Αριθμός 378/2015
Μονομελές Εφετείο Λάρισας
– Λύση ομόρρυθμης εταιρείας. Λόγοι λύσης.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 παρ. 1 Ν. 4072/2012 περί «Βελτιώσεως επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέας εταιρικής μορφής – Σημάτων – Μεσιτών ακινήτων – Ρυθμίσεως θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ Α΄ 86/11-4-2012), η ομόρρυθμη εταιρία λύνεται α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, ενώ στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσεως της εταιρίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Ν. 4072/2012, ομόρρυθμη είναι η εταιρία με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό, για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 249 του Ν. 4072/2012, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στο αντίστοιχο κεφάλαιο, εφαρμόζονται στην ομόρρυθμη εταιρία οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου για την εταιρία, με εξαίρεση τις διατάξεις των άρθρων 758 και 761 ΑΚ. Μάλιστα κατ΄ άρθρο 294 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 περί μεταβατικών διατάξεων, ο εν λόγω Νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες που -κατά την έναρξη της ισχύος του από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11/4/2012, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις (άρθρο 330 παρ. 2 Ν. 4072/2012) – δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του νέου νόμου 4072/2012 συνάγεται ότι οι λόγοι λύσεως προσωπικών εταιριών (Ο.Ε. και Ε.Ε.) διαφέρουν από αυτούς που γίνονταν δεκτοί κατά το προϊσχύσαν δίκαιο και καθορίζονται πλέον με κεντρικούς άξονες τη γενική αρχή της διατήρησης της εμπορικής επιχείρησης και το επιβεβλημένο απομάκρυνσης από τον απόλυτα προσωποπαγή χαρακτήρα των προσωπικών εταιριών. Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας έχει πλέον απαλειφθεί ως προβλεπόμενος από το νόμο λόγος λύσεως της προσωπικής εταιρίας, ισχύει όμως ως τέτοιος λόγος, εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση. Ωστόσο, στην εκάστοτε εταιρική σύμβαση, μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσης της εταιρίας (άρθρο 259 παρ. 1 εδ. 2 Ν. 4072/2012, ως ανωτέρω), τέτοιοι δε λόγοι δεν αποκλείεται να είναι και γεγονότα που επιφέρουν άλλωστε και την έξοδο εταίρου από την εταιρία (για την εκούσια έξοδο αυτού, βλ. άρθρο 261 Ν. 4072/2012) που αφορούν σε μεταβολές στο πρόσωπο των εταίρων (όπως θάνατος ή πτώχευση εταίρου ή θέση του υπό δικαστική συμπαράσταση κλπ., κατ΄ άρθρο 260 παρ. παρ. 1-2 Ν. 4072/2012) ή και η καταγγελία της εταιρίας από μέρους εταίρου. Συνεπώς, η καταγγελία αποτελεί πλέον λόγο λύσης της ομόρρυθμης εταιρίας, μόνον αν προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση και με τους όρους που προβλέπονται σ΄ αυτή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 259, 294, όπως ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 330 Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11-04-2012), συνάγεται ότι, κατά τα προαναφερόμενα, μεταξύ άλλων, η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Η δικαστική λύση της εταιρίας για σπουδαίο λόγο, αφορά τόσο την εταιρία αορίστου όσο και την ορισμένου χρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της διατήρησης της επιχείρησης και δεδομένου ότι προβλέπεται και δικαίωμα εξόδου του εταίρου, σύμφωνα με το άρθρο 261 του ως άνω νόμου, το δικαίωμα δικαστικής λύσης της εταιρίας συνιστά έσχατο μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης που ανέκυψε με τη συνδρομή του σπουδαίου λόγου και εγείρεται επομένως, μόνο σε περίπτωση που δεν ανευρέθηκε άλλος τρόπος άρσης του αδιεξόδου. Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος. Η ύπαρξή του θα πρέπει πάντως να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας (ΜΕφΑθ 7196/2014 ΤΝΠ Νόμος). Αυτές οι επιπτώσεις είναι απαραίτητο να παρουσιάζουν το στοιχείο της μονιμότητας και να μην έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Συνιστά δε σπουδαίο λόγο οποιοδήποτε περιστατικό, που ανάγεται, στο πρόσωπο ή όχι του αιτούντος, το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επαχθή για τον καταγγέλλοντα εταίρο την εξακολούθηση της εταιρίας έως το χρόνο λήξης της διάρκειάς της. Τέτοια περιστατικά είναι η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείρισή τους, οι διαρκείς διαφωνίες, το μίσος μεταξύ των εταίρων, η διακοπή ή η διατάραξη των προσωπικών σχέσεων μεταξύ των συνεταίρων, όταν αυτή παρουσιάζει σοβαρό και εξακολουθητικό χαρακτήρα και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους που έχουν ως επακόλουθο είτε την παράλυση της λειτουργίας της είτε την αδυναμία της εκπλήρωσης του σκοπού της, (πρβλ. ΕφΑθ 1715/2005 ΕλΔνη 2005.1726). Επισημαίνεται ότι ο σπουδαίος λόγος κρίνεται αντικειμενικώς, η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή σπουδαίου λόγου λύσης της εταιρίας, που είναι αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (πρβλ ΑΠ 681/2010). Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου διατυπώνονται τα εξής: «Πέραν της δυνατότητας του εταίρου να επιφέρει τη δικαστική λύση της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. δ, προβλέπεται για πρώτη φορά το δικαίωμα εξόδου του εταίρου από την εταιρία. Το δικαίωμα εξόδου αντικαθιστά έτσι – χωρίς όμως να καταργεί, καθόσον μπορεί να εισαχθεί με την εταιρική σύμβαση – το δικαίωμα καταγγελίας» (βλ. σχ. και Αρ. Σινανιώτη – Μαρούδη «Προσωπικές Εταιρίες», 2012, σελ. 98).Για τον αποκλεισμό εταίρου, κατά το άρθρο 771 ΑΚ, απαιτείται α) η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ο οποίος θα δικαιολογούσε τη λύση της εταιρίας με καταγγελία και αφορά ειδικότερα παράβαση των εταιρικών υποχρεώσεων, β) αίτηση όλων των εταίρων προς το αρμόδιο δικαστήριο για τον αποκλεισμό του υπαίτιου εταίρου και γ) τελεσίδικη δικαστική απόφαση, διαπλαστικού χαρακτήρα, με την οποία διατάσσεται ο αποκλεισμός. Με τον αποκλεισμό επέρχεται απόσβεση της εταιρικής συμμετοχής και ο εταίρος έχει αξίωση κατά της εταιρίας ίση προς την αξία συμμετοχής του (ΕφΑθ 972/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003/531, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος «Αστ.Κώδ.» τ. 4ος σελ. 80 επ., Ν. Ρόκας «Εμπορικές εταιρίες» εκδ. Δ΄ σελ. 76, 77, Κ. Ρόκας ΝοΒ 18/1281). Οι εταιρικές υποχρεώσεις, η παράβαση των οποίων παρέχει το δικαίωμα αποκλεισμού του εταίρου, εφόσον υπάρχει υπαιτιότητα του ως προς την παράβαση αυτή, είναι δυνατό να επιβάλλονται από την εταιρική σύμβαση ή το νόμο. Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνονται: 1) Η υποχρέωση καταβολής εισφοράς, η οποία μπορεί να συνίσταται και σε προσωπική εργασία (άρθρα 741, 742 ΑΚ). 2) Η απολύτως συναφής προς την προηγουμένη “υποχρέωση πίστεως”, από την οποία προκύπτει θετικά η υποχρέωση διαφυλάξεως των συμφερόντων της εταιρίας, αρνητικά δε η υποχρέωση παραλείψεως κάθε ενέργειας που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα αυτά. Η υποχρέωση αυτή διατυπώνεται ρητά στο άρθρο 747 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο εταίρος δεν δικαιούται να ενεργεί για δικό του ή ξένο λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρείας. Οι πράξεις που απαγορεύονται καθορίζονται από το σύνολο των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης εταιρίας, με βάση κυρίως το σκοπό της, ως καταρχήν δε απαγορευμένες πράξεις θα πρέπει να χαρακτηρισθούν οι πράξεις ανταγωνισμού σε βάρος της εταιρείας, εκείνες δηλαδή που είναι όμοιες με αυτές που εμπίπτουν στο περιεχόμενο του εταιρικού σκοπού (ΕφΔωδ 209/1998 ΕπισκΕμπΔ 199/822, Ν. Ρόκας «Εμπορικές Εταιρίες» σελ. 271, Μηνούδης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 747 αρ. 1, 3, 9, άρθρο 771 αρ. 10, ΕφΠειρ 1114/1982 ΕΕμπΔ ΛΒ/419). Περαιτέρω, στο άρθρο 264 (Δικαιώματα και υποχρεώσεις εξερχόμενου και αποκλειόμενου εταίρου) του ως άνω Ν. 4072/2012 προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Σε περίπτωση εξόδου ή αποκλεισμού εταίρου, η εταιρεία του αποδίδει αυτούσια τα αντικείμενα που είχε εισφέρει κατά χρήση. 2. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, ο εξερχόμενος ή ο αποκλειόμενος εταίρος, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 261, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.