυγής (αίτηση θεραπείας) που άσκησε η ενάγουσα κατά της ανακλητικής αυτής απόφασης, η οποία περατώθηκε με την υπ’ αρ. …/13-06-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου κάνοντας δεκτή εν μέρει την αίτηση θεραπείας της ενάγουσας και ανακαλώντας την ως άνω ανακλητική απόφαση, διότι κρίθηκε πως η σύμβασή της εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του ν. 2190/1994 και συνεπώς και στη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 2 εδ. α του ν. 4351/2015. Κατόπιν αυτών στις 19-10-2016 αποφασίστηκε με την υπ’ αρ. …./19-10-2016 απόφαση του Προέδρου του Δ.Σ. του εναγομένου εκ νέου πρόσληψη της ενάγουσας (στην ουσία επρόκειτο για ανανέωση εντός ευλόγου χρόνου της αρχικής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας).
Έτσι, στις 19-10-2016 μεταξύ των μερών υπεγράφη η υπ’ αρ. …/2016 σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με αναδρομική χρονική διάρκεια από τις 28-07-2016 μέχρι και την 31-12-2016. Αντικείμενο της σύμβασης αυτής ήταν η παροχή της ίδιας εργασίας (οικογενειακή βοηθός) της ενάγουσας στο ίδιο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» στη Δομή Ραχών, αμειβόμενη και πάλι σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Η ενάγουσα που είχε σταματήσει να εργάζεται για το εναγόμενο ήδη από τις 04-02-2016 λόγω απόλυσής της εξαιτίας της παρόδου του ορισμένου χρόνου ισχύος της αρχικής υπ’ αρ. …/05-06-2015 σύμβασης εργασίας της (βλ. την από 01-04-2016 Βεβαίωση-Δήλωση του εναγόμενου περί απόλυσης της ενάγουσας), ξεκίνησε να εργάζεται εκ νέου ως οικογενειακή βοηθός στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» την 01-11-2016 (βλ. την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας στο ακροατήριο). Στις 31-12-2016 επήλθε αυτοδίκαιη λύση της τελευταίας υπ’ αρ. …/2016 σύμβασης εργασίας της σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 3 έγγραφο όρο της σύμβασης αυτής. Ωστόσο, η ενάγουσα συνέχισε να παρέχει την εργασία της έως την 31-03-2017 με την ανοχή του εναγόμενου, που δεν απέκρουσε τις υπηρεσίες της ούτε την κάλεσε στις 31-12-2016 να παραδώσει τα κλειδιά του οχήματος που χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες των υπηρεσιών της ως οικογενειακή βοηθός (βλ. την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας στο ακροατήριο). Η παροχή αυτή της εργασίας της ενάγουσας κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017, ήταν αποτέλεσμα νέας συμφωνίας μεταξύ των μερών στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν και να υλοποιήσουν τον προαναφερθέντα όρο της ως άνω από 19-10-2016 έγγραφης σύμβασης περί αναδρομικής πρόσληψης της ενάγουσας από 28-07-2016, δεδομένου πως η ενάγουσα πριν την υπογραφή της από 19-10-2016 σύμβασης δεν παρείχε την εργασία της στο πρόγραμμα του εναγόμενου ελλείψει συμβατικού δεσμού τους.
Ειδικότερα, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας της υπ’ αρ. /2016 σύμβασης εργασίας των μερών, η νομιμότητα της οποίας δεν ελέγχεται ούτε παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, αφού το ένδικο χρονικό διάστημα δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν, τα μέρη συμφώνησαν σιωπηρά να παρατείνουν τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» για τους μήνες Ιανουάριο 2017, Φεβρουάριο 2017 και Μάρτιο 2017. Η σιωπηρή αυτή, όμως, παράταση της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα των τριών πρώτων μηνών του έτους 2017 είναι σε κάθε περίπτωση (ακόμη δηλαδή και εάν είναι μη νόμιμη η υπ’ αρ. /2016 σύμβαση) άκυρη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, επειδή δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος για τη σύμβαση παράτασης, δεδομένου πως η αξία του αντικειμένου της σύμβασης αυτής υπερβαίνει το όριο των 2.500,00€ σύμφωνα με τον ειθισμένο μικτό μισθό. Όμως, παρά την έλλειψη έγκυρης σύμβασης εργασίας μεταξύ των μερών για το ένδικο χρονικό διάστημα, η ενάγουσα τελούσε σε απλή σχέση εργασίας με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., εφόσον παρείχε την εργασία της, το οποίο ωφελήθηκε από την εργασία αυτή της ενάγουσας κατά τους επίδικους μήνες του 2017 χωρίς νόμιμη αιτία, αφού η μεταξύ τους σιωπηρά συναφθείσα παράταση της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη. Η ωφέλεια του εναγόμενου συνίσταντο στην αμοιβή που θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση για την παροχή της ίδιας εργασίας, ανερχόμενη στο ποσό 930,00€ μηνιαίως, που προκύπτει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας πως αποτελεί και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα των τριών πρώτων μηνών του έτους 2017 (όπως και για το έτος 2016, όπως προαναφέρθηκε) το μηναίο μικτό μισθό εργαζόμενου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στο εν λόγω πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι». Συνεπώς, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., μη καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 2.790,00€ (= 3 μήνες x 930,00€) για την εργασία που παρασχέθηκε στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» κατά το μήνα Ιανουάριο του 2017, Φεβρουάριο του 2017 και Μάρτιο του 2017, κατέστη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας αδικαιολόγητα πλουσιότερο κατά το ποσό αυτό, στο οποίο ανέρχεται η δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., εάν προέβαινε σε έγκυρη πρόσληψη άλλου εργαζόμενου, την οποία και εξοικονόμησε.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την επικουρική βάση της και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.790,00€, με το νόμιμο τόκο 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, το εναγόμενο πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς το μέρος της αγωγής που απορρίφθηκε ως προς το περί τοκογονίας αίτημα για το χρόνο προ της επιδόσεώς της, είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα, χωρίς να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του περιορισμού του άρθρου 22 του ν. 3693/1957, εφόσον δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα. Επίσης, δεν πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), διότι, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. κατά το άρθρο 276 παρ. 1 εδ. α και β του ν. 3463/2006 έχει ενώπιον των Δικαστηρίων όλα τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου (κατ’ άρθρο 19 του Κ.Δ. της 16.6.1944 «Περί Κώδικος Νόμων Δικών Δημοσίου») και συνεπώς δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 ΚΠολΔ ως προς αυτό (βλ. ΕφΑθ 5187/1999 ΕλλΔνη 2000/514, ΕιρΛαμ 202/1990, ΝοΒ 1991/105 και Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, 1995, άρθρο 505, αρ. 23, σ. 145).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «….».
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…» να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα ευρώ (2.790,00€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ. τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των εκατό πενήντα ευρώ (150,00€).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στον ʼγιο Κήρυκο Ικαρίας, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 9η Φεβρουαρίου 2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι.
Η ΔΟΚΙΜΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΘΕΩΝΗ ΚΑΔΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΞΕΝΑΚΗ