ΑΠΟΦΑΣΗ
Moraru and Marin κατά Ρουμανίας της 20.12.2022 (αρ. προσφ. 53282/18 και 31428/20)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες είναι υπήκοοι Ρουμανίας, συνταξιούχες δημόσιοι υπάλληλοι. Και οι δύο προσφεύγουσες ζήτησαν να συνεχίσουν να εργάζονται και μετά το πέρας του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που προβλεπόταν για τις γυναίκες και το οποίο ήταν χαμηλότερο έναντι εκείνου των ανδρών. Ωστόσο παρά τα αιτήματά τους, οι συμβάσεις εργασίας τους τερματίστηκαν. Προσέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια ισχυριζόμενες ότι υπέστησαν διάκριση λόγω φύλου. Η απάντηση των δικαστηρίων ήταν ότι οι απαιτήσεις του νόμου και συγκεκριμένα ο νόμος περί συντάξεων ήταν ρητός σχετικά με τις περιόδους συμβάσεων αναφορικά με την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης.
Επικαλούμενες το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν ότι αναγκάστηκαν να συνταξιοδοτηθούν στην υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης που ίσχυε για τις γυναίκες και ότι αυτό ισοδυναμούσε με διάκριση. Η δεύτερη προσφεύγουσα επικαλέστηκε επίσης το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η Κυβέρνηση δεν προέβαλε επιχειρήματα σχετικά με το οικονομικό – και όχι μόνο – κόστος για την κοινωνία στην περίπτωση που επιτρεπόταν στις γυναίκες να εργαστούν μέχρι την ηλικία των 65 ετών. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δόθηκε στις προσφεύγουσες η επιλογή να συνεχίσουν να εργάζονται πέρα από το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για τις γυναίκες και μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης που έχει καθοριστεί για τους άνδρες, αποτελώντας έτσι διάκριση λόγω φύλου που δεν ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη ή αναγκαία.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (γενική απαγόρευση των διακρίσεων) και επιδίκασε για ηθική βλάβη στην πρώτη προσφεύγουσα 7.500 ευρώ και στη δεύτερη προσφεύγουσα 1.600 ευρώ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες, Liliana Moraru και Doina Marin, είναι υπήκοοι Ρουμανίας, οι οποίες γεννήθηκαν το 1956 και 1958 και ζουν στο Focşani (Ρουμανία) και στο Βουκουρέστι αντίστοιχα. Είναι συνταξιούχες δημόσιοι υπάλληλοι. Η πρώτη εργαζόταν στο παράρτημα Galaţi της Εθνικής Υπηρεσίας Δημοσιονομικής Διοίκησης. Το 2016, καθώς πλησίασε την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες, ζήτησε να της επιτραπεί να συνεχίσει να εργάζεται έως τα 65, ηλικία συνταξιοδότησης των ανδρών. Ωστόσο, την 1η Μαρτίου 2017 η σύμβαση εργασίας της τερματίστηκε καθώς είχε φτάσει την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης και είχε καταβάλει τις απαραίτητες εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Ο εργοδότης της αρνήθηκε να ακυρώσει αυτή την απόφαση.
Προσέφυγε στα δικαστήρια, ισχυριζόμενη ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου. Σε πρώτο βαθμό το δικαστήριο της επαρχίας Vrancea αποφάνθηκε υπέρ της, κρίνοντας ότι σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (νόμος περί συντάξεων και Οδηγία 2006/54/ΕΚ) ένας δημόσιος υπάλληλος είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση συνταξιοδότησης. Ωστόσο, ο εργοδότης της άσκησε έφεση η οποία έγινε δεκτή. Το Εφετείο Galaţi διαπίστωσε ότι ο νόμος που αναφέρθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ίσχυε εν προκειμένω, και ότι οι απαιτήσεις του νόμου και συγκεκριμένα ο νόμος περί συντάξεων ήταν ξεκάθαρος σχετικά με τις περιόδους συμβάσεων αναφορικά με την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης.
Η δεύτερη προσφεύγουσα ήταν επικεφαλής υπηρεσίας στο Υπουργείο Επιχειρήσεων, Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας. Τον Ιανουάριο 2019 η απασχόλησή της τερματίστηκε καθώς είχε συμπληρώσει το όριο ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης για τις γυναίκες. Το Υπουργείο αρνήθηκε να επανεξετάσει την περίπτωσή της. Προσέφυγε στο δικαστήριο για να ακυρωθεί αυτή η απόφαση, υποστηρίζοντας ότι η νεότερη ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες συνιστούσε διάκριση. Τον Ιούνιο του 2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου αποφάνθηκε υπέρ της και ακύρωσε την απόφαση λήξης της σύμβασής της. Ωστόσο, η έφεση του εργοδότη της έγινε δεκτή. Το Εφετείο του Βουκουρεστίου δήλωσε συγκεκριμένα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ζητήσει ισότιμη μεταχείριση, απλώς και μόνο να της επιτραπεί να εργαστεί ένα χρόνο ακόμη, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομολογίας.
Η νομοθεσία και η νομολογία επί του θέματος έχουν αλλάξει από τότε που υποβλήθηκαν οι προσφυγές και οι γυναίκες στη Ρουμανία μπορούν πλέον να εργάζονται σε θέσεις δημοσίων υπηρεσιών μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης που ισχύει για τους άνδρες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να εξεταστεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου διαπιστώνεται σταθερά ότι οι διαφορές στην ηλικία συνταξιοδότησης μεταξύ των φύλων ισοδυναμούν με διαφορά μεταχείρισης, όπως και στην περίπτωση των εν λόγω προσφυγών.
Όσον αφορά τη συμβατότητα αυτής της κατάστασης με την ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κατάσταση σχετίζεται με τις ρυθμίσεις κοινωνικής ασφάλισης που ισχύουν στο κράτος. Παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει σχετικά επιχειρήματα σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Κυβέρνηση δεν προέβαλε επιχειρήματα σχετικά με το οικονομικό -και όχι μόνο- κόστος για την κοινωνία στην περίπτωση που επιτρεπόταν στις γυναίκες να εργαστούν μέχρι τα 65. Πράγματι, η κατάσταση είχε διορθωθεί αργότερα στη Ρουμανία μέσω της νομοθεσίας και της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου (αρ. 387/2018). Περαιτέρω απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου (αρ. 112/2021) επέκτεινε τη διάταξη αυτή στη δημόσια διοίκηση. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δε δόθηκε στις προσφεύγουσες η επιλογή να συνεχίσουν να εργάζονται πέρα από το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για τις γυναίκες και μέχρι τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης που έχει καθοριστεί για τους άνδρες, αποτελώντας διάκριση λόγω φύλου που δεν ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη ή αναγκαία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (γενική απαγόρευση των διακρίσεων).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην πρώτη προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.600 ευρώ στη δεύτερη προσφεύγουσα και 400 ευρώ στην πρώτη για δικαστικά έξοδα
(επιμέλεια: echrcaselaw.com).