ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 266/2022
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Παπαθεοδωρόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) ανώνυμης εταιρείας ……………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Αλικανιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο πρώτος εκ των εφεσιβλήτων την από 25.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) αγωγή και β) η εκκαλούσα την από 2.11.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3131/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενηανακοινώνουσα δίκη-προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 25.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2019, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 8η.10.2020 και μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης καθώς και με τους από 1.10.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2020) πρόσθετους λόγους έφεσης, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 25-10-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………../2019) έφεση της πρωτοδίκως εναγόμενης – προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας (όπως αυτή παραδεκτά με τις προτάσεις της εκκαλούσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διορθώθηκε ως προς την επωνυμία της από την λανθασμένη «……….» στην ορθή «……..») κατά του πρωτοδίκως ενάγοντος και της καθής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», καθώς και οι από 01-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ………/2020) πρόσθετοι λόγοι έφεσης (όπως αυτοί παραδεκτά με τις προτάσεις της εκκαλούσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου διορθώθηκαν ως προς την επωνυμία της από την λανθασμένη «………..» στην ορθή «………..») προς εξαφάνιση της υπ΄αριθμ. 3131/ 2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών), το οποίο, συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 25-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……./2018) αγωγή του ήδη εφεσίβλητου κατά της ήδη εκκαλούσας για επιδίκαση αποζημίωσης λόγω του απολεσθέντος εισοδήματός του και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα που υπέστη εργαζόμενος στην εναγόμενη εταιρεία και την από 02-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……./2018) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και απέρριψε την τελευταία, αφορούν (οι ανω πρόσθετοι λόγοι) στα ίδια προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλούμενης απόφασης και σε αναγκαστικώς συνεχόμενα με αυτά και γι’ αυτό πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 520 παρ.2 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο, κατά την ίδια πιο πάνω ειδική διαδικασία κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 09-09-2019, η δε κρινόμενη από 25-10-2019 έφεση ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29-10-2019 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, ήτοι τριάντα ημέρες από την επίδοση της εκκαλούμενης (βλ.σχετ.την υπ΄αριθμ……./ 30-09-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….).
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Επίσης, οι από 01-10-2020 πρόσθετοι λόγοι έφεσης έχουν ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 01-10-2020 και κοινοποίηση στους εφεσίβλητους τουλάχιστον τριάντα μέρες πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στην πιο πάνω ορισθείσα δικάσιμο (βλ. σχετ. τις υπ΄αριθμ. …..΄και ……΄/02-10-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………..).Συνεπώς και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της άσκησης της κρινόμενης έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου (άρθρο 495 περ. Γ εδ. τελευταίο, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 – και όπως το α` εδ. της περ. Γ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α` 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του ν. 4446/2016), καθόσον η υποχρέωση κατάθεσης του παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 614 αριθ. 3 του ΚΠολΔ εργατικές διαφορές (προϊσχύον άρθρο 663 του ΚΠολΔ για τις εργατικές διαφορές, υπό την ισχύ του οποίου, επίσης – πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου 4335/2015 – δεν απαιτούνταν η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε` του ΚΠολΔ – βλ. ΕφΛαρ 168/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ).
Α. Με την από 25-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../2018) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών) ο ενάγων εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι την 01-08-2014 στο Πέραμα Αττικής κατήρτισε με την εναγομένη τεχνική εταιρεία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης και προσλήφθηκε από αυτήν ως οικοδόμος, απασχολούμενος έκτοτε σε τεχνικά έργα που αναλάμβανε η ίδια, αντί «καθαρού» ημερομισθίου ποσού 35,00 ευρώ. Ότι την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου 2017 η εναγόμενη ανέθεσε σ΄αυτόν και σε άλλους τρεις συναδέλφους του, διάφορες εργασίες γκρεμίσματος τοιχίων και σοβατίσματος σε ισόγειο χώρο εμβαδού 200 τ.μ. επί της …………. στο Πέραμα, που είχε μισθώσει το χρονικό εκείνο διάστημα η εναγόμενη εταιρεία, προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει ως αποθήκη των εργαλείων και των υλικών της. Ότι αφού η εναγόμενη εγκατέστησε στον χώρο αυτό πατάρι από σιδερένιο σκελετό και σκάλα, όπως επίσης και ξύλινο δάπεδο, του έδωσε την εντολή να προβεί, με υλικά που η ίδια του χορήγησε, σε καθαρισμό και βαφή του παταριού. Ότι το πατάρι αυτό ήταν αυθαίρετη κατασκευή, στερείτο δε στηθαίου ή κάγκελου, ή ακόμη και απλού σχοινιού, που θα απέτρεπε την πτώση στο κενό οποιουδήποτε ανέβαινε σ΄αυτό και για οποιονδήποτε λόγο έχανε την ισορροπία του, επιπλέον δε στερείτο και φωτισμού. Ότι ενώ εργαζόταν στο πατάρι, μόνος και χωρίς τη βοήθεια άλλου εργαζόμενου, η ύπαρξη του οποίου με βεβαιότητα θα απέτρεπε το ατύχημά του, ελλείψει οποιουδήποτε προστατευτικού στοιχείου, αλλά και επαρκούς φωτισμού, βρέθηκε στο κενό και έπεσε προς τα πίσω στο δάπεδο της αποθήκης, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί βαριά στην περιοχή της δεξιάς και αριστερής πτέρνας και στους αστραγάλους. Ότι συνεπεία του ανωτέρω τραυματισμού του κατέστη πρόσκαιρα πλήρως ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματός του (οικοδόμος), αλλά και κάθε άλλου κοινωνικώς και οικονομικώς ισοδυνάμου, η ανικανότητά του δε αυτή, κατά τις ιατρικές εκτιμήσεις, θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018. Ότι το ως άνω εργατικό ατύχημα οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγομένης, οι οποίοι αποφάσισαν και διενήργησαν αυθαιρέτως επισκευαστικές και κατασκευαστικές εργασίες επί ακινήτου, χωρίς να αναθέσουν σε υπεύθυνο Μηχανικό την εκπόνηση και υποβολή προς έγκριση στην αρμόδια Πολεοδομική αρχή, σχεδίων και μελετών, παρέλειψαν να λάβουν μέτρα σχετιζόμενα με τη στατικότητα, ασφάλεια και τοποθέτηση στο πατάρι προστατευτικών στοιχείων, διενήργησαν τις αυθαίρετες αυτές οικοδομικές εργασίες χωρίς να ορίσουν, ως όφειλαν, Τεχνικό ασφαλείας, τέλος δε, του έδωσαν την εντολή να εργασθεί μόνος και χωρίς καμία βοήθεια άλλου εργαζομένου, σε χώρο που βρισκόταν υπερυψωμένος σε ύψος 2,50 μέτρων.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, ως αποζημίωση λόγω του απολεσθέντος εισοδήματός του από την εν λόγω εργασία του για το χρονικό διάστημα από 04-09-2017 μέχρι 30-07-2018 και δη τη διαφορά του εισοδήματος που λάμβανε από την εργασία του ως οικοδόμος, σε σχέση με τις παροχές που έλαβε από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ για το ίδιο διάστημα ως επιδότηση λόγω ανικανότητας, η οποία ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 2.970,00 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το επίδικο εργατικό ατύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα τον βαρύτατο τραυματισμό του, τη συνεπεία τούτου εργασιακή του ανικανότητα και τη σωματική του αναπηρία, το ποσό των 250.000,00 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Β. Με την από 02-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../2018) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η εναγόμενη εταιρεία της κύριας αγωγής ισχυρίστηκε ότι η προσεπικαλούμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ενέχεται έναντι αυτής, ως δικονομική εγγυήτρια, ευθυνόμενη να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν θα επιδικασθεί σε βάρος της και υπέρ του ενάγοντος της κύριας αγωγής, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος είχε συνάψει μ΄αυτήν το υπ΄αριθμ. ……….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με αριθμό ανανέωσης …………, με λήπτη της ασφάλισης την ίδια και ασφαλιζόμενους τους εργαζόμενους της εταιρείας, δυνάμει του οποίου καλύπτονταν ατυχήματα που μπορεί να συμβούν ολόκληρο το 24ωρο στους εργαζομένους της, με ανώτατο όριο ευθύνης σε περίπτωση ομαδικού ατυχήματος ανά ζημιογόνο γεγονός για όλη την ασφαλιστική περίοδο, κατά την οποία δεν υπήρξε άλλο ατύχημα, το ποσό των 182.000,00 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό, η προσεπικαλούσα – ενάγουσα ζήτησε να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής η προσεπικαλούμενη εναγόμενη στην κύρια δίκη, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό κριθεί ότι πρέπει να καταβάλει η ίδια με την εκδοθησόμενη απόφαση στον κυρίως ενάγοντα (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), νομιμοτόκως από την καταβολή του ποσού αυτού μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και τέλος να καταδικασθεί η προσεπικαλούμενη εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Επί της ως άνω κύριας αγωγής και της ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 3131/2019 απόφαση η οποία, αφού συνεκδίκασε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή και την ανακοίνωση δίκης προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή, απέρριψε την τελευταία ως μη νόμιμη, ομοίως δε, όπως έκρινε, εφόσον δεν υφίσταται έννομη σχέση που να συνδέει την προσεπικαλούσα με την προσεπικαλουμένη και να δικαιολογεί τη μετακύλιση στην τελευταία των συνεπειών της ήττας της προσεπικαλούσας κατά την κύρια δίκη, απέρριψε την προσεπίκληση, η οποία όπως εκτιμήθηκε αποτελεί ανακοίνωση δίκης αφού δεν συντρέχει εν προκειμένω μία εκ τις περιοριστικά από το νόμο επιτρεπόμενες περιπτώσεις προσεπίκλησης και ως προς την κύρια αγωγή αφού την έκρινε ορισμένη και νόμιμη εκτός από το αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω στέρησης των εισοδημάτων του από την εργασία του, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο καθόσον, όπως έκρινε, εφόσον ο ενάγων υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ η εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για περιουσιακή αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα) δεδομένου ότι η αγωγή στηρίζεται σε υπαιτιότητα των εκπροσώπων της εναγομένης που επέφερε το ένδικο ατύχημα, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Ακόμη κήρυξε την απόφαση ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή εν μέρει κατά το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950,00) ευρώ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Για την αμέλεια δηλαδή απαιτείται η διαπίστωση αφ` ενός μεν, ότι ο ζημιώσας δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ` αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος υπό τις ίδιες περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την λογική και την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αφ` ετέρου δε, ότι είχε τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Η παράλειψη είναι παράνομη όταν υπάρχει υποχρέωση για ορισμένη ενέργεια έναντι συγκεκριμένου προσώπου ή της ολότητας, η οποία μπορεί να πηγάζει από το νόμο, από δικαιοπραξία ή από τη συναλλακτική καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, γεγονός που συμβαίνει ιδίως όταν με ενέργειες του υπαιτίου δημιουργείται πραγματική κατάσταση επικίνδυνη για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα τρίτων προσώπων. Παράνομη συμπεριφορά, ως αντικειμενικό στοιχείο θεμελίωσης δικαιοπρακτικής ευθύνης, συνιστά και κάθε ενέργεια ή παράλειψη, η οποία παραβιάζει το αντικειμενικό μέτρο της επιμέλειας, που τηρεί ο μέσος συνετός άνθρωπος του ίδιου συναλλακτικού κύκλου με τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει και αυτός να δείξει τον ίδιο με εκείνον βαθμό επιμέλειας, ώστε να μπορεί να προβλέπει και να αποφεύγει την προσβολή των αγαθών και των εννόμων συμφερόντων τρίτων προσώπων. Σ` αυτή την περίπτωση η ίδια αμελής αντισυναλλακτική συμπεριφορά συγκεκριμένου προσώπου θεμελιώνει συγχρόνως και υπαιτιότητα αυτού σε βαθμό αμέλειας ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, η οποία, στο χώρο του αστικού δικαίου, κρίνεται με το ίδιο αντικειμενικό μέτρο – κριτήριο, των δυνατοτήτων του μέσου συνετού και ευσυνείδητου προσώπου (ΑΠ 1979/2017, ΑΠ 1451/2014 δημ. νόμος). Αιτιώδης σύνδεσμος δε υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1398/2015, ΑΠ 1302/2011 δημ. Νόμος). Η πράξη ή η παράλειψη του ζημιώσαντος δηλαδή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς το οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως, αν συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (ΑΠ 40/2016 δημ. νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (Ολ. ΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 1987/1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα , σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ. ΑΠ 26/1995, ΕλλΔ/νη 37.38, ΑΠ 274/2000, ΕλλΔ/νη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ. ΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002, ΕλλΔ/νη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.).
Επομένως, για να δικαιούται ο παθών από εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του ή των προστηθέντων απ΄αυτόν (άρθρο 922 ΑΚ) με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν.551/ 1915. Η παράνομη δε συμπεριφορά έναντι του ζημιωθέντος μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 81/ 2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, ειτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους ανωτέρω νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια δε, γενικά μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το ν.1658/ 1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων», οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων ότι « ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα». Επίσης, γενικά μέτρα ασφαλείας προβλέπονται πλέον από τον Ν.3850/ 2010,ο οποίος ορίζει και περί των υποχρεώσεων του τεχνικού ασφαλείας που υποχρεούται να ορίζει η επιχείρηση : άρθρο 15 «Επίβλεψη συνθηκών εργασίας 1. Για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας ο τεχνικός ασφαλείας έχει υποχρέωση : α) να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγείας και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισής της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους, β) να επιβλέπει την ορθή χρήση των ατομικών μέσων προστασίας, γ) να ερευνά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων, να αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών του και να προτείνει μέτρα για την αποτροπή παρόμοιων ατυχημάτων… 2. Για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση ο τεχνικός ασφαλείας έχει υποχρέωση: α) να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους, β) να συμμετέχει στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης …». Επίσης, κατά το άρθρο 42 « Γενικές υποχρεώσεις εργοδοτών. 1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων. 5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων, β) να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους, γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους». Κατά δε το άρθρο 43 του ίδιου νόμου « Ειδικές υποχρεώσεις εργοδοτών 2. Επιπλέον ο εργοδότης οφείλει: α) Να αναγγέλλει στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος, εντος 24 ωρών, όλα τα εργατικά ατυχήματα και εφόσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, να τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν.778/ 1980 «περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών», ο οποίος κατά το άρθρο 1, εφαρμόζεται επί εργασιών ανεγέρσεων, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των εις αυτάς εκτελουμένων πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών : «Φωταγωγοί – Ανοίγματα δαπέδων – Κλιμακοστάσια, Φωταγωγοί, φρέατα ανελκυστήρων και εν γένει ανοίγματα επί των δαπέδων, δέον όπως προστατεύονται είτε περιμετρικώς δι΄ανθεκτικών κιγκλιδωμάτων ύψους τουλάχιστον ενός (1,00) μέτρον και θωρακίων ύψους δεκαπέντε εκατοστών (0,15) του μέτρου, είτε δια της πλήρους καλύψεως των δι΄αμετακινήτου στερεού σανιδώματος πάχους δύο και ημίσεως εκατοστών (0,025) του μέτρου, ηλουμένον επί ανθεκτικού πλαισίου εκ ξυλίνων λατακίων, είτε δια της τοποθετήσεως σιδηρού πλέγματος οπλισμού στερεουμένου εντος της πλακός κατά την κατασκευήν της».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του π.δ. 305/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/ 57/ ΕΟΚ ( ΦΕΚ Α΄212/ 1996 ): « Ορισμοί. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νοούνται ως: 1. Προσωρινό ή κινητό εργοτάξιο, που στο εξής αποκαλείται ΄εργοτάξιο΄ : Κάθε εργοτάξιο όπου πραγματοποιούνται εργασίες οικοδομικές ή / και πολιτικού μηχανικού και γενικά εκτελείται τεχνικό έργο. Στο παράρτημα Ι του άρθρου 12 περιλαμβάνεται ενδεικτικός κατάλογος τέτοιων εργασιών». Άρθρο 12 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι «ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ……….7. Ανακαινίσεις, 8. Επισκευές ……..12. Τακτική συντήρηση – Εργασίες βαφής και καθαρισμού….». Κατά δε τα εδάφια 5.1 και 5.2 Τμήματος ΙΙ , Μέρος Β, Παράρτημα ΙVάρθρου 12 παρ.4 του άνω π.δ. « 5.1 Οι πτώσεις από ύψος πρέπει να προλαμβάνονται, ιδίως μέσω στερεών κιγκλιδωμάτων με επαρκές ύψος που θα διαθέτουν τουλάχιστον ένα εμπόδιο στη στάθμη του δαπέδου, ένα χειρολισθήρα και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, ή άλλο ισοδύναμο μέσο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. 5.2 Οι εργασίες σε ύψος μπορούν να πραγματοποιούνται μόνο με τη βοήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού ή με μηχανισμούς συλλογικής προστασίας όπως κιγκλιδώματα, εξέδρες ή δίχτυα προστασίας. Σε περίπτωση που η χρήση αυτών των μέσων δεν είναι δυνατή λόγω της φύσης των εργασιών, πρέπει να προβλέπονται τα κατάλληλα μέσα πρόσβασης και να χρησιμοποιούνται ζώνες ασφαλείας ή άλλες μέθοδοι ασφαλείας με αγκύρωση, με τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας. 3. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις περί ικριωμάτων του υπ΄αριθμ.778/ 80 Π.δ/ τος « περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών».
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του Α.Ν. 1846/ 1951 « περί κοινωνικών ασφαλίσεων», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ.1 και 3 του Ν. 551/ 1914, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν με το από 24.7 / 25-8-1920 Β.Δ. « περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη υπηρεσία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» συνάγεται ότι όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα που έγινε ύστερα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτή υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωσή του σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, όσο και από την προβλεπόμενη κατά τις διατάξεις του νόμου 551/ 1914 ειδική αποζημίωση. Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προσώπου που προστέθηκε από αυτόν, υποχρεούται αυτός να καταβάλει στον παθόντα την από το ως άνω άρθρο 34 παρ.2 του α.ν. 1846/ 1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της σύμφωνα με το κοινό δίκαιο οφειλόμενης αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που, λόγω του ατυχήματος, χορηγεί το ΙΚΑ στον παθόντα. Σημειώνεται δε ότι οι παραπάνω διατάξεις αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι και στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ως άνω νόμο και έτσι εφαρμόζονται μόνο οι γενικές διατάξεις.
Στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ν.2496/ 1997 ορίζεται : «με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει έναντι ασφαλίστρου στον αντισυμβαλλόμενο της (λήπτη ασφαλιστή) ή τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται ή υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση)», κατά δε, τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.7 του ίδιου νόμου (2496/1997), αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση (ΑΠ 293/ 2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ κατά κανόνα οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Εάν όμως οι άνω ιδιότητες δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, όπως συμβαίνει επί ασφαλίσεως ξένου συμφέροντος, η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου και είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα άρθρα 410 επ. του ΑΚ. Έτσι στην περίπτωση αυτή, τρίτος δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι ο ασφαλισμένος που ορίσθηκε από τη σύμβαση ότι απειλείται από τον ασφαλιστικό κίνδυνο και πλήττεται από την πραγματοποίησή του. Αυτός δηλαδή (τρίτος) είναι ο μόνος που μπορεί να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος απευθείας στον ίδιο. Συνεπώς, ο τρίτος ασφαλισμένος νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής του ασφαλίσματος αγωγής κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 11/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ασφάλιση ξένου συμφέροντος έτσι, είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ.410 επ. ΑΚ), διότι σαφώς προκύπτει βούληση των συμβαλλομένων, δηλαδή αφενός του υποσχεθέντος και του δέκτη της υπόσχεσης, αφετέρου ότι ο τρίτος δικαιούται να απαιτήσει την παροχή από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή απευθείας, οπότε δικαιούχος του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου είναι αποκλειστικά ο τρίτος (άρθρ.411 ΑΚ), ενώ ο αντισυμβληθείς (λήπτης της ασφάλισης) δικαιούται απλώς να απαιτήσει από τον ασφαλιστή να καταβάλει το ασφάλισμα στον τρίτο, ασφαλισμένο (ΑΠ 74/ 2016, ΑΠ ΕφΘεσ6497/ 2005, ΕφΑθ 1369/ 2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ιωάννη Κ.Ρόκα « Ιδιωτική Ασφάλιση», εκδ.2003,σελ.198 παρ.314 ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή, στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη κύρια αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και τα αναφερόμενα στις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, περιέχεται σ` αυτήν σαφής έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εφεσίβλητο κατά της εκκαλούσας, ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα απορριπτέος κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Ως προς δε την από 02-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ……../ 2018) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα σε συνδυασμό με την επισκόπηση εν προκειμένω των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Η παρεμπιπτόντως ενάγουσα κατήρτισε με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………» το υπ΄αριθμ. ……. ασφαλιστήριο συμβόλαιο (ασφάλιση ποσού) με αριθμό ανανέωσης …………, με λήπτη της ασφάλισης την ίδια και ασφαλιζόμενους τους εργαζόμενους στην επιχείρησή της, με το οποίο καλύπτονταν ατυχήματα με παθόντες τους εργαζόμενους, σύμφωνα με τους ειδικότερους αναφερόμενο σ΄αυτό (συμβόλαιο) όρους, με ανώτατο όριο ευθύνης σε περίπτωση ομαδικού ατυχήματος ανά ζημιογόνο γεγονός για όλη την ασφαλιστική περίοδο, το ποσό των 182.000,00 ευρώ. Η εν λόγω σύμβαση αποτελεί συμφωνία ομαδικής ασφάλισης, με ασφαλισμένους τους κατονομαζόμενους σε αυτήν εργαζόμενους της επιχείρησής της εναγομένης στην κύρια αγωγή, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, ο οποίος ως δικαιούχος του ασφαλίσματος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, δικαιούται να απαιτήσει την παροχή απευθείας από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου ),η δε εργοδότρια εταιρεία, ως λήπτρια της ασφάλισης δικαιούται μόνο να απαιτήσει την καταβολή αυτού στον ασφαλισμένο εργαζόμενό της. Ως εκ τούτου μη νομίμως η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει σ΄αυτήν τα χρηματικά ποσά που η ίδια θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα – εργαζόμενό της με την απόφαση επί της κύριας ως άνω αγωγής του τελευταίου και συνεπώς η κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή με το αίτημα αυτό, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη. Συνακόλουθα δε, εφόσον δεν υφίσταται έννομη σχέση που να συνδέει την προσεπικαλούσα με την προσεπικαλουμένη και να δικαιολογεί τη μετακύλιση στην τελευταία των συνεπειών της ήττας της προσεπικαλούσας κατά την κύρια δίκη, πρέπει να απορριφθεί και η υπό κρίση προσεπίκληση, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί, κατά ορθή εκτίμηση του περιεχόμενου της, ανακοίνωση δίκης, καθόσον δεν συντρέχει εν προκειμένω καμία εκ τις περιοριστικά από το νόμο επιτρεπόμενες περιπτώσεις προσεπίκλησης, σύμφωνα με τα άρθα 86,87 και 88 του ΚΠολΔ. Επομένως αφού τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης, απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω δικαστηρίου, από την υπ΄αριθμ. …../ 11-01-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγόμενης, ……….., που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά κατοπιν νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου της – ενάγοντος, προς αντίκρουση των περιεχομένων στις προτάσεις του ενάγοντος ισχυρισμών, μη λαμβανομένων υπόψη των υπ΄αριθμ….. και ….. / 11-01-2019 ένορκων βεβαιώσεων των ……… και ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, ως ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων, καθόσον αυτοί είναι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγόμενης εταιρείας και αφού δεν είναι τρίτοι δεν μπορούν να έχουν την ιδιότητα του μάρτυρα (Ολ ΑΠ 745/2007, ΑΠ 1312/ 2001, ΑΠ 2194/ 2014,ΑΠ 715/ 2013, ΑΠ 397/ 2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις τυχον ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ο οποίος είναι υπήκοος Αλβανίας και κάτοχος της υπ΄αριθμ. ……. άδειας παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα, προσλήφθηκε από την εναγόμενη τεχνική εταιρεία στις 26-08-2014 ως οικοδόμος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, από Δευτέρα εως και Παρασκευή,από08.00 έως 16.00, στα δημόσια και ιδιωτικά έργα που αναλάμβανε αυτή, αντί μεικτού ημερομισθίου 37,64 ευρώ. Στα τέλη Αυγούστου 2017, η εναγομένη αποφάσισε την μεταφορά του εξοπλισμού της (εργαλεία, υλικά κλπ) σε ισόγεια αποθήκη που είχε η ίδια μισθώσει στο Πέραμα και επί της οδού ………. Για τον σκοπό αυτό, ανέθεσε στον ενάγοντα (που μόλις είχε επιστρέψει από άδεια αναψυχής) και σε τρείς ακόμη συναδέλφους του, να προβούν σε εργασίες καθαρισμού και βαφής των εσωτερικών χώρων της αποθήκης, παρέχοντας σ΄αυτούς τον σχετικό εξοπλισμό, ήτοι σκάλα, βούρτσες, μπογιές κλπ, χωρίς όμως να τους έχει παράσχει και ατομικά μέσα προστασίας, όπως ρούχα και υποδήματα ασφαλείας. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος ότι η εναγομένη εκτελούσε στην αποθήκη οικοδομικές εργασίες που απαιτούσαν την έκδοση οικοδομικής άδειας ή έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι αυτή είχε δώσει, δια των εκπροσώπων της εντολή μόνο για τον καθαρισμό και το βάψιμο της αποθήκης.
Στη συνέχεια από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι την 04-09-2017, μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών, ο ενάγων, κατόπιν σχετικής εντολής των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, ανέβηκε σε πατάρι το οποίο βρισκόταν σε ύψος περίπου 2,5 – 3 μέτρων, για να το ξύσει και να το βάψει. Το εν λόγω πατάρι, το οποίο στις δύο πλευρές του ήταν ελεύθερο, στερείτο οποιουδήποτε προστατευτικού στοιχείου, όπως στηθαίου ή κάγκελου και η εναγομένη δεν είχε μεριμνήσει, ενόψει των διενεργούμενων σε αυτό εργασιών, να τοποθετήσει κάποιο εμπόδιο που να παρεμποδίζει τυχόν πτώση των εργαζομένων στο κενό, με αποτέλεσμα ο ενάγων περί ώρα 12.30΄της ίδιας ημέρας έχασε την ισορροπία του για κάποιον λόγο, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και έπεσε από το άνοιγμα του παταριού στο δάπεδο της αποθήκης, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί.
Συνεπώς ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο τραυματισμός του ενάγοντος αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού προκλήθηκε σ΄αυτόν, υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες, σωματική βλάβη οφειλόμενη σε αιφνίδιο βίαιο συμβάν, το οποίο προήλθε από εξωτερικά αίτια, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, που οφείλεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγόμενης εταιρείας, οι οποίοι δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού εργοδότη, που όφειλαν και μπορούσαν να επιδείξουν, δεδομένου ότι δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας για την περίφραξη του ακάλυπτου παταριού, κατά παράβαση των νομικών διατάξεων, ως προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και επιπλέον δεν φρόντισαν ώστε οι συνθήκες εργασίας στον εν λόγω χώρο να επιβλέπονται από τεχνικό ασφαλείας της επιχείρησης. Όπως λοιπόν αποδείχθηκε, η πιο πάνω συμπεριφορά της εναγομένης συνετέλεσε αιτιωδώς στην πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, το οποίο θα είχε αποφευχθεί εάν είχαν τηρηθεί τα προαναφερόμενα μέτρα, δηλαδή εάν είχε τοποθετηθεί στο άνοιγμα του παταριού κάποιο τεχνικό εμπόδιο που να παρεμποδίζει την πτώση οποιουδήποτε ανέβαινε σ΄αυτό (πατάρι), στο κενό.
Ο ισχυρισμός δε της εναγομένης ότι ο ενάγων επιχείρησε αυτοβούλως και χωρίς να ενημερώσει κάποιον από τους εκπροσώπους ή προστηθέντες αρμόδιους υπάλληλους της, να ολοκληρώσει την ημέρα εκείνη τις εργασίες βαφής, οι οποίες από δική του υπαιτιότητα είχαν καθυστερήσει και δη για τον λόγο ότι ο ίδιος, αναλαμβάνοντας ατομικά την εκτέλεση άλλων έργων, καθυστερούσε συστηματικά να προσέλθει το πρωϊ στην εργασία του, δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό μέσο. Συγκεκριμένα, η εναγομένη δεν επιμελήθηκε την εξέταση κάποιου ή κάποιων από τους εργαζόμενους την ημέρα του ατυχήματος στην αποθήκη έτσι ώστε να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι την ημέρα εκείνη ο …………., εκπρόσωπος της εταιρείας, έδωσε εντολή σε όλους όσους εργάζονταν στην αποθήκη να φύγουν και να μεταβούν σε άλλο έργο, αλλά επιμελήθηκε μόνο την επ΄ακροατηρίου ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξέταση και την ένορκη βεβαίωση συγγενικών προσώπων των νομίμων εκπροσώπων της οι οποίοι εργάζονται στην επιχείρησή της, οι καταθέσεις των οποίων και μόνο για το λογο αυτό, δεν κρίνονται επαρκώς αξιόπιστες. Εξάλλου, ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης αποδυναμώνεται επίσης και από την εν γένει ανειλικρινή και ασυνεπή στάση της, αφού αυτή αρχικά δήλωσε προς τον ασφαλιστικό οργανισμό του ενάγοντος αλλά και στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….», ψευδή τόπο και συνθήκες επέλευσης του ένδικου ατυχήματος και συγκεκριμένα, ότι αυτό έλαβε χώρα κατόπιν ολίσθησης του ενάγοντος από ύψος αναχώματος στην παιδική χαρά «……» στο Κερατσίνι και επί των οδών …. και ……., όπου η ίδια (εναγομένη ) εκτελούσε δημόσιο έργο, ενώ στην παρούσα δίκη συνομολογεί ότι το ατύχημα έγινε στη μισθωμένη από αυτήν αποθήκη, στο Πέραμα. Περαιτέρω δε, και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, η εναγομένη ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένη να δηλώσει τις πραγματικές περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε το ατύχημα, ανεξαρτήτως της βουλήσεως του εργαζομένου και σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός της ότι μετα από παράκληση του ενάγοντος και προς το συμφέρον του, προέβη στην ανω ψευδή δήλωση, δεν είναι πειστικός και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ισχυρισμό της ίδιας ότι ο ενάγων ήταν ένας εργαζόμενος με αντισυμβατική συμπεριφορά, η οποία είχε διαταράξει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Επομένως από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν την ημέρα του ατυχήματος μαζί με άλλους 2 ή 3 εργάτες στην αποθήκη και μόνος του πάνω στο πατάρι, χωρίς την επίβλεψη κάποιου προσώπου εκ μέρους της εναγομένης, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι αυτός κατά το χρόνο του ατυχήματος εκτελούσε εργασίες βαφής έχοντας ανέβει σε μονή σκάλα, αλλά ούτε και ότι θα μπορούσε να εκτελέσει τις ανατεθείσες σ΄αυτόν εργασίες από το δάπεδο, με τη χρήση βούρτσας βαψίματος με προέκταση, αφού η εργασία που του είχε ανατεθεί ήταν το ξύσιμο και η βαφή του παταριού, για την εκτέλεση της οποίας έπρεπε αναγκαστικά να ανέβει σε αυτό, απορριπτομένης έτσι ως ουσιαστικά αβάσιμης της και πρωτοδίκως προβαλλομένης νόμιμης κατ΄άρθρο 300 του ΑΚ ένστασης συνυπαιτιότητας.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος έφεσης απορριπτέος κρίνεται ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος.
Στη συνέχεια, από το ίδιο αποδεκτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετά την πτώση του και τον τραυματισμό του απ΄αυτήν, μεταφέρθηκε άμεσα με την επιμέλεια της εναγομένης στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας Αττικής «Άγιος Παντελεήμων», εσήχθη στην Ορθοπεδική κλινική, όπου διαγνώσθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτικά κατάγματα δεξιάς και αριστερής πτέρνας λόγω της πτώσης του από μεγάλο ύψος στο δάπεδο με τα πόδια και αφού έγινε περίδεση αυτών, νοσηλεύτηκε σε θάλαμο νοσηλείας υποβαλλόμενος και σε ειδική αντιπηκτική αγωγή. Από την κλινική εξήχθη στις 07-09-2017 κατόπιν ιατρικής σύστασης για συντηρητική αντιμετώπιση και αποφυγή φόρτισης των κάτω άκρων, ενώ χορηγήθηκε στον ενάγοντα αναρρωτική άδεια 15 ημερών η οποία κατόπιν ιατρικών επανεξετάσεων παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι και στις 08-01-2019 (ημερομηνία συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γεγονός που δεν αρνήθηκε η εναγομένη και εμμέσως συνομολογεί. Ο ενάγων είχε ιατρικές οδηγίες για πλήρη αποφόρτιση των κάτω άκρων για τους πρώτους 3 μήνες μετά το ατύχημα, ενώ στη συνέχεια συστάθηκε μερική φόρτιση αυτών με περπατητήρα τύπου «Π» και στη συνέχεια με βακτηρίες. Από δε την από 08-06-2018 προσκομιζόμενη και επικαλούμενη ιατρική βεβαίωση του Χειρουργού Ορθοπεδικού …………., αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά τον ανωτέρω χρόνο βάδιζε με πλήρη φόρτιση, αλλά παρουσίαζε έντονες λειτουργικές διαταραχές, ιδίως κατά τη βάδιση, ενώ σύμφωνα με την από 13-09-2018 βεβαίωση του ……………., Επιμελητή Β΄ του Ορθοπεδικού Τμήματος του ΓΝΝΠ Άγιος Παντελεήμων, ο ενάγων αντιμετώπιζε δυσκολία στη βάδιση, με περιορισμένο εύρος κίνησης και σύμφωνα και με την ένορκη κατάθεση του αδελφού του, ακόμη και κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αντιμετώπιζε πόνους κατά τη βάδιση.
Τέλος, εφόσον αποδείχθηκε ότι στην επέλευση του ατυχήματος του ενάγοντος συνετέλεσε η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης – εργοδότριας του, αυτός υπέστη ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος και την σοβαρότητα του τραυματισμού του ενάγοντος, της ταλαιπωρίας, τους πόνους και του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, της μακρόχρονης πορείας αποκατάστασης της υγείας του η οποία ακόμη και μέχρι τη συζητήση της αγωγής του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί, της κοινωνικής απομόνωσης που επήλθε συνεπεία της δυσχέρειας που αντιμετωπίζει στη βάδιση, της ηλικίας του κατά το χρόνο του ατυχήματος (48 ετών), της αποκλειστικής υπαιτιότητας των εκπροσώπων της εναγομένης, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) , δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος. Αντίθετα, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ το οποίο από το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίθηκε ως εύλογο και δίκαιο, αξιολογείται ως δυσανάλογα μεγάλο ως προς την ηθική βλάβη του ενάγοντος υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες.
Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης εξαιτίας ηθικής βλάβης, το οποίο δικαιούται ο ενάγων, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονείται ήδη η εκκαλούσα –εναγόμενη με την ένδικη έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους ,γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή της έφεσής της και σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.
Κατόπιν αυτών πρέπει, αφού συνεκδικασθούν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση, να γίνουν δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να κρατήσει την υπόθεση, να συνεκδικάσει την ένδικη αγωγή και την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης (για το ενιαίο της εκτέλεσης της απόφασης), να απορρίψει την τελευταία, να δεχθεί την αγωγή κατά ένα μέρος ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος πρέπει να επιβληθεί στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων την από 25-10-2019 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2019) έφεση και τους από 01-10-2020 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2020) πρόσθετους λόγους έφεσης.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 3131/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει την από 25-06-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2018) αγωγή και την από 02-11-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. ……/2018) ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
Απορρίπτει την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Και
Επιβάλλει στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000.00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ