Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ).
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 584/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Μπακούρο.
Της ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤHΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυµης ασφαλιστικής εταιρείας ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη -Ευαγγελία Μαραγκουδάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ, όπως εκπροσωπείτο, ως ανήλικη, από την, έχουσα τη γονική μέριμνα αυτής, μητέρα της ……….., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρχικά κατά: α) του ………, β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και γ) της ήδη καθ’ής η κλήση – εφεσίβλητης – εκκαλούσας ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, την από 2-3-2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/5-3-2019, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού θεώρησε την ανωτέρω αγωγή ως μη ασκηθείσα για τους παραπάνω πρώτο και δεύτερη των εναγόμενων, λόγω παραδεκτής παραίτησης, εκ μέρους της ενάγουσας, από του δικογράφου αυτής ως προς τους τελευταίους, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την τρίτη (και μοναδική πλέον) εναγόμενη για τα αναφερόμενα σε αυτήν αιτήματά της, ενώ κατά τα λοιπά, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, ώστε να προσκομιστεί βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα της ενάγουσας σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην ως άνω απόφαση. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο, μετά την επαναληφθείσα συζήτηση, δικάζοντας κατά την ίδια διαδικασία, εξέδωσε, την υπ΄αρ. 859/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Τις αποφάσεις αυτές πρόσβαλε η ενάγουσα, διά της ως άνω μητέρας της, με την κρινόμενη από 10-5-2021 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή της, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../10-5-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../25-5-2021.
Επίσης την ίδια απόφαση πρόσβαλε η εναγόμενη με την κρινόμενη από 20-12-2021 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή της κατά της ενάγουσας – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./21-12-2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./21-12-2021.
Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν αρχικά για τη δικάσιμο της 3ης-2-2022 κατά την οποία η συζήτησή τους ματαιώθηκε.
Ήδη, με την ένδικη από 15-2-2022, με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./17-2-2022, κλήση της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.26, η ενάγουσα εκκαλούσα – εφεσίβλητη, συνεχίζοντας τη δίκη ατομικά, καθώς είναι πλέον ενήλικη, επαναφέρει προς συζήτηση τις ως άνω εφέσεις.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας, παριστάμενος ως ανωτέρω, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της καθ’ής η κλήση – εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ανωτέρω αναφερθείσα από 15-2-2022 κλήση, επαναφέρονται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 10-5-2021 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …./2021 και Β) η από 20-12-2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ως άνω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 859/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προηγηθείσας υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχουν κατατεθεί δε από τις εκκαλούσες, τα, προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα.
Πρέπει επομένως να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 1754/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, περιλαμβάνει εκτός των άλλων, και τα νοσήλια. Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι δαπάνες για αγορά φαρμάκων, αμοιβές γιατρών, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική, φυσικοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), μίσθωσης αυτοκινήτου-TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, λήψης βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, που μπορεί να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 1207/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κ.λπ., καθώς και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση και έτσι, με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης, θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 1543/2017, Εφ.Δωδ. 215/2018, Μ.Εφ.Αιγ.28/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνεται και η δαπάνη για την καταβολή των νοσηλίων σε θεραπευτικό ίδρυμα (νοσοκομείο ή κλινική), η αμοιβή ιατρών, φάρμακα κλπ., αρκεί η δαπάνη να μην οφείλεται σε υπερβάλλουσα πρόνοια του παθόντος, οπότε και μόνον θα θεωρηθεί ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) και θα υπόκειται σε περικοπή (άρθρο 300 ΑΚ – μείωση, λόγω συντρέχοντος πταίσματος). Συγκεκριμένα, η ελεύθερη επιλογή θεραπευτικού ιδρύματος (νοσοκομείου δημόσιου ή ιδιωτικού), θεράποντος ιατρού και θεραπευτικής μεθόδου, ανήκει στον ίδιο τον ζημιωθέντα. Δηλαδή, ο παθών από αδικοπραξία δεν είναι υποχρεωμένος, για να μην επιβαρύνει τον υπόχρεο, να αρκεσθεί να δεχθεί τις υπηρεσίες, τις οποίες του προσφέρει το ασφαλιστικό του ταμείο, από πλευράς θεραπευτικού ιδρύματος και διαθεσίμων σ` αυτό θεραπευτικών μεθόδων και ιατρών, διότι η υποχρέωση του τραυματισθέντος να περιορίσει τη ζημία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρτερη του αγαθού και του δικαιώματος προστασίας της υγείας του. Επομένως, δικαιούται να ζητήσει τα νοσήλια για την εισαγωγή του σε πλέον δαπανηρό ιδιωτικό θεραπευτήριο, αντί του δημόσιου νοσοκομείου, υπό την προϋπόθεση ότι επικαλείται, ότι αυτό είναι αναγκαίο για την καλύτερη ή ταχύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του ή για την αποτροπή επιδείνωσης της υγείας του, και ότι δεν γίνεται από υπερβάλλουσα πρόνοια του παθόντος. Την αναγκαιότητα αυτή οφείλει να την επικαλεσθεί, και, κατόπιν, να την αποδείξει, ο παθών, προσκομίζοντας αντίστοιχη ιατρική απόδειξη, γιατί διαφορετικά το σχετικό κονδύλιο είναι απορριπτέο κατ’ ουσία (ΑΠ 415/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2017, ο.π. ΑΠ 481/2016, ΑΠ 1935/2013, Εφ.Αθ. 303/2019, Εφ.Αθ. 360/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ.Εφ.Αιγ.28/2021 ο.π.). Επίσης, στα νοσήλια περιλαμβάνεται και η δαπάνη για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ.3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους ως άνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, Εφ.Αθ. 303/2019, Εφ.Δωδ. 199/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 932 του ΑΚ παρέχεται αποζημίωση όταν τελείται αδικοπραξία ή θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη από το νόμο και επί πλέον προκαλείται ηθική βλάβη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Έτσι το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να τάξει ειδική απόδειξη ως προς το ύψος της, αντλώντας, με βάση τον άνω σκοπό, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του ‘’ευλόγου’’, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια καθοριστικά στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, όπως η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Άλλωστε την αρχή αυτή εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ.ΑΠ 9/2015, Ολ.ΑΠ 26/1995, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 160/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 459/2016, ΑΠ 76/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη καλούσα – εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητη στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση), εξέθετε στην ως άνω από 2-3-2019 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως εκπροσωπείτο τότε ως ανήλικη από την, έχουσα τη γονική μέριμνα αυτής, μητέρα της ………., ότι, στις 28-4-2018 και περί ώρα 15.50, ο πρώτος εναγόμενος στην αγωγή αυτή ……………, οδηγώντας επί της λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου στο ύψος της Πλατείας Κοραή στον Πειραιά, το με αριθμό κυκλοφορίας ……… ΔΧ λεωφορείο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», το οποίο ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου προκλήσεως ζημιών σε τρίτους, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….» (ήδη καθ’ής η κλήση – εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και εκκαλούσα στη Β΄ έφεση), προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια) και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή τον τραυματισμό της (ενάγουσας), η οποία ήταν πεζή. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, όπως παραδεκτά (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστική απόφαση, πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), αφενός μεν παραιτήθηκε από του δικογράφου της αγωγής ως προς τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων, αφετέρου δε, περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι, η τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, οφείλει να της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 3.868 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ένεκα του επίδικου ατυχήματος και συνολικά το ποσό των 33.868 ευρώ.
Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού θεώρησε την ανωτέρω αγωγή ως μη ασκηθείσα για τους παραπάνω πρώτο και δεύτερη των εναγόμενων, λόγω παραδεκτής παραίτησης (άρθρα 294, 295 ΚΠολΔ) εκ μέρους της ενάγουσας, από του δικογράφου αυτής ως προς τους τελευταίους, έκρινε νόμιμη την αγωγή, πλην του αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, κατόπιν της μετατροπής του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο, καθώς συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής. Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση κονδύλια κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την υποχρέωση της τρίτης (και πλέον μοναδικής) εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 3.480 ευρώ (280 ευρώ ως αποζημίωση για την καταστροφή του κινητού της τηλεφώνου στο ατύχημα, καθώς και 3.200 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τραυματισμού της), ενώ ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, ως προς τα οριζόμενα επίσης στην ως άνω απόφαση κονδύλια (νοσήλια ποσού 1905,16 ευρώ και αμοιβή ψυχολόγου ποσού 550 ευρώ), ώστε να προσκομιστεί βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα (ΕΦΚΑ) της ενάγουσας, από την οποία να προκύπτει το ποσό που έλαβε ή δικαιούται να λάβει σχετικά με αυτά. Στη συνέχεια και αφού προσκομίστηκε η προαναφερθείσα βεβαίωση, το παραπάνω Δικαστήριο δικάζοντας κατά την ίδια διαδικασία, εξέδωσε, την υπ΄αρ. 859/2021 οριστική απόφασή του, με την οποίαέκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, το ποσό των 1858,14 ευρώ, πέραν του ως άνω επιδικασθέντος με την προηγηθείσα εν μέρει οριστική απόφαση.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης (859/2021) και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προηγηθείσας εν μέρει οριστικής απόφασης (1973/2020), παραπονείται η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, (η οποία συνεχίζει πλέον τη δίκη ατομικά, δυνάμει της ανωτέρω αναφερθείσας κλήσης της, καθώς έχει εν τω μεταξύ επέλθει η ενηλικίωσή της, θεωρείται δε ότι εγκρίνονται αναδρομικά οι προηγούμενες αυτής διαδικαστικές πράξεις), για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή τους, άλλως τη μεταρρύθμισή τους, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της. Ακόμη, κατά των ίδιων αποφάσεων παραπονείται η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη εκκαλούσα στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή τους, άλλως τη μεταρρύθμισή τους, ώστε να απορριφθεί συνολικά η αγωγή.
Με βάση, ωστόσο, τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αγωγή, το κονδύλιό της, που αφορά στα έξοδα που κατέβαλε η ενάγουσα στην ιδιωτική κλινική ‘………’’, για τη νοσηλεία της σε αυτήν και τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε κατά τη διάρκειά της, ύψους 1905,16 ευρώ (2.279,67 ευρώ μείον 374,51 ευρώ που κατέβαλε ο ασφαλιστικός της φορέας), είναι απορριπτέο ως αόριστο. Κι αυτό διότι, δεν αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά ούτε στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τι αφορούν τα νοσήλια, ούτε το είδος των εξετάσεων που διενεργήθηκαν και το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε μία από αυτές, η προσκομιζόμενη δε σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ως άνω θεραπευτηρίου (η οποία δεν μνημονεύεται καν στην αγωγή), δεν μπορεί να θεραπεύσει την αοριστία αυτή. Πέραν τούτου, η ενάγουσα δεν επικαλείται στο αγωγικό δικόγραφο, ότι η εισαγωγή της στο πλέον δαπανηρό ιδιωτικό αυτό θεραπευτήριο, αντί του δημόσιου νοσοκομείου, ήταν αναγκαία για την καλύτερη ή ταχύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας της ή για την αποτροπή επιδείνωσης αυτής, και όχι από υπερβάλλουσα πρόνοια, γεγονός η επίκληση του οποίου (και στη συνέχεια η απόδειξή του) από τον παθόντα, αποτελεί προϋπόθεση για να δικαιούται αυτός να ζητήσει τα νοσήλια που κατέβαλε (στο ιδιωτικό θεραπευτήριο), σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Επίσης, απορριπτέο ως αόριστο τυγχάνει και το αγωγικό κονδύλι ύψους 550 ευρώ, που αφορά στην αμοιβή της ιατρού- ψυχολόγου για τις συνεδρίες ψυχολογικής στήριξης που πραγματοποίησε η ενάγουσα, διότι δεν αναφέρεται ούτε ο αριθμός των συνεδριών, αλλά ούτε και το κόστος έκαστης εξ αυτών, ώστε να καταστεί δυνατή η άμυνα της εναγόμενης. Η αναφορά στην αγωγή των σχετικών αποδείξεων παροχής υπηρεσιών δεν καθιστά ορισμένο το κονδύλιο αυτό. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του (ήτοι την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 859/2021 και την συμπροσβαλλόμενη με αυτήν προηγούμενη υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστική απόφαση), έκρινε ορισμένα και νόμιμα, και ακολούθως εν μέρει δεκτά και ως ουσιαστικά βάσιμα, τα ως άνω κονδύλια, έσφαλε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον δεύτερο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Β΄) έφεσής της, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός, απορριπτομένου, αντίστοιχα, του έκτου λόγου της έτερης ένδικης (υπό στοιχείο Α΄) έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα αυτής, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να γίνει συνολικά δεκτό το ως άνω κονδύλι.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα, ταυτάριθμα με την υπ΄αρ.1973/2020 απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και όλωντων εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 28-4-2018 και περί ώρα 15.50, η ενάγουσα – εκκαλούσα στην Α΄έφεση και εφεσίβλητη στη Β΄έφεση, τότε ανήλικη (γεννηθείσα στις 11-11-2003), στεκόταν πεζή στην εσοχή του πεζοδρομίου της λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου στον Πειραιά, στο ύψος της Πλατείας Κοραή, έχοντας πρόθεση να διασχίσει αυτήν κάθετα, ώστε να περάσει στην απέναντι πλευρά της ως άνω λεωφόρου. Βρισκόταν δε εκεί που τελειώνει η υφιστάμενη στο σημείο αυτό διάβαση πεζών. Η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, ήταν πυκνή, ενώ ο καιρός ήταν καλός και η ορατότητα δεν περιοριζόταν (βλ. σχετικά Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του Α Τ.Τ. Πειραιώς). Τη στιγμή που η ενάγουσα είχε κάνει το πρώτο βήμα για να διασχίσει την ως άνω λεωφόρο οριακά εντός της διάβασης πεζών, όπως προκύπτει από το από 28-4-2018 σχετικό πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνέταξε ο αρχιφύλακας του ως ανω Τ.Τ. ………., διερχόταν (εντός της ειδικής για την κίνηση των λεωφορείων λωρίδας αντίθετης ροής, με κατεύθυνση από την οδό 2ας Μεραρχίας προς τη λεωφόρο Β. Γεωργίου), το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……. Δ.Χ. λεωφορείο, ιδιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «……….…..», οδηγούμενο, με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα, από τον, προστηθέντα της εταιρείας αυτής, ………… (αρχικό πρώτο εναγόμενο), το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτα πρόσωπα, στην αρχικά τρίτη εναγόμενη και ήδη μοναδική εναγόμενη – εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση και εφεσίβλητη στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………». Ο ως άνω οδηγός του λεωφορείου (ο οποίος δεν σταμάτησε την πορεία του οχήματός του έμπροσθεν της διάβασης πεζών), όταν αντιλήφθηκε την ενάγουσα (που είχε κατέλθει του πεζοδρομίου και είχε κάνει το πρώτο βήμα επί του οδοστρώματος), ακινητοποίησε το όχημα πραγματοποιώντας συγχρόνως αριστερό αποφευκτικό ελιγμό, πλην όμως δεν κατέστη δυνατόν να την αποφύγει, με αποτέλεσμα να παρασύρει, με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του, την πεζή, η οποία έπεσε επί του ρείθρου του πεζοδρομίου και στα προστατευτικά κιγκλιδώματα που υπήρχαν εκεί.
Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η πρόκληση του ένδικου ως άνω ατυχήματος, οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) τόσο του οδηγού του λεωφορείου, όσο και της ενάγουσας, οι οποίοι δεν επέδειξαν ο μεν πρώτος, την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, η δε δεύτερη της μέσης συνετής πεζής, που όφειλαν και μπορούσαν, υπό τις επικρατούσες περιστάσεις, να επιδείξουν. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα του οδηγού του λεωφορείου συνίσταται στο ότι, ενώ διέρχονταν από διάβαση πεζών, σε ημέρα και ώρα (Σάββατο μεσημέρι) με αυξημένη κίνηση τόσο πεζών όσο και οχημάτων στο συγκεκριμένο κεντρικό σημείο του Πειραιά (επί της λεωφ. Ηρώων Πολυτεχνείου), δεν διέκοψε την πορεία του, ώστε να επιτρέψει τη διέλευση των πεζών που ανέμεναν για να διασχίσουν το δρόμο μέσω της διάβασης, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, κατά παράβαση της παρ.2 του άρθρου 39 του ΚΟΚ, ούτε εξέπεμψε ηχητικό σήμα, ώστε να προειδοποιήσει την ενάγουσα και τους λοιπούς πεζούς για την έλευσή του, (άρθρο 37 παρ. 1α Κ.Ο.Κ.), ενέργειες στις οποίες αν είχε προβεί, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί το ατύχημα. Από την άλλη μεριά, η υπαιτιότητα της ενάγουσας στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος, συνίσταται στο γεγονός ότι, πριν επιχειρήσει να διασχίσει την ως άνω λεωφόρο κατεβαίνοντας στο οδόστρωμα, δεν έλεγξε επαρκώς την κίνηση των οχημάτων, την απόσταση και την ταχύτητα αυτών, ώστε να βεβαιωθεί ότι μπορεί να το πράξει ασφαλώς, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί το λεωφορείο, που πλησίαζε και βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση από αυτήν, κατά παράβαση της παρ.4 του άρθρου 38 του ΚΟΚ, με αποτέλεσμα να επέλθει ο ως άνω τραυματισμός της. Με βάση τα ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του οδηγού του λεωφορείου προσδιορίζεται σε 40% και της ενάγουσας σε 60 %, γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ως άνω ποσοστό, της σχετικής ένστασης (300 ΑΚ) της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, την οποία επαναφέρει την ένδικη υπό στοιχείο Β΄ έφεσή της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη έκρινε ότι, το ποσοστό συνυπαιτιότητας στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος του ως άνω οδηγού ανέρχεται σε 80% και της ενάγουσας σε 20%, έσφαλε και μη ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή της, o οποίoς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, όσον αφορά στο ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης, ενώ αντίθετα απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας (υπό στοιχείο Α΄), με τον οποίο ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει αποκλειστικά υπαίτιο του ατυχήματος, τον οδηγό του λεωφορείου. Δεν προέκυψε δε ότι το λεωφορείο έβαινε με μεγάλη, για τις περιστάσεις, ταχύτητα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ισχυρισμό που επιχειρεί να ενισχύσει και η …………. -συμμαθήτρια της ενάγουσας στο μάθημα χορού, με την οποία ήταν μαζί κατά το χρόνο του ατυχήματος- στην από 11-10-2018 προανακριτική κατάθεσή της στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, εκτός του ότι πειστικά αντικρούεται από τα όσα καταθέτει, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η επίσης αυτόπτης μάρτυρας – επιβαίνουσα στο λεωφορείο, …………., που κρίνεται πλέον αξιόπιστη, καθώς δεν γνωρίζει τους εμπλεκόμενους στο ατύχημα, και η οποία αναφέρει ότι το λεωφορείο έβαινε με πολύ μικρή ταχύτητα (15-20 χιλ./ώρα), σε κάθε περίπτωση δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Κι αυτό διότι, αν το λεωφορείο είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, δεδομένου και του όγκου του, ο τραυματισμός της ενάγουσας από την πρόσκρουση με αυτό, θα ήταν σαφώς πολύ βαρύτερος, αν όχι μοιραίος. Εξάλλου, ούτε ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι δηλ. αυτή δεν είχε κατέβει στο δρόμο, αλλά είχε βγάλει μόνο το κεφάλι της για να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων, ενώ το λεωφορείο έβαινε ‘’σύριζα’’ στο πεζοδρόμιο, αποδεικνύεται βάσιμος, καθώς, όπως προκύπτει από το σχεδιάγραμμα της τροχαίας η απόστασή του εμπρόσθιου μέρους του λεωφορείου από το πεζοδρόμιο ήταν 120 εκ. (ο οδηγός όταν αντιλήφθηκε την πεζή, προέβη, όπως προαναφέρθηκε, πέραν της τροχοπέδησης και σε αριστερό αποφευκτικό ελιγμό) και το οπίσθιο μέρος, 60 εκ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα – παθούσα, αμέσως μετά το ατύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη θλαστικό τραύμα τριχωτού κεφαλής και πώγωνος όπου έγινε συρραφή, κάκωση δεξιού αγκώνος, περιτραυματική αμνησία, εκδορές δεξιάς άκρας χειρός και δεξιάς κνήμης, άλγος δεξιάς πηχεοκαρπικής και αυχεναλγία και εξήλθε του Νοσοκομείου αυθημερόν με τη σύσταση να παραμείνει νοσηλευόμενη κατ’ οίκον επί επταήμερο (βλ. υπ΄αρ. ……/2-5-2018 ιατρικό πιστοποιητικό του ως άνω νοσοκομείου). Την επομένη του ατυχήματος παρουσίασε αίσθημα ζάλης και επεισόδιο εμετού, μεταφέρθηκε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο ‘……..’’, όπου υποβλήθηκε εκ νέου σε εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις χωρίς διαφορετικά ή νεότερα ευρήματα. Υποβλήθηκε επίσης σε νευροχειρουργική, ορθοπεδική, γναθοχειρουργική και ΩΡΛ εκτίμηση χωρίς να προκύψουν παθολογικά ευρήματα, και εξήλθε από το ως άνω θεραπευτήριο στις 2-5-2018, αφού έλαβε ενδοφλέβια ενυδάτωση και αντιβιοτική αγωγή, με τη σύσταση να παραμείνει στο σπίτι για 10 ημέρες, να φέρει μαλακό κολάρo καθώς επίσης να αποφύγει τη γυμναστική και να σηκώνει βάρη για 15 μέρες (βλ. από 2-5-2018 ιατρική βεβαίωση του επιμελητή – παιδιάτρου της Α΄ παιδιατρικής κλινικής του …….., …………., σε συνδυασμό με το ιατρικό σημείωμα και εξιτήριο της ως άνω κλινικής). Λόγω δε της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης της υγείας της ενάγουσας, που προκλήθηκε από τον τραυματισμό της στην ένδικη σύγκρουση, η τελευταία, για διάστημα 10 ημερών μετά από το ατύχημα, με βάση τα αναφερόμενα στα παραπάνω ιατρικά πιστοποιητικά (και όχι 15 ημέρες που αναφέρεται στην αγωγή και κρίνεται υπερβολικό), δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως, καθώς φορούσε αυχενικό κολάρο και πονούσε στον δεξιό καρπό και στον αυχένα, αλλά χρειαζόταν προς τούτο τη φροντίδα τρίτου προσώπου, το οποίο τη συνόδευε επίσης, λόγω και του νεαρού της ηλικίας της (15 ετών), στις επισκέψεις της στο νοσοκομείο και στους ιατρούς που την παρακολουθούσαν. Τις υπηρεσίες αυτές της προσέφερε η μητέρα της, πέραν από τη συνήθη μητρική φροντίδα, με υπερένταση των προσπαθειών της. Το ποσό δε, που θα κατέβαλε η ενάγουσα για τις εν λόγω υπηρεσίες, αν είχε προσλάβει τρίτο πρόσωπο, ανέρχεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για το εν λόγω διάστημα συνολικά σε 400 ευρώ, ήτοι 40 ευρώ ημερησίως χ 10 ημέρες. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση του ατυχήματος (400 χ 60 %=) 240 ευρώ και να διαμορφωθεί στο τελικό ποσό των 160 ευρώ (400 – 240 ευρώ), γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αιτήματος της αγωγής κι ως ουσιαστικά βάσιμου, για το ως άνω ποσό. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί απόρριψης του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, επειδή δεν προκύπτει από ιατρική γνωμάτευση ότι η ως άνω παθούσα είχε ανάγκη φροντίδας τρίτου προσώπου, δεν ελέγχεται ως βάσιμος, διότι, η παραπάνω αναφερθείσα κατάσταση της υγείας της παθούσας σε συνδυασμό με την ηλικία της κατά το χρόνο του ατυχήματος, καταδεικνύει το αντίθετο. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθώς τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής της. Εξάλλου, η ενάγουσα κατά το χρόνο του ατυχήματος, όπως επιβεβαιώνει η μάρτυρας απόδειξης – μητέρα της, φορούσε μία φόρμα μάρκας bodytalk, ένα μπουφάν BSB και γυαλιά ηλίου Vogue, τα οποία καταστράφηκαν λόγω της πτώσης της, εξαιτίας του ατυχήματος. Η αξία αυτών, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν ήταν καινούρια, εκτιμάται από το Δικαστήριο σε 60, 80 και 70 ευρώ αντίστοιχα (και όχι 95, 130 και 110 ευρώ που αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της). Επίσης, κατά την πτώση της καταστράφηκε το κινητό της μάρκας Samsung, όπως φαίνεται και από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, το οποίο αναγκάστηκε να αντικαταστήσει καταβάλλοντας το ποσό των 348 ευρώ (βλ. σχετικά υπ΄αρ. ………../2019 απόδειξη πώλησης της ‘’netmobile.gr’’ για την αγορά ενός Appleiphone 6s). Ακόμη, κατά το ατύχημα απωλέσθη μία τσάντα που κρατούσε η ενάγουσα και περιείχε ένα ζευγάρι υποδήματα (χορού) μάρκας Latin αξίας 90 ευρώ (και όχι 140 ευρώ που αναφέρεται στην αγωγή, λαμβανομένου υπόψη ότι κι αυτά δεν ήταν καινούρια), καθώς και μία κολώνια μάρκας Lancome και ένα κραγιόν, αξίας 65 και 20 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία μόλις είχε αγοράσει από τα καταστήματα Hondos, ως δώρα για τη μητέρα της, λόγω των επικείμενων γενεθλίων, όπως επίσης αυτή καταθέτει. Η ζημία της ενάγουσας από την καταστροφή και την απώλεια των ως άνω αντικειμένων, κατά τα προαναφερθέντα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 733 ευρώ (60 + 80 + 70 + 348 + 90 + 65 + 20 ευρώ). Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ως άνω ποσοστό συνυπαιτιότητάς της (733 χ 60% =) 439,8 ευρώ και να διαμορφωθεί στο ποσό των 293,2 ευρώ (733 – 469,8 ευρώ), γενομένου εν μέρει δεκτού (για το ποσό αυτό) του σχετικού αιτήματος της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το ως άνω κονδύλιο κατ΄ ουσία, πλην του ποσού της αξίας του κινητού τηλεφώνου, το οποίο έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά της αποδείξεις, όπως βάσιμα παραπονείται η ενάγουσα με τον δεύτερο λόγο της (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής της. Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο από τα παραπάνω, πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι η ενάγουσα, λόγω του τραυματισμού της εξαιτίας του ατυχήματος, όπως αυτός αναλυτικά περιγράφεται παραπάνω, υπέστη και ηθική βλάβη από την αδικοπραξία του προαναφερθέντος οδηγού του ως άνω λεωφορείου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην εναγόμενη εταιρεία. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της πράξης του οδηγού αυτού, το βαθμό του πταίσματός του, αλλά και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του ενάγουσας – πεζής, την ηλικία αυτής κατά το χρόνο του ατυχήματος, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, πλην της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, ότι πρέπει να της επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.300 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα, το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού της, την ταλαιπωρία που υπέστη και τον ψυχικό πόνο που δοκίμασε ένεκα αυτού, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σχετική μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το ποσό αυτόκαι όχι για το ποσό των 3.200 ευρώ, που επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (κατόπιν εσφαλμένης μάλιστα μείωσης, κατά τον αναγνωρισθέντα από αυτό βαθμό συνυπαιτιότητας της ενάγουσας όπως βάσιμα επισημαίνεται με τον πέμπτο λόγο της Α΄ έφεσης) το οποίο, με βάση τα ως άνω συνεκτιμώμενα από το Δικαστήριο στοιχεία (δεδομένου και ότι, το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε ότι την ενάγουσα βαρύνει μεγαλύτερο ποσοστό συνυπαιτιότητας από αυτό που αναγνώρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) κρίνεται υπερβολικό, γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου, του σχετικού δεύτερου λόγου της Β΄ έφεσης κι απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση μεγαλύτερου ποσού, ως αβάσιμου.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ένδικων εφέσεων, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη), καθώς και η προηγηθείσα αυτής ανωτέρω εν μέρει οριστική απόφαση, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και ως βάσιμες και κατ΄ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη, οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των (160+293,2+1.300)= 1.753,2 ευρώ. Εκ του ποσού αυτού το ποσό των 453,2 ευρώ θα επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο επιδικίας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 1.300 ευρώ, που αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (θα επιδικαστεί) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ζήτησε η εναγόμενη πρωτοδίκως και επαναφέρει το αίτημά της αυτό με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της, ο οποίος είναι βάσιμος για το ποσό αυτό, καθώς πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας στην Α΄ έφεση – εφεσίβλητης στη Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση – εκκαλούσας στη Β΄ έφεση και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση των αναφερόμενων επίσης στο διατακτικό, παραβόλων, στις καταθέσασες αυτά εκκαλούσες των ένδικων εφέσεων, αντίστοιχα, (κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις κάτωθι εφέσεις: Α) την από 10-5-2021 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …./2021 και Β) την από 20-12-2021 και με Ε.Α.Κ. …./2021, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τις εφέσεις αυτές κατά το τυπικό και κατά το ουσιαστικό τους μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 859/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και την συμπροσβαλλόμενη με αυτήν υπ΄αρ. 1973/2020 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Κρατεί την από 2-3-2019 και με Ε.Α.Κ. …./2019 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των χιλίων επτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και δύο λεπτών (1.753,2 ευρώ), εκ των οποίων το ποσό των τετρακοσίων πενήντα τριών ευρώ και δύο λεπτών (453,2 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ το υπόλοιπο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, επίσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων του Δημοσίου στις καταθέσασες αυτά εκκαλούσες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, (ήτοι του e-παραβόλου με αρ. ………/2021, ποσού 100 ευρώ, στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης και του e-παραβόλου με αρ. ………./2021, ποσού 100 ευρώ, στην εκκαλούσα της Β΄ έφεσης).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ