AΠ 366/2013: Επιδίκαση αποζημίωσης σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία. Ποια διαδικασία ακολουθείται. “Κατά το άρθ. 9§5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα που κυρώθηκε και κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 2464/1997 “κάθε πρόσωπο θύμα παράνομης σύλληψης ή κράτησης έχει δικαίωμα αποζημίωσης”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 7§4 του Συντάγματος “νόμος ορίζει με ποιούς όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν άδικα ή παράνομα ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν παράνομα την προσωπική τους ελευθερία”. Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης η παροχή αποζημίωσης με δικαστική απόφαση σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του αδίκου ή παρανόμου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος στην συνέχεια κηρύχθηκε αθώος ή απηλλάγη από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (εισαγγελέα, ανακριτή), εντεταγμένου στη διαδικασία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη.
Συναφώς στα άρθ. 533 – 545 ΚΠΔ, όπως ίσχυαν, ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου, πριν την αντικατάστασή τους με το άρθ. 26 ν. 2915/2001, στα οποία περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινά κρατηθέντων και τελικά αθωωθέντων, όπως απαιτείται από τα άρθ. 7§4 του Συντάγματος και 9§5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα και σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών (άρθ. 94 – 96, ΑΠ 1123/2010, 918/2008), ορίζονται ειδικότερα, τα εξής: (Α) Όσοι κρατήθηκαν προσωρινά και κατόπιν αθωώθηκαν με βούλευμα δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση (άρθ. 533, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και περιπτώσεις του άρθ. 536, με την συνδρομή των οποίων αποκλείεται το δικαίωμα προς αποζημίωση), αντικείμενο της οποίας είναι κάθε ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της προσωρινής κράτησης κ.λπ. και χρηματική ικανοποίηση, το ποσό της οποίας καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου (άρθ. 540§1). Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου προς αποζημίωση αποφαίνεται το ποινικό δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την (ποινική) υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερ` από προφορική αίτηση εκείνου που αθωώθηκε ή και αυτεπάγγελτα (άρθ. 536§1). Εάν για οποιονδήποτε λόγο το αρμόδιο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ως άνω για το ζήτημα αυτό, εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα την αίτησή του για αποζημίωση στο ίδιο δικαστήριο (κατ` άρθ. 544 στις διατάξεις των άρθ. 533 – 540 ως δικαστήριο και απόφαση νοούνται και τα ποινικά συμβούλια και τα βουλεύματά τους), στην περίπτωση δε αυτήν η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου αυτού μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 48 ωρών από την απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο και 8 ημερών από την κοινοποίηση στον προσωρινά κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος, ή της απαλλακτικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του, και εισάγεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα στο δικαστήριο ή συμβούλιο, που συγκαλείται ειδικώς και εκτάκτως για την εκδίκασή της και αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για την ποινική υπόθεση (άρθ. 537§§1, 2 εδ. α`, γ` και 3). Αφού αναγνωρισθεί ως άνω η υποχρέωση για αποζημίωση από το δημόσιο, ο δικαιούχος μπορεί να εγείρει αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής της υποχρέωσης, η αξίωση δε αυτή παραγράφεται ύστερ` από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η απόφαση ή το βούλευμα για την ποινική υπόθεση (άρθ. 539§§1 εδ. α` και 2, 544). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 91§1 και 93 ν.δ. 321/1969 αφενός και 90§1 και 91 ν. 2362/1995 αφετέρου που ορίζουν κατά τρόπο ουσιαστικά όμοιο ότι η παραγραφή των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, καταρχήν πενταετής (εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά), αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκαν (ή από άλλο ειδικά, τυχόν, οριζόμενο χρονικό σημείο ως προς ορισμένες κατηγορίες αξιώσεων) και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους, σε συνδυασμό με το άρθ. 251 ΑΚ που έχει γενική εφαρμογή (και στην ουσία επαναλαμβάνεται και περιέχεται στις ως άνω διατάξεις των άρθ. 93 ν. 321/1969 και 91 ν. 2362/1995, ως προς την δυνατότητα της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης), συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση νόμιμη προϋπόθεση της έναρξης της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τον χρόνο αυτής και το ειδικότερο σημείο έναρξής της, είναι η κατά νόμο δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης αυτής (ΑΠ 1366/2012, 1372/2010). (Β) Από όλα τα παραπάνω και αφού ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαραίτητη προϋπόθεση της άσκησης στα πολιτικά δικαστήρια αγωγής αποζημίωσης για άδικη προσωρινή κράτηση και επιδίκασης αυτής είναι η προηγουμένη αναγνώριση της συναφούς υποχρέωσης του Δημοσίου με απόφαση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, και δη αμετακλήτως, η έλλειψη της οποίας καθιστά την αγωγή απαράδεκτη (πρβλ. ΑΠ 1123/2010), ειδικά ως προς το ζήτημα της παραγραφής αξίωσης προς αποζημίωση των αδίκως προσωρινά κρατηθέντων και της έναρξης αυτής συνάγεται ότι: Η παραγραφή της αξίωσης αυτής, ο χρόνος της οποίας ορίζεται ειδικά σε δύο έτη, αρχίζει, καταρχήν, κατ` άρθ. 539§2 ΚΠΔ, από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η αθωωτική απόφαση ή το βούλευμα για την ποινική υπόθεση (σημειώνεται ότι ως “αθώωση” νοείται και η οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής). Τούτο, όμως, προδήλως στην περίπτωση, κατά την οποία για την υποχρέωση του Δημοσίου αποφάνθηκε ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη απόφαση, το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα για την ποινική υπόθεση για πρώτη φορά, από την έκδοση των οποίων (πριν δηλ. αποκτήσουν αμετάκλητο χαρακτήρα) γεννάται και το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης, και η οποία, απόφαση (στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, και το βούλευμα) για την υποχρέωση αυτή του Δημοσίου, μη προσβαλλομένη αυτοτελώς με ένδικα μέσα (άρθ. 536§2 ΚΠΔ), κατέστη αμετάκλητη μαζί με την απόφαση, με την ως άνω έννοια, για την κύρια ποινική υπόθεση (λόγω απόρριψης των ασκηθέντων κατ` αυτής ενδίκων μέσων ή παρόδου της σχετικής προθεσμίας), καθόσον πράγματι στην περίπτωση αυτή είναι έκτοτε δυνατή κατά νόμον η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια. Εάν, όμως, η αναγνώριση της υποχρέωσης αυτής του Δημοσίου γίνει μετά την αμετάκλητη “αθώωση” του κατηγορουμένου, με ιδιαίτερη απόφαση ή βούλευμα, κατά την παρεχομένη από το νόμο ευχέρεια, και αποκτήσει, έτσι, αμετάκλητο χαρακτήρα σε μεταγενέστερο χρόνο (αφού στην περίπτωση αυτή υπάρχει δυνατότητα αυτοτελούς προσβολής με ένδικα μέσα, άρθ. 479§2, 483§3, 505§2 ΚΠΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο) τότε η διετής αυτή παραγραφή αρχίζει από τον μεταγενέστερο αυτόν χρόνο, διότι μόνον από τότε είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της επιδίκασης αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια. Τέλος, εφόσον η αναγνώριση της υποχρέωσης του Δημοσίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση της δικαστικής επιδίωξης της αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια και επομένως νόμιμη προϋπόθεση της έναρξης της ως άνω παραγραφής, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 262 ΑΚ.
…. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθ. 7§4 του Συντάγματος και 533 επ. ΚΠΔ συνάγεται ότι η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως προσωρινά κρατηθέντων κ.λπ., συνδεομένη αρρήκτως με την διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις των άρθ. 533 – 545 ΚΠΔ (ΑΠ 1123/2010), ως εκ τούτου δε η αξίωση αυτή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις του άρθ. 105 ΕισΝΑΚ και οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθ. 1§2 ν. 1406/1983 και δεν ανήκουν στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (ΣτΕ 2852/2012, 2574/2006). Εξάλλου, κατά τις σαφείς διατάξεις του άρθ. 540§§1 εδ. α` και 3 ΚΠΔ αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση είναι κάθε ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της (ποινής ή) προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά (ή καταδικάσθηκε), στην προσωρινή δε κράτηση υπολογίζεται και η κράτηση που έγινε πριν απ` αυτήν με ένταλμα της ανακριτικής αρχής για την πράξη για την οποία διατάχθηκε. Ως περιουσιακή ζημία, η οποία πρέπει να είναι απότοκος της εκτέλεσης της ποινής ή της προσωρινής κράτησης, νοείται κάθε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης του δικαιούχου που προκλήθηκε από την άδικη (καταδίκη ή) προσωρινή κράτηση και περιλαμβάνει τόσο την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία), δηλ. εκείνο που προσδοκάται με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (άρθ. 298 ΑΚ)”. (areiospagos.gr)