Πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα εκδώσουν αποφάσεις και όποιος τις αμφισβητεί θα πληρώνει 300 ευρώ για να γίνει δίκη
Με συνοπτικές διαδικασίες θα εκδοθούν από το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσεις για 130.000 εκκρεμείς προσφυγές συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων για τις περικοπές συντάξεων που υπέστησαν την περίοδο των μνημονίων και για τις οποίες ήδη έχουν εκδοθεί πιλοτικές αποφάσεις από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όσοι αμφισβητήσουν τις αποφάσεις που θα εκδοθούν, θα κληθούν να πληρώσουν παράβολο 300 ευρώ για να πάει η υπόθεσή τους στο ακροατήριο.
Αυτά προβλέπονται σε διάταξη που ενσωματώθηκε σε σχέδιο νόμου για τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο έχει κατατεθεί στη Βουλή. Η κυβέρνηση επιδιώκει να οδηγήσει σε απορριπτικές αποφάσεις σε πολύ σύντομο χρόνο τις 130.000 προσφυγές που εκκρεμούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς ήδη έχει κρίνει αρνητικά η Ολομέλεια για τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων.
Όπως εξηγείται στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης του νομοσχεδίου,
- Όπως έκρινε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Πρακτικά της 25ης/19.12.2022 Γενικής Συνεδρίασης), πάνω από 130 χιλιάδες Έλληνες αναμένουν απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για συνταξιοδοτική τους υπόθεση. Στις σχεδόν 120 χιλιάδες από αυτές έχουν σωρευθεί πλείονα αιτήματα, αγωγικής φύσης, έτσι που ουσιαστικά ο αριθμός των πράγματι εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου πολλαπλασιάζεται θεαματικά.
- Όμως, για τη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων αυτών το νομικό ζήτημα που θέτουν έχει επιλυθεί, αρνητικά μάλιστα, με πιλοτικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δεν σημαίνει, ωστόσο, αυτό ότι δεν παραμένουν εκκρεμείς στο Δικαστήριο, ή ότι δεν εξαντλείται γι’ αυτές ο εύλογος χρόνος εκδίκασης, με όλες τις συναφείς συνέπειες από την άποψη της διεθνούς ευθύνης της χώρας.
- Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις οι Πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως μονομελή δικαστήρια θα αναλάβουν να εκδικάσουν όλες τις δεκάδες χιλιάδων εκκρεμείς συνταξιοδοτικές υποθέσεις που δεν εμφανίζουν καμία νομική δυσκολία, καθώς αυτό έχει ήδη επιλυθεί από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
- Με την προτεινόμενη ρύθμιση επιβεβαιώνεται ο σεβασμός στις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως η δημοσιότητα, η άμυνα των διαδίκων και η προσφυγή σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Συγχρόνως αποκλείονται καταχρηστικές συμπεριφορές από διαδίκους, με τις οποίες, ενόψει του τεράστιου όγκου των εκκρεμών υποθέσεων, προκαλείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκ μέρους του Δικαστηρίου απονομή δικαιοσύνης σε άλλους διαδίκους που έχουν πραγματική ανάγκη να εκδικασθεί ταχέως η υπόθεσή τους.
- Για να ανταποκριθεί το Δικαστήριο στις οργανωτικές απαιτήσεις που θα ανακύψουν από την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επιβάλλεται να ενισχυθεί ο αριθμός των Παρέδρων που υπηρετούν σε αυτό, χωρίς να απαιτείται αύξηση των οργανικών θέσεων, η οποία θα έχει μακροχρόνιες δημοσιονομικές συνέπειες.
- Αντίθετα, προτείνεται το προσωρινό μέτρο της εκτός οργανικών θέσεων προαγωγής Εισηγητών του Δικαστηρίου που έχουν προϋπηρεσία επτά και πλέον ετών στον βαθμό του Παρέδρου. Το μέτρο αφορά δεκατρείς δικαστές και θα ισχύσει για πέντε περίπου έτη, λόγω των συνταξιοδοτήσεων που επέρχονται με τις οποίες όσοι προαχθούν εκτός οργανικών θέσεων θα καταλάβουν οργανικές.
Ειδικότερα, η νέα διάταξη με θέμα «Ειδικές δικονομικές ρυθμίσεις» έχει ως εξής:
«1. α. Συνταξιοδοτικές υποθέσεις, στις οποίες το κύριο νομικό ζήτημα που τίθεται έχει επιλυθεί με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο του Τμήματος ενώπιον του οποίου εκκρεμούν σε Πάρεδρο που υπηρετεί στο ίδιο Τμήμα για την εκδίκασή τους από αυτόν χωρίς ακροαματική διαδικασία. Από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης του Προέδρου για την παραπομπή της υπόθεσης σε Πάρεδρο, ο Πάρεδρος που ορίζεται διαθέτει όλες τις εξουσίες του δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις περ. β’ έως ζ’. Ο Πάρεδρος παραμένει αρμόδιος για την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης, ανεξάρτητα αν μετακινηθεί σε άλλο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
β. Προφανώς απαράδεκτες αιτήσεις δικαστικής προστασίας για λόγους που δεν αφορούν σε τυπικές ελλείψεις του δικογράφου ή του φακέλου απορρίπτονται από τον Πάρεδρο χωρίς τη συμπλήρωση των ελλείψεων αυτών. Προφανώς αβάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας απορρίπτονται χωρίς την εξέταση και τη διατύπωση κρίσης του Παρέδρου επί του παραδεκτού τους. Με την απόφαση καταλογίζεται σε βάρος του διαδίκου που υπέβαλε την προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη αίτηση το μη καταβληθέν παράβολο.
γ. Επί βάσιμων κατά τη νομική τους θεμελίωση αιτήσεων δικαστικής προστασίας που παρουσιάζουν τυπικές ελλείψεις, ο Πάρεδρος ζητεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος ή τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο ή τον ίδιο τον αιτούντα τη συμπλήρωση των ελλείψεων, τάσσοντας προθεσμία εξήντα (60) ημερών για την προσκόμιση των στοιχείων που ελλείπουν. Οι τυπικές ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από τον Πάρεδρο καταχωρίζονται σε σημείωμά του. Για το περιεχόμενο του σημειώματος ενημερώνεται ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ή ο υπογράφων το δικόγραφο δικηγόρος ή ο ίδιος ο αιτών, ακόμη και προφορικώς, από τη γραμματεία του Τμήματος. Ο χρόνος ειδοποίησης, τα στοιχεία που ζητούνται, η προθεσμία και ο χρόνος προσκόμισης αυτών βεβαιώνονται από τον γραμματέα του Τμήματος με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου του δικογράφου. Αν δεν προσκομιστούν τα στοιχεία εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται για τον λόγο αυτό.
δ. Επί βάσιμων κατά τη νομική τους θεμελίωση αιτήσεων δικαστικής προστασίας που παρουσιάζουν ουσιαστικές ελλείψεις ως προς την απόδειξη των ισχυρισμών και τη βασιμότητα των αξιώσεων του αιτούντος, ο Πάρεδρος ζητεί από τους διαδίκους, με τη διαδικασία που ορίζεται στην περ. γ’, τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου. Μετά από την παρέλευση της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, αποφαίνεται οριστικά επί της ουσιαστικής βασιμότητας των αξιώσεων χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις, εκτιμώντας ελεύθερα τα στοιχεία που υφίστανται στον φάκελο.
ε. Ο Πάρεδρος προβαίνει στις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. γ’ και δ’ εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης του Προέδρου του Τμήματος με την οποία παραπέμπεται σε αυτόν κατά τη διαδικασία της περ. α’ η υπόθεση.
στ. Αν ο φάκελος της υπόθεσης εμφανίζει συγχρόνως τυπικές και ουσιαστικές ελλείψεις κατά τις περ. γ’ και δ’, ο Πάρεδρος προβαίνει στις ενέργειες που είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση αυτών συγχρόνως.
ζ. Η οριστική απόφαση του Παρέδρου στην υπόθεση που παραπέμφθηκε σε αυτόν με τη διαδικασία του παρόντος εκδίδεται εντός προθεσμίας το αργότερο τεσσάρων (4) μηνών μετά από την παρέλευση της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών που προβλέπεται στις περ. γ’ και δ’. Ο Πάρεδρος μπορεί να προβεί σε οίκοθεν διόρθωση της απόφασης αν διαπιστώσει λογιστικά λάθη ή προφανείς ανακρίβειες ή αν το διατακτικό της είναι ελλιπές ή ανακριβές. Η δυνατότητα αυτή παύει όταν αποφασιστεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο από τον Πρόεδρο του Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στην περ. η’.
η. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκθέτοντας αιτιολογημένα τους ειδικούς λόγους για την υποβολή αυτού του αιτήματος. Αποκλείεται η επίκληση λόγων που αφορούν στη μη συμπλήρωση των τυπικών και ουσιαστικών ελλείψεων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στις περ. γ’ και δ’. Με την εισαγωγή της υπόθεσης από τον Πρόεδρο για συζήτηση στο ακροατήριο, η απόφαση του Παρέδρου παύει να ισχύει. Η υπόθεση εκδικάζεται από τριμελή σύνθεση του οικείου Τμήματος, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Τμήματος, στην οποία προεδρεύει Σύμβουλος και μετέχουν δύο (2) Πάρεδροι. Ο ιδιώτης διάδικος καταβάλλει παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, άλλως το αίτημά του είναι απαράδεκτο και η σχετική υπόθεση δεν εισάγεται για συζήτηση στο ακροατήριο. Το παράβολο επιστρέφεται αν γίνει έστω και εν μέρει δεκτή η αίτηση δικαστικής προστασίας. Η οικεία σύνθεση αποφαίνεται αμετάκλητα εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
θ. Η σύνθεση της περ. η’ αποφαίνεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με την ίδια διαδικασία, χωρίς όμως την καταβολή παραβόλου, αν η απόφαση του Παρέδρου δεν μπορεί να εκτελεσθεί λόγω σφάλματος που περιέχει ή για άλλο σπουδαίο λόγο.
ι. Με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζεται ο ειδικός τύπος απόδειξης των κοινοποιήσεων στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος ή στον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο ή στον αιτούντα, όπου αυτές προβλέπονται, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος.
ια. Για τη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων με τη διαδικασία που ορίζεται στις περ. α’ έως ζ’, Εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου με επταετή τουλάχιστον προϋπηρεσία στον βαθμό του Εισηγητή και του δόκιμου Εισηγητή προάγονται στον βαθμό του Παρέδρου εκτός οργανικών θέσεων.
2.Με εξαίρεση όσες υποθέσεις αφορούν σε κανονισμό για πρώτη φορά σύνταξης ή εμφανίζουν αποδεικτική δυσχέρεια απαιτώντας, ιδίως, την προσφυγή σε εξέταση μαρτύρων, οι εφέσεις, οι εφέσεις αγωγές και οι αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις που εκκρεμούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο πέραν της τριετίας και οι οποίες δεν δύνανται να εκδικασθούν για οποιονδήποτε λόγο, σύμφωνα με τα άρθρα 91 έως 93 του ν. 4700/2020 (Α’ 127), μπορεί να εισάγονται από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος για να δικασθούν από πενταμελή σύνθεσή του, που συνεδριάζει σε συμβούλιο. Για την εκδίκαση σε συμβούλιο ενημερώνονται εγγράφως οι διάδικοι, οι οποίοι δύνανται, εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την επίδοση του σχετικού εγγράφου, να ζητήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Ο Πρόεδρος του Τμήματος απορρίπτει τις αντιρρήσεις των διαδίκων φορέων δημόσιας εξουσίας, αν κρίνει ότι η εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο συνεπάγεται για τον αντίδικο των ανωτέρω φορέων, ιδιώτη διάδικο, καθυστέρηση στην παροχή δικαστικής προστασίας μη συμβατή με την αρχή της δίκαιης δίκης.
3.Για τις υποθέσεις της παρ. 2 εφαρμόζεται το άρθρο 92 του ν. 4700/2020.
4.Το Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν δικάζει αναιρετικά, μπορεί μετά την αναίρεση της απόφασης να διακρατήσει και να δικάσει την υπόθεση ως δικαστήριο της ουσίας, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση.