Από τους όρους του Παραρτήματος Β΄ του ασφαλιστηρίου, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή της αληθινής βούλησης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, σαφώς συνάγονται τα εξής: α) η ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να απαλλάσσει τον ασφαλισμένο από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση επελεύσεως είτε διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε εκδήλωσης οιασδήποτε διαλαμβανόμενης στον κατάλογο των σοβαρών ασθενειών του ως άνω Παραρτήματος και β) σε περίπτωση όμως είτε άρσεως της διαρκούς ολικής ανικανότητας, είτε ιάσεως της ως «σοβαρής ασθένειας», ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, σε περίπτωση, δε, υποτροπής της νόσου ή εκδήλωσης νέας νόσου ή ανικανότητας, υφίσταται και πάλι η δυνατότητα ενεργοποίησης της ανωτέρω ρήτρας απαλλαγής. Για το λόγο, δε, αυτό θα πρέπει o ασφαλισμένος, κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο Παράρτημα Β’ της επίδικης σύμβασης ασφάλισης (το οποίο φέρει τίτλο «Υποχρεώσεις σε περιπτώσεις διαρκούς ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας, προκειμένου να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς το πεδίο ρύθμισης της εν λόγω διάταξης) δύο μήνες πριν από κάθε επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του, ενώ η ασφαλιστική εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του ασφαλισμένου, προκειμένου να καθοριστεί η εν λόγω υποχρέωσή της παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών άνευ ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (εν προκειμένω η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία) βαρύνεται εν πάση περιπτώσει (δηλαδή ακόμη και σε περίπτωση ιάσεως της «σοβαρής ασθένειας») με τη εκπλήρωση της παροχής του (ήτοι την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης) και το έτερο μέρος να απαλλάσσεται εις το διηνεκές από την υποχρέωση εκπλήρωσης της αντιπαροχής του (ήτοι την καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου) αντίκειται στο σκοπό της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης αλλά και στις αρχές των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης, υπό το σε πρίσμα των οποίων σχετικές διατάξεις, καθόσον άγει σε πλήρη ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου και της ισόρροπης λειτουργίας της σύμβασης αλλά και στην κοινή λογική αφού ο ευρισκόμενος σε κατάσταση διαρκούς ολικής ανικανότητας (που κατά το μάλλον ή ήττον έχει ελάχιστες ελπίδες να αποκατασταθεί σύντομα ή και καθόλου η υγεία του και, κατά κανόνα, μόνο σε συνάρτηση με μεγάλες εξελίξεις της ιατρικής τεχνολογίας που απαιτούν χρόνο) πρέπει κατ’ έτος να προσκομίζει ιατρικές εκθέσεις για την ανικανότητα ενώ ο πάσχων από σοβαρή ασθένεια, που είναι πλέον πιθανό να ιαθεί, να μην προσκομίζει τέτοιες εκθέσεις. Συνεπώς, εφόσον ο εφεσίβλητος, δεν νοσεί πλέον από ενεργή νόσο εμφράγματος του μυοκαρδίου, δεν συντρέχει πλέον περίπτωση ενεργοποίησης του όρου απαλλαγής του από την πληρωμή ασφαλίστρων και ο εφεσίβλητος οφείλει να καταβάλει στην εκκαλούσα τα ασφάλιστρα.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 4015/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ 16°)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Ρέτσα, Πρόεδρο Εφετών, Γαβριήλ Μαλλή, Εφέτη, Ευάγγελο Χριστιά, Εφέτη – Εισηγητή, και από το Γραμματέα Νικόλαο Καλαντζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», που εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Συγγρού 103-105) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της Βασιλική Μπερσίμη και Δέσποινα Γρυσμπολάκη με δήλωση.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ….του …, κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ανδρομάχη Δεληκωστοπούλου με δήλωση.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28.12.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή του κατά της ήδη εκκαλούσας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Τα πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 2497/2018 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη άσκησε την από 7.1.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./2020, έφεση του, η οποία προσδιορίστηκε στο Εφετείο με αριθμό κατάθεσης ./2020 και ορίστηκε δικάσιμος για να συζητηθεί η 11.2.2021, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων και της εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωση τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 §2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 7.1.2019 έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης κατά της υπ’ αριθμ. 2497/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την από 28.12.2015 αγωγή του εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης (29.6.2018) δοθέντος ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται αλλά ούτε και προκύπτει επίδοση αυτής (άρθρα 495§§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικά παράβολο ποσού 150 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 § 3Α περ. γ’ ΚΠολΔ όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. ./2020 ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη βεβαίωση πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας. Πρέπει, επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία.
II. Ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος, με την από 28.12.2015 (υπ’ αριθμ. κατ. ./2015) αγωγή του εξέθεσε ότι στις 3.3.2014 σύναψε με την εναγόμενη – ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, με χρόνο έναρξης στις 27.2.2004, με ασφαλιζόμενο τον ίδιο καθώς και τη σύζυγό του και την ανήλικη θυγατέρα του, έναντι των συμφωνηθέντων ασφαλίστρων, το οποίο προέβλεπε ασφάλιση ζωής και επιπλέον, πρόσθετη ασφάλιση νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων. Ότι στο παράρτημα Β του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου προβλεπόταν η απαλλαγή του ενάγοντος από την πληρωμή ασφαλίστρων τόσο για τη βασική ασφάλιση ζωής όσο και των παραρτημάτων της πλην του παραρτήματος Ζ, σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας από ασθένεια ή ατύχημα ή μιας εκ των περιοριστικώς αναφερόμενων στο εν λόγω παράρτημα σοβαρών ασθενειών, στις οποίες περιλαμβάνεται και το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Περαιτέρω εξέθετε ότι τον Αύγουστο 2005 επήλθε στο πρόσωπο του η ως άνω ασφαλιστική περίπτωση, καθόσον διαγνώσθηκε με έμφραγμα ταυ μυοκαρδίου, γεγονός που αναγνώρισε η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την από 3.2.2006 δήλωσή της, απαλλάσσοντας αυτόν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα ως άνω, από 7.2.2006 από την καταβολή των ασφαλίστρων της βασικής ασφαλιστικής κάλυψης ζωής και των σε ισχύ παραρτημάτων της. Πλην όμως, η εναγόμενη, φερόμενη αντισυμβατικά, τον Ιανουάριο 2014, όλως αιφνιδίως, του κοινοποίησε την από 4.12.2013 επιστολή της με την οποία του ζητούσε να προσκομίσει περαιτέρω δικαιολογητικά προς απόδειξη της διαρκούς ολικής ανικανότητας του, το οποίο τελικώς ο ίδιος έπραξε και, παρά ταύτα, η εναγόμενη, ισχυριζόμενη ότι δεν συνεχίζει να υφίσταται πρόβλημα υγείας του που να δικαιολογεί την μη καταβολή ασφαλίστρων, αξίωσε την πληρωμή αυτών (ασφαλίστρων) εξαμηνιαίας δόσης συνολικού ποσού 1902,47 ευρώ, εκδίδοντας παράνομα το από 4.7.2014 ειδοποιητήριο πληρωμής ασφαλίστρων, παρότι η σοβαρή ασθένεια που εμφάνισε (έμφραγμα μυοκαρδίου) αποτελούσε ως τέτοια λόγο ισόβιας απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά και ισχυριζόμενος ότι η εν λόγω παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγόμενης κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στον οικείο κλάδο του προκάλεσε βλάβη και ανησυχία, ο ενάγων ζητούσε, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να διατηρήσει σε πλήρη ισχύ το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο υπό καθεστώς απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να απέχει από την είσπραξη ασφαλίστρων για τα οποία εκδόθηκε το από 4.7.2014 ανίσχυρο ειδοποιητήριο πληρωμής ασφαλίστρων με την απειλή χρηματικής ποινής έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης των ανωτέρω δύο αιτημάτων και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ένδικη αδικοπραξία της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφαση του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ, 1 επ. του ν. 2496/1997, 946, 947, 908, 191 αρ. 2 και 176 ΚΠολΔ, πλην του υπό στοιχείο (γ) αιτήματος περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο δοθέντος ότι η ιστορούμενη συμπεριφορά της εναγομένης δεν συνιστά αδικοπραξία ώστε να θεμελιώνεται πρωτογενής αδικοπρακτική ευθύνη της. Ακολούθως, δέχθηκε (με μειοψηφία της Προέδρου Πρωτοδικών ως προς το θέμα της ερμηνείας των οικείων διατάξεων του παραρτήματος Β’ της επίδικης σύμβασης, που καθιέρωναν υποχρέωση απαλλαγής από την καταβολή ασφαλίστρων) την αγωγή καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωση την εναγόμενη, με την απειλή χρηματική ποινής έμμεσης εκτέλεσης της απόφασης: α) να διατηρήσει σε πλήρη ισχύ το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής υπό καθεστώς απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων λόγω εμφάνισης της σοβαρής ασθένειας του εμφράγματος του μυοκαρδίου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. II περ. 1 του παραρτήματος Β του ως άνω συμβολαίου και β) να απέχει από την είσπραξη ασφαλίστρων ποσού 1.902,47 ευρώ, που καταλογίστηκαν σε βάρος του ενάγοντος με το υπ’ αριθμ. … .7.2014 ειδοποιητήριο καταβολής ασφαλίστρων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, καθ’ ο μέρος έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή, για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση του λόγους, που ανάγοντα εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά πρόταση των διαδίκων (ενός από κάθε διάδικο μέρος) στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκαν στα υπό ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (ΑΠ 1001/2012 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔΛ/η 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα εξής: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ….3.3.2004 ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, καταρτίσθηκε, μεταξύ του εφεσίβλητου και της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, σύμβαση ασφάλισης ζωής ισόβιας διάρκειας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στο άνω συμβόλαιο, με χρόνο έναρξης της ασφάλισης την 27η Φεβρουαρίου 2004. Με το ως άνω ασφαλιστήριο, η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στον εφεσίβλητο τις εξής καλύψεις; α) βασική ασφάλιση ζωής (ισόβια), β) απαλλαγή από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας (παράρτημα Β1 της σύμβασης) και γ) ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης (παράρτημα Δ’ της σύμβασης). Η καταβολή των ασφαλίστρων, συνολικού ποσού 1047,70 ευρώ ανά εξάμηνο πλέον φόρου και χαρτοσήμου, συμφωνήθηκε να γίνεται από τον εφεσίβλητο την 27η Φεβρουαρίου και 27η Αυγούστου, αντίστοιχα, κάθε έτους. Στο παράρτημα Β’ του ως άνω συμβολαίου, με τίτλο «Πρόσθετη ασφάλιση απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σε περίπτωση σοβαρής ασθένεια» αναφέρονται τα ακόλουθα: «Με αυτό το παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστηρίου ζωής, η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Γενικών Ασφαλειών H ΕΘΝΙΚΗ» δηλώνει τα εξής: Δέχεται την αίτηση του συμβαλλομένου με το ασφαλιστήριο ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξω από περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην του παραρτήματος Ζ, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πάθει: α) διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μία εκ των σοβαρών ασθενειών». Στο άρθρο 1 του ίδιου παραρτήματος ορίζεται ότι: «Διαρκής ολική ανικανότητα θεωρείται η για ένα (1) τουλάχιστον χρόνο από τότε που θα αναγγελθεί εγγράφως στην Εταιρία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του ασφαλισμένου, είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε πριν πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα με την προϋπόθεση ότι το Ασφαλιστήριο Ζωής και το παρόν παράρτημα θα βρίσκονται τότε σε πλήρη ισχύ. Πάντως διαρκής ολική ανικανότητα θεωρούνται οπωσδήποτε οι παρακάτω περιπτώσεις: α) Η αθεράπευτη απώλεια της χρήσης και των δύο χεριών ή και των δύο ποδιών ή ενός χεριού και ενός ποδιού, β) Η αθεράπευτη απώλεια της όρασης και των δύο οφθαλμών ή η απώλεια της όρασης ενός οφθαλμού και ενός ποδιού ή και χεριού. Στις πιο πάνω περιπτώσεις (α) και (β) η Διαρκής Ολική Ανικανότητα αναγνωρίζεται αμέσως». Επίσης, ως σοβαρές ασθένειες σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. II ορίζονται οι εξής: «1) Έμφραγμα μυοκαρδίου. Ορίζεται η πλήρης απόφραξη μιας ή περισσοτέρων στεφανιαίων αρτηριών, η οποία προκαλεί νέκρωση ενός τμήματος του καρδιακού μυός. Η διάγνωση πρέπει να βασίζεται στο καθένα ξεχωριστά και στα τρία κριτήρια: α) Ιστορικό στηθαγχικού πόνου, β] Ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα σχετικά με το “έμφραγμα του μυοκαρδίου, γ) Αύξηση των καρδιακών ένζυμων. 2) Η εγχείρηση by -pass συνέπεια στεφανιαίας νόσου … 3) Εγκεφαλικό επεισόδιο . 4) Καρκίνος …. 5. Νεφρική ανεπάρκεια». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 περ. I του παραρτήματος Β1, υπό τον ειδικότερο τίτλο «Απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων συμφωνήθηκε ότι; «Η Εταιρία απαλλάσσει τον Συμβαλλόμενο από περαιτέρω καταβολή Ασφαλίστρων, αν ο ασφαλισμένος πάθει διαρκή ολική ανικανότητα ή κάποια από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής …». Εξάλλου, με άρθρο 3 του παραρτήματος Β’ του ως άνω συμβολαίου το οποίο φέρει τον τίτλο «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Ή ΣΟΒΑΡΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ» συνομολογήθηκαν τα εξής: «Ο Ασφαλισμένος ή ο συμβαλλόμενος έχει την υποχρέωση εντός οκτώ (8) ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης να ειδοποιήσει εγγράφως την Εταιρία. Υποχρεούται επίσης να δίνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να υποβάλει στοιχεία και έγγραφα που σχετίζονται με τις περιστάσεις και τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου που του ζητάει η Εταιρία. Επίσης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει βεβαίωση από εντεταλμένη αρχή βάσει της οποίας θα αποδεικνύεται το συμβάν. Προς τούτο, ο ασφαλισμένος με τον παρόν παράρτημα εξουσιοδοτεί την εταιρία να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του. Ο Ασφαλισμένος οφείλει επίσης, δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του». Από τους προαναφερόμενους όρους του παραρτήματος Β’ του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση δηλαδή της αληθινής βούλησης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, σαφώς συνάγονται τα εξής: α) η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να απαλλάσσει τον ασφαλισμένο (εν προκειμένω τον εφεσίβλητο) από τη συμβατική υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση επελεύσεως είτε διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε εκδήλωσης οιασδήποτε διαλαμβανόμενης στον κατάλογο του υπ’ αριθμ. 1,ΙΙ όρου του ως άνω Παραρτήματος «σοβαρής ασθένειας» και β) σε περίπτωση όμως είτε άρσεως της διαρκούς ολικής ανικανότητας, είτε ιάσεως της ως άνω «σοβαρής ασθένειας», ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, σε περίπτωση, δε υποτροπής της νόσου ή εκδήλωσης νέας νόσου ή ανικανότητας, υφίσταται και πάλι η δυνατότητα ενεργοποίησης της ανωτέρω ρήτρας απαλλαγής. Για το λόγο, δε, αυτό θα πρέπει ο ασφαλισμένος, κατά τα ρητώς αναφερόμενα στο άρθρο 3 εδ. τελ. του παραρτήματος Β’ της επίδικης σύμβασης ασφάλισης (το οποίο φέρει τίτλο «Υποχρεώσεις σε περιπτώσεις διαρκούς ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας, προκειμένου να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς το πεδίο ρύθμισης της εν λόγω διάταξης) δύο μήνες πριν από κάθε επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητα του, ενώ η εκκαλούσα διατηρεί το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση κάθε ιατρικού εγγράφου που έχει σχέση με την υγεία του ασφαλισμένου εφεσίβλητου, προκειμένου να καθοριστεί η εν λόγω υποχρέωση της παροχής ασφαλιστικών υπηρεσιών άνευ ασφαλίστρων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, υπό την οποία το ένα συμβαλλόμενο μέρος (εν προκειμένω η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία) βαρύνεται εν πάση περιπτώσει (δηλαδή ακόμη και σε περίπτωση ιάσεως της «σοβαρής ασθένειας») με τη εκπλήρωση της παροχής του (ήτοι την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης) και το έτερο μέρος να απαλλάσσεται εις το διηνεκές από την υποχρέωση εκπλήρωσης της αντιπαροχής του (ήτοι την καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου) αντίκειται στο σκοπό της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης αλλά και στις αρχές των συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης, υπό το πρίσμα των οποίων ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις, καθόσον άγει σε πλήρη ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου και της ισόρροπης λειτουργίας της σύμβασης αλλά και στην κοινή λογική αφού ο ευρισκόμενος σε κατάσταση διαρκούς ολικής ανικανότητας (που κατά το μάλλον ή ήττον έχει ελάχιστες ελπίδες να αποκατασταθεί σύντομα ή και καθόλου η υγεία του και, κατά κανόνα, μόνο σε συνάρτηση με μεγάλες εξελίξεις της ιατρικής τεχνολογίας που απαιτούν χρόνο) πρέπει κατ’ έτος να προσκομίζει ιατρικές εκθέσεις για την ανικανότητα ενώ ο πάσχων από σοβαρή ασθένεια, που είναι πλέον πιθανό να ιαθεί, να μην προσκομίζει τέτοιες εκθέσεις. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός ότι στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 2.1 του παραρτήματος Β’, στην οποία γίνεται λόγος για την υποχρέωση εκ νέου ενεργοποίησης της υποχρέωσης πληρωμής ασφαλίστρων, διαλαμβάνεται ότι «Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του Ασφαλισμένου …» αντί σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η υγεία ή η σοβαρή νόσος. Ο εφεσίβλητος διατείνεται ότι οι σοβαρές ασθένειες του ως άνω παραρτήματος Β’ (σε αντίθεση με τη διαρκή ανικανότητα, που ορίζεται ετήσια στη σύμβαση), όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου δεν αποκαθίστανται και ούτως δεν ισχύουν τα ανωτέρω περί επανέλεγχου για την περίπτωση των σοβαρών ασθενειών. Ο εν λόγω όμως ισχυρισμός δεν συνάδει με το αληθές περιεχόμενο της σύμβασης, διότι: α) τόσα στις περιπτώσεις διαρκούς ολικής ανικανότητας του άρθρου 1.Ι. του εν λόγω παραρτήματος όσο και στις περιπτώσεις των σοβαρών ασθενειών του άρθρου 1.ΙΙ αυτού, υπάρχουν περιπτώσεις που η ανικανότητα είναι μόνιμη και δεν διαρκεί για ένα έτος, όπως λ.χ. η αθεράπευτη απώλεια της χρήσης και των δύο χεριών ή και των δύο ποδιών ή ενός χεριού και ενός ποδιού, η αθεράπευτη απώλεια της όρασης και των δύο οφθαλμών ή η απώλεια της όρασης ενός οφθαλμού και ενός ποδιού ή και χεριού ή η νεφρική ανεπάρκεια (στη δεύτερη περίπτωση), ενώ, αντίστοιχα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου σοβαρές ασθένειες μπορούν να ιαθούν και να μην διαρκέσουν παραπάνω από ένα συγκεκριμένα χρονικό διάστημα όπως λ.χ. πολλές μορφές καρκίνου ή περιπτώσεις εγκεφαλικών επεισοδίων ή εμφράγματος μυοκαρδίου που επανέρχονται σε φυσιολογική Αυτουργία και β) στο άρθρο 2.1 του ανωτέρω παραρτήματος Β’, όπου γίνεται λόγος για πληρωμή ασφαλίστρων γίνεται λόγος για αποκατάσταση της ικανότητας του ασφαλισμένου, οπότε και επαναλαμβάνεται η πληρωμή ασφαλίστρων που είχε διακοπεί, πλην όμως, ο ίδιας ακριβώς όρος χρησιμοποιείται και για να καθιερώσει την υποχρέωση της εκκαλούσας για επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων που «αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης», έτσι ώστε να προκύπτει εναργώς ότι αφορά η εν λόγω ρύθμιση και τις δύο περιπτώσεις απαλλαγής ασφαλίστρων, που ρυθμίζει ενιαία. Τα ανωτέρω, τέλος, επιρρωνύονται, ως ήδη προεκτέθηκε, και από τη γραμματική ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης όπου στο άρθρο 3 ρυθμίζονται ενιαία υπό τον τίτλο «Υποχρεώσεις σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας» και οι δύο περιπτώσεις απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων, έτσι ώστε. ο ασφαλισμένος του οποίου το συμβόλαιο έχει τεθεί σε καθεστώς απαλλαγής από την πληρωμή – ασφαλίστρων (ανεξαρτήτως εάν υπάγεται στην περίπτωση της διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας) να υπέχει την υποχρέωση κάθε δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση προς πιστοποίηση της ανικανότητάς του και διερεύνηση της κατάστασης της υγείας του προκειμένου να διαπιστωθεί η συνέχιση ή μη της σοβαρής ασθένειας ή η συνολική ή εν μέρει ίαση αυτής (βλ ομοίως ως προς την ερμηνεία ανωτέρω όρων, μεταξύ άλλων ΕΑ 1800/2021, ΕΑ 18/2021, ΕΑ 4634/2020, ΕΑ 2914/2020, ΕΑ 1546/2020, ΕΑ 4145/2019, ΕΑ 1435/2019 δημ. στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα προέκυψαν και τα εξής: Ο εφεσίβλητος ασφαλισμένος, στις 19.8.2005 εισήλθε στο Νοσοκομείο όπου μετά από κυνικό και εργαστηριακό έλεγχο διαγνώσθηκε με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου προσθίου τοιχώματος και παρέμεινε νοσηλευόμενος από 19.8.2005 έως 22.8.2005, οπότε και εξήλθε προκειμένου να υποβληθεί σε στεφάνι ο γραφικό έλεγχο. Στις 22.3.2005 μεταφέρθηκε στη Γενική Κλινική αγγειοπλαστική του πρόσθιου κατιόντα και εξήλθε στις 25.8.2005, αφού του συστήθηκε θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική), άδεια από την εργασία του ενός μηνός και επανεξέταση. Εν συνεχεία, ο εφεσίβλητος γνωστοποίησε στην εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία την εν λόγω σοβαρή ασθένεια σύμφωνα με τα ισχύοντα στο παράρτημα Β του επίδικου συμβολαίου ζωής, η οποία (εκκαλούσα), αφού έλαβε γνώση όλων των στοιχείων του ιατρικού φακέλου του εφεσίβλητου, απέστειλε στον εφεσίβλητο την από 3.2.2006 δήλωση απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων (παράρτημα Β1) λόγω διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας, με την οποία του δήλωνε ότι «αναγνωρίζει την Διαρκή Ολική Ανικανότητα ή Σοβαρή Ασθένεια από 30.1.2006, οπότε και απαλλάσσει αυτόν από την πληρωμή των ασφαλίστρων της βασικής ασφαλιστικής κάλυψης Ζωής και των εν ισχύ παραρτημάτων 3- από 27.2.2006 και μετέπειτα». Ακολούθως και μέχρι το Δεκέμβριο 2013 ο εφεσίβλητος, παρά τα ως άνω προβλεπόμενα περί υποχρεωτικής υποβολής έκθεσης για την υγεία του κάθε έτος (ήτοι κάθε δύο μήνες πριν την ετήσια επέτειο της αναγνώρισης απαλλαγής ασφαλίστρων) ουδέποτε προσκόμισε τέτοια έκθεση ενώ η εκκαλούσα συνέχιζε να του παρέχει το εν λόγω καθεστώς απαλλαγής ασφαλίστρων. Το Δεκέμβριο 2013, με την από 4.12.2013 επιστολή της του ζητούσε, σύμφωνα με τα ως άνω συμφωνηθέντα στο παράρτημα Β’ της ενεργούς σύμβασης ασφάλισης, να προσκομίσει απαιτούμενα δικαιολογητικά, δηλαδή πιστοποιητικά και αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να κριθεί εάν συνεχίζει να δικαιούται την εν λόγω απαλλαγή, τα οποίο (αποδεικτικά ιατρικά στοιχεία) σημειωτέον όφειλε να προσκομίζει ο εφεσίβλητος χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της εκκαλούσας και δη κάθε έτος απαλλαγής του. Πλην όμως, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να προσκομίσει τα ανωτέρω ιατρικά πιστοποιητικά οπότε η εκκαλούσα, με την από 22.1.2014 νέα επιστολή της, του ζήτησε να προσκομίσει εκ νέου ιατρική έκθεση και πρόσφατες εξετάσεις προκειμένου να ελεγχθεί η κατάσταση της υγείας του, θέτοντας προθεσμία 2 μηνών προς τούτο. Μετά ταύτα, ο εφεσίβλητος με την από 18.3.2014 επιστολή του, προσκόμισε την από 17.3.2014 ιατρική βεβαίωση του ιατρού …. της Γενικής Κλινικής … Α.Ε., όπου διαλαμβανόταν ότι «Ο κ. … εισήχθη στο …. στις 22.8.2005 μετά από οξύ πρόσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Υπεβλήθη σε στεφανιογραφία και ακολούθως σε αγγειοπλαστική του προσθίου κατιόντα. Παρακολουθείται σε ετήσια βάση και τελεί υπό φαρμακευτική αγωγή. Η κατάστασή του παραμένει στάσιμη και μη αναστρέψιμη». Η εν λόγω βεβαίωση τέθηκε υπόψη του ιατρού καρδιολόγου … από την εκκαλούσα, ο οποίος έκρινε ότι προκειμένου να διαπιστωθεί η πραγματική κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου έπρεπε να προσκομιστεί επίσης πρόσφατη δοκιμασία κόπωσης ή σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου, τα οποία και η εκκαλούσα ζήτησε από τον ανωτέρω με την από 9.4.2014 επιστολή της. Ο εφεσίβλητος δεν συνεργάστηκε με την εκκαλούσα, αρνούμενος να αποστείλει τις εν λόγω εξετάσεις και, τελικώς, η εκκαλούσα έχοντας στη διάθεσή της μόνο τις αρχικές εξετάσεις του εφεσίβλητου (από το 2005) και την ανωτέρω ιατρική βεβαίωση, του διαβίβασε την από 2.7.2014 επιστολή της με την οποία γνώριζε στον εφεσίβλητο ότι βάσει των άνω εγγράφων δεν μπορεί να συνεχισθεί στο πρόσωπό του η λειτουργία της επίδικης κάλυψης, ήτοι της απαλλαγής αυτού από την πληρωμή ασφαλίστρων, καλώντας τον να προβεί σε καταβολή αυτών από 27.8.2014, προκειμένου να εξακολουθήσει να βρίσκεται σε ισχύ το επίδικο συμβόλαιο. Μετά ταύτα, ο εφεσίβλητος προσκόμισε στην εκκαλούσα το από 20.6.2014 τεστ κοπώσεως στις 11.11.2014, το οποίο τέθηκε αυθημερόν υπόψη του ανωτέρω ιατρού της εκκαλούσας …. ο οποίος συνέταξε την από 11.11.2014 ιατρική γνωμάτευση με βάση την οποία δεν συνέτρεχε πλέον στο πρόσωπο του εφεσίβλητου σοβαρή νόσος ενώ από την από 20.6.2014 δοκιμασία κοπώσεως διαπιστώθηκε άριστη λειτουργική κατάσταση ήτοι μέγιστη δοκιμασία κοπώσεως, χωρίς ισχαιμικές αλλοιώσεις, φυσιολογική ινότροπη και χρονότροπη απάντηση, άριστη αντοχή στην κόπωση, χωρίς αρρυθμίες και χωρίς ενοχλήματα. Περαιτέρω, από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ιατρικά πιστοποιητικά, προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος, το έτος 2014, ήτοι εννέα χρόνια μετά την εμφάνιση της σοβαρής ασθένειας εμφράγματος του μυοκαρδίου, που υπέστη, της επέμβασης διάνοιξης της στένωσης του αγγείου που έλαβε χώρα το 2005 με τοποθέτηση stent, στην οποία υποβλήθηκε, και της φαρμακευτικής αγωγής που ακολούθησε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, βρίσκεται πλέον, σε καλή λειτουργική κατάσταση και η νόσος δεν παρουσιάζει ενεργά συμπτώματα, αρρυθμίες, ούτε δημιουργεί δυσκολίες στην καθημερινότητά του. Μάλιστα, τα ίδια αποτελέσματα επαναλήφθηκαν και στις ετήσιες εξετάσεις του έτους 2015 (υπερηχογραφικές μελέτες – triplex καρδιάς και τεστ κοπώσεως στις 23.7.2015), από τις οποίες διαπιστώνεται (βλ. και την από 13.9.2017 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού καρδιολόγου … που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα) ότι α) η καρδιακή λειτουργία του εφεσίβλητου ασφαλισμένου βελτιώθηκε από το 2005 και β) ο τελευταίος παρουσιάζει άριστη λειτουργική κλάση, χωρίς να υφίστανται αλλοιώσεις ισχαιμίας που να υποδηλώνουν πιθανή στένωση κάποιας στεφανιαίας αρτηρίας. Ενόψει αυτών, κρίνεται από το Δικαστήριο ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο (2014-2015) επήλθε αποκατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου, με την έννοια, ότι δεν παρουσιάζεται δυσχέρεια στην καθημερινή ζωή του απορρέουσα από το ιστορικό της ασθένειας του και επομένως ενεργοποιείται εκ νέου η υποχρέωση του τελευταίου (εφεσίβλητου) να καταβάλλει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα στην εφεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, καθόσον, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, από το περιεχόμενο των άρθρων 2 και 3 του παρατήματος Β της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση είτε άρσης της διαρκούς ολικής ανικανότητας είτε ιάσεως της ως άνω σοβαρής ασθένειας, ενεργοποιείται ή εκ νέου η υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων από τον ασφαλισμένο. Συνεπώς, εφόσον ο εφεσίβλητος, κατά το διάστημα που προαναφέρθηκε δεν νοσεί από ενεργή νόσο εμφράγματος του μυοκαρδίου, δεν συντρέχει πλέον περίπτωση ενεργοποίησης του όρου απαλλαγής του από την πληρωμή ασφαλίστρων και ο εφεσίβλητος οφείλει να καταβάλει στην εκκαλούσα τα ασφάλιστρα περιόδου από 27.8.2014 έως και 27.2.2015, πλέον φόρων και προσαυξήσεων συνολικού ποσού 1902,47 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντων, πρέπει ν’ απορριφθεί το αίτημα του εφεσίβλητου για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΑΚ 368) προκειμένου να διαπιστωθεί: α) κατά πόσο η βλάβη που επιφέρει το έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι μόνιμη και μη αποκαταστάσιμη, με αποτέλεσμα h ασθένεια αυτή να μην επιδέχεται ίασης και β) κατά πόσο στην επίδικη περίπτωση συνεχίζει να αποτελεί, ενόψει των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε μεταγενέστερα (το 2017 και το 2021) σοβαρό πρόβλημα υγείας και είναι μη αναστρέψιμη, ως αβάσιμο καθόσον από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα προέκυψε εναργώς η ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που περιλάμβανε συνεχή ετήσιο έλεγχο της κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου, έτσι ώστε εάν δεν υφίσταται ενεργή σοβαρή ασθένεια να μην υφίσταται απαλλαγή από την πληρωμή ασφαλίστρων και, αντίστοιχα, εάν το πρόβλημα υγείας επαναληφθεί (ως διατείνεται ο εφεσίβλητος ότι συνέβη το 2017 και το 2021) να υφίσταται εκ νέου απαλλαγή από την πληρωμή ασφαλίστρων, όπως πράγματι έλαβε χώρα και στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς να απαιτείται για την ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης η διενέργεια της αιτούμενης πραγματογνωμοσύνης. Επιπροσθέτως, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου κατά το ένδικο διάστημα (εξάμηνο Αυγούστου 2014 έως Φεβρουάριο 2015), το οποίο διερευνάται εν προκειμένω ως προς την υποχρέωση καταβολής ή μη ασφαλίστρων με βάση τα αιτούμενα στην αγωγή, αυτή προέκυψε εναργώς από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ιατρικά έγγραφα και γνωματεύσεις έτσι ώστε να μην απαιτείται η διενέργεια περαιτέρω πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν υφίστανται κενά ή αμφίβολα σημεία για τα οποία να απαιτούνται ειδικές γνώσεις ιατρικής.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε: α) ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέχει υποχρέωση επανελέγχου ως προς την κατάσταση της υγείας του (περίπτωση συμβολαίου «σοβαρής ασθένειας» έμφραγμα του μυοκαρδίου), μη εφαρμοζόμενου του άρθρου 3 του παραρτήματος Β του επίδικου συμβολαίου περί υποχρέωσής του δύο μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης να παρέχει ιατρική έκθεση κ.λπ. στοιχεία ως προς την κατάσταση της υγείας του και β) ότι αντισυμβατικά ζητείται η καταβολή ασφαλίστρων περιόδου Αυγούστου 2014 έως Φεβρουαρίου 2015, καθόσον η απαλλαγή από την καταβολή αυτών είναι ισόβια, άνευ περαιτέρω ελέγχου, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών των οικείων λόγων έφεσης της εκκαλούσας ως ουσιαστικά βάσιμων.
V. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 2497/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 ΚΠολΔ), ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 28.12.2015 αγωγή, καθ’ ο μέρος της είχε κριθεί ως νόμιμη και να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το αναφερόμενο στην-αρχή της απόφασης ηλεκτρονικά παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος – ενάγων λόγω της ήττας του στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – εναγόμενης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, αφού συμψηφιστεί κατά ένα μέρος η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων καθόσον, κατά την εκτίμηση των περιστάσεων, υφίστατο εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 176, 179 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 7.1.2019, υπ’ αριθμ. έκθ. κατ. ./2020 (η οποία προσδιορίστηκε στα Εφετείο με αριθμ. κατ. ./2020) έφεση.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2497/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Κρατεί και δικάζει την από 28.12.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τον ενάγοντα – εφεσίβλητο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης – εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9.6.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 27.7.2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ