Ήδη ολοκληρώσαμε τον τρίτο μήνα της συγκλονιστικής δίκης για το μεγάλο έγκλημα του Ματιού και αυτό που διερωτώμαι σε κάθε δικάσιμο, που περνά, είναι ποιο είναι το διακύβευμα της δίκης αυτής;
Είναι μόνο να αποδοθεί δίκαιο για τους 102 νεκρούς και ποινικές ευθύνες στους υπευθύνους της τραγωδίας ή μήπως είναι, με αφορμή τη δίκη και το να αναδειχθούν οι αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες, το να αισθανθούν, μέσω του κοινωνικού διαλόγου κι ενδιαφέροντος, κάποια ανακουφιστική δικαίωση οικείοι των θυμάτων, να λειτουργήσει σε πολιτειακό επίπεδο η επιβολή ποινών, ως μέσο γενικής και ειδικής πρόληψης, δηλαδή αποτροπής επανάληψης ανάλογων εγκληματικών συμπεριφορών και το να ζυμωθεί όλη η κοινωνία μέσω της ιδέας της οργανικότητας; Δηλαδή ότι όντες όλοι μας κύτταρα ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού οργανισμού, δεν έχουμε κανένα περιθώριο αποφυγής εκπλήρωσης των συνδεομένων με τη φύση μας καθηκόντων. Γιατί έτσι θα απολαύσουμε όλοι μια ζωή σε περιβάλλον «α-σφάλειας», που διαμορφώνεται όταν όλοι οι συνδρώντες κι αλληλεπιδρώντες πολίτες πράττουν, χωρίς σφάλματα, αυτά που τους αρμόζουν κι αναλογούν, Α ΔΕΙ, κατά μία παράφραση της Πυθαγόρειας ρήσης. Αυτή είναι η μόνη βιώσιμη ελευθερία εντός μίας συνειδητής κοινωνίας πολιτών!
Αν κάθε σφάλμα, δεν γίνεται, αμέσως μετά, άλμα διόρθωσης και εξέλιξης του όλου πάσχοντος οργανισμού της κοινωνίας, δεν θα έχουμε να ελπίζουμε σε τίποτα κι από αυτή τη δίκη, παρά μία μεγαλύτερη καταβαράθρωση.
Αν δεν την αντιμετωπίσουμε με δέος και ως ιερό έργο, μέσω του οποίου συντελείται η συνειδητή αναμόρφωση του κοινωνικού οργανισμού, εντός και μόνο του οποίου καθένας μας μπορεί φωτισμένος, ελεύθερος, ισχυρός και ασφαλής να επιτελεί το έργο του, κατακτώντας την πολυπόθητη ευδαιμονία, τότε ακόμη κι αυτή η δίκη, δεν θα αποτελεί παρά μία ακόμη «ύβρη».
Να γιατί όταν ελέγχεται δικαστικά και αξιολογείται σε βάθος, για όλους τους παραπάνω λόγους, η άθλια απόδοση του όλου κρατικού και αυτοδιοικητικού μηχανισμού, αναφορικά με την πρόκληση μίας πραγματικής εκατόμβης ανθρωπίνων υπάρξεων, είναι ακατανόητο αυτό που βιώνουμε μέσα στη δίκη.
Είναι αδικαιολόγητο να έχουν παρελάσει 200 μάρτυρες, αυτόπτες, θύματα και συγγενείς τους κι αυτό που εξάγεται στο δημόσιο χώρο, μέσω κυρίως των δημοσιογράφων των μεγάλων ΜΜΕ, που την παρακολουθούν, να είναι μία ρηχή και επίπεδη αντιμετώπιση της δίκης, ως μίας ακόμη μηχανής παραγωγής ειδήσεων προς μαζική κατανάλωση, για να προχωρήσουμε μετά στην επόμενη, ξεχνώντας τι συνέβη λίγο πριν και βεβαίως χωρίς έτσι να αλλοιωνόμαστε ποιοτικά στο ελάχιστο.
Έτσι ακούγοντας μόνον για τα βιώματα που έζησαν οι άνθρωποι, θύματα του τέρατος, στο οποίο μεταμορφώθηκε ο κρατικός μας μηχανισμός, εκτροφέας εντός του της αναξιοκρατίας, αδιαφάνειας, ανευθυνότητας και έλλειψης λογοδοσίας, ειδικά των υψηλά ισταμένων, παρά την ένταση των συναισθημάτων, όταν αυτό δεν συνοδεύεται από μία γενικότερη συστημική ανάλυση παραγόντων του προβλήματος, αιτίων και βιώσιμων παρεμβάσεων, που να βελτιώνουν όλον τον οργανισμό, αυτό που τελικώς επιτυγχάνεται είναι να έχουμε ένα βολικό μηχανισμό κοινωνικής εκτόνωσης της δικαιολογημένης δυσαρέσκειας και καχυποψίας των πολιτών. Έτσι ευνοείται το μηχανιστικό πνεύμα από το οποίο πάσχει όλος ο κόσμος, η έκπτωση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών και τελικώς η συντήρηση των κακοδαιμονιών, που χτίσαμε έως σήμερα, μια και θεωρείται από τους διοικούντες άκρως επικίνδυνη η κατάργηση του εφαρμοζόμενου μηχανισμού διαπλεκόμενης εξουσίασης.
Κάπως έτσι, οι μάρτυρες εξετάζονται διεκπεραιωτικά, με ελάχιστες ερωτήσεις από το Δικαστήριο! Καθώς δε πρόκειται για υπόθεση με βεβαρυμμένο παρελθόν, η στάση αυτή, μας θυμίζει μία σειρά εγκλημάτων, που κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν διερευνήθηκαν, για να μη ενοχληθούν συμφέροντα … Έτσι η κορυφαία πολιτική απάτη και θέατρο του παραλόγου με πρωταγωνιστές υπουργούς και θεσμικούς παράγοντες, που τις ώρες της τραγωδίας απέκρυπταν τους δεκάδες νεκρούς, που γνώριζαν και μετά έστρεψαν τη μονταζιέρα να μιλά και αποδίδει ευθύνες στα θύματα και στους κατοίκους της περιοχής, όχι μόνον δεν ερευνήθηκε, αλλά και δημοσίως αποσιωπάται. Τα αδικήματα, ενώ τα δεδομένα βοούσαν ότι η φωτιά αφέθηκε στη μοίρα της, με γνωστή και δεδομένη την κατάληξή της μέσα στην πυκνοκατοικημένη περιοχή, με επακόλουθο πολλούς θανάτους, κάτι βεβαίως που προέβλεψαν τουλάχιστον τα έμπειρα στελέχη της Πυροσβεστική και της Πολιτικής Προστασίας, θεωρήθηκαν περιέργως ως τελεσθέντα εξ αμελείας και όχι με ενδεχόμενο δόλο. Αλλά και μετά από τις καταθέσεις 200 μαρτύρων, όπου η ύπαρξη ενδεχομένου δόλου τεκμηριώνεται, δηλαδή ότι τα στελέχη αυτά προέβλεψαν ως ενδεχόμενο το αποτέλεσμα της εγκληματικής τους απόφασης να αφήσουν τη φωτιά ανενόχλητη επί τις 2 κρίσιμες ώρες, ιδίως από εναέρια μέσα και το αποδέχθηκαν, αφού δεν έκαναν τίποτα για να το αποτρέψουν, καμία δημόσια φωνή δεν σχολιάζει τη σκανδαλώδη αυτή επιλογή, να δικάζεται ως πλημμέλημα η πρόκληση 102 θανάτων.
Οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν να ακούν μόνο για τις «πιασάρικες» ανθρώπινες τραγωδίες, με τις οποίες ο μηχανικός άνθρωπος – καταναλωτής τηλεφαγητού μπουκώνει καθημερινά, εθιζόμενος στο «εξωφρενικό», ως στοιχείο της καθημερινότητας, πριν γυρίσει στο άλλο του πλευρό ευχαριστημένος, που αυτά αφορούν «άλλους»! Έτσι όμως η ουσία και πάλι ξεφεύγει μέσα από τα δάκτυλά μας!
Το βάρος έκπτωσης των κοινωνικών θεσμών κινδυνεύει να αγγίξει δυστυχώς και τη δικαιοσύνη, αφού η φλεγμονή της επαναλαμβανόμενα ατιμώρητης εγκληματικής συμπεριφοράς μεταδίδεται ραγδαία, σαν την πυρκαγιά στο Μάτι, ειδικά όταν αντί για τη θεραπεία της, επιλέγεται συγκάλυψη.
Κάπως έτσι κι η Ελληνική Αστυνομία που έστειλε κόσμο να καεί σε παγίδα θανάτου στη στενωπό του ολέθρου στο Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι ξεπλύθηκε με ένα ακόμη νομικά διαβλητό βούλευμα και το λιμενικό, που δεν διέκοψε την έξοδο των αυτοκινήτων από τα πλοία που έπιασαν στη Ραφήνα τις κρίσιμες ώρες κι άφησαν κόσμο να αφήνει αβοήθητος την τελευταία του πνοή, καμένος, μέσα στα μανιασμένα κύματα κι άλλους να κολυμπούν ατέλειωτες ώρες μέσα σε μία βασανιστική μοναξιά, επίσης απεδόθη «λευκό» στην κοινωνία.
Οφείλουμε να συνεχίσουμε να θυμόμαστε, να μιλάμε, να διαδίδουμε ακριβείς πληροφορίες, να διαλεγόμαστε, να πιέζουμε, να ελέγχουμε, να συνεργαζόμαστε, για να βελτιώσουμε τα κακώς κείμενα, γιατί μόνον έτσι τιμούμε τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν.
Καθώς στις 31 Ιανουαρίου ξεκινούν οι καταθέσεις των πραγματογνωμόνων, οι ευθύνες κι ο βόρβορος της εγκληματικής αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή, είναι βέβαιο ότι θα αναδειχθούν ακόμη πλέον ξεκάθαρα και η υπόσχεσή μου ότι μέχρι να τελειώσει η δίκη, αλλά και μετά, θα μιλώ και θα γράφω, με τη σκοπιμότητα να μην ξανασυμβεί τέτοιο κακό και να αφυπνισθούν όσοι περισσότεροι μπορούν, θα συνεχίσει να υλοποιείται με όποια μέσα διαθέτω.
Κυριάκος Κόκκινος, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διαπραγματευτής, Διαμεσολαβητής, CSAP, Coach
Συνήγορος ππρος υποστήριξη της κατηγορίας στη δίκη για το Μάτι